Γιατί κάποιοι επιµένουν να εµφανίζουν τα τελευταία χρόνια το γάλα ως το αµαρτωλό µυστικό της βιοµηχανίας των τροφίµων που καταστρέφει αντί να προστατεύει την ανθρώπινη υγεία; «Δυστυχώς κατά καιρούς κυκλοφορεί αρκετή παραπληροφόρηση αναφορικά με το θέμα αυτό. Το γάλα αποτελεί πολύτιμη πηγή ζωής, αδιαμφισβήτητης θρεπτικής αξίας. Αυτό αποτυπώνεται με σαφήνεια στις οδηγίες αναγνωρισμένων διεθνών οργανισμών όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO), o Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO), η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA), στις διατροφικές συστάσεις των ευρωπαϊκών και άλλων χωρών ανά τον κόσμο και στις τεκμηριωμένες μελέτες της συντριπτικής πλειονότητας της πανεπιστημιακής κοινότητας. Την αλήθεια αυτή δεν μπορεί να την αμφισβητήσουν μεμονωμένοι ισχυρισμοί που χωρίς να βασίζονται σε πραγματικές έρευνες και χωρίς να τηρούν τους κανόνες επιστημονικής αποδεικτικής μεθοδολογίας και τεκμηρίωσης κάνουν λόγο για την υποτιθέμενη βλαπτικότητα του γάλακτος».
Μία από τις βασικές κατηγορίες είναι ότι γίνεται εκτεταµένη χρήση ορµονών και αντιβιοτικών, τα οποία «περνούν» στο γάλα. «Στην Ελλάδα δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ορμόνες για να προκαλέσουν την αύξηση της παραγωγής γάλακτος. Το γάλα ελέγχεται αυστηρά για ίχνη αντιβιοτικών βάσει της αυστηρής ευρωπαϊκής νομοθεσίας που διασφαλίζει ότι οι τροφές είναι ασφαλείς για κατανάλωση. Εξάλλου δεν χρησιμοποιούνται φάρμακα για την πρόληψη ασθενειών παρά μόνο για θεραπευτικούς λόγους.
Διότι είναι αλήθεια, δυστυχώς, ότι και τα ζώα ασθενούν. Στην περίπτωση αυτή τηρείται μια περίοδος παύσης, κατά τη διάρκεια της οποίας το ζώο απομακρύνεται από τα υπόλοιπα και το γάλα που παράγει καταστρέφεται πριν το ζώο επανέλθει στον παραγωγικό του κύκλο. Ενα καλό γάλα δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με τη σωστή, υγιεινή και ισορροπημένη διατροφή της αγελάδας που το παράγει. Οποιο και να είναι το είδος της ζωοτροφής, πάντα προέρχεται από εδάφη που έχουν καλλιεργηθεί με τις βέλτιστες γεωργικές πρακτικές, εντός των ορίων της προβλεπόμενης κοινοτικής νομοθεσίας».
Λέγεται επίσης ότι ο άνθρωπος δεν είναι φυσικό να συνεχίζει να πίνει γάλα µετά τον απογαλακτισµό του, και µάλιστα γάλα άλλων θηλαστικών, γιατί η φύση έχει επιλέξει, µετά το στάδιο των πρώτων µηνών της ζωής του, να χάνει την ικανότητα να πέπτει τη λακτόζη (το σάκχαρο του γάλακτος). «Θα έλεγε κανείς ακριβώς το αντίθετο. Εδώ και 10.000 χρόνια η εξέλιξη της ανθρωπότητας βασίστηκε και στην κατανάλωση γάλακτος διαφόρων θηλαστικών, όπως αγελάδες, αιγοπρόβατα κ.ά. Ολόκληρες γενιές μεγάλωσαν καταναλώνοντας γάλα, αναδεικνύοντάς το σε σύμβολο υγιεινής και θρεπτικής διατροφής. Είναι βέβαια επίσης γεγονός ότι για ένα μέρος του πληθυσμού με την αύξηση της ηλικίας αυξάνεται και η πιθανότητα εμφάνισης δυσπεψίας στο γάλα, αν και συχνά κάποιοι θεωρούν ότι πάσχουν βάσει υποκειμενικών αντιλήψεων παρά βάσει ιατρικής διάγνωσης. Η μεγάλη πλειονότητα αυτών μπορεί να καταναλώσει ένα ποτήρι γάλα την ημέρα (το οποίο περιέχει 12 gr λακτόζης). Για όσους δε έχουν διαγνωσμένη δυσανεξία στη λακτόζη, υπάρχει ποικιλία προϊόντων γάλακτος και γαλακτοκομικών χωρίς λακτόζη.
