Πολλοί τον θεωρούν «τελειωμένο». Aλλοι εξακολουθούν να υποκλίνονται τυφλά στις ταινίες του. Αρκετοί δεν συμφωνούν με τη «σοβαρή» στροφή του και κάποιοι επιμένουν να τον αμφισβητούν και να αναρωτιούνται: «Μα τι συμβαίνει επιτέλους με τον Γούντι Αλεν;».
Ε, λοιπόν, το μόνο που σίγουρα συμβαίνει με τον Γούντι Αλεν είναι ότι, ενώ πλησιάζει τα 80 (γεννήθηκε την 1η Δεκεμβρίου του 1935), παραμένει τρομερά δραστήριος και παραγωγικός. Δημιουργεί μία ή και δύο ταινίες τον χρόνο, πιστός στη φιλοσοφική προσέγγιση της ζωής πως αν θέλεις να είσαι ευτυχισμένος πρέπει να έχεις διαρκώς κίνητρο, περιέργεια, πάθος.
Από τότε που ο Γούντι Αλεν αποφάσισε ότι για την καλύτερη διαφήμιση των ταινιών του καλό θα ήταν να δίνει πού και πού το «παρών» στα κινηματογραφικά φεστιβάλ, οι Κάννες είναι ένα μέρος όπου τον βλέπουμε συχνά. Οι Γάλλοι, άλλωστε, αγαπούν και στηρίζουν τις ταινίες του και ο ίδιος, προς τιμήν του, έχει παραδεχθεί ότι νιώθει υποχρέωση απέναντι στη Γαλλία (και στην Ευρώπη εν γένει) για την ενθάρρυνση που του δίνουν προκειμένου να εξακολουθεί να γυρίζει νέα φιλμ. Από τις Κάννες ξεκίνησε η πορεία ταινιών όπως το «Match Point» (2005), το «Παίζοντας στα τυφλά» (2002), το «Θα συναντήσεις έναν ψηλό μελαχρινό άνδρα» (2010), το «Vicky Cristina Barcelona» του 2004 (το οποίο θα χάριζε αργότερα στην Πενέλοπε Κρουζ το Οσκαρ β’ γυναικείου ρόλου) και το «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» του 2011 (που αργότερα θα βραβευόταν με το Οσκαρ πρωτότυπου σεναρίου).
Εκεί, λοιπόν, στις Κάννες, για μία ακόμη φορά στη ζωή μου, τον συνάντησα εφέτος χάρη στην κινηματογραφική εταιρεία Odeon που διανέμει την τελευταία ταινία του, «Παράλογος άνθρωπος», η οποία παρουσιάστηκε στο εκτός συναγωνισμού πρόγραμμα του φεστιβάλ (και προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από την περασμένη Πέμπτη). Γυρισμένη στην Αμερική –σε διάφορους χώρους του Ρόουντ Αϊλαντ, κυρίως στο Νιούπορτ, στο Πρόβιντενς και στο Πανεπιστήμιο Μπράουν –η ταινία αναφέρεται στη ριζική αλλαγή που θα επέλθει στη ζωή ενός καθηγητή Φιλοσοφίας (Χοακίν Φίνιξ) ο οποίος έχει πιάσει πάτο, ανήμπορος πλέον να βρει νόημα ή χαρά στη ζωή. Νιώθει ότι όλα όσα δοκίμασε, από τον πολιτικό ακτιβισμό ως τα μαθήματά του, δεν κάνουν τελικά καμία διαφορά. Εχει βυθιστεί σε μια υπαρξιακή απελπισία χωρίς διέξοδο. Μήπως η λύση στο αδιέξοδο είναι η διάπραξη του τέλειου εγκλήματος;
Υπάρχει σχέση ανάμεσα στη σύλληψη του τέλειου εγκλήματος και στη συγγραφή του τέλειου σεναρίου; «Κάποια σχέση θα πρέπει σίγουρα να υπάρχει. Διότι, όπως βλέπουμε και στην ταινία, αυτό που ερεθίζει τον ήρωα είναι εν μέρει η καλλιτεχνική πρόκληση του όλου θέματος. Αναζητεί κάτι να κάνει και, όπως λέει, μέρος αυτού που αναζητεί σχετίζεται με την αισθητική. Γι’ αυτόν είναι κάτι πολύ δημιουργικό. Είναι άλλο, βέβαια, να γράψεις ένα σενάριο και άλλο να αποφασίσεις να σκοτώσεις κάποιον».
