Λίγες φορές στη μεταπολεμική μας Ιστορία ο Τύπος έχει ζηλέψει τόσο πολύ ένα «κλικ» μιας πρώτης κυρίας, όσο αυτό της Μπέτυς Μπαζιάνα. Οσες φορές όμως κι αν ο Αλέξης Τσίπρας –τουλάχιστον τρεις τη χρονιά που διανύουμε –κατόρθωσε να αναδειχθεί κυρίαρχος στο πολιτικό σκηνικό, το φλερτ του φακού με τη σύντροφό του παραμένει καταδικασμένο στη σφαίρα του (σχεδόν) ανεκπλήρωτου.
Η «Κόκκινη Μπέτυ», όπως την ταυτοποίησαν τα διεθνή media σε μια φάση που το χρώμα του ΣΥΡΙΖΑ σταδιακά ξεθώριαζε, πέτυχε, όχι ηθελημένα, με τη σιωπή και την αποστασιοποίησή της να διεγείρει ακόμη περισσότερο την αδιακρισία του lifestyle, να τροφοδοτήσει μυθεύματα και υποθέσεις για την προσωπικότητά της και να φτιάξει νέες σπαζοκεφαλιές για τους ειδήμονες της πολιτικής επικοινωνίας.
Δεν είναι καινοφανές για τα ελληνικά δεδομένα μια πρώτη κυρία να αποφεύγει την υπερβολική έκθεση και να διατηρεί ένα χαμηλό προφίλ. Ούτε, βέβαια, το αντίθετο είναι πρωτότυπο. Η Μαργαρίτα Παπανδρέου είχε ενεργό ρόλο στην πολιτική, τόσο στο προσκήνιο με την Ενωση Γυναικών Ελλάδος όσο και στο παρασκήνιο. Αντιστοίχως και η Δήμητρα Λιάνη μονοπώλησε τη δημόσια σφαίρα πολλά χρόνια με μια αρκετά πληθωρική παρουσία.
Η Νέα Δημοκρατία έκανε χρόνια να απεμπλακεί από τη σκιά της Μαρίκας Μητσοτάκη και να καταλαγιάσει τον ντόρο που προκλήθηκε μετά τη θρυλούμενη διένεξη μεταξύ της τότε πρώτης κυρίας και του Σταύρου Δήμα στη Μόσχα, που ώθησε τον τελευταίο στην παραίτηση. Η παρουσία της Νατάσας Καραμανλή αναμφισβήτητα βελτίωσε το πορτρέτο του Κώστα Καραμανλή, αν και της καταλογίστηκε πικρόχολα μια προσπάθεια αποτυχημένης αντιγραφής της λαίδης Νταϊάνα. Στον αντίποδα, η Δάφνη Σημίτη, η Αντα Παπανδρέου και η Γεωργία Σαμαρά επέλεξαν να κινηθούν στο αθόρυβο φόντο των συζύγων τους στην πρωθυπουργία.
Παρ’ όλα αυτά, καμία από τις συγκεκριμένες κυρίες δεν απασχόλησε το «Paris Match», ούτε εκτόπισε την παντοκρατορία της Ελένης Μενεγάκη από τα εξώφυλλα του «Hello». Αυτό που κάνει ξεχωριστή την περίπτωση της Μπέτυς Μπαζιάνα –πέρα από την ιστορικότητα της στιγμής της οικονομικής κρίσης και της διακυβέρνησης του
ΣΥΡΙΖΑ –είναι η αριστερή της ταυτότητα και η επιδίωξή της να διασφαλίσει την κανονικότητα της ζωής της. Μοιάζει εξωτική για τους κατ’ επάγγελμα εραστές της κλειδαρότρυπας, οι οποίοι, αντιμετωπίζοντας μια υπαρξιακού χαρακτήρα κρίση με την καθηλωτική διείσδυση του πολιτικού στη ζωή μας και τον κορεσμό του κοινού από τις εμφανίσεις των τηλεπερσόνων, κολυμπάνε πλέον σε αχαρτογράφητα νερά, αναζητώντας αδέξια νέα πεδία ενδιαφέροντος.
