Καλλιθέα. Ενα σπίτι-εργοστάσιο εφηβικής δημιουργίας. Τον συνάντησα εκεί πριν από είκοσι χρόνια. Ζούσε τότε σε ένα μικρό διαμέρισμα δυο δρόμους παρακάτω, αλλά είχε ακόμη τα περισσότερα πράγματά του εκεί, στο πατρικό, μια διώροφη μονοκατοικία του ’30.
Στο παιδικό δωμάτιο καλούσε φίλους για να τους παίξει μουσική: ψηλό ταβάνι, βιβλία και βινύλια, πιάνο, κιθάρες, ντάνες από κόμικς, μια παλιά πολυθρόνα, χαρτιά και μολύβια, ζωγραφιές της αδελφής του, Μυρτώς. Στην παρέα ήταν ο Δημήτρης, ο κύριος Νίκος, η Λήδα, η Ελσα, παλιοί και νέοι φίλοι. Ενας ένας άνοιγαν έναν κύκλο γύρω από τον τραγουδιστή και τα τραγούδια.
Ο Φοίβος τραγουδούσε στις παλιές «Γραμμές» της Κωνσταντινουπόλεως. Στενό μαγαζί σαν διάδρομος. Κάθε βράδυ από κάτω οι ίδιοι. Γνωριζόμασταν. Κοινό μικρό, φανατισμένο, σχεδόν ταυτισμένο με τον τραγουδιστή.
Είκοσι χρόνια μετά, το καλοκαίρι του 2014, στο Μέγαρο Μουσικής, ο Φοίβος Δεληβοριάς τραγούδησε μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους που γέμισαν τον κήπο. Αλλοι τόσοι έμειναν απέξω. Μόλις έσβησαν τα φώτα, κίνησε πάλι για την Καλλιθέα. Δεν μένει πια εκεί, το εργοστάσιο όμως ισχύει και τον περίμενε.
Φθινόπωρο του 2015. Σε λίγες ημέρες θα παρουσιάσει τα νέα του τραγούδια που γράφτηκαν εκεί. Αλλοτε θυμίζουν πρίκουελ όσων ακολούθησαν και άλλοτε σκάφος με λαμπιόνια –από τις «Στενές επαφές τρίτου τύπου» του Σπίλμπεργκ –που εκτοξεύεται από το παλιό διώροφο των παιδικών ονείρων.
Φωτογραφία: Πέτρος Κουμπλής

Γιατί γύρισες στο σπίτι που μεγάλωσες για να γράψεις και να ηχογραφήσεις τραγούδια; «Είχα κάνα δυο χρόνια να γράψω τραγούδια μετά την κυκλοφορία του προηγούμενου δίσκου και ενώ είχα αρχίσει πια να απελπίζομαι, για μία εβδομάδα συνεχώς άρχισα να βλέπω στον ύπνο μου το πατρικό μου. Οι γονείς μου μένουν πια εκτός Αθηνών και έτσι δεν πήγαινα και πολύ συχνά εκεί. Το σπίτι υπήρχε, σχεδόν αχρησιμοποίητο. Ξυπνούσα με μιαν αγχωμένη επιθυμία να πάω, να ψάξω τις αποθήκες, να βρω πράγματα. Λοιπόν, πηγαίνω πράγματι, ανοίγω την πόρτα στο παλιό δωματιάκι που έγραφα τα τραγούδια, ξεφυλλίζω βιβλία και συγκινούμαι που ακούω από τον κάτω όροφο το κελάηδισμα των πουλιών της γιαγιάς μου. Η γιαγιά μου παλιά είχε πάρα πολλά ωδικά πτηνά, είχε δεκάδες κλουβιά με πουλιά διαφόρων ειδών. Παίρνω, λοιπόν, ένα ελεεινό κιθαρόνι που έχω παρατημένο εκεί και αρχίζω ένα τραγούδι με πουλιά στην Καλλιθέα, παπαγάλους, αετούς, αηδόνια, περιστέρια. Είναι το πρώτο του δίσκου, το «Ερημιά στην Καλλιθέα». Μόλις το τελείωσα και κάθησα χαρούμενος να ξεκουραστώ, δεν άκουγα πια πουλιά. Και εκεί συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχουν πια πουλιά από κάτω, εδώ και χρόνια. Κι όμως, ορκίζομαι πως την ώρα που έγραφα, τα άκουγα πεντακάθαρα. Αυτό ήταν αρκετό για να με κάνει να μεταφέρω το πιάνο μου από την επόμενη ημέρα κιόλας και να πηγαίνω κάθε πρωί εκεί για να γράψω έναν δίσκο που θα ονομαζόταν «Καλλιθέα»».