Εχουν, όμως, και κοινά στοιχεία…«Ναι, αν αποφασίσεις να σκοτώσεις, θα πρέπει να έχεις όση δημιουργικότητα και φαντασία χρειάζεται και για να γράψεις ένα σενάριο. Συνεπώς, είναι δύο πράγματα που έχουν αρκετές ομοιότητες. Για την ακρίβεια, νομίζω πως όταν οι συγγραφείς μυστηρίου γράφουν μια τέτοια ιστορία, μπορεί μεν να μην κάνουν όσα περιγράφουν, ακολουθούν, όμως, την ίδια δημιουργική διαδικασία, ώστε να επιτύχουν ένα πολύ ενδιαφέρον, τέλειο έγκλημα…».

Πέραν της αισθητικής, βέβαια, σε ένα τέλειο έγκλημα δεν χωρούν λάθη.
«Ναι. Δεν πρέπει, δεν μπορείς να κάνεις λάθη. Το να κάνεις λάθη σε μια ταινία… Οk, έχεις μια κακή ταινία. Αλλά αν κάνεις λάθη σε ένα έγκλημα, την πάτησες για τα καλά. Ξέρετε, όμως, ακόμη και το ρίσκο, το να κάνουν κάτι τόσο ακραίο, είναι πολύ ερεθιστικό για τους ανθρώπους. Το ρίσκο αρέσει σε πολλούς, τους δίνει ζωή, ενέργεια, τους διεγείρει σαν ναρκωτικό. Θέλω να πω, υπάρχουν άνθρωποι που βαδίζουν επάνω σε τεντωμένο σχοινί με το χάος κάτω από τα πόδια τους…».
Μοιάζει λίγο με τον τζόγο; «Σε κάποιους ανθρώπους αρέσει το ρίσκο, είναι στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Ο τύπος στην ταινία (ο ήρωας που υποδύεται ο Φίνιξ) πραγματικά το διασκεδάζει, η αίσθηση του ρίσκου τον γεμίζει, ικανοποιεί τις ανάγκες του. Πιστεύει σε κάτι. Του αρέσει η ιδέα –όπως λέει στην ταινία –να σκέφτεται τον εαυτό του ως παίκτη του πόκερ με καλό «χέρι», όχι όμως τόσο καλό που να μην μπορεί να χάσει. Αυτό είναι μέρος της ψυχαγωγίας».
Εσείς έχετε σκεφτεί ποτέ την ιδέα του τέλειου εγκλήματος; «Ναι! Ναι! Πολύ συχνά, όταν βρίσκομαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι και δεν μπορώ να κοιμηθώ, για να χαλαρώσω σκέφτομαι ότι σκοτώνω κάποιον. Ή, πολύ συχνά, σκέφτομαι την τέλεια ληστεία. Πώς να ληστέψω ένα κοσμηματοπωλείο με επιτυχία ή μια τράπεζα, κατά προτίμηση. Και εδώ υπάρχει ένα στοιχείο αισθητικής, έχει πλάκα να προσπαθείς να σχεδιάσεις το τέλειο έγκλημα. Οπως είπα, οι συγγραφείς μυστηρίου το κάνουν. Ετσι, καταλήγουν σε μια υπέροχη ιδέα».
Υπάρχει κάποιο παράδειγμα που έρχεται στο μυαλό σας; «Το «Ξένοι στο τρένο» (της Πατρίτσια Χάισμιθ) είναι ένα παράδειγμα. Δεν γνωριζόμαστε, σκοτώνω τον δικό σου άνθρωπο, σκοτώνεις τον δικό μου άνθρωπο. Μπορώ να φανταστώ τη συγγραφέα ξαπλωμένη στο κρεβάτι της τη νύχτα και να σκέφτεται «αυτό είναι όντως πολύ έξυπνο»».


Ο πιο διάσημος «δικός σας» φόνος εμφανίζεται στο «Match Point». «Ξέρετε από πού ξεκίνησε το «Match Ρoint»; Από την εξής ιδέα: αν θέλω να σκοτώσω κάποιον, θα προσποιηθώ ότι αποπειρώμαι να ληστέψω τον γείτονά του. Θα σκοτώσω τον γείτονα και θα σκοτώσω και αυτόν που θέλω επειδή βρέθηκε εκεί τυχαία, ένας αθώος παριστάμενος. Η αστυνομία, όμως, θα εστιάσει στον γείτονα, με τον οποίο δεν έχω καμία σχέση…».
