Αθήνα. Η γαλλική πρεσβεία στην Ελλάδα ανοίγει τις πύλες της και μας υποδέχεται στο μεγάλο σαλόνι του Μεγάρου Merlin de Douai της οδού Βασιλίσσης Σοφίας. Σπάνια αντικείμενα και έπιπλα, πίνακες και ταπισερί με κλασικά θέματα και μοτίβα κοσμούν τις αίθουσες της πρεσβευτικής κατοικίας που, σύμφωνα με τον ένοικό της, τον γάλλο πρέσβη Ζαν Λου Κυν-Ντελφόρζ, «είναι ένας χώρος ο οποίος πρέπει να αντανακλά το πνεύμα της χώρας και ταυτόχρονα να εκφράζει τη γαλλο-ελληνική σχέση». Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα αμοιβαίων ιστορικών και πολιτισμικών επιρροών, ο γάλλος πρέσβης μιλάει στο BHMAgazino για την πορεία του ως διπλωμάτης, αναλύει τη σχέση των δύο χωρών, εξηγεί το ευρωπαϊκό όραμα και αποκαλύπτει τη δική του Ελλάδα.
Κύριε πρέσβη, τι σας ώθησε να γίνετε διπλωμάτης; «Από μικρός ήμουν εξοικειωμένος με άλλες χώρες, γλώσσες και νοοτροπίες, καθώς ο πατέρας μου ήταν Ελβετο-γερμανός και η μητέρα μου Γαλλίδα. Στη Γαλλία είμαι από μια περιοχή που απέχει μερικά μόνο χιλιόμετρα από τα βελγικά σύνορα, όπου είναι –και αισθάνεται –κανείς κοντά στο Βέλγιο, τη Γερμανία και την κοιλάδα του Ρήνου, την Ολλανδία και την Αγγλία. Μου άρεσαν επίσης οι ξένες γλώσσες και η Ιστορία, ενώ αργότερα, στο πανεπιστήμιο, σπούδασα Δίκαιο και Πολιτικές Επιστήμες. Στην ουσία, όλα με ωθούσαν να ακολουθήσω το επάγγελμα αυτό».
Γνωρίζατε πώς θα ήταν η ζωή που επιλέγατε; «Θα σας αποκαλύψω κάτι. Οταν ήμουν έφηβος με είχε σημαδέψει ένα βιβλίο του Ροζέ Περφίτ με τίτλο «Οι πρεσβείες», η υπόθεση του οποίου εκτυλίσσεται στη γαλλική πρεσβεία, στην Αθήνα. Περιγράφει τη σχέση ενός νεαρού γάλλου διπλωμάτη με σημαντική κλασική παιδεία στη δεκαετία του ’30 με την Ελλάδα. Ο διπλωμάτης μάλιστα ήταν ερωτευμένος με τη χώρα αυτή των υπέροχων κλασικών κειμένων, τη χώρα των θεών, τη χώρα της ομορφιάς. Το διάβαζα λοιπόν κι έλεγα: «Τι επάγγελμα! Τι ζωή!». Γιατί και για εμένα η Ελλάδα ήταν η ενσάρκωση της ομορφιάς σε όλα τα επίπεδα, ο φυσικός τόπος της Ιστορίας και του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Φυσικά τότε δεν μπορούσα καν να φανταστώ ότι θα ερχόταν μια μέρα που θα έμενα στην πρεσβεία που περιγράφει το βιβλίο, και μάλιστα ως πρέσβης, ότι θα έβλεπα καθημερινά την ταπισερί που είναι πίσω μας ή τη μεγάλη εσωτερική σκάλα. Βέβαια, η ζωή έτσι όπως την περιγράφει το βιβλίο δεν υπάρχει πια. Οι σημερινοί διπλωμάτες δεν δουλεύουν ούτε ζουν έτσι. Στο κτίριο αυτό, για παράδειγμα, δούλευαν στο υπόγειο γιατί δεν υπήρχε κλιματισμός».
