«Υπάρχει αυτή η λεγόμενη γκλαμουριά στον χώρο του ντιζάιν, αλλά είναι θέμα προσωπικής επιλογής. Εγώ την αποφεύγω. Δεν υπήρξε εποχή που πετούσα στα σύννεφα». Η συζήτηση με τον Μιχάλη Αναστασιάδη σε πείθει ότι η σχεδιαστική του ταυτότητα, αυτή των καθαρών και απόλυτα συνειδητών γραμμών, πηγάζει από μια αντίστοιχης αυτογνωσίας ξεκάθαρη προσωπικότητα.
Ο κύπριος σχεδιαστής σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Imperial College του Λονδίνου και κατόπιν βιομηχανικό σχεδιασμό στο Royal College of Art της βρετανικής πρωτεύουσας. Το 1994, έναν χρόνο μετά την αποφοίτησή του, ίδρυσε το δικό του στούντιο εστιάζοντας στην κατασκευή φωτιστικών. «Ηταν από τα πρώτα αντικείμενα που σχεδίασα και η ενθάρρυνση των γύρω μου με έκανε να συνεχίσω. Αλλωστε, δεν μπορούσα και λόγω κλίμακας να κάνω τα πάντα» εξηγεί στο BHΜΑgazino. Χωρίς αγωνία για τη μεγάλη αναγνώριση και τα φώτα της δημοσιότητας, παραμένει πιστός στη γεωμετρική ισορροπία ακόμη και σήμερα. Ακόμη και έπειτα από τα ειδικά αφιερώματα των «Financial Times», του «Telegraph Magazine» και του «Wallpaper». Ακόμη και παρά το γεγονός ότι αντικείμενα με την υπογραφή του συγκαταλέγονται στις μόνιμες συλλογές του MoMA και του Μουσείου Victoria & Albert. Ακόμη και μετά τις σημαντικές συνεργασίες του με εταιρείες όπως η Flos, η Puiforcat της Hermès, καθώς και η Herman Miller. «Οι μεγάλες εταιρείες έχουν μεγαλύτερο κοινό, μια ιστορία, μια σφραγίδα. Οταν σχεδιάζεις για παραγωγές τέτοιου μεγέθους, παύεις να είσαι ο μικρός producer, ένας μικρός τεχνίτης. Ξαφνικά γίνεσαι ντιζάινερ. Το γεγονός ότι διατηρώ και τη δική μου εταιρεία μού προσφέρει την πολυτέλεια να επιλέγω τις συνεργασίες που δεν αλλοιώνουν το ύφος μου» περιγράφει ο Μιχάλης Αναστασιάδης. Ισως σε αυτόν τον… λιτό βίο να έχει συμβάλει και η ενασχόλησή του από το 1993 –προτού γίνει η νέα μόδα των Δυτικών –με τη γιόγκα, την οποία δίδασκε μέχρι και πριν από πέντε χρόνια.
Πόσο απλό είναι τελικά το να είναι κάποιος απλός; «Η απλότητα αποτελεί στάση ζωής, μια φιλοσοφία, μια συνειδητή αντίληψη με την οποία αντιμετωπίζεις τα πράγματα. Για εμένα σημασία στο ντιζάιν έχει η διαχρονικότητα και κατά συνέπεια η στοχευμένη επιλογή, τόσο του υλικού που πρέπει να διατηρηθεί –αν όχι να γίνει καλύτερο –στο πέρασμα του χρόνου, όσο και της φόρμας. Εχει να κάνει με το πώς χρησιμοποιείς την πληροφορία που θέλεις να μεταδώσεις. Εγώ προτιμώ τα περνώ μηνύματα μέσα από τη διαδικασία της αφαίρεσης. Οσο αφαιρείς, αποκαλύπτεται το πιο δυνατό σημείο κάθε ιδέας, η οποία μπορεί αρχικά και να «φλυαρούσε». Σταδιακά απαλλάσσεσαι από τη μανία να πεις πολλά. Η αφαίρεση με βοηθάει στο να αποδίδω καλύτερα, να εξελίσσω τη δουλειά μου».