Αναφέρατε και ληστείες. Εχουν περάσει τόσα χρόνια από το «Πάρε τα λεφτά και τρέχα» του 1969 (γνωστό και ως «Ζητείται εγκέφαλος για ληστεία») και ακόμη να σχεδιάσετε την τέλεια ληστεία; «Α όχι, όχι. Η ληστεία σε τράπεζα είναι δύσκολη υπόθεση. Αντιθέτως, ένα κοσμηματοπωλείο… Αυτό, ναι. Εχω σκεφτεί ότι θα μπορούσε να γίνει αν είχα τα κατάλληλα εργαλεία, αν, για παράδειγμα, εμφανιζόμουν ως καθαριστής τζαμιών: πλένω το παράθυρο, περιμένω μια-δυο ώρες και μετά το παράθυρο εξαφανίζεται. Αλλά τράπεζα όχι. Δεν ξέρω πολλά για τις τράπεζες έτσι κι αλλιώς».
Φανταστήκατε ποτέ κάποιον που να θέλει να σκοτώσει εσάς; «Είμαι συνηθισμένος στην ιδέα. Νομίζω ότι όλοι με έχουν στο μάτι. Είναι μέρος του μακιγιάζ της παράνοιάς μου. Επειδή όλοι θέλουν να με φάνε, είμαι διαρκώς προετοιμασμένος. Κλειδώνω πόρτες. Είμαι πολύ προσεκτικός…».
Τι έρευνες κάνατε, αν κάνατε, για τον «Παράλογο άνθρωπο»; «Ποτέ δεν κάνω έρευνες για κάτι που γράφω. Γιατί αν γνωρίζω το αντικείμενο για το οποίο πρόκειται να γράψω, είναι πολύ δύσκολο για μένα».
Δεν διαβάσατε φιλοσοφία; «Υπάρχουν μερικά πράγματα στη ζωή –όχι πολλά, αλλά μερικά –που όντως τα ξέρω πολύ καλά και μου αρέσουν. Η φιλοσοφία, ας πούμε, ανέκαθεν μου φαινόταν ενδιαφέρουσα ως κάτι διασκεδαστικό. Δεν ξέρω πολλά γι’ αυτήν, αλλά διασκεδάζω όταν διαβάζω τους φιλοσόφους, έτσι όπως διασκεδάζω με την τζαζ, με τη μαγεία, με τέτοια πράγματα…».
Και οι γυναίκες; (Κουνά το κεφάλι του σαν να μην καταλαβαίνει, ενώ είναι ξεκάθαρο πως έχει καταλάβει. Δεν χαμογελάει, απλώς επαναλαμβάνει την ερώτηση.) «Οι γυναίκες; Τι;».
Λέτε ότι δεν κάνετε έρευνες. Ωστόσο δεν υπάρχουν ταινίες, όπως το «Μεσάνυχτα στο Παρίσι», που χρειάζονται έρευνα εφόσον αναφέρονται σε πραγματικά πρόσωπα; «Ειδικά γι’ αυτήν την ταινία με έχουν ρωτήσει πολλές φορές. Με ρωτούν αν μελέτησα τη δεκαετία του ’20, τα πρόσωπα κ.τ.λ. Ομως δεν το έκανα. Μπορώ να γράψω για όλα αυτά κατευθείαν από το κεφάλι μου. Αν δεν μπορούσα, δεν θα ήμουν ικανός να το γράψω καθόλου».
Για να επανέλθουμε όμως στο ζήτημα της φιλοσοφίας, στον «Παράλογο άνθρωπο» θέτετε ερωτήματα για τον ρόλο της φιλοσοφίας στη ζωή. Κατά κάποιον τρόπο δείχνετε να την αμφισβητείτε πλήρως. Γιατί; «Αλήθεια είναι, έχω πια τις αμφιβολίες μου, θέτω ερωτήματα. Οπως είπα, βρίσκω πολύ διασκεδαστική τη φιλοσοφία, ψυχαγωγούμαι με τα επιχειρήματα των φιλοσόφων, με τις διανοητικές διαφωνίες τους, με το πώς σκέφτονται και το πώς εκφράζουν τις σκέψεις τους».
