Ο εφιάλτης του αμερικανικού πολιτικού κατεστημένου εδώ και χρόνια ορίζεται από την ξαφνική εμφάνιση ενός προεδρικού υποψηφίου με τσέπες δισεκατομμυριούχου, δημόσιο λόγο εκτός της τρέχουσας πολιτικής αγοράς και επικοινωνιακές ικανότητες που θα συνεγείρουν τα πλήθη. Αυτός ο αμερικανός Μπερλουσκόνι δεν ήταν ούτε ο Ρος Περό το 1992, ούτε ο Στιβ Φορμπς το 2000, ούτε κάποιος από τον εσμό των πολυεκατομμυριούχων που κάθε τέσσερα χρόνια παίζουν με την ιδέα μιας εκστρατείας –και συνήθως την εγκαταλείπουν για κάποιο άλλο ακριβό παιχνιδάκι.
Εως τις 16 Ιουνίου κανείς δεν φανταζόταν ότι στον ρόλο αυτόν θα μπορούσε να ανταποκριθεί η γραφική τηλεπερσόνα στην οποία είχε εξελιχθεί ο Ντόναλντ Τραμπ στα 69 του χρόνια. Σήμερα, με το 24% των ψηφοφόρων του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος να τον φέρνουν στην πρώτη θέση μεταξύ των διεκδικητών του χρίσματος και με μόλις τρεις μονάδες να τον χωρίζουν από τη Χίλαρι Κλίντον σε μια δυνητική μονομαχία το 2016, πολλοί φοβούνται ότι οι ΗΠΑ βρήκαν τον δικό τους Σίλβιο. Εναν πανέξυπνο μάνατζερ του εαυτού του με βαμμένο μαλλί, έμφυτο χάρισμα στην υπεραπλούστευση, πηγαίο ταλέντο στην πρόκληση και εμπρηστική ρητορική. Μην ψάχνετε μάταια για συνοχή στον λόγο του. Δεν τη χρειάζεται. Είναι κατά καιρούς υπέρ και κατά των αμβλώσεων, θα αντικαταστήσει το Σύστημα Υγείας του Μπαράκ Ομπάμα με «κάτι καταπληκτικό», θα αποσύρει τις στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ από την Ασία «για να προστατευτούν μόνοι τους. Θυμάστε τότε που οι νίκες των Ιαπώνων επί των Κινέζων στον πόλεμο ήταν θέμα ρουτίνας;». Ισχύς του δεν είναι η λογική του επιχειρήματος, είναι η ένταση της κραυγής («Θα χτίσω ένα τείχος στα σύνορα με το Μεξικό! Κανείς δεν θα περνά από το τείχος μου! Ο Τραμπ χτίζει τείχη!»), η αυθόρμητη υποτίμηση των άλλων («ο –σ.σ. πρώην συνυποψήφιός του –Ρικ Πέρι φοράει γυαλιά για να νομίζουν οι άλλοι ότι είναι έξυπνος»), ο ανυπόκριτος ρατσισμός (οι μεξικανοί μετανάστες είναι «σε πολλές περιπτώσεις εγκληματίες, έμποροι ναρκωτικών και βιαστές»). Χειμαρρώδης, αυτάρεσκος, υβριστικός, διχαστικός, ο Ντόναλντ Τραμπ, από φαινόμενο του lifestyle, γίνεται καιρικό φαινόμενο της αμερικανικής πολιτικής.
