Το «Να παντρευτεί κανείς ή να μη παντρευτεί;», που κυκλοφόρησε μόλις πέρυσι από τις εκδόσεις Αρμός, ξεπέρασε αισίως τα 21.000 αντίτυπα.

«Αυτές τις μέρες και εγώ χρειάζομαι ψυχοθεραπεία» παραδέχεται μισοσοβαρά στο BHMAgazino ο ψυχίατρος Ματθαίος Γιωσαφάτ. Ο απόλυτος άρχων των βιβλίων αυτογνωσίας στην Ελλάδα των capital controls μπορεί να υπερηφανεύεται ότι έχει εμφυσήσει ζωή σε ένα πρωτόγνωρο εκδοτικό φαινόμενο. Το «Να παντρευτεί κανείς ή να μη παντρευτεί;», μια «ψυχαναλυτική –και όχι μόνο –προσέγγιση στα θέματα της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, του έρωτα, της αγάπης, της επιλογής συντρόφου και του γάμου», που κυκλοφόρησε μόλις πέρυσι από τις εκδόσεις Αρμός, ξεπέρασε αισίως τα 21.000 αντίτυπα. Αλλως ειπείν, στην Ελλάδα των σαθρών (πάσης φύσεως) σχέσεων, ένας οδηγός γάμου μοσχοπουλάει.
Ο Ματθαίος Γιωσαφάτ τα τελευταία τρικυμιώδη χρόνια έχει αναδειχθεί πανηγυρικά σε «εθνικό ψυχαναλυτή» ή «εθνικό σύμβουλο γάμου και σχέσεων» (ο πρώτος, λένε όσοι γνωρίζουν, από τον «σοβαρό» χώρο της ψυχανάλυσης και όχι από άλλους περισσότερο ευρείας καταναλώσεως χώρους, π.χ. της σεξολογίας, που το πέτυχε εν Ελλάδι). Δεν είναι μόνο τα βιβλία του, που συνιστούν πλέον εκδοτικό φαινόμενο (σημειωτέον ότι και το προηγούμενο, «Μεγαλώνοντας μέσα στην ελληνική οικογένεια», που κυκλοφόρησε το 2010, βρίσκεται αισίως στην 42η έκδοση), είναι και το επικοινωνιακό γκελ του στον κόσμο. Οι κατάμεστες αίθουσες του Μεγάρου Μουσικής, τα 7.000-8.000 ζευγάρια που τον έχουν επισκεφθεί στο ιατρείο του στο Κολωνάκι («βλέπει» δύο ζευγάρια ημερησίως), τα τουλάχιστον 50 email που λαμβάνει κάθε μέρα από ανθρώπους που ζητούν την καθοδήγησή του («Απαντώ σε όσο περισσότερους μπορώ…»), αλλά και οι ορδές των θηλέων-γκρούπις που συνωστίζονται δίπλα του για να ζητήσουν τα «φώτα» του ή για να του εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους επειδή τους έσωσε τη σχέση, τον γάμο, τη ζωή. «Τις γυναίκες τις αγαπώ και τις εκτιμώ, στην Ελλάδα περισσότερο από τους άνδρες» εξομολογείται.
