Οι συνεντεύξεις του Ρόμπερτ Ντε Νίρο παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Οχι τόσο για αυτά που λέει (αν και η αλήθεια είναι ότι ορισμένες φορές έχει να πει πράγματα), αλλά για τον τρόπο με τον οποίο τα λέει. Αμηχανία, σιωπές, μορφασμοί και πάρα πολλά «you know» (ξέρεις τώρα…) διαμορφώνουν την εικόνα ενός πολύ καλού ηθοποιού που δεν ξέρει ή δεν τον ενδιαφέρει να παραστήσει τον σταρ (ενώ γνωρίζει ότι είναι). Ισως πολύ απλά να μην αισθάνεται άνετα όταν αναφέρεται στον εαυτό του. Μιλώντας μπροστά στις κάμερες και γενικότερα μπροστά σε κοινό, ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο δίνει την εντύπωση ότι είναι ενοχλημένος από κάτι ή ότι βιάζεται να τελειώσει γιατί πρέπει να κάνει κάτι άλλο. Ή ότι ντρέπεται. Χωρίς ποτέ να γίνεται αγενής, ακολουθεί με συνέπεια το στυλ του «αδιαπέραστου τείχους», που καλλιεργεί με ζήλο από τη δεκαετία του ’70, όταν έγινε για πρώτη φορά γνωστός μέσα από τους «Κακόφημους δρόμους» και τον «Ταξιτζή» του Μάρτιν Σκορσέζε.
Στο Φεστιβάλ Καννών το 2011 ήταν πρόεδρος της κριτικής επιτροπής. Στις συνεντεύξεις Τύπου, οι περισσότερες ερωτήσεις, εκ των πραγμάτων, απευθύνονται στον πρόεδρο, οπότε καταλαβαίνετε τι μπορεί να συμβεί όταν αυτός είναι ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Απέφευγε να δώσει απαντήσεις, επαναλαμβάνοντας κοφτά «Ναι», «Ισως», «Θα δούμε», «Δεν ξέρω» και «Είναι αυτό που είναι» («It is what it is»), μια φράση-πασπαρτού την οποία χρησιμοποιεί με μεγάλη συχνότητα. Σε αρκετές περιπτώσεις δε, γύριζε το κεφάλι του αριστερά και δεξιά, λες και αγωνιούσε να πάρει τον λόγο κάποιο από τα υπόλοιπα μέλη, για να βγει ο ίδιος από τη δύσκολη θέση, παρότι η ερώτηση απευθυνόταν σε εκείνον. «Δεν ξέρω αν κάποιος θέλει να πει κάτι…» ψέλλιζε.
Αλλες φορές, όπως σε εκείνη την κοινή συνέντευξη που ο Ντε Νίρο είχε δώσει μαζί με τον Αλ Πατσίνο το 2008 στην εκπομπή «Today», με αφορμή την ταινία τους «Ου φονεύσεις», σου έδινε την εντύπωση ότι ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Για κάθε εκατό λέξεις του Αλ Πατσίνο (ο οποίος, αντιθέτως, δεν βάζει γλώσσα μέσα), ο Ντε Νίρο το πολύ να είπε πέντε. Ενα παρόμοιο σκηνικό συνέβη ξανά δύο χρόνια αργότερα, στην εκπομπή του Ντέιβιντ Λέτερμαν, όπου δίπλα στον Ντε Νίρο καθόταν ο Ντάστιν Χόφμαν. Με το τσιγκέλι μπόρεσαν να του βγάλουν δυο κουβέντες. Και ένα άλλο, πιο πρόσφατο παράδειγμα ήταν όταν πριν από λίγο καιρό τού ζήτησαν να περιγράψει τον Μπεν, τον συνταξιούχο ήρωα που υποδύεται στον «Αρχάριο» (μία από τις αρκετές, τελευταίες ταινίες του, η οποία θα προβάλλεται στην Ελλάδα από τις 8 Οκτωβρίου). Ο ηθοποιός απάντησε πως «ο Μπεν λέει ποιος είναι στον μονόλογό του στην αρχή της ταινίας. Αυτός τα συνοψίζει όλα». Παρότι στη συνέχεια ο Ντε Νίρο επεξεργάζεται κάπως πιο αναλυτικά την ιδέα της απόσυρσης ενός ανθρώπου από μια δουλειά («είναι άλλο να συνταξιοδοτείσαι από μια δουλειά που δεν αγαπάς, και άλλο να νιώθεις ότι έχεις ακόμη να προσφέρεις και δεν σου το επιτρέπουν»), η διάθεσή του ήταν προφανής. Ηταν σαν να απαντούσε «Ο,τι είναι να πω βρίσκεται στην ταινία. Εμένα παρατήστε με ήσυχο».
