Πιστή στο ραντεβού της με την Ελλάδα, η διεθνούς φήμης γερμανίδα περφόρμερ ετοιμάζεται εκ νέου να ανέβει, στις 26 Μαΐου, στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών με την παράσταση «Last Tango in Berlin», ένα ιδιοσυγκρασιακό, πάντα στα δικά της μέτρα, μουσικό ταξίδι με τραγούδια των Βάιλ, Μπρεχτ, Μπρελ, Φερέ, Πιατσόλα, Πιάφ, Χολάντερ, αλλά και ένα ειδικό αφιέρωμα στον Πάμπλο Νερούδα. Στη συνέντευξή της στο ΒΗΜΑgazino η 52χρονη «γερμανίδα εξπρεσιονίστρια της Νέας Υόρκης» αρνείται να αναφερθεί εκτενώς για μία ακόμη φορά στις διαχρονικές εμμονές της, τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, τον Κουρτ Βάιλ και τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Η βαθιά πολιτικοποιημένη ντίβα προτίμησε να μιλήσει για τη ζωή της εδώ και είκοσι χρόνια στις ΗΠΑ, για την εύθραυστη γερμανική ταυτότητα του χθες και του σήμερα σε μια εξίσου εύθραυστη Ευρώπη, για τον αντικονφορμισμό και τη μητρότητα (το τέταρτο παιδί της, προς μεγάλη ηδονή των «κίτρινων» γερμανικών εντύπων, το απέκτησε σε ηλικία 48 ετών) αλλά και για το πώς καταφέρνει ύστερα από είκοσι πέντε και πλέον χρόνια να συντηρεί επί σκηνής αυτή την υπερσεξουαλική, παγωμένη περσόνα που νομίζεις πως ξεπήδησε από καμπαρέ του μεσοπολεμικού Βερολίνου.
Μια ελβετική εφημερίδα σάς αποκάλεσε προσφάτως «divanarchiste» (αναρχοντίβα). Αρκετά επιτυχημένος ο νεολογισμός, δεν νομίζετε; «(γελάει) Δεν λέω, επιζητώ πάντα να ακολουθώ τον δικό μου δρόμο, με κομψότητα όμως. Δεν μου είναι αναγκαίο πλέον να νιώθω αναρχική, όπως ήταν ζωτική επιθυμία μου όταν μεγάλωνα στη Γερμανία. Τώρα αισθάνομαι ανεξάρτητη και απελευθερωμένη από οποιοδήποτε σύστημα, από οποιονδήποτε μεσάζοντα, από οποιαδήποτε διακυβέρνηση ή χώρα, από οποιονδήποτε δικαστή της τέχνης. Εχοντας ζήσει στη Νέα Υόρκη περισσότερο από είκοσι χρόνια, έχω κατορθώσει να δημιουργήσω την ιδανική απόσταση από καθετί στενόμυαλο και επαρχιώτικο, συντηρητικό, από οποιαδήποτε τέλος πάντων δομή περιορίζει το ανθρώπινο πνεύμα. Απλώς νιώθω να μην ανήκω σε κανένα στερεότυπο, σε καμία συνομοταξία, σε καμία χώρα».
Τελικά είστε μια Ευρωπαία που ζει στη Νέα Υόρκη ή μια πολίτις του κόσμου «χωρίς κανενός είδους μνήμη», όπως λέτε; «Εξακολουθώ να νιώθω πολίτις του κόσμου αλλά και μια ελεύθερη καλλιτέχνις γεμάτη περιέργεια που διεκδικεί να συνεχίσει να εκτίθεται στο απίθανο. Θεωρώ βέβαια τη μνήμη ανεκτίμητη, γιατί μας διαπλάθει σαν μια ακόμη εμπειρία. Υπάρχουν και σε εμένα καλές και κακές αναμνήσεις, οι οποίες με βοηθούν να παίρνω αποφάσεις που δίνουν στη ζωή μου το σχήμα που εγώ θέλω. Αποφάσισα να πάρω την τύχη στα χέρια μου και όχι να καθήσω να περιμένω θαύματα. Προέταξα ως πρωταρχική ευθύνη μου το να παραμείνω μέσα μου νέα, παθιασμένη και περίεργη ως άνθρωπος και αδέσμευτη ως καλλιτέχνις, να μη γίνω ποτέ υποτελής στη ρουτίνα. Επέλεξα να ζήσω στη Νέα Υόρκη της σφύζουσας πολυπολιτισμικότητας, με τα χιλιάδες καθημερινά εναύσματα για έμπνευση στη μουσική, αλλά και με τις τεράστιες αντιθέσεις και αντιφάσεις, μια κοινωνία που πρέπει ολοένα και περισσότερο να αντανακλάται σε όλες τις χώρες του κόσμου. Φυσικά, όπως παντού, υπάρχει και εδώ φρικτός εθνικισμός, καθώς και ένα δύσκαμπτο, υπερσυντηρητικό, αντιδραστικό τσούρμο ανθρώπων. Οπως και στην Ευρώπη, αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι φίλοι μου».