Μήπως όμως η αφαίρεση διαμορφώνει μια καθολική σχεδιαστική ταυτότητα; Μήπως έτσι απειλείται η διαφορετικότητα; «Ο κάθε δημιουργός έχει διαφορετική αφετηρία και επομένως διαφορετικό αποτέλεσμα. Από την άλλη, δεν θεωρώ ότι υπάρχει κάτι καινούργιο με την έννοια του ανείπωτου, ούτε στο ντιζάιν αλλά ούτε και στην τέχνη. Δεν μιλώ για ανακύκλωση, ούτε απαξιώνω τη φαντασία, αλλά για μια επανάληψη, για συγκεκριμένες αναφορές. Κάποια στιγμή σε μια άλλη εποχή υπήρξε αυτή η ιδέα, ίσως με έναν διαφορετικό τρόπο, ίσως όχι με την ίδια μορφή. Το να προσθέτεις πληροφορίες απλώς για να κάνεις κάτι να δείχνει ξεχωριστό, είναι μια άχρηστη, ανούσια διαδικασία. Ο κάθε δημιουργός διαμορφώνει την ταυτότητά του με βάση την προσωπικότητά του. Διαφορετικά, θα ήταν επιστήμη, θα αποκτούσαν όλοι μια τεχνική και σύμφωνα με αυτή θα πορεύονταν».
Και τελικά πώς έρχεται αυτή η μαγική στιγμή; Πώς καταφέρνει ένα αντικείμενο να πείσει; «Οταν καταφέρει να αγγίξει τον καταναλωτή σε πολλά επίπεδα. Οταν ένα αντικείμενο επικοινωνεί με έναν τρόπο εντελώς άμεσο και χωρίς άλλες αναγνώσεις, θαρρώ πως μέσα σε ένα-δύο χρόνια θα εξαφανιστεί. Ο πολυεπίπεδος σχεδιασμός είναι βασικός στόχος μου. Και με εκπλήσσει ευχάριστα όταν οι άλλοι ανακαλύπτουν πράγματα που εγώ δεν είχα σκεφτεί. Οπως, άλλωστε, συμβαίνει και στην τέχνη».

Θεωρείτε τον εαυτό σας καλλιτέχνη;
«Δεν μου αρέσουν οι διακρίσεις. Αν κάποιος είναι δημιουργικός άνθρωπος, είναι δημιουργικός άνθρωπος. Αν ονομάζει τον εαυτό του κάπως και βάζει την αντίστοιχη ταμπέλα είναι γιατί έτσι μόνο θα τον αποδεχθούν, θα τον κατανοήσουν. Μπορεί και κάποιος που αποκαλείται καλλιτέχνης να φτιάχνει καθαρά χρηστικά αντικείμενα, όπως μια καρέκλα, με τη διαφορά ότι αυτός θα μπορεί να την πουλήσει σε άλλη τιμή, υψηλότερη από αυτήν που θα μπορούσα εγώ ως ντιζάινερ. Δυστυχώς, έχουμε τη μανία να τα βάζουμε όλα σε «κουτιά». Οταν δημιουργείς και δεν τοποθετείσαι, αντιμετωπίζεις τη δυσπιστία, βρίσκεις κλειστές πόρτες. Το βίωσα αυτό, ιδιαίτερα στην αρχή της καριέρας μου».
Η τέχνη, βέβαια, μπορεί να είναι και πολιτικοποιημένη. Ισχύει αυτό και για το ντιζάιν; «Απόλυτα. Το ντιζάιν έχει να κάνει με τον καταναλωτισμό, άρα και με την κοινωνία, την καθημερινότητά μας. Συνθήκες που επηρεάζουν τα υλικά και τα μεγέθη διαμορφώνουν τάσεις. Δεν μπορείς να το αποφύγεις».
Στο ζοφερό πολιτικό κλίμα της εποχής εντάσσεται και η απουσία χρώματος στις δημιουργίες σας; «Δεν συμφωνώ. Υπάρχει χρώμα στη δουλειά μου. Επενδύουμε πολύ χρόνο στην ανάλυση των αποχρώσεων μέχρι να καταλήξουμε στα τελειώματα μιας επιφάνειας. Νομίζω ότι μπορείς να εκτιμήσεις περισσότερο τα χρώματα όταν τα αφαιρείς, όταν δεν υπάρχουν με αυτονόητο τρόπο, όταν τα ανακαλύπτεις μέσα από την αντανάκλαση του φωτός. Η πρόκληση είναι μεγαλύτερη».