Αρα θα έλεγες ότι ο δίσκος είναι το σάουντρακ ενός βιώματος; «Ακριβώς. Από τη στιγμή που τελείωσε η συγγραφή των τραγουδιών, άρχισα να δουλεύω με έναν πάρα πολύ αξιόλογο παραγωγό, τον Χρήστο Λαϊνά, του οποίου οι δουλειές μού άρεσαν πάρα πολύ. Οταν πήγα να του παίξω τα πρώτα τραγούδια, μου είπε πως ακριβώς επειδή γράφτηκαν έτσι έχει πραγματικά νόημα να κάνουμε το σπίτι στούντιο, να γίνει μέσα στο πατρικό η ηχογράφηση. Και έτσι έγινε, ο Χρήστος άφησε όλα του πράγματα εκεί, είχε κλειδί, πήγαινε, μιξάριζε όταν πήγαινα εγώ να κοιμηθώ στο σπίτι, κλείναμε τα ραντεβού με τους μουσικούς και γράφαμε πνευστά, όλη η γειτονιά άκουγε έναν δίσκο να δημιουργείται, έρχονταν οι φίλοι να ξαναδούν ότι δουλεύουμε πάλι εκεί, ότι γίνεται κάτι.
Ολα δε αυτά τα μικρά ορχηστρικά που υπάρχουν ανάμεσα στα τραγούδια είναι στιγμές που αιχμαλωτίστηκαν. Είμαι εγώ που παίζω πιάνο μόνος τη νύχτα και ο Χρήστος που με γράφει κρυφά την ώρα που από το διπλανό φροντιστήριο ακούγονται τα παιδάκια που τραγουδάνε ένα αγγλικό τραγούδι. Παιχνίδια με τις κιθάρες, με τα συνθεσάιζερ, βήματα στο κλιμακοστάσιο, πρόσωπα αγαπημένα που ηχογραφήσαμε και τα βάλαμε σε ένα κανάλι, παραμορφώνοντάς τα τόσο ώστε να μην ακούγεται λέξη σε κανέναν αλλά εγώ να ξέρω ότι σε ένα κανάλι του δίσκου υπάρχει και η φωνή τους».
Ενα από τα ωραιότερα τραγούδια του δίσκου, το «Κουνελάκι», το έχεις γράψει για την κόρη σου. Επαιξε ρόλο στη δημιουργική διαδικασία ο γάμος σου και η γέννηση του παιδιού σας; «Απολύτως. Νομίζω πως όταν αρχίζει πια να γίνεται κεντρικό πρόσωπο μέσα στο σπίτι ένα άλλο πλάσμα, ένα πλάσμα που ήρθε από την αγάπη (από το πουθενά δηλαδή) και γίνεται αυτό ο ήρωας μιας νέας ιστορίας, είναι σαν η δικιά σου ιστορία να τελειώνει εκείνη τη στιγμή και να ήρθε η ώρα κάπως να τη διηγηθείς. Σαν να μπαίνει δηλαδή ένα όριο πλέον στις αναμνήσεις σου, επειδή πρόκειται να μεταδοθούν πια. Μέχρι τότε είναι κάτι πλατύ, κάτι που κινείται από ‘δώ, κινείται από ‘κεί… Μια μέρα, ξεκινώντας να πάω στην Καλλιθέα, την είδα μαζί με τη μαμά της να πηγαίνει προς την παιδική χαρά. Λοιπόν, αισθάνθηκα ότι φεύγει, πάει αλλού. Οτι εγώ πάω προς τα πίσω πια και εκείνη προς τα μπρος. Στο κομμάτι, εύχομαι εκεί που πάει να με θυμάται και να μ’ αγαπάει, να κάνει όμως και μια μουντζούρα πάνω σε κάθε εικόνα μου».