Θα λέγατε ότι νοσταλγείτε την Ευρώπη αλλά ανθείτε στην ανωνυμία των ΗΠΑ; «Ναι, νοσταλγώ την Ευρώπη. Την Ιστορία και την αρχιτεκτονική της, τον πολιτισμό, το εμποτισμένο από τον χρόνο καλό γούστο της. Αν τα παιδιά μου δεν ακολουθούσαν το αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα και αν δεν τους δημιουργούσε πρόβλημα το να τους αλλάξω σχολείο και χώρα, θα επέστρεφα στην Ευρώπη, τουλάχιστον για έξι μήνες τον χρόνο. Βέβαια, η Νέα Υόρκη είναι τόσο υπέροχη και απελευθερωτική που και αυτή θα μου έλειπε πάρα πολύ».

Είστε ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ελλάδα, αλλά και σε μεγάλο μέρος του πλανήτη. Πόσο αγαπητή είστε, αλήθεια, στην πατρίδα σας, τη Γερμανία;
«Χα, χα… Γι’ αυτό θα πρέπει να ρωτήσετε τους ίδιους τους Γερμανούς, είναι πια τρεις γενιές που με γνωρίζουν. Αυτό υποθέτω σημαίνει ότι είμαι πλέον πολύ μεγάλη… Θα έλεγα ότι στη Γερμανία έχω μια καριέρα με πολλά κεφάλαια, κάποια εξ αυτών υπέροχα, κάποια απαίσια. Αυτή πάντως την περίοδο, ύστερα από τριάντα ολόκληρα χρόνια ενός συναισθηματικού «τρένου του τρόμου», οι Γερμανοί είναι πολύ καλοί μαζί μου».
Μεγαλώσατε στη μεταπολεμική Γερμανία της δεκαετίας του ’60. Θα λέγατε ότι ήταν μια περίπλοκη παιδική ηλικία σε μια εξίσου περίπλοκη Γερμανία; «Καθότι γεννήθηκα μόλις δεκαοκτώ χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, με απασχόλησε πολλές φορές η διαστρεβλωμένη γερμανική ταυτότητα ενός μεγάλου αριθμού Γερμανών την περίοδο αυτή. Σας θυμίζω εκείνες τις πρώτες μου περφόρμανς με έργα του Κουρτ Βάιλ. Ημουν 20-21 ετών. Ο κόσμος καθόταν στα παγκάκια και εγώ «απήγγειλα» με δερμάτινο παντελόνι και Τ-shirt, χωρίς ίχνος μέικ απ, αποσπάσματα από ναζιστικές εφημερίδες που καθύβριζαν τη μουσική του, τον αποκαλούσαν «νέγρο», «μαϊμού» και όλα τα άλλα ρατσιστικά σχόλια με τα οποία βομβάρδιζαν τους Εβραίους. Για εμένα, αυτή η συμφιλίωση με το παρελθόν έγινε μια μουσική και ιστορική αποστολή. Γιατί οι Γερμανοί τότε βρίσκονταν ισοπεδωμένοι ασφαλώς και οι ίδιοι από τον Πόλεμο, αλλά την ίδια στιγμή εγκλωβισμένοι σε αυτή την οδυνηρή μυστικότητα γύρω από τον ενθουσιασμό τους για τον Χίτλερ και την υποστήριξη ή την ανοχή τους όσον αφορά το Ολοκαύτωμα. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν είτε υποστηρικτές των Ναζί είτε οι ίδιοι Ναζί, κάτι που προσπάθησαν επιμελώς να κρύψουν. Στη συνέχεια υπέκυψαν απόλυτα στο Wirtschaftswunder («οικονομικό θαύμα») εστιάζοντας στην ανάπτυξη, την ίδια ώρα που κρατούσαν στο σκοτάδι τα φριχτά ερωτήματα του παρελθόντος. Κανείς δεν ήθελε να κοιτάξει πίσω και να εξηγήσει. Κανείς δεν ήθελε να αποδεχτεί την ενοχή. Μέχρι σήμερα. Εκείνη την εποχή είχαμε τον Ψυχρό Πόλεμο, την απίστευτη κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Σοβιετικής Ενωσης και στο τέλος την πτώση του Τείχους. Ολα αυτά απέσπασαν με ανάλογο τρόπο την προσοχή από το ναζιστικό παρελθόν. Οι ένοχοι είχαν πια βρεθεί, ήταν οι προδότες και οι συνεργάτες της Στάζι».