Η πράξη, όμως, διαφέρει; «Στην πράξη, στην πράξη της καθημερινότητας και της ζωής, νιώθω δύο πράγματα. Το ένα είναι ότι μπορείς να επιχειρηματολογείς για κάτι όσο θέλεις, για πάντα, μπρος-πίσω, πάνω-κάτω, και η θέση σου τελικά να ακυρωθεί μέσα σε ένα δευτερόλεπτο από τον πρώτο τυχαίο που θα συναντήσεις μπροστά σου. Και το δεύτερο είναι πως ακόμη και αν η θεωρία που πιστεύεις είναι η πιο σωστή, η πιο τεκμηριωμένη, η πιο συμπαγής, η πιο εμπεριστατωμένη, στο τέλος δεν πρόκειται να βοηθήσει κανέναν άνθρωπο».
Για ποιον λόγο δεν μπορεί να βοηθήσει η φιλοσοφία; «Διότι καμιά φιλοσοφική θεωρία δεν μπορεί να νικήσει τα τρομακτικά γεγονότα της ζωής. Κάθε φιλόσοφος ή καλλιτέχνης που προσπαθεί, με κάποιον τρόπο, να σου χρυσώσει το χάπι, να σου γλυκάνει το πικρό χάπι της ζωής, δεν μπορεί να το κάνει. Ο Πλάτωνας θα σου πει εκείνο, ο Νίτσε θα σου πει το άλλο, ο Βιτγκενστάιν θα σου πει κάτι τελείως διαφορετικό. Αλλά, στην τελική, τίποτε από όλα αυτά δεν λειτουργεί στην πράξη».
Απολύτως τίποτα; «Τίποτα. Στην πραγματικότητα οι φιλόσοφοι μιλούν και μιλούν και μιλούν, ενώ η ζωή προχωρά μπροστά και δεν τους ακούει. Οπως πριν από χρόνια έγραψε και ο Τενεσί Γουίλιαμς, η ζωή είναι σαν μια σκούπα. Στριφογυρίζει και σκουπίζει, σκουπίζει, σκουπίζει καθετί στον δρόμο της… Επομένως, δεν νομίζω ότι η φιλοσοφία λειτουργεί ως κάτι πρακτικό. Εχει όμως πλάκα να επιχειρηματολογείς γύρω από φιλοσοφικά ζητήματα».
Αναφέρεστε σε όλες τις μορφές φιλοσοφίας; «Αναφέρομαι κυρίως στα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα. Ενδεχομένως στην πολιτική φιλοσοφία να μπορείς να επιχειρηματολογήσεις γύρω από ερωτήματα πρακτικής φύσεως. Το ίδιο και με οποιαδήποτε μορφή φιλοσοφίας που δεν εισχωρεί στα μεγάλα ερωτήματα».
Σε τι είδους ερωτήματα; «Οταν, ας πούμε, προκύπτουν ζητήματα για τη ζωή και τον θάνατο, την ηθική και τις αξίες, μπορείς να πεις ό,τι θέλεις χωρίς τελικά να καταλήξεις πουθενά. Επί εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια λέγονται πράγματα που εν συνεχεία καταρρίπτονται. Ερχεται κάποιος που με μια καινούργια άποψη σβήνει ό,τι έχει ειπωθεί ως τότε. Μια νέα ιδέα γεννιέται, αλλά έπειτα από λίγο κάποιος άλλος, με μια καινούργια ιδέα, έρχεται και ακυρώνει τον προηγούμενο. Και πάει λέγοντας».
Πιστεύετε το ίδιο και για την επιστήμη; «Οχι! Δεν πιστεύω το ίδιο για την επιστήμη. Η επιστήμη έχει κάνει προόδους, απτές, πρακτικές προόδους. Τεράστια άλματα σε πολλούς τομείς».
Είπατε κάποτε ότι ο καθένας από εμάς είναι το παράγωγο του φιλοσόφου που έχει διαβάσει. Το πιστεύετε ακόμη; «Ναι. Διανοητικά μιλώντας, είναι αλήθεια. Συνήθως, όταν είμαστε μικροί, κάποιος μας προτείνει να διαβάσουμε Πλάτωνα. Μετά ανακαλύπτουμε τον Αριστοτέλη, στη συνέχεια τους φιλοσόφους του Μεσαίωνα κ.ο.κ. Γινόμαστε προϊόν μιας «διαμάχης» που δεν σταματά ποτέ. Υπάρχουν ελάχιστοι, πραγματικά ελάχιστοι, γνήσια σκεπτόμενοι άνθρωποι. Φιλόσοφοι με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Είναι μετρημένοι στα δάχτυλα οι φιλόσοφοι που ανθούν από μόνοι τους σε αυτή την αλυσίδα ανταλλαγής επιχειρημάτων που δεν τελειώνει ποτέ».