Ποιες είναι οι αρετές ενός καλού διπλωμάτη; «Πιστεύω ότι πρέπει να είναι πνευματικά ευέλικτος, να ξέρει να ακούει τους άλλους και να τους καταλαβαίνει. Πρέπει να γνωρίζει την κοινωνία της χώρας που τον φιλοξενεί, την εσωτερική πολιτική της, την κοινή γνώμη, τη στάση της απέναντι στη δική του χώρα. Πρέπει να έχει δηλαδή την ικανότητα να αντιλαμβάνεται και να νιώθει την πραγματικότητα του τόπου, αλλά ταυτόχρονα να κρατά και κάποια απόσταση από αυτή».
Ποιος είναι ο ρόλος ενός πρέσβη στην Ευρωπαϊκή Ενωση; «Αυτό είναι ένα ερώτημα που απασχολεί πολλούς από τους συμπολίτες μας. Κατ’ αρχάς, πρέπει να πούμε ότι η Ευρώπη είναι το κοινό μας μέλλον. Είναι ο τόπος στον οποίον καλούμαστε να ζήσουμε και εμείς και οι κυβερνήσεις και τα κοινοβούλιά μας. Βέβαια, προκύπτει το ερώτημα σε τι χρησιμεύουν οι πρέσβεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση, τη στιγμή που οι κυβερνήσεις μας επικοινωνούν άμεσα μεταξύ τους εύκολα και με μεγάλη συχνότητα. Ο ρόλος ενός πρέσβη όμως είναι να εξηγεί στην κυβέρνησή του πώς λειτουργεί η κάθε χώρα, να τη βοηθάει να καταλάβει, αλλά και να προλαβαίνει κάποιες καταστάσεις. Να της εξηγεί, για παράδειγμα, την ιστορία των διαφόρων πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα, τη Σλοβακία ή τη Βρετανία, την ιδεολογία ή τα συμφέροντά τους, τους δεσμούς ανάμεσα στην οικονομία και στην πολιτική. Πρόκειται για πληροφορίες και ερμηνείες που δεν μπορεί να προσφέρει ούτε ο Τύπος ούτε η άμεση επαφή ανάμεσα στους κυβερνώντες».
Διατυπώνεται συχνά η άποψη ότι τα ευρωπαϊκά συμφέροντα έρχονται σε αντίθεση με τα εθνικά συμφέροντα. Ποια είναι η γνώμη σας πάνω σε αυτό; «Εδώ και λίγο καιρό παρατηρούνται αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της Ευρώπης. Κάποτε, η κάθε χώρα ήξερε ότι έπρεπε να κάνει συμβιβασμούς. Προσπαθούσαμε να βρούμε μια κοινή λύση, γνωρίζοντας ότι πρέπει να θυσιάσουμε κάτι για να έχουμε κάτι άλλο. Τώρα όμως βλέπουμε όλο και πιο συχνά κυβερνώντες να επιστρέφουν στη χώρα τους από συσκέψεις στις Βρυξέλλες, έχοντας εμποδίσει με τις ενέργειές τους την επίτευξη ενός συμβιβασμού ή μιας συμφωνίας. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι θετική, γιατί η Ευρώπη είμαστε εμείς. Δεν υπάρχουν εθνικά συμφέροντα από τη μία και ευρωπαϊκά από την άλλη. Λέμε συχνά «η Ευρώπη» ή «οι Βρυξέλλες» σαν να είναι κάτι έξω από μας. Μα οι Βρυξέλλες και η Ευρώπη δεν είναι το άθροισμα των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεών μας; Η Ευρώπη είμαστε εμείς, δεν είναι ένα ξένο σώμα. Εμείς είμαστε υπεύθυνοι αν δεν λειτουργεί τόσο καλά ή αν είναι λιγότερο αποτελεσματική. Δικό μας είναι το λάθος. Αν θέλουμε ένα κοινό μέλλον, δεν πρέπει να διαχωρίζουμε τα συμφέροντα σε «εθνικά» και «ευρωπαϊκά»».
