«Κάθε φορά που φεύγω από αυτόν τον χώρο αισθάνομαι ανανεωμένος και πάρα πολύ χαρούμενος, θα ήθελα να μην τελειώσουν οι πρόβες και έχω πάρα πολύ καιρό να το πω αυτό». Συναντηθήκαμε με τον Δημήτρη Λιγνάδη προτού ξεκινήσουν οι παραστάσεις του «Billy Elliot The Musical», το οποίο σκηνοθέτησε, και δεν χρειαζόταν καν να τον ρωτήσεις αν απολάμβανε τις ημέρες της προετοιμασίας –τόσο φανερό ήταν. «Οι πρόβες είναι ένα πράγμα που πια το βαριέμαι. Δουλεύω σχεδόν από τα 18 μου στο θέατρο ως ηθοποιός και εδώ και αρκετά χρόνια ως σκηνοθέτης και δάσκαλος. Σε κάποια ηλικία φτάνεις σε σημείο κορεσμού, χάνεσαι στην επαγγελματική τύρβη και γίνεσαι μηχάνημα. Αυτό ενδεχομένως να μη στερεί κάτι από το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, σου στερεί ωστόσο από την ύπαρξή σου. Υπάρχουν όμως στιγμές, όπως τώρα, που αναβαπτίζεται το ενδιαφέρον και λες «δεν θέλω να τελειώσει»» δηλώνει με τη γνωστή του ένταση.

Ο Τζέιμι Μπελ, πρωταγωνιστής του κινηματογραφικού «Billy Elliot», σε σκηνή από την ταινία. Φωτογραφία: moviestore collection/rex shutterstock

Τον Μπίλι Ελιοτ τον γνωρίσαμε χάρη στην αναπάντεχα μεγάλη επιτυχία του στη μεγάλη οθόνη. Μια κινηματογραφική παραγωγή η οποία κόστισε 5 εκατομμύρια δολάρια για να γυριστεί, το 2000, απέφερε τελικά παγκόσμιες εισπράξεις που ξεπέρασαν τα 111 εκατομμύρια δολάρια. Το φιλμ «Γεννημένος χορευτής» (με αυτόν τον τίτλο είχε προβληθεί στην Ελλάδα το 2001) ακολούθησε μια θριαμβευτική πορεία παρόμοια με αυτή του βασικού του ήρωα, ενός αγοριού που μεγαλώνει στην Αγγλία των μέσων της δεκαετίας του ’80, και αποφασίζει, κατά τη διάρκεια της μαζικής απεργίας των ανθρακωρύχων ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις της κυβέρνησης Θάτσερ, να επιλέξει ως σπορ το μπαλέτο αντί για το μποξ. Παρά τις πολλές αντιξοότητες, τις αντιρρήσεις της οικογένειάς του κυρίως, εκείνος τα καταφέρνει στο τέλος. Το σενάριο είχε βασιστεί στο θεατρικό έργο «Dancer», το οποίο είχε χρησιμοποιήσει στοιχεία από την αληθινή ιστορία του χορευτή του Βασιλικού Μπαλέτου του Λονδίνου, Φίλιπ Μάρσντεν. Ο πρωταγωνιστής Τζέιμι Μπελ έγινε διάσημος και ακολούθησε μια ενδιαφέρουσα κινηματογραφική (και τηλεοπτική) καριέρα («King Kong», «Nymphomaniac», «Εναντίωση» κ.ά.), ενώ ο σκηνοθέτης Στίβεν Ντάλντρι έφτιαξε στη συνέχεια μερικές ακόμη σπουδαίες ταινίες («Οι ώρες», «Σφραγισμένα χείλη» κ.ά.).