«Υπάρχουν σήμερα πολλοί, επαρκέστατοι έλληνες ψυχαναλυτές» υπογραμμίζει ο επικεφαλής των εκδόσεων Αρμός, Γιώργος Χατζηιακώβου. «Δεν έχουν όμως το χάρισμα του Γιωσαφάτ, που όχι απλώς διαθέτει επιστημονικό υπόβαθρο, αλλά λέει τα πράγματα με το όνομά τους, δεν «κολλάει» πουθενά, δεν στρογγυλεύει. Στο χωρητικότητας 750 ατόμων Δημοτικό Ωδείο Λάρισας, όπου κάναμε τον περασμένο Μάιο την παρουσίαση, ανοίξαμε τις πόρτες, γιατί φοβηθήκαμε μήπως από τον πολύ κόσμο έχουμε λιποθυμίες. Τι να σας πω… Ξέρω πολλές γυναίκες που θέλουν να τον παντρευτούν!». Είναι και αυτή η αχλύς του γκουρού (όσοι τον γνωρίζουν παλαιόθεν διατείνονται ότι την κουβαλά εδώ και πολλά χρόνια, μόνο που τότε η συσκευασία της ήταν κατά τι πιο σοφιστικέ). Με άλλα λόγια, σε πείθει ότι έχει στο μανίκι του την απάντηση για όλα τα καίρια της ζωής. «Δεν είμαι ούτε γκουρού ούτε ο Γιάλομ της Ελλάδας» απαντά ο ίδιος στο BHMAgazino. «Είμαι ένας συνηθισμένος θεραπευτής. Είμαι απλώς αρκετά ειλικρινής με τους άλλους και με τον εαυτό μου, και αυτό νομίζω το εκτιμούν οι άνθρωποι. Ποτέ δεν ισχυρίστηκα ότι ξέρω τα πάντα. Πρέπει να είσαι ηλίθιος για να πιστεύεις κάτι τέτοιο. Ξέρω αυτά που η πείρα μου και τα διαβάσματά μου με έχουν διδάξει. Και βέβαια η εξερεύνηση του εαυτού μου. Από εκεί μαθαίνει κανείς τα περισσότερα».
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ανάμεσα στα βασικά συστατικά της «συνταγής Γιωσαφάτ» είναι η αυτοαναφορικότητα (διανθίζει συχνά τις ομιλίες του με παραδείγματα από τη δική του εμπειρία, π.χ. «Η πρώτη ερωμένη που είχα εγώ ήταν η μάνα μου» και «Για τον εγγονό μου σεξ είναι να χώνει τα χέρια του, με την πρώτη ευκαιρία, στο στόμα»). Και βέβαια η αδιάλειπτη βιωματική συνδιαλλαγή του με την ελληνική πραγματικότητα («Η Αθήνα κάηκε από τα βαριεστημένα παιδιά των βορείων προαστίων» δήλωνε το 2013 στο «Bήμα»). Αλλά και το «πικάντικο» χιούμορ του που ενίοτε φλερτάρει με τα όρια, χωρίς όμως να τα υπερβαίνει. Η εκτενής αλλά καλοζυγισμένη έκθεσή του στον Τύπο και στην τηλεόραση. Αλλά και η απλή, απαλλαγμένη από την ψυχαναλυτική ιδιόλεκτο γλώσσα του που ενίοτε προσομοιάζει σε αυτήν της καλοπροαίρετης αλλά ελαφρώς χύμα γειτόνισσας (π.χ. «ξεπέτα»), τα προκλητικά «τσιτάτα» που εν συνεχεία αναπαράγονται (και ερμηνεύονται) ηδυπαθώς από τα ελληνικά media (λίαν ενδεικτικό εκείνο το «Ο Ελληνας δεν αγαπά παρά μόνο ερωτεύεται») και βέβαια η πανσπερμία quotes στα κείμενα και στις ομιλίες του (Αισχύλος, Ελύτης κ.ο.κ.).
Σε αυτά ας προστεθούν βεβαίως οι παραδοσιακές –με την πατίνα του χρόνου –αλήθειες, τόσο παρηγορητικές στη σημερινή Ελλάδα των βίαιων κοινωνικών ανατροπών (π.χ. «… η ευτυχία του ανθρώπου –όση μπορούμε να έχουμε αυτή τη σύντομη ζωή –καθορίζεται από την οικογενειακή ζωή και τον γάμο και όχι από τα χρήματα, αν πήραμε 10% παραπάνω ή παρακάτω στον μισθό μας» και «αλίμονο αν στον γάμο λέει κανείς όλη την αλήθεια!» γράφει στο «Να παντρευτεί κανείς ή να μη παντρευτεί;»), αλλά και η κατάργηση των ταμπού (διόλου τυχαίο ότι ο έμπειρος ψυχοθεραπευτής απαντά χωρίς ούτε ένα ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων και στις πιο ακανθώδεις ερωτήσεις περί γάμου ομοφυλοφίλων, πολυγαμίας κ.λπ.).
