Η όγδοη υποψηφιότητα για Οσκαρ ήταν τελικά η τυχερή για τον Αλεξάντρ Ντεσπλά, διακεκριμένο (και πολλάκις βραβευμένο) συνθέτη κινηματογραφικής μουσικής και γιο Γάλλου και Ελληνίδας, οι οποίοι γνωρίστηκαν στο Σαν Φρανσίσκο όπου σπούδαζαν, αλλά μεγάλωσαν τα παιδιά τους στο Παρίσι. Το χρυσό αγαλματάκι το κέρδισε για την ταινία του Γουές Αντερσον «Ξενοδοχείο Grand Budapest» και λογικά θα παρουσιάσει και κάποια από τις συνθέσεις του για αυτή στη μεγάλη συναυλία του στο Ηρώδειο την ερχόμενη Τετάρτη. Ο δημιουργός των σάουντρακ ταινιών όπως «Η απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον», «Ο Χάρι Πότερ και οι κλήροι του θανάτου: Mέρος 1ο», «Γκοτζίλα» και «Το παιχνίδι της μίμησης» θα συνοδεύεται από τους 100 μουσικούς της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών.
Κύριε Ντεσπλά, ποια περίοδο της καριέρας σας θα καλύψετε σε αυτή τη συναυλία; «Θα παίξουμε κυρίως μουσική που έχω γράψει για βρετανικές και αμερικανικές κινηματογραφικές παραγωγές της τελευταίας δεκαετίας. Οταν γράφεις τη μουσική επένδυση για μια μεγάλη παραγωγή έχεις τη σπάνια ευκαιρία να χρησιμοποιήσεις τεράστια ορχήστρα και αυτή η συναυλία μού δίνει τη δυνατότητα να παρουσιάσω ζωντανά κομμάτια για μεγάλη ορχήστρα. Μου δίνει μεγάλη χαρά το να έχω τόσους μουσικούς μπροστά μου, ενθουσιασμένους με τις νότες που θα παίξουν. Η δουλειά του συνθέτη είναι να γράφει μουσική και να την ηχογραφεί στο στούντιο, οπότε η συνάντηση με το κοινό είναι ξεχωριστή εμπειρία και πρέπει να γίνεται συναρπαστική για τους θεατές, γι’ αυτό και θεωρώ πως τα εντυπωσιακά κομμάτια έχουν θέση σε αυτό το πρόγραμμα».


Πώς τελικά κερδίζει κανείς ένα Οσκαρ; Είναι θέμα φιλοδοξίας; «Πρέπει να είσαι φιλόδοξος όταν θέλεις να είσαι επιτυχημένος. Πρέπει να έχεις φιλοδοξία και ισχυρό «εγώ». Oταν έπαιζα φλάουτο ήθελα να γίνω σταρ σολίστας, δεν είχε νόημα αλλιώς, δεν θα υπήρχε εξέλιξη. Oμως τα βραβεία είναι άλλο ζήτημα. Μπορεί να έρθουν, μπορεί όμως και όχι. Αξιζα κάποιο βραβείο και για δουλειές μου που δεν τιμήθηκαν τελικά με κανένα; Ισως, όμως δεν είμαι εγώ αυτός που το αποφασίζει. Προσωπικά, κάθε φορά που πηγαίνω σε κάποια τελετή απονομής βραβείων προετοιμάζω τον εαυτό μου για μια σίγουρη ήττα. Αν τελικά κερδίσω, χαίρομαι πολύ. Αν όχι, έχω ήδη συμφιλιωθεί με την ιδέα. Σε τελική ανάλυση, αν σας ρωτήσω ποιος κέρδισε ένα μεγάλο βραβείο μια συγκεκριμένη χρονιά μπορεί να μην
τον θυμάστε. Αν όμως σας αναφέρω τον τίτλο μιας ταινίας, μπορεί να θυμηθείτε τη μουσική της. Αρα το σημαντικό είναι να γράφω μουσική για καλές ταινίες και να δίνω σε καθεμία κάτι διαφορετικό, κάτι που δεν έχω ξανακάνει».


Θα συγκαταλέγατε την ελληνική μουσική ανάμεσα στις μεγάλες επιρροές σας; «Oταν ήμουν μικρός, όταν ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική, η μητέρα μου έπαιζε στο σπίτι Θεοδωράκη ή Χατζιδάκι, και φυσικά έγιναν, φαντάζομαι, μέρος του DNA μου. Μιλάω κακά ελληνικά αλλά με καλή προφορά, δεν έμαθα ποτέ τη γλώσσα αλλά προφανώς η προφορά είχε περάσει μέσα μου. Η ελληνική κουλτούρα είναι πολύ σημαντική για εμένα και ειδικά η ελληνική μουσική με σπουδαίους συνθέτες όπως ο Ξαρχάκος και ο Βαμβακάρης, για να αναφέρω και άλλα δύο ονόματα».


Το έργο ποιου συνθέτη έχετε ακούσει πιο πολύ στη ζωή σας; «Εχω ακούσει πάρα πολύ Νίνο Ρότα. Η μουσική του έχει κάτι το ξέγνοιαστο, μπορείς να την ακούσεις παντού, στο αυτοκίνητο, πλένοντας πιάτα, διαβάζοντας, είναι τόσο αγνή, τόσο απλή, αλλά και τόσο εκλεπτυσμένη ταυτόχρονα. Θεωρώ επίσης εξαιρετικά σημαντικούς τον Μπέρναρντ Χέρμαν, τον Μορίς Ζαρ και τον Τζον Γουίλιαμς».


Ετοιμάζετε κάποια έκπληξη για το ελληνικό κοινό; «Ναι, αλλά δεν μπορώ να πω πολλά. Σε ένα από τα σάουντρακ που έγραψα σχετικά πρόσφατα και δεν έχω παίξει ποτέ ζωντανά, για ταινία φίλου μου σκηνοθέτη, τον οποίο αγαπώ πολύ, χρησιμοποίησα κάποιους ελληνικούς ρυθμούς. Και νομίζω ότι θα άξιζε να παίξω κάποιο κομμάτι στη συναυλία στην Αθήνα. Σας έχω δώσει, όμως, αρκετά στοιχεία. Νομίζω πως μπορείτε να λύσετε το αίνιγμα».
Ωδείο Ηρώδου Αττικού, στις 09/09.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015