Ενίοτε, βέβαια, ακόμη και ο Ντε Νίρο μπορεί να χάσει τον έλεγχο, κάτι που φαίνεται να έγινε προσφάτως, όταν σηκώθηκε και έφυγε από μια κατ’ ιδίαν συνέντευξη, επειδή ενοχλήθηκε από την «αρνητική διάθεση» και τα «αρνητικά συμπεράσματα» της δημοσιογράφου των «Radio Times» Εμα Μπροκς. Η συνέντευξη ήταν προγραμματισμένη για την προώθηση του «Αρχάριου», αλλά σύμφωνα με κάποια δημοσιεύματα ο Ντε Νίρο ενοχλήθηκε τόσο από την ερώτηση της δημοσιογράφου «Πώς αποφεύγετε να παίζετε με τον «αυτόματο πιλότο»;», καθώς επίσης και από την επισήμανση ότι η περιοχή της Tribeca, όπου λαμβάνει χώρα το φεστιβάλ του και στην οποία ο ηθοποιός έχει κάνει τεράστιες επενδύσεις, κατοικείται πλέον από τραπεζίτες. Σύμφωνα με τα ίδια δημοσιεύματα, σε αυτό το σημείο ο Ντε Νίρο ζήτησε από την Μπροκς να διακόψει την ηχογράφηση και, όταν αυτό έγινε, ακολούθησε μια μάλλον «παιδική» αντιπαράθεση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο μεν υποστήριζε ότι θεωρούσε τη στάση της αρνητική και ότι δεν θα συνέχιζε τη συνέντευξη και η δε απαντούσε ότι οι ερωτήσεις τον σέβονταν απόλυτα. Ο ηθοποιός εν τέλει σηκώθηκε και έφυγε από την αίθουσα.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι ο 72χρονος Ρόμπερτ Ντε Νίρο (γεννήθηκε το 1943) είναι κομματάκι πιο ανοιχτός από τον 30άρη και τον 40άρη Ντε Νίρο, ο οποίος δεν άνοιγε με τίποτε το στόμα του και δεν έδινε ποτέ συνεντεύξεις. Αν τον πιάσει ο οίστρος, θα μιλήσει, θα πάρει ακόμη και θέση για ένα ζήτημα, ακόμη και στα πολιτικά, όπως έκανε παλαιότερα, δηλώνοντας υποστηρικτής του Μπαράκ Ομπάμα. Αλλά παρότι κατά βάθος έχει χιούμορ, δεν το χρησιμοποιεί. Ισως επειδή το φυλάει τόσο καλά μέσα του, με αποτέλεσμα να ξαφνιάζει όποτε το αφήνει να βγει στην επιφάνεια. Θυμίζω την παρεξήγηση που είχαν προκαλέσει στις αρχές του 2011 οι δηλώσεις του για την Ενωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου του Λος Αντζελες, η οποία τον είχε βραβεύσει για το σύνολο της καριέρας του με ένα ειδικό βραβείο Cecil B. De Mille. Ο Ντε Νίρο ευχαρίστησε τα μέλη της Ενωσης που φρόντισαν να ανακοινώσουν τη βράβευσή του δύο μήνες πριν κριτικάρουν την τελευταία (εκείνη την εποχή) ταινία του, το «Γονείς της συμφοράς», που είχαν κατακρεουργήσει. Δεν είναι βέβαιο ότι γέλασαν πολλοί όταν είπε ξεκάθαρα πως το μόνο που ενδιαφέρει τα μέλη της Ενωσης είναι να φωτογραφίζονται με τους σταρ ή ότι λυπόταν που πολλά από τα μέλη της Ενωσης «δεν βρίσκονται εδώ μαζί μας επειδή απελάθηκαν, μαζί με τους σερβιτόρους και τον Χαβιέρ Μπαρδέμ».