Στον δίσκο επιστρέφεις στη δεκαετία του 1980. Είναι νοσταλγία, είναι το έναυσμα για κάτι καινούργιο; Πώς λειτουργεί αυτό; «Το θέμα του δίσκου είναι η μνήμη. Πώς όμως; Σκέφτηκα ότι όλη αυτή την περίοδο της κρίσης, το αρχικό σοκ το αντιμετώπισε κάθε μερίδα ανθρώπων, κάθε μερίδα Ελλήνων, με ενός είδους νοσταλγία. Ξέρεις, οι περισσότεροι προσπάθησαν να υπερασπιστούν τις βεβαιότητές τους. Κάθε είδους. Ξαναβγήκαν στην επιφάνεια εθνικοπατριωτικές μυθολογίες τύπου Κώστα Πρέκα ή πολιτικοί σχεδιασμοί του ’70 που είχαν εκφυλιστεί από το ’81 και μετά και είχαν οδηγήσει και στην κρίση με τον δικό τους, άκαμπτο τρόπο ερμηνείας. Εξίσου επιθετικός, ο φιλελεύθερος λόγος έδινε σίγουρες οδηγίες για το μέλλον, λες και δεν ήταν αυτός που κατέρρευσε μαζί με τη φούσκα το 2008. Ολοι ευερέθιστοι, όλοι οξύθυμοι, να υπερασπίζονται από ένα παρελθόν ο καθένας. Κι όμως, η στροφή προς το παρελθόν ήταν αναπόφευκτη. Πώς να μην ξεκαθαρίσεις υπαρξιακά και ιστορικά τι συνέβη στη δική σου γενιά; Τι ήμασταν εμείς, ας πούμε, τα παιδάκια του ’80 ή του ’90; Τι ρόλο παίξαμε σε σχέση με τους παλιούς, κι εκείνοι σε σχέση μ’ εμάς, τι ρόλο θα παίξουμε, θα είμαστε κάτι κομβικό, θα είμαστε κάτι ενδιάμεσο; Ολα αυτά με ενδιέφεραν. Αποφάσισα, λοιπόν, να αφιερώσω όλον τον δίσκο στη μνήμη και στα διάφορα είδη μνήμης. Δηλαδή, υπάρχει το κομμάτι για τη νοσταλγία των γονιών που περνάει στα παιδιά…».

Φωτογραφία: Πέτρος Κουμπλής

«Ο μπάσταρδος γιος». «Ακριβώς. Το κομμάτι τού «δεν τα προλάβατε εσείς»! Αυτό το δαχτυλίδι το μυθικό που κάθε γενιά δίνει στους επόμενους. Μου έλεγαν ο μπαμπάς μου και η μαμά μου τι συνέβαινε στο «Και συ χτενίζεσαι» στο Αλσος Παγκρατίου, πώς ήταν να βλέπεις μέσα στην ταβέρνα τον Μπιθικώτση να τραγουδάει μπροστά σου, ή πώς ήταν η «Οδός ονείρων» και η «Ομορφη πόλη» που «τσακωνόντουσαν» στην Αλεξάνδρας, πώς ήταν η ατμόσφαιρα στο Κύτταρο. Και έβριζα που δεν πρόλαβα τόσο θρυλικές εποχές. Αυτό όμως ταυτόχρονα ήταν και το ίδιο ψέμα που θα αρχίσω να λέω κι εγώ στο παιδί μου, αργότερα. Θα απομονώνω καμιά δεκαριά μαγικές και «εκτός σειράς» στιγμές της νεότητάς μου και θα συγκαλύπτω την πλήξη και το χάος που τα περιτριγύριζαν.

Και ακολουθούν τραγούδια για την παλιά φιλία που χλωμιάζει με τα χρόνια, το κορίτσι που θα μπορούσες να ζήσεις μαζί του, αλλά δεν το ‘κανες. Υπάρχει ένα κομμάτι για τον θάνατο ενός πολύ αγαπημένου φίλου. Αλλο για τα λαϊκά ιδιώματα ή τα επιτηδεύματα που δεν έχουν καμιά λειτουργική θέση στο μέλλον. Αλλο για την αρχαιοελληνική μνήμη που, έστω φιλολογικά, μας καθορίζει ποιητικά από τότε που καταλαβαίνουμε τις λέξεις. Είναι όλα κομμάτια που έχουν σχέση με κάτι περασμένο, με κάτι που έχει τελειώσει, έχει τραβήξει την πόρτα πίσω του, παραπονεμένο που δεν το διηγήθηκες ακόμη».
Στο τραγούδι «Ο ξένος» γράφεις: «Πες μου αλήθεια αν αυτός ο μπακάλης απέναντι ήταν πάντα μισάνθρωπος». Μήπως τελικά η Καλλιθέα της δεκαετίας του 1980 είναι ένα όνειρο που έγινε εφιάλτης; «Το ερώτημα που αποτυπώνεται στον δίσκο είναι αν το κοινό μας παρελθόν είναι ένα όνειρο που το είδαμε όλοι μαζί. Αν ήταν εφιάλτης εξαρχής που ένα παιδάκι αθώο τον έβλεπε σαν ένα ωραίο όνειρο. Ή αν ήταν κάτι το οποίο έγινε εφιάλτης με δική μας υπαιτιότητα, επομένως μπορούμε και να το ξανακάνουμε θετικό. Απλά ξυπνώντας και πίνοντας λίγο νερό».