Πολλοί κατηγορούν την Ευρώπη ότι ασχολείται περισσότερο με τεχνικά θέματα παρά με τη δημιουργία ενός υπόβαθρου που θα επιτρέψει την προσέγγιση των λαών. Οτι είναι περισσότερο οικονομική παρά πολιτισμική… «Η Ευρώπη είναι μια μεγάλη ενοποιημένη αγορά, η πιο μεγάλη στον κόσμο. Η κοινή νομοθεσία σε αυτόν τον τομέα διασφαλίζει την ίση αντιμετώπιση των ευρωπαίων πολιτών και ταυτόχρονα τους προστατεύει. Δημιουργείται έτσι η εντύπωση ότι η Ευρώπη είναι μόνο ένα σύνολο κοινών κανόνων και ότι την εξουσία δεν την έχουν πια οι κυβερνήσεις μας, αλλά η Ευρώπη. Κάποιοι πολιτικοί παρατηρητές ή μέσα ενημέρωσης μιλάνε για έλλειψη οράματος, για έλλειψη προοπτικής. Οι λαοί περιμένουν ένα όραμα και μια προοπτική και όχι απλώς τεχνικοοικονομικούς κανονισμούς».
Ποιο μπορεί να είναι αυτό το όραμα; «Το όραμα της Ευρώπης είναι το όραμα που εμείς οι ίδιοι, οι λαοί και οι κυβερνήσεις μας, της αποδίδουμε. Αν θέλουμε να αποφύγουμε την επικίνδυνη εθνική εσωστρέφεια, την οποία πρεσβεύουν τα λαϊκιστικά και εθνικιστικά κόμματα, αν θέλουμε να αποφύγουμε αυτή την καταστροφική παγίδα για τον πολιτισμό και το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, πρέπει να έχουμε και μια Ευρώπη που εμπνέει και δημιουργεί, εξ ου και οι προτάσεις του σχεδίου Γιούνκερ ή το σχέδιο του προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας για περισσότερες θέσεις εργασίας και περισσότερη ανάπτυξη στην Ευρώπη. Γιατί η ανεργία και η ανάπτυξη είναι τα θέματα που κυρίως απασχολούν τους συμπολίτες μας. Αν θέλουμε οι νέοι μας να ενδιαφερθούν για την Ευρώπη, πρέπει και η Ευρώπη να ενδιαφερθεί για αυτούς. Και έπειτα οι κυβερνήσεις πρέπει να εξηγήσουν στους λαούς τι σημαίνει Ευρώπη. Οταν κάποιοι κυβερνώντες λένε «Ο,τι πάει καλά, είναι χάρη σε μένα. Ο,τι πάει άσχημα, είναι εξαιτίας της Ευρώπης», η παιδαγωγική που ακολουθούν δεν είναι καν παιδαγωγική. Είναι αντι-παιδαγωγική. Η παιδαγωγική της Ευρώπης είναι οι ίδιες οι πράξεις της, τα επιτεύγματά της».
Μήπως αυτό οφείλεται στο έλλειμμα γνώσης του κάθε λαού, της κάθε χώρας; Οσον αφορά την ελληνική κρίση, για παράδειγμα, κάποιος που δεν είναι Ελληνας δεν μπορεί να ερμηνεύσει κάποια πράγματα, όπως το γιατί φτάσαμε ως εδώ ή γιατί οι Ελληνες σκέφτονται με αυτόν ή τον άλλον τρόπο. «Και αντίθετα, οι Ελληνες δεν καταλαβαίνουν γιατί αντιδρούν με τον τρόπο που αντιδρούν τα άλλα μέλη της Ευρώπης, μερικά από τα οποία έχουν περάσει τρομερές δοκιμασίες και έχουν κάνει τεράστιες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. Υπάρχει πράγματι ένα έλλειμμα γνώσης και κατανόησης του Αλλου, πράγμα παράδοξο, αφού ποτέ δεν ήμασταν πιο καλά πληροφορημένοι από ό,τι σήμερα που έχουν όλοι τη δυνατότητα να μάθουν τι γίνεται στην άλλη άκρη του κόσμου από την τηλεόραση ή το Διαδίκτυο, που οι νέοι σπουδάζουν στο εξωτερικό και ταξιδεύουν όσο ποτέ. Είναι να αναρωτιέται κανείς αν ενδιαφερόμαστε πραγματικά για τους άλλους ή αν έχουμε την τάση να κλεινόμαστε στον εαυτό μας. Μήπως η οικονομική κρίση και οι δυσκολίες μάς οδηγούν σε μια εσωστρέφεια; Ισως να λείπουν η αισιοδοξία και η πίστη στο μέλλον. Αλλά και πάλι δεν πρέπει να υπερβάλλουμε σε ό,τι αφορά το έλλειμμα πληροφόρησης. Ποιος είχε αυτή τη γνώση του Αλλου πριν από 50 ή 60 χρόνια; Μόνο οι μορφωμένες ελίτ που ταξίδευαν και σπούδαζαν στο εξωτερικό. Αρα, παρ’ όλα αυτά, έχουμε κάνει τρομερές προόδους».