Οπως λέτε, ήδη από τα πρώτα χρόνια της καριέρας σας δεν διστάσατε να αμφισβητήσετε αυτή τη γερμανική ταυτότητα, θέτοντας ζητήματα-ταμπού, όπως η συλλογική ευθύνη και η συλλογική ενοχή. Πώς στέκεστε απέναντι σε αυτή την ταυτότητα σήμερα, σε μια πληγείσα από μια πρωτόγνωρη οικονομική και ηθική κρίση Ευρώπη με τη Γερμανία να αναδύεται και πάλι ως κυρίαρχη δύναμη; «Είναι σφάλμα να φέρουμε το Γ’ Ράιχ στη συζήτηση για την οικονομική κυριαρχία της Γερμανίας σήμερα. Δεν συνδέονται. Η Γερμανία είναι μια σύννομα αναπτυγμένη και εξαιρετικά διαφανής χώρα. Κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει από τις συνέπειες του νόμου, ειδικά αν κατηγορηθεί για διαφθορά, ρατσισμό, παράνομη επιχειρηματική δραστηριότητα και βέβαια για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Γερμανία σήμερα είναι η τελευταία χώρα στην οποία θα γινόταν αποδεκτός ένας δεξιός εθνικισμός. Η οικονομική δύναμή της συνδέεται άρρηκτα με το εξαιρετικά σφιχτό νομικό σύστημά της. Και βέβαια σε έναν βαθμό με τη γνωστή mentalité της Γερμανικής Μηχανής, που θέλει τον γερμανό πολίτη να δουλεύει όσο περισσότερο μπορεί, να είναι όσο πιο φιλόδοξος γίνεται, να είναι τέλειος και να υπακούει στους κανόνες σαν να πρόκειται για θρησκευτική εμπειρία. Επιστρατεύοντας μια γραφειοκρατική εμμονή και μια ανιαρή ηθική κατορθώνουν όλο αυτό το πράγμα να λειτουργεί… Και όμως, υπάρχει και η άλλη πλευρά του γερμανικού μυαλού που είναι απαράμιλλα δημιουργική, ανθρώπινη και δίκαιη. Δείτε πόσα πράγματα είναι καλύτερα στη Γερμανία από ό,τι στις ΗΠΑ όπου ζω. Η εκπαίδευση είναι δωρεάν και ανώτατου επιπέδου, το σύστημα υγείας είναι δημόσιο και προσιτό. Σου κάνει επίσης εντύπωση ότι στη Γερμανία δεν βλέπεις αστέγους στους δρόμους, εν αντιθέσει με τις ΗΠΑ, την Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία. Μόνο μη με ρωτήσετε και εσείς για την Ανγκελα Μέρκελ και τις ατασθαλίες της Γερμανίας στην Ευρώπη. Ο καθένας έχει τη δική του οπτική και εγώ σίγουρα δεν είμαι ειδική επί των οικονομικών».