Αυτό που θυμόμαστε πολλά παιδιά της δεκαετίας του 1980 ήταν γειτονιές της πόλης ανοιχτές και φιλικές. Το συνάντησες τώρα που επέστρεψες στη δική σου; «Οχι, το τελείως αντίθετο. Προσπαθούσα να βρω ανθρώπους που ζουν έτσι. Και όταν πήγαινα στο σπίτι ενός παλιού φίλου ξαναθερμαινόταν το περιβάλλον με όλα αυτά που είχαμε να πούμε. Απλώς και το σπίτι και όλα τα γύρω έδειχναν ότι το υπαρξιακό όλη την υπόλοιπη ημέρα είναι πάρα πολύ βαρύ και ασήκωτο, πάρα πολύ δύσκολο, πάρα πολύ άσχημο. Και μη κοινωνήσιμο».
Περίμενες μετά τη δεκαετία του 1990 και του 2000 ότι ερχόταν μια τόσο άγρια δεκαετία όσο αυτή που ζούμε; «Κανείς δεν το περίμενε. Αυτό που καταλάβαινα ήταν ότι υπήρχε μια βαθιά αρρώστια κάτω από τα πράγματα. Το έβλεπες από διάφορα καταθλιπτικά σύνδρομα που είχες κι εσύ και οι φίλοι σου, από μιαν έλλειψη ουσιαστικής παραγωγικότητας του κόσμου, παρότι υπήρχε πολύ χρήμα που γύρναγε. Μπορούσες να δεις ότι αυτή η κατάσταση δεν είναι αληθινή, ότι είναι εικονική, ότι μπορεί να πέσει πολύ εύκολα. Αλλά όχι με τον τρόπο με τον οποίο έγινε και όχι τόσο γρήγορα. Ηταν πολύ σοκαριστικό. Αυτό που παρατηρώ εκ των υστέρων είναι ότι αυτά τα έβλεπε θαυμάσια αυτό που λέμε ποπ κουλτούρα. Δηλαδή οι εμπορικές ταινίες, τα τραγούδια κ.τ.λ. Της δίνω μεγάλη αξία γιατί εντός της εκφράζονται πάρα πολλοί άνθρωποι. Οχι οι μεγάλοι δημιουργοί ή οι προσωπικοί δημιουργοί. Οι πολλοί άνθρωποι. Στη δεκαετία του ’30, ας πούμε, ξαφνικά έβλεπες όλες τις αμερικανικές ταινίες γεμάτες τέρατα που πάταγαν κτίρια, έβγαιναν από τάφους. Ηταν όλο το φαινόμενο του φασισμού που σε δέκα χρόνια θα ήταν κεντρικό θέμα στον κόσμο. Το έβλεπε στ’ όνειρό του ο λαϊκός άνθρωπος. Από το 1995 και μετά, όλες οι ταινίες μέχρι το 2008 είχαν ένα βασικό στοιχείο που έκανε τον κόσμο να πηγαίνει στα σινεμά: την ανατροπή στο τέλος. «Fight Club», «Η έκτη αίσθηση» κ.τ.λ. Στα τελευταία πέντε λεπτά, ό,τι έβλεπες επί δύο ώρες ανατρεπόταν, ήταν ψέμα… Για εμένα ήταν ένα ποιητικό σχόλιο του συλλογικού ασυνειδήτου μας για τη χρηματοπιστωτική φούσκα και την κρίση η οποία ερχόταν».
Δυο λόγια για τα γεγονότα στο Παρίσι και για ό,τι τα ακολουθεί; «Απέναντι στους ισλαμοφασίστες του ISIS –αλλά και σε όσους τους χρηματοδοτούν και τους χρησιμοποιούν, πότε έτσι πότε αλλιώς, στη φρικτή σκακιέρα τους –μόνο μία θέση μπορώ να έχω: του θύματος. Ζω και υπάρχω για την ελεύθερη αγάπη και την ελεύθερη δουλειά. Αρα, έτσι κι αλλιώς, το κεφάλι μου τους ανήκει. Επειδή, όμως, υπάρχουν και οι εγχώριοι φασίστες –και δεν είναι μόνο γραφικοί –να πω το αυτονόητο: πως θύματα των «ανθρώπων» αυτών μαζί μου είναι και το 90% των μουσουλμάνων προσφύγων στην Ευρώπη. Απ’ αυτούς κυνηγημένοι τρέχουν να σωθούν».
Ο δίσκος με τίτλο «Καλλιθέα» θα κυκλοφορεί από αύριο, 23/11, από την Inner Ear, αρχικά σε πολυτελή έκδοση με φωτογραφικό υλικό, σε περιορισμένα αντίτυπα. Ο Φοίβος Δεληβοριάς θα παρουσιάσει για πρώτη φορά ζωντανά όλα τα τραγούδια το Σάββατο 28/11, στο Gagarin 205.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