Ο πολιτισμός, που είναι το άθροισμα των εμπειριών, της πορείας ενός λαού, δεν μπορεί να είναι ένα μέσο προσέγγισης; Μήπως πρέπει να επενδύσουμε περισσότερο σε αυτόν και να μη μένουμε μόνο στα τεχνικοοικονομικά ζητήματα; «Βεβαίως. Αυτό που χαρακτηρίζει την Ευρώπη είναι ότι, παρά την πολυμορφία της, ο πολιτισμός της χαρακτηρίζεται από ένα κοινό μήνυμα, άμεσα συνδεδεμένο μάλιστα με την Ελλάδα, το μήνυμα του ανθρωπισμού. Αυτό το στοιχείο κάνει την ευρωπαϊκή κουλτούρα μοναδική και πρέπει να το προβάλουμε. Κι αυτό μπορεί να γίνει μέσα από τον πολιτισμό. Πρωτοβουλίες όπως οι Ευρωπαϊκές Πολιτιστικές Πρωτεύουσες, η Γιορτή της Μουσικής, οι ενέργειες αναβάθμισης της πολιτιστικής κληρονομιάς, η ενίσχυση των μεταφράσεων βιβλίων, είναι συνδεδεμένες με αυτή την ιδέα. Το πρόβλημα είναι ότι λόγω της οικονομικής κρίσης και της παγκοσμιοποίησης η κουλτούρα της οικονομίας κυριαρχεί. Οπότε μιλάμε για ποσοστά, μιλάμε για αριθμούς, μιλάμε για αριθμό μηδενικών, ενώ θα μπορούσαμε να μιλάμε περισσότερο για πνοή, για ορμή, για όραμα».
Ο γαλλικός και ο ελληνικός πολιτισμός έχουν πολλά κοινά σημεία. Από πού πηγάζει αυτή η συγγένεια ανάμεσα στις δύο χώρες, στους δύο λαούς; «Οι Γάλλοι αγαπούν πραγματικά την Ελλάδα και δείχνουν προς αυτή μια ενσυναίσθηση εντελώς φυσική και ενστικτώδη, σχεδόν απτή. Πιστεύω ότι οι Ελληνες και οι Γάλλοι έχουν, σε διαφορετικές αναλογίες ο καθένας, τις ίδιες αρετές και τα ίδια ελαττώματα. Παρά τη γεωγραφική απόσταση, παρά τις πολιτισμικές διαφορές, έχουν παρόμοιες αντιδράσεις απέναντι σε καταστάσεις και γεγονότα. Λένε πολλοί ότι τα κράτη δεν έχουν συναισθήματα, αλλά μόνο συμφέροντα. Ομως, εδώ και δύο αιώνες, τα συμφέροντα της Γαλλίας και της Ελλάδας ταυτίζονται με τα αισθήματά τους. Τίποτα δεν τις έχει φέρει αντιμέτωπες. Ηταν πάντα σύμμαχοι. Διάβαζα πρόσφατα ότι κάθε φορά που έπρεπε να παρθεί μια απόφαση σχετικά με την Ελλάδα, κάθε φορά που έπρεπε να βρεθεί ένα στήριγμα ή να καθοριστεί ένας προσανατολισμός, η Γαλλία ήταν πάντα στο πλευρό της. Αυτό έγινε και στην περίπτωση της κρίσης και το βλέπουμε και τις τελευταίες ημέρες. Η Γαλλία έδειξε αμέσως κατανόηση στα ελληνικά προβλήματα. Οι συζητήσεις γύρω από τη στήριξη που έπρεπε να παρέχουμε στην Ελλάδα ήταν κάτι αυθόρμητο και από την πλευρά του γαλλικού λαού και από την πλευρά του γαλλικού κοινοβουλίου. Για τους γάλλους πολιτικούς, η βοήθεια προς την Ελλάδα είναι κάτι αυτονόητο και δεν ετέθη ποτέ σε αμφισβήτηση. Για εμένα, λοιπόν, είναι υπέροχο να εκπροσωπώ σε μια τέτοια περίοδο τη χώρα μου, τη χώρα που στηρίζει την Ελλάδα εδώ και δύο αιώνες, τη χώρα που έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου και την εκστρατεία του Μoρέως, τη χώρα του Σατωβριάνδου και του Βίκτωρος Ουγκό, τη χώρα υποδοχής του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Μίκη Θεοδωράκη ή του Κώστα Γαβρά».
