Δήμητρα Γαλάνη – Νατάσσα Μποφίλιου

Σε ένα σηµείο της συνοµιλίας τους, λέει η Νατάσσα Μποφίλιου: «Τρεις είναι οι αγαπηµένες µου τραγουδίστριες, η Μαρία Δηµητριάδη, η Βίκυ Μοσχολιού και η Δήµητρα Γαλάνη. Είχα µαζέψει όλες τις ηχογραφήσεις της τελευταίας και τις άκουγα στο σπίτι µου. Προσπαθούσα να καταλάβω τον τρόπο με τον οποίο τραγουδάει, τον τρόπο με τον οποίο ανοίγει τα φωνήεντα. Τώρα που έχω µεγαλώσει και ξέρω από τεχνική, κατάλαβα πως δεν τραγουδάει όπως νόµιζα ότι τραγουδούσε. Αυτό, όµως, µε βοήθησε πολύ περισσότερο να βρω την ταυτότητά µου από το να µου έλεγε «έτσι ανοίγουµε το στόµα µας, έτσι τραγουδάµε». Η διδαχή είναι κάτι που δεν µεταδίδεται, είναι κάτι που το νιώθεις». Η κουβέντα αυτή της Νατάσσας Μποφίλιου θα µπορούσε να θεωρηθεί ως µια σύνοψη της ιδεώδους διδασκαλίας που θα έπρεπε να συνδέει τον µαθητή µε τον δάσκαλο. Κι όχι µόνο στο τραγούδι, αλλά και σε κάθε τέχνη, σε κάθε επιστήµη, σε κάθε επάγγελµα. Να παρατηρείς και να ακούς χωρίς να σε καπελώνει ο δάσκαλος.

Η Δήμητρα Γαλάνη έχει άλλη άποψη: «Θα ήθελα να ξεμπερδεύουμε με αυτήν τη μυθολογία ότι είμαι ένας promoteur ή μια promotrice και ότι βοηθάω τους νέους. Η σχέση μου με τους νέους ανθρώπους υπάρχει επί ίσοις όροις. Ο,τι τους δίνω μου δίνουν. Πρόκειται για έναν ρούμπο. Οταν η μόνη ανάγκη για έναν καλλιτέχνη είναι όσα έχει μάθει να τα μεταδίδει και να τα αναγνωρίζει μέσα από τα μάτια των νέων ανθρώπων με έναν καινούργιο τρόπο, δεν μπορείς να μιλάς για προσφορά. Στην τέχνη δεν υπάρχει το παλιό και το καινούργιο. Επειδή προσωπικά είχα το προνόμιο να συνυπάρξω και να συνομιλήσω με πολύ μεγάλες προσωπικότητες της μουσικής –και όχι μόνο -, το νιώθω αυτό σαν ένα πολύ μεγάλο δώρο που μου έχει γίνει. Αν το δώρο αυτό το φυλάξεις εγωιστικά για τον εαυτό σου, σαπίζει».
Το θέμα μαθητή – δασκάλου έχει λήξει. Το ερώτημα είναι τι γίνεται με τη χώρα. «Πώς γίνεται τώρα σε μια χώρα που έχει τέτοιους ποιητές, τέτοιο θέατρο, τέτοιο τραγούδι, να έχουμε καταλήξει σαν μια ξεχαρβαλωμένη σαμπρέλα; Αυτό με τρομάζει πιο πολύ απ’ όλα» αναρωτιέται η Δήμητρα Γαλάνη και συμφωνεί η Νατάσσα Μποφίλιου: «Οχι μόνο αυτό, αλλά τον φτύνουμε κιόλας τον πολιτισμό. «Ελα, μωρέ, τώρα, με την ποίηση θα ασχολούμαστε;». Εντάξει, μπορεί κάτι να μην το φτάνεις, αλλά δεν χρειάζεται να το φτύνεις».
H κουβέντα φτάνει και στην πολιτική. Εξηγεί η Δήμητρα Γαλάνη: «Ο Ελληνας αυτή τη στιγμή αισθάνεται χωρίς μπαμπά και χωρίς μαμά, κι αυτό είναι κάτι πολύ σοβαρό. Μπορεί να ακούγεται πολύ ακραίο, αλλά δεν είναι. Ευθύνονται βαθύτατα τα κόμματα αν ο τόπος έχει μείνει ξέφραγος κι ο λαός νιώθει ξεκρέμαστος. Ο έλληνας δημοκράτης, σ’ όποια παράταξη κι αν ανήκει, δεν έχει στέγη να βάλει το κεφάλι του από κάτω». Και συμφωνεί η Νατάσσα Μποφίλιου: «Το θέμα δεν είναι αν είσαι δεξιός ή αν είσαι αριστερός. Το θέμα είναι αν τοποθετείσαι πολιτικά και κοινωνικά μέσα στο σημερινό γίγνεσθαι, μέσα στα πράγματα όπως ακριβώς τα ζεις. Αν υπάρχεις, δηλαδή, μέσα στη ζωή σου. Το να είσαι πολιτικοποιημένος σημαίνει ζωή».