Οι λάτρεις του μυστηρίου και της ίντριγκας που φιλοτεχνούν κάπως δραματοποιημένα το πορτρέτο της Μπέτυς κινδυνεύουν να απογοητευτούν και να αποδειχθούν γραφικοί, γιατί καμιά φορά η απλότητα είναι κρυστάλλινη και δεν υποκρύπτει κάποιο καλά φυλαγμένο μυστικό. Η Μπέτυ Μπαζιάνα είναι μια νέα γυναίκα που συνδυάζει την πολλαπλότητα των ρόλων της συντρόφου, μητέρας και εργαζόμενης. Δυναμική και πολιτικοποιημένη από πολύ νεαρή ηλικία, με μια ανεξάρτητη πορεία στον χώρο της πολιτικής και της επιστήμης, η οποία, παρά το γεγονός ότι διασταυρώθηκε από πολύ νωρίς με τη διαδρομή του Αλέξη Τσίπρα, διατήρησε χαρακτηριστικά αυτονομίας.
Γεννήθηκε το 1974 στην Καρδίτσα, αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα. Ο πατέρας της ήταν στέλεχος του ΚΚΕ και η ίδια κόλλησε γρήγορα το μικρόβιο της πολιτικής και ως μαθήτρια εντάχθηκε στην ΚΝΕ. Στο 2ο Πειραματικό Γυμνάσιο Αθηνών γνώρισε τον Αλέξη Τσίπρα, συνέχισαν στο Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο Αμπελοκήπων και έκτοτε είναι μαζί. Οι πληροφορίες μάλιστα λένε ότι η ίδια τον παρακίνησε να ασχοληθεί με την πολιτική και τον συνδικαλισμό, καθώς όταν ο ίδιος τραυματίστηκε στο γόνατο και έπρεπε να εγκαταλείψει το βόλεϊ, εκείνη του πρότεινε να την ακολουθήσει στην ΚΝΕ. Συμμετείχαν και οι δύο στις μαθητικές καταλήψεις του ’90, από όπου αλιεύονται η πρώτη τηλεοπτική συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στην Αννα Παναγιωταρέα και το πρώτο φλερτ του με τον φακό.
Σπούδασε στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Τεχνολογίας Υπολογιστών του Πανεπιστημίου Πατρών και παρέμεινε ενεργή στον φοιτητικό συνδικαλισμό φεύγοντας από την ΚΝΕ και προσχωρώντας στον Συνασπισμό. Παρέμεινε στο Πανεπιστήμιο μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της, συμμετέχοντας σε ερευνητικό πρόγραμμα για την ανάπτυξη εφαρμογής τηλεϊατρικής του ΟΤΕ και ξεκινώντας διδακτορική διατριβή. Ηρθε σε αντιπαράθεση με τον επιβλέποντα καθηγητή της, τον οποίο κατηγόρησε ότι ιδιοποιήθηκε την πνευματική της εργασία και υπεξαίρεσε αμοιβές της. Δεν δίστασε μάλιστα να προσφύγει στη Δικαιοσύνη το 2003 και να δικαιωθεί πέντε χρόνια αργότερα. Στα παράδοξα που γεννάει η Ιστορία, όταν θέλει να κλείσει ειρωνικά το μάτι, δικηγόρος της στη συγκεκριμένη υπόθεση υπήρξε η απελθούσα πρόεδρος της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Εχει μια συστηματική ενασχόληση με το γνωστικό της πεδίο και μια ενδιαφέρουσα επαγγελματική πορεία. Υπήρξε επιστημονική συνεργάτις στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Εχει στο ενεργητικό της πάνω από 35 δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά και συνέδρια. Πλέον είναι εκπαιδευτικός, καθηγήτρια Πληροφορικής και αποσπασμένη από το 2014 ως βοηθός εργαστηρίων στη Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του ΕΜΠ. Η σχέση της με τον Αλέξη Τσίπρα επισφραγίστηκε το 2009 με Σύμφωνο Συμβίωσης και σήμερα εξακολουθούν να ζουν σ’ ένα διαμέρισμα στην Κυψέλη –παρά τις φήμες που τους ήθελαν να μετακομίζουν σε μια πιο ακριβή συνοικία –παρέα με τους δύο γιους τους, ηλικίας τριών και πέντε ετών.
Ηδη από τον περασμένο Ιανουάριο τα λαγωνικά άρχισαν να ξεσκονίζουν το βιογραφικό της πρώτης κυρίας και να αποκρυπτογραφούν τις στυλιστικές της επιλογές στις εξαιρετικά φειδωλές δημόσιες εμφανίσεις της. Τα πρώτα ελαφρώς ειρωνικά και κακεντρεχή σχόλια για τη χίπικη εσάνς των ενδυματολογικών της προσεγγίσεων ακολούθησαν οι μάλλον αταίριαστες συμβουλές μόδας της «Vogue» και στη συνέχεια η υπόκλιση της «Die Welt» στη λιτή της κομψότητα. Σε αυτή την ταραχώδη διαδρομή του Αλέξη Τσίπρα, η ίδια επέλεξε να σταθεί στο πλευρό του ελάχιστες στιγμές με συμπυκνωμένους όμως συμβολισμούς.