Ως μεγαλύτερο προτέρημά του όμως (αυτό που παραδέχονται ακόμη και οι πιο άσπονδοι εχθροί του, που είναι κάμποσοι στους ψυχαναλυτικούς κύκλους) προτάσσεται η μετάδοση μιας προσιτής και γλαφυρά διδακτικής γνώσης: «Πρώτον, ως παλιός δημοσιογράφος μιλάω απλά» εξηγεί στο ΒΗΜΑgazino. «Είμαι ίσως και λίγο πιο εκλαϊκευτικός γιατί θέλω ο καθένας, όχι μόνο δέκα ειδικοί, να καταλαβαίνει πώς είναι ο άνθρωπος, οι σχέσεις του, οι θέσεις του στην κοινωνία, γιατί μαλώνουμε, γιατί «σκοτωνόμαστε», γιατί δεν μπορούμε να τα βρούμε μεταξύ μας, με τα παιδιά μας… Το είπε και ο Σεφέρης: «Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη…». Και δεύτερον, οι άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι έχω ένα background γνώσεων».
Βέβαια το βασικό συστατικό της «συνταγής Γιωσαφάτ» είναι η εμμονή στον πλέον «πιασάρικο», όσο και βαλλόμενο πανταχόθεν, θεσμό του γάμου (το 2012 τα διαζύγια στην Ελλάδα άγγιξαν τα 14.880, ενώ την κολασμένη «Grexit ante portas» εβδομάδα πολλά γαμήλια μυστήρια αναβλήθηκαν ή ματαιώθηκαν λόγω έλλειψης ρευστότητας). Το «Να παντρευτεί κανείς ή να μη παντρευτεί;» (το οποίο ο έλληνας ειδικός έχει αφιερώσει στη γυναίκα του Αθηνά, «μακροχρόνια σύντροφο στις περιπέτειες του γάμου») παραμένει εδώ και ενάμιση χρόνο στη λίστα των ευπώλητων, σε μια ταραγμένη Ελλάδα που διαβάζει όλο και λιγότερο. Στα κεντρικά αθηναϊκά βιβλιοπωλεία μαθαίνουμε ότι το οικόσιτο αυτό μπεστ σέλερ (μόνιμα σε περίοπτη θέση στη βιτρίνα) διαβάζεται και από άνδρες και από παντρεμένα ζευγάρια, ακόμη και από «60άρηδες που βλέπουν τα 30χρονα παιδιά τους να ζορίζονται στις σχέσεις τους και να αναρωτιούνται τι λάθη έκαναν οι ίδιοι στη ζωή τους και τώρα είναι και οι γιοι και οι κόρες τους μπλοκαρισμένοι».

Σημειωτέον ότι το «Να παντρευτεί κανείς ή να μη παντρευτεί;» είναι «συμπίλημα» πολλών ομιλιών που ο Γιωσαφάτ έκανε στο Μέγαρο Μουσικής και στο Ιδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη, οπότε, όπως σημειώνει ο ίδιος στον πρόλογό του, «διατηρεί σε πολλά σημεία τη φρεσκάδα της προφορικής ομιλίας –αλλά και κάποια από τα ψεγάδια της». Γιατί επιμένει να καταπιάνεται με τον γάμο; «Ο γάμος είναι η κορυφαία σχέση που αναμοχλεύει, φορτίζει, βάζει φωτιά σε όποιες συγκρούσεις έχουμε μέσα μας» διαβάζει κανείς στις πρώτες σελίδες. «Γι’ αυτό και όταν αρχίζουμε μια σχέση, τα πράγματα είναι σχετικά καλά –γιατί δουλεύει το ενήλικο κομμάτι της –αλλά από τη στιγμή που μπαίνει κανείς μέσα στον γάμο και αρχίζει η καθημερινή τριβή, πολλές φορές σύντομα, τα πράγματα δυσκολεύουν». Πρωτίστως λόγω των «ασυνείδητων ενδοψυχικών συγκρούσεων» που γίνονται πιο έντονες σε όλους μας, όταν αυτή η στενή σχέση μάς θυμίζει εκείνες που είχαμε ως παιδιά μέσα στην οικογένειά μας.