Μίκης Θεοδωράκης – Μαρία Φαραντούρη

φωτογραφία: Αλεξία Τσαγκάρη/ΤΑ ΝΕΑ

Οταν η Μαρία Φαραντούρη συνάντησε τον Μίκη Θεοδωράκη, ήταν ένα κορίτσι 16 χρόνων. «Η συνεργασία μας, όμως, άρχισε όταν έγινε 18-19 χρόνων, γιατί έπρεπε να ωριμάσει» λέει αυστηρά ο Μίκης Θεοδωράκης. Και πράγματι, ωρίμασε. Το παραδέχεται και η ίδια: «Οταν γνώρισα, παιδί σχεδόν, τον Μίκη Θεοδωράκη –ένα παιδί μάλιστα εσωστρεφές -, προσπαθούσα να καταλάβω τι ακριβώς μπορεί να είναι αυτή η προσωπικότητα. Αισθανόσουν ότι συναντάς κάτι πάρα πολύ μεγάλο, που όμως η ηλικία δεν σου επέτρεπε να το προσδιορίσεις με σαφήνεια. Τον περιέβαλλε μια αύρα ηρωική, που τον έκανε να φαντάζει σαν ημίθεος. Χάρη σ’ αυτήν, όμως, τη λειτουργία συνειδητοποιούσα ταυτόχρονα και τον εαυτό μου».

Την ώρα που συνέβαινε αυτό, όμως, ο Μίκης Θεοδωράκης δεν ένιωθε δάσκαλος, όχι με την παραδοσιακή έννοια του όρου: «Για να πω την αλήθεια, αυτή η σχέση δασκάλου και μαθητή εμένα δεν μου πάει. Μου είναι πραγματικά αδύνατο να πάω σε μια τάξη και να διδάξω, δεν θα ήξερα τι να πω. Αλλο τώρα αν μιλάμε για μια σχέση ζωής όπως είναι αυτή που ενώνει εμένα με τη Μαρία και στηρίζεται στην κοινή μας αγάπη για την τέχνη μας, που είναι η μουσική. Βέβαια, κάθε γενιά δεν παύει να παίρνει ορισμένα πράγματα από την προηγούμενή της, όπως κι εγώ πήρα πάρα πολλά από τους προκατόχους μου. Οταν μάλιστα προσήλθα στον στίβο της λαϊκής μουσικής, για να μη φανεί ότι διεκδικούσα τίποτε πρωτεία ως Ευρωπαίος, δήλωσα ότι θεωρώ τον εαυτό μου μαθητή του Βαμβακάρη, του Παπαϊωάννου, του Τσιτσάνη, του Χιώτη. Και δεν είναι σχήμα λόγου. Εγώ ξέρω τι πήρα από όλους αυτούς αλλά και από πολλούς άλλους, όπως και η Μαρία ξέρει τι ακριβώς πήρε από μένα. Το σημαντικότερο, όμως, από όλα είναι ότι πρόκειται για πράγματα που ούτε γράφονται ούτε συνειδητοποιούνται καλά καλά».
Οσο και να το αρνούνται, όμως, η σχέση τους είχε τα στοιχεία της σχέσης δασκάλου – μαθητή. «Τη συνείδηση ενός τραγουδιστή που λέει για πρώτη φορά ένα τραγούδι είναι αδύνατον να την έχει οποιοσδήποτε άλλος. Είναι σαν να σε πετάνε στη θάλασσα, να μην ξέρεις κολύμπι και να πρέπει να κολυμπήσεις, διαφορετικά θα πνιγείς. Ετσι ήταν στην αρχή τα πράγματα με τη Μαρία. Μου φαίνεται, όμως, απίστευτο ότι γιορτάζουμε μαζί 52 χρόνια κοινής μουσικής ζωής». Στα οποία 52 χρόνια έχουν να διηγηθούν σπουδαίες αναμνήσεις: «Στην Κούβα», θυμάται η Μαρία Φαραντούρη, «πήγαμε και γιορτάσαμε τα γενέθλια του Μίκη στο σπίτι του Φιντέλ Κάστρο τραγουδώντας έως τις πρωινές ώρες. Υπήρχε ένας μεγάλος κήπος και θυμάμαι τον Κάστρο να μιλάει συνεχώς, να μας λέει για τη χώρα του, να ρωτάει για την Ελλάδα. Απίστευτες στιγμές. Η κοινή καλλιτεχνική ζωή με τον Μίκη Θεοδωράκη υπήρξε και συνεχίζει να είναι ένα συγκλονιστικό ταξίδι με τέχνη, πάθος, αγώνες σ’ όλον τον κόσμο και μέσα απ’ όλον τον κόσμο».