«Δεν είμαι ένας από εσάς» μοιάζει να λέει ανοιχτά στο κοινό του. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε; Με καταγωγή από πλούσια οικογένεια (ο πατέρας του, Φρεντ Τραμπ, έγινε πολυεκατομμυριούχος ως εργολάβος οικοδομών χτίζοντας περισσότερα από 30.000 διαμερίσματα σε γειτονιές μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων της Νέας Υόρκης), σπουδές σε περίοπτη σχολή της Ivy League και περιουσία 2,9 δισ. δολαρίων (άλλο αν εκείνος κομπάζει ότι έχει 10), δεν έκρυβε ποτέ το χρήμα, την απέραντης έκτασης κατοικία του στο Παλμ Μπιτς της Φλόριντα, τις συζύγους-τρόπαια με την ολοένα αυξανόμενη διαφορά ηλικίας από τον ίδιο. Τα αντισταθμίζει προβάλλοντας ότι γνωρίζει τον χώρο της δουλειάς και ανταμείβει τους ανθρώπους του μόχθου: ο σημερινός γενικός διευθυντής του ομίλου του υπήρξε πρώην σωματοφύλακάς του, ο μάνατζερ του ξενοδοχείου του στο Λας Βέγκας είναι πρώην οδηγός, επιφορτισμένος με το καθήκον να πηγαίνει τα παιδιά του στο σχολείο. Ποιος από τους πολλούς ανθυποψηφίους του μπορεί να ισχυριστεί κάτι παρόμοιο; Η Κάρλι Φιορίνα; Ως διευθύνουσα σύμβουλος της Hewlett-Packard απέλυσε 30.000 υπαλλήλους κατά τη συγχώνευση με την Compaq το 2002. Ο Μάρκο Ρούμπιο; Εκλέχθηκε για πρώτη φορά σε πολιτικό αξίωμα στα 29 του, είναι πολιτικός από τα γεννοφάσκια του. Ο Τζεμπ Μπους; Είναι συνώνυμο της οικογενειοκρατίας. Ενώ ο Ντόναλντ στα 17 βιβλία του μεταφράζει 40 χρόνια εμπειρίας στις αγοραπωλησίες ακινήτων, στις διαπραγματεύσεις και στο κλείσιμο συμφωνιών σε πρακτικές συμβουλές για να ανέλθετε στο επίπεδό του. Κάποιες από αυτές τις πρακτικές συμβουλές δείχνουν οξυδέρκεια και προσαρμοστικότητα: στο «Ντόναλντ Τραμπ –Πώς να γίνεις πλούσιος» (Αττικές Εκδόσεις) αφηγείται πώς κάποτε έδωσε απροετοίμαστος μια ομιλία σε ένα στάδιο με 20.000 ανθρώπους, προσπαθώντας να μπει στη θέση τους. Κάποιες άλλες, πολύ περισσότερες, τετριμμένες σοφιστείες του μάρκετινγκ: «Δώστε προσοχή στις λεπτομέρειες», «Εμπιστευτείτε το ένστικτό σας», «Σκεφτείτε μεγαλεπήβολα». Ολες τον παρουσιάζουν ως ήρωα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι η εμβληματικότερη μορφή της ηρωικής δεκαετίας του ’80. Εχει κάτι από τον πρωταγωνιστή του Τομ Γουλφ στον «Βωμό της ματαιοδοξίας»: τη νοοτροπία του «κυρίαρχου του Σύμπαντος». Εχει κάτι από τον Γκόρντον Γκέκο του «Γουόλ Στριτ»: πιστεύει και αυτός ότι «η απληστία είναι καλή». Σε αντίθεση με άλλους εκπεσόντες αγγέλους τού τότε, ο Τραμπ δηλώνει ορθά κοφτά ότι δεν χρεοκόπησε ποτέ. «Είδα να χρεοκοπούν πολλοί από τους φίλους μου και να εξαφανίζονται» γράφει στο «Πώς να γίνεις πλούσιος». Τη δική του κατάσταση την περιγράφει με το ρήμα «χρωστούσα» –πριν βάλει δίπλα το ποσό 9,2 δισ. δολάρια. Αν τον πιέσετε με αριθμούς, θα σας πει διάφορα: ότι «το κάνουν πολλοί από όσους βρίσκονται στην κορυφή του επιχειρηματικού κόσμου», ότι «στην πραγματικότητα είναι απλώς κάτι τεχνικό», ότι, τέλος πάντων, «δεν είναι αποτυχία, είναι επιτυχία».
Η αλήθεια είναι ότι, αν αφήσει κανείς στην άκρη αυτόν τον νέο ορισμό της επιτυχίας, ο Τραμπ ακολούθησε ευλαβικά την πορεία των δεικτών της αμερικανικής οικονομίας. Δανείστηκε αφειδώς στον καιρό της αφθονίας, αγόρασε μια αεροπορική εταιρεία, ένα γιοτ που έγινε τραγούδι των Queen, έχτισε το ακριβότερο καζίνο όλων των εποχών στο Ατλάντικ Σίτι, θέλησε να οικοδομήσει το ψηλότερο κτίριο του κόσμου στη Νέα Υόρκη. Στην εποχή των ισχνών αγελάδων του 1990 έχασε την αεροπορική εταιρεία, το γιοτ και το καζίνο. Εκ των υστέρων, στο βιβλίο του «Trump: The Art of the Comeback» (εκδ. Times Books) εξιδανικεύει την όλη περίοδο αναδεικνύοντας σε άθλο την αναδιάρθρωση του χρέους του –μια «σκληρή διαπραγμάτευση», η οποία έληξε επιτυχώς όταν δίδαξε σε έναν αντιρρησία τραπεζίτη μια καλύτερη λαβή στο γκολφ.