Θα μπορούσατε δηλαδή να συνεργαστείτε και με τον μετρ της εκκεντρικότητας, τον Kαρίμ Ρασίντ; «Κατ’ αρχάς, η επιτυχία του σημαίνει ότι αγγίζει κάποιους ανθρώπους. Για να είμαι ειλικρινής, δεν θα μπορούσα να ονοματίσω συγκεκριμένους ντιζάινερ με τους οποίους θα συνεργαζόμουν, γιατί από όλους μου αρέσει κάτι. Θα προτιμούσα έναν συνδυασμό. Τον Καρίμ τον γνώρισα το 1993 όταν πήγα στο στούντιό του στη Νέα Υόρκη. Τότε ακόμη ήταν πολύ χαμηλών τόνων και συνεσταλμένος. Αργότερα άλλαξε το στυλ του, υιοθετώντας και την εμφάνιση ενός ροκ σταρ. Και για να κλείσω το θέμα του χρώματος, θα συμπλήρωνα ότι καθόλου δεν θα με φόβιζε ένα έντονο πορτοκαλί, αν αυτό υπηρετούσε το αντικείμενο. Αλλά επιμένω ότι η μεγαλύτερη δυσκολία είναι να επικοινωνήσεις με τρομερή λεπτότητα, να δώσεις δύναμη σε ένα αντικείμενο με αυτές τις λεπτές γραμμές».

Την αρνητική κριτική από όσους δεν αντιλαμβάνονται αυτή τη λεπτότητα τη φοβάστε;
«Το περιθώριο που αφήνεις σε κάποιον να εκφραστεί σε σχέση με τη δουλειά σου και το πόσο σοβαρά παίρνεις τη γνώμη του είναι πραγματικά προσωπικό ζήτημα. Εγώ δεν θέλω γενικά να επηρεάζομαι. Εχω δεχθεί διάφορα σχόλια και μάλιστα αντιφατικά μεταξύ τους: για κάποιον ένα αντικείμενό μου είναι άλλης εποχής και για κάποιον άλλον κάτι το εντελώς σύγχρονο. Αυτό είναι πολύ θετικό για εμένα, δείχνει ότι τελικά έχω σχεδιάσει κάτι πολύ διαφορετικό».
Η γνώμη των συναδέλφων σας μετράει; «Οι του σιναφιού μας δύσκολα εκφράζονται. Ακόμη και αν σε θαυμάζουν, δεν θα το πουν. Υπάρχει έντονος ανταγωνισμός με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως η Πατρίσια Ουρκιόλα. Θυμάμαι πριν από πέντε χρόνια σε μια έκθεση γύρισε και είπε σε άλλους, εξίσου αναγνωρισμένους ντιζάινερ: «Εχουμε χρέος να βοηθήσουμε ανθρώπους όπως ο Μάικλ να δημιουργήσουν προϊόντα μαζικής παραγωγής». Εκείνοι την κοιτούσαν περίεργα».
Αν μένατε στην Ελλάδα ή στην Κύπρο, θα είχατε διαγράψει την ίδια πορεία; «Οχι. Δεν ξέρω αν θα ήταν χειρότερη ή καλύτερη, αλλά ξέρω σίγουρα ότι θα ήταν διαφορετική, γιατί τα ερεθίσματα θα ήταν διαφορετικά».
Σας ανησυχεί το πόσο δημιουργική θα συνεχίσει να είναι αυτή η πορεία; «Δεν νομίζω ότι ένας δημιουργικός άνθρωπος «σωπαίνει». Μπορεί να ανακαλύψει νέους τρόπους έκφρασης. Ισως να σταματήσω να είμαι σχεδιαστής αντικειμένων και να γίνω σχεδιαστής κοσμημάτων –μια χαρά μου φαίνεται».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