Στις 25 Ιανουαρίου διαβαίνοντας μαζί την πολιορκούμενη από φλας πόρτα της Κουμουνδούρου, στα θυρωρεία της Βουλής κατά την ορκωμοσία της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, στο επίσημο ταξίδι στη Μόσχα με ένα αστραφτερό χαμόγελο και μια selfie στην Κόκκινη Πλατεία, στην Αγία Αικατερίνη στην Πλάκα για τον Επιτάφιο, κατά τα ειωθότα, με ένα αγέρωχο ύφος στο Μαξίμου τη βραδιά του δημοψηφίσματος και με ένα γλυκό φούξια με ψηλές γόβες στην Κουμουνδούρου ξανά μετά την ανακοίνωση των exit polls την προηγούμενη Κυριακή.
Η «El Mundo» την κατέταξε, μαζί με τη Χίλαρι Κλίντον και την Κάρλα Μπρούνι, στις γυναίκες με τη μεγαλύτερη επιρροή στους άνδρες τους, η Wikipedia τής χάρισε ένα δικό της λήμμα, ενώ οι βρετανικοί «Times» έθεσαν την παράμετρο «Μπέτυ» ως μια ανεξάρτητη μεταβλητή στις εν εξελίξει τότε διαπραγματεύσεις του Αλέξη Τσίπρα με τους δανειστές, επικαλούμενοι δηλώσεις του γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ, σύμφωνα με τις οποίες ο έλληνας Πρωθυπουργός φοβόταν ότι η σύντροφός του θα τον χώριζε αν υποχωρούσε στις απαιτήσεις των δανειστών. Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, σε προεκλογική του συνέντευξη, υποστήριξε γελώντας «τρώω ξύλο και εγώ, μη νομίζετε», προσθέτοντας πως η οικογένειά του τον στηρίζει στις επιλογές του.
Οι «Financial Times» ασχολήθηκαν με την Μπέτυ πρόσφατα. Ο διάσημος δημοσιογράφος Πίτερ Σπίγκελ, επικαλούμενος (ανώνυμη) πηγή από τον κύκλο του ζευγαριού, έγραψε πως «η Μπέτυ είναι πολύ αυστηρή σε θέματα πατρότητας. Είναι μια γυναίκα αρχών, ένας δυνατός χαρακτήρας. Ενα από τα μυστικά της επιτυχίας του Αλέξη είναι η Μπέτυ», προσθέτοντας μια ιστορία από το πρώτο πρωθυπουργικό ταξίδι του Αλέξη Τσίπρα στην Ιταλία, όταν δέχθηκε ένα τηλεφώνημα-παρατήρηση από τη σύζυγό του για έναν απλήρωτο λογαριασμό της ΔΕΗ.
Η Μπέτυ είχε κάνει τη δική της πρόβλεψη για τον σημερινό Πρωθυπουργό μερικά χρόνια πριν σε μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που έχει δώσει: «Πιστεύω ότι θα πάει έως εκεί που μπορεί να φθάσει, χωρίς να βάλει νερό στο κρασί του. Για την Αριστερά, η εξουσία δεν είναι παρά ευθύνη. Δεν παρέχει κανένα όφελος. Ας προχωρήσουμε εν πλήρει συνειδήσει, διότι σε μια δεδομένη στιγμή η εξουσία θα λάβει τέλος».
Πρόσφατα έγινε γνωστό ότι η Μπέτυ Μπαζιάνα έγινε δεκτή σε μια θέση έκτακτου προσωπικού (ΠΔ 407) στο Τμήμα Μηχανικών Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Την είδηση ακολούθησε ένας ορυμαγδός δημοσιευμάτων που υπονοούσαν ή διατυμπάνιζαν ρητά ότι πρόκειται για μια αναξιοκρατική διαδικασία ρουσφετολογικού χαρακτήρα που προέκυψε από την ιδιότητα της ως συντρόφου του Πρωθυπουργού. Η πραγματικότητα είναι ότι η κυρία Μπαζιάνα διαθέτει όλα τα τυπικά προσόντα για τη συγκεκριμένη θέση, καθώς έχει ολοκληρώσει το διδακτορικό της από το 2008, έχει διδακτική εμπειρία και πολλές δημοσιεύσεις, κάτι που πιστοποίησε και ο ίδιος ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αντώνης Τουρλιδάκης. Ακόμη αποκάλυψε ότι πρόκειται για μια θέση με πενιχρό μισθό που ανέρχεται στις 3.500 ευρώ για ολόκληρο το εξάμηνο και οριακά θα καλύπτει τα έξοδα της. Η ίδια η Μπέτυ , σύμφωνα με πληροφορίες, εμφανίζεται ενοχλημένη για την πολεμική που έχει δεχτεί , καθώς η επιδίωξη της ανέκαθεν ήταν να κρίνεται στη βάση της δικής της αυτόνομης παρουσίας και όχι στη βάση της σχέσης της με τον Αλέξη Τσίπρα. Οτιδήποτε διαφορετικό εμπίπτει στη σφαίρα του σεξισμού και απέχει αρκετά από μια δημοκρατική άρθρωση του δημόσιου λόγου.

Σ’ αυτό το εννεάμηνο η Μπέτυ Μπαζιάνα αρνήθηκε πεισματικά να ενταχθεί σ’ ένα glamorous ή τυπολατρικό καλούπι της πρώτης κυρίας. Επέλεξε να περιφρουρήσει την ιδιωτικότητα του οικογενειακού της βίου και ιδίως να προστατέψει τα παιδιά της από τη δημοσιότητα. Σε μεγάλο βαθμό τα κατάφερε, χωρίς να μπορέσει να αποφύγει την «αυριανικής» εμπνεύσεως στρατηγική τού να χτυπάς έναν πολιτικό διά της συντρόφου του. Είναι ενδεικτικό το περιστατικό που αναπαράχθηκε στο Διαδίκτυο αναφορικά με το εξώδικο που απέστειλε η Σχολή Χιλλ σε επαγγελματία φωτορεπόρτερ που υπαινισσόταν ότι τη φωτογράφισε την ημέρα του αγιασμού καθώς συνόδευε τον γιο της στο σχολείο. Ο ίδιος ο φωτορεπόρτερ αρνείται την κατηγορία και ζητά την αποκατάσταση της υπόστασής του. Αίτημα δίκαιο, στον βαθμό που ευσταθεί.

Το εξώδικο αξιοποιήθηκε σε μια επιχείρηση να αποδοθούν στοιχεία αλαζονείας και σκληρότητας στη σύντροφο του Αλέξη Τσίπρα. Αν μη τι άλλο, κάθε δημοκρατικός πολίτης αποστρέφεται τέτοιες μεθόδους κανιβαλισμού και επιθυμεί οι πολιτικές αντιπαραθέσεις να διεξάγονται στα ίσια και όχι διά της τεθλασμένης οδού της ηθικής απαξίας του οικογενειακού περιβάλλοντος ενός πολιτικού.
Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι οι πρώτες κυρίες, ακόμη κι αν το επιθυμούν, δύσκολα μπορούν να αποθαρρύνουν τα φώτα της δημοσιότητας από το να στραφούν σε αυτές. Ορισμένες αξιοποίησαν αυτόν τον ρόλο ως εφαλτήριο για τη δική τους πολιτική καριέρα, όπως η Χίλαρι Κλίντον.
Βέβαια, στην Αμερική η πρώτη κυρία αποτελεί θεσμό. Στην Ελλάδα και γενικότερα στην Ευρώπη δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη. Ορθώς κατά πολλούς, και κυρίως κατά πολλές, γιατί το ζητούμενο δεν είναι να θεσμοθετήσουμε έναν ρόλο δομικά ετεροκαθορισμένο από την ανδρική ηγεμονία. Αυτή η θλιβερή διαπίστωση βρίσκει την πολιτική της αποτύπωση στις μόλις 54 εκλεγμένες γυναίκες βουλευτές της νέας Βουλής και στην καταγραφή μίας και μοναδικής ελληνίδας γυναίκας πρωθυπουργού για τις ανάγκες της υπηρεσιακής κυβέρνησης. Μέχρι, λοιπόν, να αντιστραφεί αυτή η πραγματικότητα, η πρώτη κυρία της καρδιάς μας θα παραμένει η Κλερ Αντεργουντ, η σύζυγος του Φρανκ Αντεργουντ, στον φανταστικό κόσμο του «House of Cards», η γυναίκα η οποία, όταν ο σύζυγός της δηλώνει «Θα γίνω πρόεδρος των ΗΠΑ. Θα νικήσω. Θα αφήσω κληρονομιά», τον διορθώνει λέγοντας «Εννοείς, θα νικήσουμε, όχι θα νικήσεις…».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