Ποιοι είναι αυτοί; «Δεν ξέρω… Ακόμη και ο Ζαν-Πολ Σαρτρ ήταν ένας κρίκος αυτής της αλυσίδας. Δεν άνθησε μόνος. Ισως ο Πλάτωνας. Δεν ξέρω… Γιατί στους προσωκρατικούς φιλοσόφους είμαι βέβαιος επίσης ότι θα βρεις ρίζες του Πλάτωνα. Ηταν και αυτός προϊόν των καλύτερων σκέψεων πριν από την εποχή του».
Ο ήρωας του Χοακίν Φίνιξ θα μπορούσε να είναι μια προέκταση των υπαρξιστών φιλοσόφων. Ποια είναι η εικόνα που έχετε σχηματίσει στο μυαλό σας για τους υπαρξιστές φιλοσόφους; «Οι υπαρξιστές φιλόσοφοι, οι μεταπολεμικοί γάλλοι φιλόσοφοι, ήταν πολύ ρομαντικοί και χαρισματικοί. Ηταν αγαπητοί στον κόσμο επειδή ήταν άνθρωποι της δράσης. Αυτό ήθελαν. Οταν σκέφτεσαι τους, ας πούμε, «κανονικούς» φιλοσόφους –τον Λάιμπνιτς, τον Ενγκελς –έχεις μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Στο μυαλό σου έρχονται άνθρωποι μέσα σε σκοτεινά δωμάτια, γεμάτα γραπτά και σκόνη».
Ενώ οι υπαρξιστές; «Με τους υπαρξιστές βλέπεις τύπους με μπερεδάκια και πουλόβερ να κάθονται σε café, να δυναμιτίζουν το αρχηγείο της Γκεστάπο, ανθρώπους παθιασμένους με την κρίση της ψυχής, με τη ζωή, με τον θάνατο. Βλέπεις ανθρώπους με αυτοκτονικές τάσεις. Ηταν πολύ ρομαντικοί άνθρωποι, πολύ θεατρικοί, οι υπαρξιστές φιλόσοφοι. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι πολλοί από τους υπαρξιστές φιλοσόφους δεν έγραψαν βαρετά δοκίμια για τη φιλοσοφία αλλά πέρασαν τις απόψεις τους μέσα από αριστουργηματικά θεατρικά έργα και μυθιστορήματα. Γιατί φυσικά είχαν υψηλό δείκτη νοημοσύνης. Σίγουρα είναι πιο διασκεδαστικοί από τους προγενέστερους, γλωσσικούς φιλοσόφους, π.χ. τον Σπινόζα».
Δεν πιστεύετε ότι μια γυναίκα μπορεί να σώσει έναν άνδρα; Ή το αντίθετο, ότι ένας άνδρας μπορεί να σώσει μια γυναίκα; «Οχι, δεν πιστεύω κάτι τέτοιο. Ενδεχομένως να υπάρχουν κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις, οι εξαιρέσεις. Σαν γενική φιλοσοφία, όμως, όχι, δεν το πιστεύω. Ολοι είμαστε υπεύθυνοι για τον εαυτό μας. Μια στο τόσο μπορείς να σώσεις κάποιον, αλλά αυτό δεν διαφέρει από τη σωτηρία ενός συγγενικού σου προσώπου που πάσχει από κάτι, αν, για παράδειγμα, είναι αλκοολικός. Σπάνια, ναι, ίσως σώσεις έναν τέτοιον άνθρωπο. Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις η σωτηρία είναι προσωπικό θέμα εκείνου που τη χρειάζεται. Εσύ μπορείς να βοηθήσεις κάπως την κατάστασή του, σε καμία περίπτωση να τον σώσεις. Αυτός που θέλει να σωθεί θα πρέπει να τα καταφέρει μόνος του».
Κι εσείς; Εχετε νιώσει ότι σας έχουν σώσει; «Με έχουν βοηθήσει. Αλλά δεν έχω σωθεί». l
Η ταινία «Παράλογος άνθρωπος» προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες σε διανομή Odeon.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