Αν με το γκολφ έσωσε την παρτίδα στα 90s, με την τηλεόραση στα 00s την κέρδισε διπλή. Στο ριάλιτι «The Apprentice», μια εκδοχή τού «Να η ευκαιρία» για όσους είχαν το ψώνιο της επαγγελματικής επιτυχίας και διασημότητες με χρόνο για χάσιμο, οι διαγωνιζόμενοι είχαν την τιμή να αποχωρούν ένας ένας στο τέλος των επεισοδίων, όταν ο Τραμπ τούς φώναζε «Απολύεσαι!». Από το 2004 έως το 2015 η εκπομπή πραγματοποίησε 14 κύκλους και ο παρουσιαστής της ισχυρίζεται ότι έβαλε στην άκρη γύρω στα 200 εκατομμύρια δολάρια. Αυτά ήταν πιθανότατα και τα σημαντικότερα επιτεύγματά του στον 21ο αιώνα, γιατί κατά τα άλλα η υπόλοιπη πολιτεία του μοιάζει με συνδυασμό αποτυχημένων εγχειρημάτων και αλληλομηνύσεων κατά συρροή. Τα Trump International Hotel & Tower Chicago και Trump International Hotel Las Vegas έπεσαν πάνω στην κρίση του 2008. Για το πρώτο έστησε καβγά με τη συγχρηματοδότρια Deutsche Bank και εξαναγκάστηκε σε συμβιβασμό. Για το δεύτερο χρωστάει ακόμη 12 εκατομμύρια δολάρια. Το 2005 ίδρυσε το Πανεπιστήμιο Τραμπ χωρίς πιστοποίηση από το αμερικανικό κράτος και χωρίς να δίνει πτυχία: βρίσκεται στα δικαστήρια γι’ αυτό με τις πολιτειακές Αρχές της Νέας Υόρκης που τον κατηγόρησαν ότι κλέβει τους φοιτητές, των οποίων τα δίδακτρα έφταναν τα 35.000 δολάρια. Ανοιξε μετά βαΐων και κλάδων το 2006 την εταιρεία «Δάνεια Τραμπ». Την έκλεισε το 2007. Η μόνη ίσως επιτυχής δραστηριότητα, πέραν της τηλεόρασης, είναι το γκολφ κλαμπ που έφτιαξε στο Νιου Τζέρσι: με 400 μέλη που πληρώνουν δικαίωμα εγγραφής 150.000 δολαρίων και ετήσια συνδρομή άλλων 24.000, αναμένει κέρδη 5 εκατομμυρίων για το 2015. Μια γωνιά του, σύμφωνα με όσα γράφει ο Μαξ Εϊμπελσον στο «New York Magazine», έχει αφήσει να εννοηθεί ότι σκέφτεται να τη μετατρέψει σε τελευταία κατοικία του. Πλάι της έχει χώρο για άλλους 548 τάφους και ο Εϊμπελσον αναφέρει ότι ο διευθυντής του κλαμπ, Ντέιβιντ Σουτζενχόφερ, δεν παραλείπει να το προτείνει ως δυνατότητα στα νέα μέλη.
Το μόνιμο αφήγημα του Τραμπ, στα βιβλία του ή στην πολιτική, είναι ότι μπορεί να βγάλει από τη μύγα ξίγκι, να σε πείσει πως ό,τι και να γίνει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με τη μία ή την άλλη ερμηνεία, στην πραγματικότητα ή στο μυαλό του, αυτός θα βγει κερδισμένος. Περισσότερο από ποτέ, σήμερα επιχείρησή του είναι το brand name του –το franchise και η διαχείρισή του. Εχει δώσει τις ευλογίες του σε κολόνιες, βότκα, γυαλιά, μποξεράκια, καναπέ και πολυέλαιο, τα οποία πωλούνται με το όνομά του αποφέροντας μερικές δεκάδες εκατομμύρια ετησίως. Σε εταιρείες όπως η General Electric, που χρηματοδότησε το Trump International Hotel & Tower της Νέας Υόρκης, δανείζει το όνομα και την αναγνωρισιμότητά του, στο εκλογικό σώμα των Αμερικανών πουλά το υποτιθέμενο success story του. Η μία πλευρά της προεκλογικής εκστρατείας του είναι οι λαϊκίστικες χοντράδες: τα 11 εκατομμύρια μεταναστών που θα απελάσει, η Χίλαρι που πλήρωσε για να πάει στον γάμο του, η «χαζογκόμενα» δημοσιογράφος που τον έφερε σε δύσκολη θέση. Η άλλη πλευρά είναι η προώθηση του εαυτού του –όπως ακριβώς είναι. Στις συγκεντρώσεις του επαναλαμβάνει διαρκώς τις παλιές επαγγελματικές επιτυχίες του, τα ονόματα των διάσημων φίλων του, τις ικανότητές του στο γκολφ: είναι ένα ατέρμονο name dropping και place dropping, αρκετό για να καλλιεργήσει άμεσα χάσμα, επιπέδου τάφρου μεσαιωνικού κάστρου, ανάμεσα σε αυτόν και στον μέσο ψηφοφόρο.