Το να πίνεις γάλα είναι λοιπόν απείρως πιο φυσικό από το να πίνεις ένα «φυσικότατο» ρόφημα με βάση τη σόγια ή το ρύζι ή το αμύγδαλο, τα οποία σίγουρα δεν είναι ροφήματα «φυσικής διατροφής», για τον απλούστατο λόγο ότι κάτι τέτοιο δεν το παράγει η φύση, αλλά αποτελούν δημιουργήματα αυτών που προσπαθούν να μιμηθούν (χωρίς επιτυχία) εκείνο που η φύση μάς διαθέτει κάθε μέρα: το γάλα με την πλούσια θρεπτική του αξία».
Τι θέση έχει το γάλα στη µνηµονιακή Ελλάδα; «Θεωρώ ότι μπορούμε να το μεταχειριστούμε προνομιακά. Το γάλα είναι πρωτίστως ένα τρόφιμο με χαμηλό οικονομικό κόστος, ανάλογα με αυτά που μας προσφέρει τόσο σε επίπεδο διατροφικού πλούτου όσο και σε ενεργειακό επίπεδο. Εχει –το επιβεβαιώνουν αναρίθμητες μελέτες –έναν σημαντικό ρόλο στη διασφάλιση επαρκούς πρόσληψης ασβεστίου και πολλών άλλων θρεπτικών συστατικών, και μάλιστα με όρους μεγαλύτερης απορροφησιμότητας και βιοδιαθεσιμότητας (η ικανότητα του ανθρώπου να χρησιμοποιήσει, αφού απορροφήσει, τα πολύτιμα θρεπτικά συστατικά των τροφών που καταναλώνει), προϋποθέσεις απαραίτητες για την αξιοποίησή του από τα οστά. Διότι και άλλες τροφές έχουν βέβαια ασβέστιο (πράσινα φυλλώδη λαχανικά, αμύγδαλα, ψάρια που τρώμε με το κόκαλό τους κ.ο.κ.), αλλά ή δεν είναι το ίδιο βιοδιαθέσιμες ή οι τροφές αυτές πρέπει να καταναλωθούν σε μεγάλη ποσότητα ώστε να καλύπτονται οι ημερήσιες συνιστώμενες ανάγκες. Στο γάλα και στα γαλακτοκομικά υπάρχουν αντιθέτως οι βέλτιστες συνθήκες για την καλύτερη απορρόφηση και βιοδιαθεσιμότητα του ασβεστίου (ταυτόχρονη παρουσία πρωτεϊνών, φωσφόρου, βιταμίνης D, λακτόζης). Για να φθάσουμε, για παράδειγμα, την ποσότητα ασβεστίου που περιέχεται σε ένα ποτήρι γάλα, θα πρέπει να καταναλώσουμε πολλαπλάσιες –δύσκολο να τις διαχειριστούμε ή οικονομικά «ασύμφορες» –ποσότητες λαχανικών: για παράδειγμα, 2½ φλιτζάνια μπρόκολο ή 8 φλιτζάνια σπανάκι, βρασμένα, κάθε ημέρα, όλον τον χρόνο! Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να σκεφτούμε ότι αν προσδοκούμε στην καθημερινή πρόσληψη ασβεστίου από άλλες πηγές, στις ηλικιακές ομάδες που έχουν αυξημένες ανάγκες σε ασβέστιο (όπως π.χ. παιδιά, έφηβοι), θα υπάρξουν τεράστιες δυσκολίες».
Εκτός από το ασβέστιο, υπάρχουν άλλα σηµαντικά οφέλη του γάλακτος για την ανθρώπινη υγεία; «Αυτό που φαίνεται τελικά να συμβαίνει είναι ότι το γάλα, περισσότερο ως σύστημα παρά ως μεμονωμένα συστατικά, ασκεί συνολικά ευεργετική επίδραση στην υγεία λόγω του συνδυασμού της ποικιλίας θρεπτικών συστατικών και βιοδραστικών παραγόντων που περιέχει αλλά και της αλληλεπίδρασης αυτών των συστατικών μεταξύ τους. Η πλειονότητα των νέων ερευνητικών δεδομένων που προκύπτουν συγκλίνει στο συμπέρασμα ότι η κατανάλωση γάλακτος και γαλακτοκομικών έχει:

α) μειωμένη επίπτωση καρδιαγγειακών νοσημάτων,

β) προστατευτική δράση έναντι της εμφάνισης υπέρτασης (κυρίως στα γαλακτοκομικά προϊόντα με χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά),

γ) ευεργετικές επιδράσεις στην πρόληψη του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 και

δ) προστατευτικό ρόλο σχετικά με την εμφάνιση νεοπλασιών του παχέος εντέρου. Η έρευνα που είναι σε εξέλιξη θα μας δώσει και νέα δεδομένα και θα αναδείξει ακόμη περισσότερο τη διατροφική αξία του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων».

Ο Νώντας Χήνης είναι βιολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στην κλινική διατροφή και διαιτολογία.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