Φήμες λένε πως ο βρετανός τραγουδιστής και τραγουδοποιός Ελτον Τζον θέλησε να μεταφέρει την ιστορία του Μπίλι στο θέατρο, γράφοντας τη μουσική ο ίδιος, από την πρώτη φορά που είδε την ταινία. Το 2004 ευοδώθηκε τελικά η συνεργασία του με τον σεναριογράφο Λι Χολ για τη μεταφορά του κινηματογραφικού success story σε μορφή μιούζικαλ, το οποίο έκανε την πρεμιέρα του στις 31 Μαρτίου του 2005 στο Λονδίνο. Δέκα χρόνια μετά, εξακολουθεί να παρουσιάζεται στο Γουέστ Εντ. Τη χρονιά που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ τιμήθηκε με δέκα βραβεία Τony (ήταν μάλιστα υποψήφιο για 15, ισοφαρίζοντας το ρεκόρ που κρατούσε η παράσταση «Δυο τρελοί τρελοί παραγωγοί») με τις κριτικές να είναι, το λιγότερο, ενθουσιώδεις. Τεράστια επιτυχία υπήρξε και στην Αυστραλία. Στην Ελλάδα παρουσιάζεται εδώ και μερικές εβδομάδες στο Παλλάς, με ενήλικους ηθοποιούς τον Αιμίλιο Χειλάκη, την Αθηνά Μαξίμου, τον Αποστόλη Τότσικα, τη Νίκη Παλληκαράκη, τον Γιώργο Ψυχογιό και την Τιτίκα Στασινοπούλου και τρία αγόρια (Πέτρος Ζαμπάκας, Ανδρέας Καρτσάτος, Σωτήρης Πιερράκος) να εναλλάσσονται στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Γύρω στα 100 παιδιά πέρασαν από την οντισιόν που οργανώθηκε για την ελληνική παράσταση. Θα ήταν ίσως πιο πολλά αν στη χώρα μας οι περισσότεροι δεν θεωρούσαν τον χορό (και ειδικά το μπαλέτο) μια κοριτσίστικη ασχολία; «Πιστεύω πως ναι» απαντά ο Δημήτρης Λιγνάδης. «Θα ήταν πιο πολλά, και γιατί δύσκολα ένας γονιός αναγνωρίζει ότι ένα αγόρι θέλει να ασχοληθεί με το κλασικό μπαλέτο, αλλά και γιατί το παιδί δύσκολα εκδηλώνεται. Οι περιπτώσεις αγοριών, στις ηλικίες που αναζητούσαμε, με σπουδές κλασικού μπαλέτου, είναι πολύ σπάνιες στην Ελλάδα, κυρίως λόγω των υπαρχόντων στερεοτύπων. Είμαι όμως πολύ χαρούμενος που συνεργάζομαι με τα παιδιά που τελικά επιλέχθηκαν. Εχουμε στην παράσταση και μια πινελιά για την αποδοχή της διαφορετικότητας, μία σκηνή (σ.σ.: αφορά τον Μάικλ, τον κολλητό φίλο του Μπίλι) με το στοιχείο της αναζήτησης του πραγματικού φύλου του αγοριού. Και δεν εξωραΐζονται καθόλου οι ανθρακωρύχοι, δεν παύει να φαίνεται ότι είναι πατέρες με κλειστά μυαλά. Αριστεροί στις πολιτικές τους θέσεις, αλλά πολύ δεξιοί στις αντιλήψεις τους για την οικογένεια και τους ρόλους των φύλων –το λέω έτσι, αν και δεν πιστεύω στον διαχωρισμό αριστερός – δεξιός».
Ο ίδιος ο Λιγνάδης έχει παίξει μόνο μία φορά σε μιούζικαλ. Υποδύθηκε τον κομπέρ στο κατά Κωνσταντίνο Ρήγο «Καμπαρέ», κερδίζοντας τις εντυπώσεις ακόμη και των πιο κακόπιστων. Θα ήταν συνετό να υποθέσουμε ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους θέλησε να ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη παράσταση ήταν και η πρόκληση που παρουσίαζε η επαφή του με κάτι καινούργιο. «Σίγουρα έχει παίξει πολύ μεγάλο ρόλο το γεγονός ότι το μιούζικαλ είναι για εμένα ένα είδος, ας πούμε, απερπάτητο, με το οποίο βρίσκομαι σε περίεργα terms –είναι ελάχιστα τα μιούζικαλ που θα πήγαινα να δω. Ετυχε όμως να δω τον «Billy Elliot» στην Αγγλία, τυχαία συνέβη, και έπαθα πλάκα. Και με το θέμα και με το θέαμα. Βέβαια, προσωπικά, και την αρχαία τραγωδία μιούζικαλ τη θεωρώ, με την πολύ διασταλτική έννοια, καθότι είναι ένα μουσικοχορευτικό θέατρο υψηλής πρόζας, υψηλής ποιήσεως. Παρ’ όλα αυτά, είναι σίγουρα μια καινούργια εμπειρία για μένα».