Δ. Ν. Μαρωνίτης – Δημήτρης Μαυρίκιος

φωτογραφία: Αλεξία Τσαγκάρη/ΤΑ ΝΕΑ

Λέει σε ένα σημείο της συνομιλίας του με τον Δημήτρη Μαυρίκιο ο Δ. Ν. Μαρωνίτης: «Εχετε μπροστά σας έναν άνθρωπο –και το ξέρετε πολύ καλά –αδικαιολόγητα αθώο ως τα 86 του χρόνια που διανύει αυτή τη στιγμή». Βαριά κουβέντα, που, όμως, αν τη σκεφτείς λίγο καλύτερα, μπορεί να τη λογαριάσεις ακόμη και σεμνή. Το στοιχείο αυτό της αθωότητας, πέραν της απέραντης εκτίμησης προς τον δάσκαλο, φαίνεται ότι το εκτίμησε ο Δημήτρης Μαυρίκιος, ένας ιδαλγός του θεάτρου όπως καταδεικνύεται από τις σκηνοθεσίες και τις μεταφράσεις του. Συμπερασματικά, δύο ιδαλγοί, με τον τρόπο του ο καθένας, όπως επιβεβαιώνει απολύτως η ποιότητα του σημερινού λόγου τους.
Ο Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης δεν δέχεται τον όρο καθηγητής: «Αν δέχοµαι κάποιον όρο, υπό όρους, είναι ο όρος του δασκάλου. Δεν είχα ποτέ ύφος καθηγητή στη ζωή µου, ούτε δηµόσια ούτε κατ’ ιδίαν. Εξάλλου, στη συγκεκριµένη µας σχέση µε τον Δηµήτρη Μαυρίκιο αµφισβητούµε κατά πόσο δικαιούµαι να έχω εγώ ως διακριτικό ρόλο αυτόν του δασκάλου και ο Μαυρίκιος ως διακριτικό ρόλο αυτόν του µαθητή. Στην περίπτωσή µας µια τέτοια διάκριση θα αποδειχθεί απολύτως άστοχη γιατί οι ρόλοι οι δικοί µας εναλλάσσονται. Περίπτωση ν’ αρχίσουµε να κουβεντιάζουµε ποιος από τους δύο είναι ο δάσκαλος και ποιος είναι ο µαθητής δεν υπάρχει. Εχετε µπροστά σας δύο ανθρώπους που γνωρίζονται πάνω από 30 χρόνια, που ταιριάξανε τα χνότα τους από την πρώτη κιόλας στιγµή και η φιλία τους εξακολουθεί να είναι εν ενεργεία και όχι εν αποστρατεία σε µια εποχή αφιλίας».
Ούτε ο Δημήτρης Μαυρίκιος δέχεται τον όρο δάσκαλος: «Σαφώς δεν αποδέχοµαι τον ρόλο του δασκάλου µε την πρώτη έννοια της λέξης. Είθισται να χρησιµοποιούµε τις λέξεις «διδασκαλία», «διδάσκω» όταν πρόκειται για οµοτέχνους µου επί το έργον: ένας σκηνοθέτης «διδάσκει» έναν ρόλο ή ένα έργο στους ηθοποιούς».