Σε σύγκριση με το τι γινόταν παλαιότερα, πάντως, τα τελευταία χρόνια οι δημόσιες εμφανίσεις του Ρόμπερτ Ντε Νίρο έχουν πληθύνει και αυτή η αλλαγή συνάδει και με την αύξηση των ταινιών του. Μια δραματική αύξηση, διότι τα τελευταία χρόνια ο Ντε Νίρο παίζει παντού, χωρίς στην πραγματικότητα να το έχει και τόσο ανάγκη, εκτός και αν τα έξοδα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου «Tribeca» που διοργανώνει είναι όντως τόσο πολλά.
Αν η δημοσιογράφος Εμα Μπροκς τού έθεσε την ερώτηση περί «αυτόματου πιλότου», θα πρέπει να της βγάλουμε το καπέλο. Η ποικιλία των διαφορετικών μεταξύ τους ηρώων που ο Ντε Νίρο υποδύεται τα τελευταία χρόνια δεν είναι η καλύτερη δικαιολογία και ομολογώ ότι νιώθω πολύ άσχημα όταν μαθαίνω πως κάποιες ταινίες του δεν πρόκειται καν να διανεμηθούν στις αίθουσες της Ελλάδας (ή άλλων χωρών), γιατί θα βγουν κατευθείαν σε DVD. Βλέποντας βέβαια αυτές τις ταινίες –το «Killing Season» με τον Τζον Τραβόλτα, για παράδειγμα, ή τον «Ανθρωπο με τη βαλίτσα» με τον Τζον Κιούζακ –αντιλαμβάνεται κανείς τον λόγο. Είναι τόσο κακόγουστες, που ούτε καν το όνομα του Ντε Νίρο δεν είναι αρκετό για να τις βοηθήσει εμπορικά.
Φυσικά, δεν είναι όλες οι ταινίες ίδιες. Ο Ντε Νίρο έφτιαξε το εξαιρετικό πορτρέτο του loser πατέρα του Μπράντλεϊ Κούπερ στον «Οδηγό αισιοδοξίας» του Ντέιβιντ Ο. Ράσελ, την τελευταία, μέχρι σήμερα, παρουσία του στα βραβεία Οσκαρ, όπου ήταν υποψήφιος για τον β’ ανδρικό ρόλο (έντεκα ολόκληρα χρόνια μετά την υποψηφιότητά του για το Οσκαρ α’ ανδρικού ρόλου στο «Ακρωτήρι του φόβου» του Σκορσέζε). Και, ναι, ομολογώ ότι αναμένω με μεγάλη περιέργεια το «Joy», επίσης του Ντέιβιντ Ο. Ράσελ, όπου ο Ντε Νίρο παίζει και πάλι με τον Κούπερ. Αλλά, όχι, το «Dirty Grandpa» oυδόλως το περιμένω, δεν μου προκαλεί κανένα ενδιαφέρον να δω τον Ντε Νίρο στον ρόλο του αυστηρού πρώην στρατιωτικού, τον οποίο ο εγγονός του μεταφέρει στη Φλόριντα λίγο πριν παντρευτεί. Ελεος δηλαδή!
Η ταινία «Ο αρχάριος» με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο και την Αν Χάθαγουεϊ θα προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 8 Οκτωβρίου, σε διανομή Tanweer.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 04 Οκτωβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