Πάντως ο μεγάλος γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ διατεινόταν το 2013 ότι η καταστροφή της ευρωζώνης εμφύσησε ζωή σε μια γερμανική Ευρώπη. Και ότι η σημερινή κυριαρχία της Γερμανίας έδωσε στο γερμανικό έθνος μια νέα αίσθηση ταυτότητας ύστερα από δεκαετίες ολόκληρες ναζιστικής ενοχής… «Διαφωνώ. Οι Γερμανοί έχουν προ πολλού απεγκλωβιστεί από τις ενοχές. Το κεφάλαιο αυτό έχει από καιρό κλείσει για τον μέσο Γερμανό. Η σημερινή Γερμανία δεν διαπνέεται επίσης από κανένα αίσθημα θριάμβου ή εθνικής ισχύος. Οι άνθρωποι αγωνίζονται όπως πάντα, δεν υπάρχουν δουλειές, οι νέοι αναζητούν κάποιο μέλλον, η μεσαία τάξη παλεύει και αυτή να τα βγάλει πέρα. Ακόμη και αν τα νούμερα δείχνουν καλά απέξω, πολλά είναι κατασκευασμένα και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα της μεσαίας τάξης, των ανθρώπων που βιώνουν την ίδια οικονομική ανασφάλεια που υπάρχει και στις άλλες χώρες. Και δεν νιώθουν σε καμία περίπτωση ότι είναι ανώτεροι ή προνομιούχοι. Σας διαβεβαιώ ότι αν σήμερα άκουγαν οι Γερμανοί από τα άλλα κράτη της ευρωζώνης ότι η χώρα τους διαταράσσει την ισορροπία της Ευρώπης θα δυσκολεύονταν να το κατανοήσουν. Θα τους προκαλούσε μεγάλη σύγχυση και δυσπιστία».
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης παραμένει η περίοδος που ασκεί επάνω σας τη μεγαλύτερη επίδραση; «Φυσικά».
Πόσο δύσκολο είναι σήμερα, στα 52 σας χρόνια, να συμπορεύεστε με την παγωμένη και αισθησιακή περσόνα σας επί σκηνής, αυτήν που οι «Νew York Times» έχουν αποκαλέσει «Μαρλένε Ντίτριχ αρχέτυπο της απροσπέλαστης πλανεύτρας που τα έχει ζήσει όλα»; «(γελάει) Πιστέψτε με, δεν καταβάλλω καμία προσπάθεια. Είτε είναι είτε δεν είναι εκεί. Ομως δεν είναι αυτή η βασική περσόνα μου. Στ’ αλήθεια μου αρέσουν πολύ οι συνθέσεις και οι επινοήσεις μου των τελευταίων δέκα ετών. Είμαι παθιασμένη με τα καινούργια μου πρότζεκτ, όπως η συνεργασία με τον βραζιλιάνο συγγραφέα Πάουλο Κοέλιο. Τοποθέτησα κομμάτια από το τελευταίο μυθιστόρημά του «Το χειρόγραφο της Ακρα» σε ένα ποιητικό κάδρο, το οποίο στη συνέχεια έντυσα με δική μου μουσική. Το CD θα κυκλοφορήσει σύντομα».
Εχετε πει ότι μέχρι την ηλικία των 31 ζήσατε μια «μοναχική, εγωκεντρική, κάπως αυτοκαταστροφική ζωή», η οποία διεκόπη βίαια μόλις γίνατε μητέρα. Τι είδους… μετατόπιση προκάλεσε στην κοσμοθεωρία σας η μητρότητα; «Συνειδητοποίησα ότι το να φροντίζω τους άλλους με γέμιζε πολύ περισσότερο από το να φροντίζω τον εαυτό μου. Οι απλές χαρές της ζωής, το γέλιο, οι βόλτες στο πάρκο, μια αγκαλιά, η εμπιστοσύνη και η αγάπη ενός παιδιού έγιναν πιο σημαντικά από οτιδήποτε άλλο».
Πέρυσι σας απένειμαν το βραβείο «Querdenken» για τον αντικομφορμισμό σας… Τελικά για τι πιστεύετε ότι πρέπει να αγωνίζεται μια γυναίκα εν έτει 2015; «Για να βρει την ισορροπία ανάμεσα στη δουλειά της, το πάθος της, τη δύναμη, τη θηλυκότητά της, την οικογένεια και την καριέρα της. Για να είναι ταυτόχρονα ηγέτιδα και κυνηγός της περιπέτειας».
H Ούτε Λέμπερ παρουσιάζει την παράσταση «Last Tango in Berlin» στις 26 Μαΐου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης). Ωρα έναρξης: 8.30 μ.μ.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Μαΐου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