Ποια είναι τα στοιχεία αυτού του ήρωα που τον συγκινούν; «Το θάρρος του και ο «Διόνυσος», που όταν μας επισκέπτεται δεν μπορεί πραγματικά να μπει κανένα εμπόδιο μπροστά του, μπορεί να τα ισοπεδώσει όλα, ακόμη και τον ίδιο τον εαυτό μας. Οταν νιώθεις το κάλεσμα της τέχνης, δεν μπορείς να κλείσεις την πόρτα. Το μεγαλείο της είναι ότι μπαίνει σαν ιός μέσα στο αίμα και κάποια στιγμή θα εκδηλωθεί, αν δεν εκδηλωθεί θα δηλητηριαστείς. Πρόκειται για μια δημιουργική τοξίνη η οποία σε ενοχλεί συνεχώς. Και εκείνο που με συγκινεί στον Μπίλι Ελιοτ είναι ότι αυτό το παιδί αφήνεται στην τόλμη και στη δύναμη της τέχνης που έρχεται συνήθως ερήμην μας». Θεωρεί άραγε πως του μοιάζει; «Σε τίποτα δεν μοιάζω με τον Μπίλι Ελιοτ, γιατί στην καλλιτεχνική μου ζωή δεν μπορώ να πω ότι βρήκα εμπόδια, ή δεν τα θεωρούσα τότε εμπόδια γιατί δεν είχα πάρει στα σοβαρά αυτό που κάνω. Αγαπώ αυτόν τον ήρωα ακριβώς επειδή θα ήθελα πάρα πολύ να του μοιάζω, αν και υπολείπομαι πολύ».
Ο Μπίλι Ελιοτ πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα, κόντρα στις προκαταλήψεις, κόντρα στις επιθυμίες των κοντινών του ανθρώπων. Ο Δημήτρης Λιγνάδης θεωρεί ότι πρόκειται «πραγματικά για έναν επαναστάτη. Εμένα δεν θα με πείραζε και να μην τα καταφέρει. Το γεγονός ότι έφυγε από το κάρβουνο γιατί ένιωσε διαμάντι για εμένα τον κάνει υπόδειγμα επαναστάτη. Θα μπορούσε να είχε καταστραφεί στο τέλος, μια και βρισκόταν σε μια πολύ κρίσιμη ηλικία. Προσωπικά, με ενοχλεί η γιαλαντζί επαναστατικότητα που βλέπουμε στην Ελλάδα. Εκεί που πρέπει πρώτα να πετροβολήσουμε τη δική μας βιτρίνα, πετροβολάμε των άλλων. Μαθαίνουμε και στα νέα παιδιά μια επαναστατικότητα αντί να τους μαθαίνουμε την επανάσταση. Κάνε κατάληψη, αλλά κρίμα είναι να χάσεις την πενταήμερη. Μην πηγαίνεις σχολείο, αλλά θα σου τις σβήσω τις απουσίες. Η διδασκαλία, ή μάλλον η ανοχή της ατολμίας, του μη ηρωισμού, εμένα με απογοητεύει. Εχω επίσης την αίσθηση ότι έχουμε χάσει την ταυτότητά μας. Το βλέπω στις οικογένειες, το βλέπω στο θέατρο, νιώθω ότι και το κοινό τα έχει λίγο χαμένα. Επίσης, βλέπω μια τεράστια υποχώρηση του αισθήματος υπέρ της αισθητικής. Πάμε σε παραστάσεις και λέμε «ενδιαφέρουσα παράσταση». Τι θα πει αυτό; Ενα φαΐ είναι ενδιαφέρον; Μόνο για τους σεφ που το φτιάχνουν».
Η ιστορία του επίδοξου χορευτή διαδραματίζεται σε μια ταραγμένη περίοδο της Βρετανίας, σε μια περίοδο μεγάλων κοινωνικοπολιτικών αλλαγών τα αποτελέσματα των οποίων αποτιμώνται ακόμη. Ο σκηνοθέτης δεν μπήκε στον πειρασμό να τονίσει τις ομοιότητες με την τωρινή ελληνική πραγματικότητα. «Είναι εξόφθαλμη η ομοιότητα με το σήμερα. Δεν χρειάζεται κανείς ένα πράγμα που κραυγάζει να του βάλει και ντουντούκα. Ο Μπίλι Ελιοτ είναι μια λαμπρή παράσταση που είδα έξω, δεν θέλησα να την επανεφεύρω, να την ξαναφτιάξω από την αρχή, δεν είχα ούτε τον χρόνο ούτε τη διάθεση. Οταν κάτι είναι τόσο ωραίο, δεν το αλλάζεις. Γνωρίζουμε, βέβαια, πως η πολιτική έχασε σε αυτό το έργο, κέρδισε όμως η τέχνη. Γενικά, όπου ανθεί η πολιτική, με τη φτηνή έννοια, τη σημερινή, η τέχνη πάει για ύπνο. Αλλά δεν θέλω να πω περισσότερα γιατί καταλήγω να κάνω αυτά που κατηγορώ, αυτό το λέμε, λέμε, λέμε και δεν κάνουμε τίποτα, απλώς διαγιγνώσκουμε το πρόβλημα με ένα «όλα είναι μπουρδέλο, ρε φίλε». Ok, αυτό ας πούμε ότι το ξέρεις 30 χρόνια, φίλε, τι έχεις κάνει; Αντί για Μανωλιό, ψήφισες Μανώλη; Αυτό έκανες;».