Τι συναισθήματα σας προκαλεί η σημερινή κατάσταση στη χώρα μας; «Είναι θλιβερό να βλέπει κανείς την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στα προσόντα των ανθρώπων –διανοουμένων, γιατρών, μηχανικών, νέων με startups, επιστημόνων σε όλους τους τομείς σκέψης και δράσης –και στο «σύστημα», όπως το αποκαλούν, που εμποδίζει αυτά τα ταλέντα να ξεδιπλωθούν και να αναπτυχθούν. Είναι λυπηρό να βλέπεις όλους αυτούς τους ανθρώπους, που αποτελούν την εκσυγχρονιστική δύναμη της χώρας, να ισοπεδώνονται, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να στερείται την πρόοδο που θα μπορούσε να έχει».
Τι αγαπάτε ιδιαίτερα στην Ελλάδα; «Αυτό που βρίσκω υπέροχο είναι η ποιότητα των ανθρωπίνων σχέσεων. Στη Γαλλία και στη Δυτική Ευρώπη πολλοί λένε πως οι ανθρώπινες σχέσεις γίνονται όλο και πιο φτωχές. Στην Ελλάδα –και ίσως να βοηθούν σ’ αυτό ο τόπος και το κλίμα –οι ανθρώπινοι δεσμοί είναι πολύ δυνατοί. Η οικογένεια μπορεί να μην είναι πάντα παράγοντας προσωπικής άνθησης –«Οικογένειες, σας απεχθάνομαι!» έλεγε ο Ζιντ -, μπορεί συχνά να πνίγει τα μέλη της, αλλά η στήριξη που προσφέρει σ’ αυτά είναι σημαντική. Και έπειτα είναι η αμεσότητα των ανθρώπων, το γεγονός ότι χρησιμοποιούν εύκολα τον ενικό, ότι είναι διαχυτικοί, ότι απευθύνονται στον συνομιλητή τους με το μικρό όνομά του, όποια και αν είναι η κοινωνική του τάξη. Αυτό είναι καταπληκτικό στην Ελλάδα. Οι ανθρώπινες σχέσεις, λοιπόν, η ανθρώπινη επαφή, το χαμόγελο. Αυτό είναι το καλύτερο πράγμα που έχω δει στην Ελλάδα. Αυτή η σχέση με τον Αλλον».
Αυτό θα φυλάξετε στη μνήμη σας όταν κλείσει και αυτός ο κύκλος της πορείας σας; «Αυτό, αλλά και τοπία, πρόσωπα, γεύσεις, μυρωδιές, εντυπώσεις, χρώματα… Τον ήχο και τα νοήματα της ελληνικής γλώσσας, που με εντυπωσιάζει με την περιγραφική δύναμή της. Μια λέξη που βρίσκω πάρα πολύ ωραία είναι η λέξη «ζωγράφος». Η αντίστοιχη γαλλική έχει απλώς την έννοια του τεχνίτη. Στα ελληνικά όμως ζωγράφος είναι αυτός που γράφει τη ζωή! Είναι καταπληκτικό! Αυτό είναι που θα κρατήσω μέσα μου από την Ελλάδα. Τη ζωή».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