Οπως ήταν φυσικό, το «φαινόμενο Γιωσαφάτ» προλείανε το έδαφος και για άλλους εγχώριους συμβούλους σχέσεων/συγγραφείς. Στη λίστα των ευπώλητων και το βιβλίο «Ερωτας ή τίποτα» (εκδ. Αρμός) –μέσα σε λίγους μήνες βρίσκεται ήδη στην ένατη έκδοση –του Δημήτρη Καραγιάννη, παιδιοψυχιάτρου – ψυχοθεραπευτή και ιδρυτή του θεραπευτικού και εκπαιδευτικού ινστιτούτου «Αντίστιξη». «Αν θέλουμε να είμαστε τίμιοι, τα βιβλία του Γιάλομ ήταν που άνοιξαν τον χώρο στην Ελλάδα» τονίζει ο ίδιος στο BHMAgazino. «Σιγά σιγά εμφανίστηκαν και εκείνα που ψάχνουν την ελληνική πραγματικότητα. Εχουν ιδιαίτερη απήχηση γιατί δεν πρόκειται για εγχειρίδια αυτοβοήθειας-αυτογνωσίας του αμερικανικού στυλ π.χ. «10 βήματα για να κάνετε μια επιτυχημένη σχέση». Είναι βιβλία που βγαίνουν από επεξεργασμένη κλινική εμπειρία». Και συμπληρώνει: «Μέσα στην κρίση οι προσωπικές σχέσεις εξακολουθούν να απασχολούν. Διότι για κάποιους βγήκαν στη φόρα αυτά που κουκουλώνονταν από την οικονομική επάρκεια και για κάποιους άλλους ανέκυψε αυτό το «θέλω να έχω και κάτι ουσιαστικό μέσα στις δυσκολίες που ζω»».
Η «word of mouth» επιτυχία τέτοιων βιβλίων είναι συχνά απότοκο της διαδικτυακής (ενίοτε και τηλεοπτικής) δημοτικότητας των συγγραφέων τους. Οπως εξηγεί ο Δημήτρης Καραγιάννης: «Συχνά ο υποψήφιος αναγνώστης σε έχει «ψάξει» στο Διαδίκτυο –αρκεί να δει κανείς τα χιλιάδες χτυπήματα που έχουν οι ομιλίες μας, δικές μου και συναδέλφων, στο ΥouΤube -, έχει αναρωτηθεί για εσένα, έχει δει ενδεχομένως κάποια ενδιαφέροντα πράγματα. Εν συνεχεία λοιπόν καταφεύγει στο βιβλίο για κάτι περισσότερο. Βλέπω μάλιστα πολλούς να δανείζονται το «Ερωτας ή τίποτα» γιατί δεν μπορούν να το αγοράσουν. Για παράδειγμα, η μία φίλη το δίνει στην άλλη, προτείνοντάς της μάλιστα και το κεφάλαιο που πρέπει να διαβάσει». Και βέβαια τα χιλιάδες αντίτυπα αυξάνουν τις επισκέψεις στο ιατρείο. Μπορεί όμως ένα «ψυχαναλυτικό» εγχειρίδιο να υποκαταστήσει την ψυχοθεραπεία; «Η ουσιαστική αλλαγή απαιτεί θεραπεία» τονίζει ο Δημήτρης Καραγιάννης. «Στην καλή περίπτωση ένα βιβλίο βάζει ερωτήματα για να αρχίσει ο αναγνώστης να σκέφτεται. Αξίζει όμως να προσθέσω πως ενώ εμείς δουλεύουμε σε χρόνιες θεραπείες, κάποιες φορές –και είναι πολύ εντυπωσιακό αυτό –υπάρχουν άνθρωποι που τους φτάνει ένα μόνο ερέθισμα για να κινητοποιηθούν».
Στους ψυχαναλυτικούς κύκλους υπάρχουν βέβαια, ας μας επιτραπεί ο κακόηχος νεολογισμός, και κάμποσοι «γιωσαφατσκεπτικιστές». Εκείνοι που ενώ αναγνωρίζουν τη βαθιά επιστημονική γνώση του γνωστού ψυχιάτρου (μεταξύ άλλων, είναι ιδρυτής της Ελληνικής Εταιρείας Ομαδικής Ανάλυσης και Οικογενειακής Θεραπείας, ενώ έχει διατελέσει για 15 χρόνια διευθυντής στο Κέντρο Παιδικής και Οικογενειακής Ψυχιατρικής Finchley του Λονδίνου) αμφισβητούν τους τρόπους (ενίοτε και τα κίνητρα) τους οποίους μετέρχεται για να τη μεταλαμπαδεύσει στους αναγνώστες του. Μιλούν για την έλλειψη συντονισμένης επιμέλειας στα βιβλία του (διότι, λένε, αυτά που απευθύνεις live σε ένα κοινό δεν μπορούν να αποτυπώνονται αυτούσια στο χαρτί), για «συνταγογραφημένες» συμβουλές (γιατί σε πείσμα των στατιστικών κανένας γάμος δεν είναι ίδιος με τον άλλον), για τον εσφαλμένο τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται την πολύχρονη εμπειρία του με τα χιλιάδες ζευγάρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (ότι δηλαδή δεν διανοίγει νέα μονοπάτια στην ψυχανάλυση, αλλά εναποθέτει παραδείγματα στις ήδη εδραιωμένες απόψεις του). Τέλος, του προσάπτουν άμετρη εγωκεντρικότητα (κατηγορώντας τον ότι ενώ έχει γαλουχήσει γενιές και γενιές θεραπευτών, αρνείται να αποδεχθεί ότι υφίστανται και άλλοι, πλην του ιδίου, ντόπιοι Γιάλομ). «Φαντάζομαι ότι υπάρχουν αντιδράσεις, δεν έρχονται όμως να μου τα πουν εμένα» λέει ο Ματθαίος Γιωσαφάτ στο BHMAgazino.
«Είναι λογικό», συνεχίζει. «Οταν γίνεσαι δημόσιο πρόσωπο, θα δεχτείς και πολλές κριτικές. Εγώ δεν δίνω ποτέ συμβουλές. Δεν λέω «κάντε εκείνο και θα σας αγαπήσει η γυναίκα σας ή ο άνδρας σας». Αν δείτε και τα βιβλία μου, η όποια «συμβουλή» βγαίνει μέσα από τα πράγματα. Αν π.χ. εξηγείς πώς είναι ένα παιδί, δίνεις στον άλλο να καταλάβει πώς να φερθεί σε ένα παιδί».
Μήπως όμως αυτή η περσόνα του «εθνικού συμβούλου γάμου» που έχει αναδυθεί μέσα από τις ομιλίες του, τις τηλεοπτικές συνεντεύξεις και τα μπεστ σέλερ του τον περιορίζει όταν έχει απέναντί του έναν αληθινό άνθρωπο με πραγματικά προβλήματα στον γάμο ή τη σχέση του; Μήπως δηλαδή οι πολυπληθείς ασθενείς του (που προσελκύονται αναμφίβολα από την αναγνωρισιμότητά του) έχουν πλέον μια προκάτ εικόνα για αυτόν; «Εχουν» παραδέχεται. «Εμένα όμως αυτό δεν με περιορίζει στον ρόλο μου. Ξέρω τα ανθρώπινα, ξέρω ότι κάπου υπάρχει μια εξιδανίκευση. Εγώ όμως δεν έχω εξιδανικεύσει τον εαυτό μου, ώστε να φοβάμαι ότι μόλις με δουν θα «πάθουν». Γελάω μόνο όταν πηγαίνω σε μια κοινωνική εκδήλωση και όλοι μου λένε: «Tώρα που μας μιλάτε σίγουρα μας αναλύετε». Τους απαντώ για να τους πειράξω: «Οχι, εγώ για να αναλύσω πρέπει να πέφτουνε δεκάρες!». Σας διαβεβαιώ. Οταν πάω σε ένα πάρτι δεν «αναλύω». Μιλάω, πίνω κανένα ποτό, φλερτάρω, αυτά που κάνουν όλοι οι άνθρωποι…» καταλήγει.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 15 Αυγούστου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