Στην ερώτηση αυτή ο καθένας έχει τη δική του απάντηση. Η δική του απάντηση σχετίζεται με το θέατρο; Πιστεύει ο Δημήτρης Λιγνάδης ότι αλλάζει τον κόσμο με μέσο το θέατρο; «Ποτέ δεν είδα το θέατρο σαν αποστολή. Το θέατρο το είδα σαν μέσο έκφρασης των βαθύτερων αγωνιών μου, αλλά και των πιο ρηχών: το χειροκρότημα, η αποδοχή από τον κόσμο, οι καρποί που θα μπορούσε να μου αποφέρει μια θεατρική επιτυχία, όχι τόσο οι οικονομικοί, οι ερωτικοί, ότι ενδυναμώνεται το στάτους. Σαφώς και είναι κοινωνική αποστολή, αλλά ο διάκονός του δεν πρέπει να το ξέρει αυτό, γιατί τότε γίνεται ένας στρατευμένος καλλιτέχνης, δηλαδή ένας μέτριος ή ένα τίποτα. Υπάρχει, βέβαια, και το άλλο φαινόμενο… Οι άνθρωποι θέλουμε να γίνουμε έργο, αλλά δεν γινόμαστε και φλερτάρουμε με την ιδέα της τρέλας, της σκοτεινότητας. Πρέπει, όμως, να συνειδητοποιήσουμε τη μικρότητα και τη μετριότητά μας, μόνο έτσι θα μπορέσουμε να κάνουμε μεγάλα πράγματα, αν πιστεύουμε ότι είμαστε τεράστιοι καταδικάζουμε τον εαυτό μας να κάνει μόνο μέτρια πράγματα. Είναι άλλο να φοράς το κοστούμι ενός πρίγκιπα και να λες «τώρα θα αισθανθώ πρίγκιπας», γνωρίζοντας ωστόσο ότι δεν είσαι, και άλλο να το πιστεύεις πραγματικά. Προσέρχομαι στο θέατρο με ματαιοδοξία, με τη χαρά του ψέματος, με μια ηδονή που πηγάζει από τη μαγεία του ψέματος».
Μέσα στο θέατρο μπορεί να υπάρχει μαγεία. Εκτός θεάτρου τι συμβαίνει; Ποια είναι τα χειρότερα στοιχεία που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε ζώντας σε αυτή τη χώρα; «Αυτό που με στεναχωρεί στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα είναι η εθελοτυφλία. Δεν βλέπουμε τι μερίδιο ευθύνης έχουμε στα πράγματα. Μας διακρίνει επίσης ελαστική ηθική, μια ηθική που την επικαλούμαστε μόνο όποτε μας βολεύει, και μια ανηθικότητα που τη λιθοβολούμε μόνο όταν δεν μπορούμε να συμμετάσχουμε σε αυτή. Υπάρχει και το γεγονός ότι βλέπουμε συνήθως το δέντρο και όχι το δάσος. Κρίμα, γιατί η κρίση θα μπορούσε, ενδεχομένως μέσα από μια καταστροφή, να γίνει μια μεγάλη ευκαιρία ουσιαστικής αναβάθμισης του Νεοέλληνα, αυτό όμως χρειάζεται παιδεία και προθυμία να δυσαρεστήσεις κάποια αφτιά, και δη νεανικά. Αντί να προσπαθούμε να είμαστε ωφέλιμοι, εμείς προσπαθούμε να είμαστε ευχάριστοι. Αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Για να μην κάνω τον Κοσμά τον Αιτωλό, κι εγώ έχω υπάρξει μέρος αυτής της «μούφας». Ολοι μας παίξαμε με την τράπουλα. Αλλά ας έχουμε την αυτοκριτική διάθεση να το παραδεχτούμε πρώτα και τελικά να το αποτινάξουμε. Τη βόμβα που έσκασε στα χέρια μας εμείς την κατασκευάσαμε».
To «Billy Elliot The Musical» παρουσιάζεται στη σκηνή του Θεάτρου Παλλάς (Βουκουρεστίου 5) κάθε Τετάρτη έως Κυριακή.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