Γιατί ο κόσμος δεν απωθείται; Γιατί αυτά θέλει η βάση των Ρεπουμπλικανών, γράφει ο Φρανκ Ριτς στο «New York Magazine» της 21ης Σεπτεμβρίου. Γιατί το 47% των υποστηρικτών του κόμματος, σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας δημοσκοπήσεων Pew Research, πιστεύει, όπως κι εκείνος, ότι η αυτόματη χορήγηση ιθαγένειας στα παιδιά των μεταναστών που γεννιούνται στη χώρα πρέπει να ανακληθεί. Γιατί το 62% συμφωνεί μαζί του να ανεγερθεί τείχος στα σύνορα με το Μεξικό. Γιατί ο Ντόναλντ «συνεχίζει από το σημείο που σταμάτησε η θαυμάστριά του, Σάρα Πέιλιν, και γι’ αυτό είναι ο ευνοούμενος όσων ταυτίζονται με το Tea Party». Γιατί ο κόσμος δεν απωθείται; Γιατί αυτό θέλει, λέει και ο Τραμπ στο «Time» της 31ης Αυγούστου. Δεν θέλει μια εικόνα ταπεινού, καθημερινού ανθρώπου, δεν θέλει τον πρόεδρο Κάρτερ ο οποίος έβγαινε από το Air Force One κρατώντας ο ίδιος τη βαλίτσα του. «Θέλουν κάποιον που θα νικήσει την Κίνα, που θα νικήσει την Ιαπωνία». Με την ίδια ευκολία που οι παλαιστές του κατς νικούν στο ρινγκ –και ο Ντόναλντ ξέρει από ρινγκ, έχει ανέβει αρκετές φορές σε αυτό, κάποτε μάλιστα για να κουρέψει live τον φίλο του ιδιοκτήτη του World Wrestling Entertainment Βινς Μακ Μάχον, στο αποκορύφωμα ενός event. Δεν έχει σημασία ότι το κατς είναι κιτς, ότι η πάλη είναι θέαμα, το αποτέλεσμα προκαθορισμένο, ο αγώνας παράσταση: σημασία έχει ότι υπάρχουν νικητές και νικημένοι. Και ο Τραμπ είναι με τους νικητές.
Ομως εδώ είναι και το βασικότερο εμπόδιο που πρέπει να υπερνικήσει για να κερδίσει το χρίσμα –η πιθανότητα να χορτάσει ο θεατής από το θέαμα και να σηκωθεί να φύγει. Είναι άλλωστε τακτική συνήθεια των Αμερικανών στις προκριματικές εκλογές. Στήνουν είδωλα, τα λατρεύουν δημοσκοπικά για μερικούς μήνες, μετά τα γκρεμίζουν. Ποιος θυμάται σήμερα τον Χέρμαν Κέιν, πρώην «βασιλιά της πίτσας» και πρωτοπόρο της κούρσας των Ρεπουμπλικανών το φθινόπωρο του 2011; Το 2004 ο Χάουαρντ Ντιν, δυναμικός και φωνακλάς Δημοκρατικός, έφτασε θριαμβευτικά έως τις κάλπες της Αϊόβα, της πρώτης παραδοσιακά Πολιτείας που διεξάγει ψηφοφορία, με τον αέρα του εκτός του κατεστημένου: το χρίσμα πήρε ο βαρετός Τζον Κέρι. Και το 1992, στα μέσα Ιουνίου, βαθιά μέσα στην καθαυτό εκλογική περίοδο, το φαβορί ήταν ο ανεξάρτητος εκατομμυριούχος Ρος Περό: δημοσκόπηση του «Time» τον εμφάνιζε στο 37%, μπροστά από τους Κλίντον και Μπους πατέρα που άσθμαιναν πίσω του με 24% έκαστος. Στις 3 Νοεμβρίου 42ος πρόεδρος εξελέγη τελικά ο σύζυγος της Χίλαρι. Ολοι οι παραπάνω πήγαν πολύ μακρύτερα από τον Τραμπ. Και δεν είναι οι μόνοι. Σχεδόν σε κάθε προεκλογικό κύκλο των ΗΠΑ εδώ και 25 χρόνια το θέρος είναι η εποχή της αμφισβήτησης. Οταν έρχεται ο χειμώνας, είναι ο καιρός του πραγματισμού.
Οχι ότι δεν αληθεύουν εν μέρει όσα γράφει ο Μάικλ Σέρερ στο «Time». «Το να υποστηρίζει κανείς τον Τραμπ τον Αύγουστο του 2015 είναι η αντίδραση στην καθεστηκυία τάξη, και όχι λόγω ιδεολογίας, αλλά επειδή φτάνει πια με τους σκυλοκαβγάδες των πολιτικών, τις δυναστικές πολιτικές φατρίες, το σύστημα των διακεκριμένων που υπόσχονται, αλλά δεν μπορούν να κάνουν πράξη τίποτα. (…) Μια συντηρητική μεσαία τάξη συντετριμμένη από τις οικονομικές αλλαγές και κλονισμένη από τη μεταμόρφωση της δημογραφίας έχει φτάσει στο σημείο να θεωρεί έναν εργολάβο διαμερισμάτων πιο αξιόπιστο από τους πιο επιτυχημένους κυβερνήτες πολιτειών». Το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά αμερικανικό όσον αφορά το αντισυστημικό του μένος: στην Ευρώπη έχει γνωστά και ποικίλα ονόματα, με τελείως διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες και προθέσεις –Μαρίν Λεπέν, Τζέρεμι Κόρμπιν, Μπέπε Γκρίλο, Podemos. Τι απαντά απλά και κατανοητά έως τώρα στο αίτημα για μια νέα πολιτική γλώσσα που δεν θα χρειάζεται μετάφραση και θα αντιστρατεύεται την αύξηση των ανισοτήτων; Ο λαϊκισμός: «Θα μπούμε μέσα και θα τους πάρουμε τα πετρέλαια. Θα πάμε εκεί και θα τους τινάξουμε στον αέρα και θα τους πάρουμε τα πετρέλαια», έτσι θα αντιμετωπίσει ο Ντόναλντ Τραμπ το Ισλαμικό Κράτος. Λόγος αντίστοιχης αμεσότητας, αλλά σε επαφή με την πραγματικότητα επιπροσθέτως, είναι το ζητούμενο στις προβληματισμένες δημοκρατίες της Δύσης.
Η Αμερική ωστόσο έχει την τύχη να διαθέτει ένα σύστημα που απορροφά τριβές, που λειαίνει αιχμές. Μια πρόσφατη δημοσκόπηση του CNN δείχνει ότι το 58% των ψηφοφόρων του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που προτίθενται να ψηφίσουν στις προκριματικές εκλογές θεωρούν ότι η υποψηφιότητα του Τραμπ είτε ως προέδρου είτε ως αντιπροέδρου μειώνει τις πιθανότητες να κερδηθεί ο Λευκός Οίκος. Και περισσότεροι από τους μισούς δυνητικούς ψηφοφόρους εν γένει θεωρούν ότι δεν έχει τα απαραίτητα προσόντα για την προεδρία. Ο Ντόναλντ ουδόλως νοιάζεται, βέβαια. «Ξανακάνουμε την Αμερική μεγάλη» γράφει το τζόκεϊ με το οποίο προσέρχεται στις συγκεντρώσεις του. Οι τουρίστες που επισκέπτονται τον Πύργο Τραμπ μπορούν να το αγοράσουν για 10 δολάρια. «Είναι πολύ πιθανό ότι θα είμαι ο πρώτος προεδρικός υποψήφιος που θα κατέβει στις εκλογές και αντί να χάσει λεφτά, θα κερδίσει» είχε πει σε ανύποπτο χρόνο. Χρίσμα ή χρήμα, win-win συνδυασμός.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 04 Οκτωβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