Ποιο, όμως, είναι το σημείο σύγκλισης του σκηνοθέτη Μαυρίκιου με έναν φιλόλογο; «Θα έλεγα ότι συναντιόµαστε στα µισά ενός δρόµου, µε την έννοια ότι ο µεν δάσκαλος πιστεύει βαθιά στη δυναµική της λογοτεχνίας ως ακροάµατος κι εγώ πάλι, ο µαθητής, σκηνοθετώ το κατοπινό ακρόαµά µου, αφού πρώτα ασκηθώ στο να του δώσω γραπτή µορφή, είτε µεταφράζοντας, είτε διασκευάζοντας, είτε ακόµα και συγγράφοντάς το, ζώντας δηλαδή τη διαδικασία της αναζήτησης των λέξεων και των φράσεων που θα κληθώ µετά να διδάξω στους ηθοποιούς. Οσο για τη φιλολογική εποπτεία, ναι, τη χρειάζοµαι στη φάση της µετάφρασης, όχι όµως αργότερα, και πάντως δεν διανοήθηκα ποτέ να ενοχλήσω τον Μαρωνίτη για κάτι τέτοιο, ακόµη κι όταν συνεργαστήκαµε στην «Ηλέκτρα» και ήµασταν κάθε ηµέρα µαζί. Αποζητούσα πάντα τη γνώµη του, αλλά ευρύτερα για το θέατρο, για την ποίηση, χωρίς να περιορίζοµαι σε θέµατα φιλολογικά».
Ο Δημήτρης Μαρωνίτης είναι απόλυτος: «Τίποτε περισσότερο δεν αγάπησα στη ζωή µου παρά όσους στέκονταν απέναντί µου ως µαθητές ή όσους µε έβαλαν µέσα στο θέατρο. Γιατί πιστεύω ότι σε σχέση µε το πρόσωπό µας, ακόµη πολυτιµότερο είναι το προσωπείο που διαθέτουµε. Το πρόσωπό µας είναι αυτό που µας έδωσε η φύση όπως µας το έδωσε. Αλλά για το περίεργο κρυµµένο προσωπείο µας είµαστε υπεύθυνοι εµείς οι ίδιοι. Ζούµε ουσιαστικά µε το προσωπείο που έχουµε φτιάξει εµείς και όχι µε το πρόσωπο που µας έδωσε η φύση, για να µην πω ότι συχνά το πρόσωπο εµποδίζει να φανεί αυτό το τόσο πολύτιµο για την ανθρώπινη επικοινωνία προσωπείο. Κατά συνέπεια, το θέατρο µε απελευθερώνει, γι’ αυτό και το αγαπώ τόσο πολύ».
Αλέξανδρος Λυκουρέζος – Πέτρος Μαχάς

φωτογραφία: Enri Canaj/TA NEA

Πριν από 20 χρόνια, το 1995, ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από τον Αντώνη Σαμαρά. «Εχω κοντά μου έναν νέο άνθρωπο που ξεκινάει την άσκησή του ως δικηγόρος. Σε παρακαλώ να τον πάρεις στο γραφείο σου για να κάνει την άσκησή του κοντά σου» του είπε. «Ασφαλώς και δέχθηκα, και έτσι ήρθε στο γραφείο μου ο Πέτρος Μαχάς, νέος σεμνός και σοβαρός, ντροπαλός θα έλεγα. Η παραμονή του στο γραφείο και η συνεργασία μας διήρκεσαν 16 ολόκληρα χρόνια. Πριν από τέσσερα χρόνια άνοιξε τα δικά του φτερά και δημιούργησε το δικό του δικηγορικό γραφείο» θυμάται ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος, στον ρόλο του δασκάλου.

Πώς το έζησε ο «μαθητής» Πέτρος Μαχάς; «Το πιο σημαντικό που μαθαίνεις όταν μπαίνεις σ’ ένα αντίστοιχο γραφείο είναι αυτό ακριβώς που λείπει στη χώρα μας: την παράδοση. Πρόκειται για ένα γραφείο 104 χρόνων. Ακόμη και το γραφείο ως έπιπλο είναι το ίδιο ακριβώς που χρησιμοποιούσαν ο παππούς και ο πατέρας του Αλέξανδρου Λυκουρέζου και φυσικά χρησιμοποιεί και ο ίδιος. Παράδοση, όμως, δεν είναι μόνο τα έπιπλα, οι πίνακες κι ό,τι άλλο υπάρχει μέσα στο γραφείο αυτό. Είναι πρωτίστως το legacy που δημιουργήθηκε όλα αυτά τα χρόνια και σημαίνει δύο κυρίως πράγματα: πρώτον, επιμέλεια εξαντλητική και, δεύτερον, σεβασμό και προσήλωση στον πελάτη, πράγμα που μπορεί να ακούγεται γενικόλογο, αλλά περιλαμβάνει πάρα πολλά στοιχεία».
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Από τη συνεργασία προέκυψαν και πραγματικές διδαχές: «Θα σας πω αυτό που έλεγε πάντα ο Λυκουρέζος: ότι η δουλειά του δικηγόρου είναι ίδια με τη δουλειά που κάνει ο φωτιστής είτε στο θέατρο είτε στα κτίρια. Αναδεικνύεις κάποια πράγματα ενώ κάποια άλλα τα αφήνεις στη σκιά. Το να σταθείς, όμως, σε μια ψευδή υπεράσπιση είναι κάτι ανόητο, γιατί το ψέμα, όσο επιμελώς κι αν το χτίσεις, από κάπου μπάζει. Η εξυπνάδα του δικηγόρου είναι να αναδεικνύει πράγματα τα οποία να εντάσσονται σε κάποια υπερασπιστική στρατηγική. Από εκεί και πέρα, ο δικηγόρος δεν μπορεί να είναι κριτής του πελάτη του».
Ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος είναι ένας άνθρωπος που δεν μιλάει για το παρελθόν. Η φήμη του, όμως, προηγείται. Και γι’ αυτό: «Αν έχεις μεράκι και το καλώς εννοούμενο ψώνιο, τα βράδια αργά ή τα Σαββατοκύριακα κάνεις βουτιές στο αρχείο. Και λίγο αν ξέρεις τι σου γίνεται, η πρώτη δικογραφία που παίρνεις στα χέρια σου είναι η δικογραφία της χούντας. Μαζί όμως με τη μήνυση εκείνο που μου είχε κάνει εντύπωση στην ίδια περίοδο είναι το πόσο σημειωμένα και δουλεμένα είναι από τον ίδιο τον Λυκουρέζο τα σχετικά εγχειρίδια. Ξέρω, όμως, και κάτι άλλο που το ξέρουν ελάχιστοι. Οταν έφυγε ο Λυκουρέζος λόγω χούντας, ήταν πολύ γνωστός δικηγόρος. Οταν επέστρεψε μετά την πτώση της χούντας, ήταν πάλι no name. Εχτισε ξανά το γραφείο του από το μηδέν, μια και ο πατέρας του είχε χάσει την περιουσία του στην πολιτική. Τότε οι πολιτικοί έχαναν τις περιουσίες τους, δεν τις έκαναν βίλες και παλάτια. Προκειμένου λοιπόν να πάει ο Λυκουρέζος στον Κορυδαλλό για τη δίκη, νοίκιασε ένα μεγάλο αυτοκίνητο, γιατί δεν είχε ακόμη δικό του, αφού τα οικονομικά του ήταν ελάχιστα. Μπορεί ν’ ακούγεται λίγο γραφικό, αλλά η ζωή του Αλέξανδρου Λυκουρέζου είναι théâtrale, δεν είναι η ζωή του μέσου δικηγόρου. Την έχτισε μόνος του, βήμα βήμα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που έχτισε τον μύθο του».
Ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος, βέβαια, διαφωνεί στα περί μύθου: «Δεν γνωρίζω αν υπάρχει και δεν με αφορά, μια και ποτέ δεν ασχολήθηκα με την καλλιέργειά του. Τομόνο που γνωρίζω είναι ότι το γραφείο μου έχει μια ζωή 104 ετών. Το ξεκίνησε ο παππούς μου, το συνέχισε ο πατέρας μου και πορεύεται με μένα και με μια ομάδα νέων και εκλεκτών συναδέλφων-συνεργατών που αποτελούν την καλύτερη εγγύηση για τη συνέχεια».

Ντίνος Χριστιανόπουλος – Γιώργος Χρονάς

φωτογραφία: MEGAPRESS/TA NEA

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και ο Γιώργος Χρονάς είναι δύο πολύ σηµαντικοί ποιητές, µε µια δυναµική παρέµβαση στον πνευµατικό πολιτισµό. Υπάρχει, όµως, και ένα µέρος της κοινής συνείδησης που τους θεωρεί απλώς θορυβοποιούς, επειδή η πρόθεση του µέρους αυτού είναι να σκανδαλίζεται και όχι να µαθαίνει. Γι’ αυτό άλλωστε και αποµονώνει τις ρήσεις του Χριστιανόπουλου για τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο και του Χρονά για την τραγουδίστρια Μόνικα.

Αυτοί που διαφωνούν για τη «σκανδαλιστική» τους πλευρά, αλλά συµβαίνει να έχουν διαβάσει τα ποιήµατά τους, δεν θα τους κατηγορήσουν ποτέ. Κατήγοροί τους γίνονται όσοι δεν γνωρίζουν την κύρια δουλειά ενός ανθρώπου ή ενός ποιητή και εκλαµβάνουν την τόλµη του ως το άπαν της παρουσίας του. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος μιλάει για τη διαφορά των εποχών: «Κάποτε με έκραζαν στον δρόμο. Πλέον, με σταματούν στον δρόμο και μου φιλούν το χέρι. Γέροι άνθρωποι σκύβουν και μου φιλούν το χέρι. Αμφιβάλλω αν άλλος ποιητής, ανεξάρτητα αν πήρε ή όχι βραβεία, έχει μια τέτοια αποδοχή από την κοινωνία. Εγινε μια μεγάλη αλλαγή που θα ήταν ψέματα αν έλεγα ότι δεν την επεδίωξα».
Ο Γιώργος Χρονάς, ιδιοκτήτης των εκδόσεων Οδός Πανός, που συμμετέχει στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του Ποταμιού, μιλάει για τη γνωριμία τους: «Με τον κύριο Χριστιανόπουλο ο πρώτος που μας πάντρεψε
–αν μου επιτρέπεται η έκφραση, γιατί πρόκειται περί γάμου της αρχαιότητας –ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Στο κύκνειο άσμα του, «Τα τραγούδια της αμαρτίας», ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, που τα επέλεξε με την ελευθερία που τον χαρακτήριζε και που δεν είναι παρά ελληνικός Μπαχ, περιέλαβε κι ένα δικό μου ποίημα. Ο κύριος Χριστιανόπουλος είναι ο μόνος που έλεγε πάντα την αλήθεια. Φροντίζει με κάθε τρόπο να μην τον ενδιαφέρουν οι συμβατικές ανθρώπινες σχέσεις, γι’ αυτό μπορεί και λέει τη γνώμη του για διασημότητες, κυρίως της Αθήνας. Δεν θα είχε νόημα αυτά που λέει να τα είχε ξεπεράσει. Αντίθετα, υπακούει σε αυτά που έχει πει, γεγονός που τον βοηθάει να παραμένει στη θέση του. Ζει με τα ελαχιστότατα, κι αυτό που λένε τώρα, να μην πετάμε τίποτε, το έχει κάνει πράξη από χρόνια.

Ξεκινώντας από το ψωμί, που θέλει να είναι τριών-τεσσάρων ημερών, γιατί αν είναι φρέσκο, θα φάει όλο το φραντζόλι». Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος εκνευρίζεται: «Πάψε να με εκθειάζεις!».

Θυμούνται συμβουλές της μητέρας τους; Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος δεν θυμάται ακριβώς συμβουλή, «Η μάνα μου ήταν κόρη ενός πλούσιου πλοιοκτήτη, εφοπλιστή θα λέγαμε σήμερα. Είχε δύο μεγάλα εμπορικά βαπόρια που πήγαιναν από την Κωνσταντινούπολη στην Καζαμπλάνκα, που είναι στου διαβόλου τη μάνα. Παράκουσε, λοιπόν, το σόι της που της έλεγε να μην πάρει τον πατέρα μου (έναν άνδρα απίθανης ομορφιάς) γιατί θα δυστυχήσει. Τον πήρε και δυστύχησε με το παραπάνω. Ο καημός της ήταν να σωθώ εγώ, και σώθηκα».

Ολόκληρες οι συνεντεύξεις στον Θανάση Θ. Νιάρχο δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Τα Νέα» στη στήλη «Ο δάσκαλός μου, ο μαθητής μου».
Eπιμέλεια: Δημήτρης Θεοδωρόπουλος

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