«Σουπερστάρ; Ναι, γιατί όχι;». Αυτή ήταν η αντίδρασή του στον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό, που του απέδωσα στην αρχή της κουβέντας μας. Δεν έδειξε να εκπλήσσεται ούτε να προσπαθεί να προβάλει το σοβαροφανές προφίλ που θέλουν κάποιοι να χτίζουν γύρω τους. Ο Μαρκ Νιούσον ξέρει να χειρίζεται τη δημόσια εικόνα του όσο λίγοι. Στα 52 του απολαμβάνει ακομπλεξάριστα την επιτυχία του, έχει συνειδητοποιήσει το μέγεθός της, τη βιώνει χωρίς ενοχές και δεν υποκύπτει σε κανένα δήθεν μετριοπαθές πλασάρισμα του εαυτού του. Και όλα αυτά χωρίς να είναι προκλητικός, αυθάδης, αλαζόνας και φασαριόζος.
Κάποιοι τον κρίνουν αυστηρά και στέκονται καχύποπτα απέναντι στη σαρωτική σχεδιαστική δραστηριότητά του. Αλλοι τον σέβονται ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Γιατί αποδεικνύει, χωρίς παραστρατήματα, την ικανότητά του να σχεδιάζει έπιπλα για τηMagisκαι τηνCappelliniκαι την ίδια στιγμή ολόκληρο τον εσωτερικό εξοπλισμό των αεροπλάνων τηςQantas, παράλληλα με αθλητικά παπούτσια για τηNikeκαι το iWatchτηςApple– η συνεργασία του με την οποία ξεκίνησε επίσημα τον περασμένο Σεπτέμβριο.«Διατηρώ σχέσεις εξάρτησης με τη δημιουργικότητα» λέει στο BHMAgazino χαρακτηριστικά ο ίδιος. Γι’ αυτό και θεωρεί ανόητο τον σνομπισμό που επιδεικνύουν ενίοτε οι ντιζάινερ σε άλλους χώρους και κυρίως σε αυτόν της μόδας.
Ολα αυτά όμως μένουν πίσω όταν βρεθεί με τη σύζυγό του Σάρλοτ Στόκντεϊλ και τις δύο κόρες τους στο μικρό πέτρινο εξοχικό τους στην Ιθάκη. Οταν ο παππούς του Νιούσον (ο πατέρας της μητέρας του) άφηνε τον τόπο του για ένα καλύτερο μέλλον στην Αυστραλία ίσως να μη φανταζόταν ότι ο εγγονός του θα επέστρεφε εκεί αναζητώντας την ηρεμία αυτού του νησιού. Και δεν είναι μόνο αυτό. Η Σάρλοτ ως παιδί περνούσε τα καλοκαίρια της στη γειτονική Κέρκυρα. Ηταν λοιπόν αναμενόμενο να συμφωνήσει αμέσως να αγοράσουν αυτό το κτήμα όταν της το έδειξε ο Νιούσον λίγο μετά τον γάμο τους.
Εδώ το πολυάσχολο ζευγάρι αφήνει σε δεύτερο πλάνο το λαμπερό επαγγελματικό του προφίλ και πιάνει τις τσάπες και τα σκαλιστήρια επιτρέποντας σε υποχρεώσεις και deadlines να χαθούν στον απίστευτο κήπο και τη μαγευτική θέα. Το «μικρό σπίτι», όπως το χαρακτηρίζουν –με μόλις τρία δωμάτια -, αρχικά κατασκευάστηκε για να φιλοξενήσει προσωρινά την οικογένεια μέχρι να ολοκληρωθεί το «μεγάλο σπίτι». Από τότε, βέβαια, έχουν περάσει ήδη πέντε χρόνια. «Μέχρι τον Οκτώβριο θα έχουμε μετακομίσει στη νέα κατοικία αλλά σίγουρα θα νοσταλγώ την απλότητα που εκπέμπει αυτή η πέτρινη αγροικία» παραδέχεται ο ίδιος.
Λάτρης της γαλήνης του ελληνικού νησιού, λάτρης και του πολύβουου Τόκιο όπου έζησε χρόνια, του κοσμοπολίτικου Παρισιού και του πολυπρόσωπου Λονδίνου. Η μεγάλη αδυναμία του –εκτός από την Aston Martin DB4 –όμως στη συνεχή εναλλαγή τοπίων δεν μειώνει την αγάπη του για τη χώρα του και νιώθει εξαιρετικά τυχερός που σπούδασε στο Κολέγιο του Σίδνεϊ γλυπτική και σχέδιο κοσμήματος. «Στην Ιταλία ίσως να είχα καθηγητές τον Ετόρε Σότσας ή τον Μάριο Μπελίνι, αλλά η βαριά αυτή παράδοση μάλλον θα μου καθόταν στον λαιμό. Τώρα αισθάνομαι ότι ανέπτυξα πιο ελεύθερα τις ικανότητές μου». Δείχνει ιδιαίτερη αδυναμία στο κίνημα του βιομορφισμού και έχει αναφερθεί στην έντονη επιρροή που του έχουν ασκήσει οι απίστευτες φόρμες του Τζο Κολόμπο, οι πνευματώδεις δημιουργίες του Ακίλε Καστιλιόνι, η ποιητικότητα του Εντζο Μάρι και η ανατρεπτική τρέλα του Μπάκμινστερ Φούλερ.
Ισως να είναι και αυτός ο λόγος για τον οποίο μπορεί να ελίσσεται ανάμεσα στα διάφορα πρότζεκτ και να ανταποκρίνεται στην τεχνολογική εξέλιξη διατηρώντας σταθερές τις παραδοσιακές αξίες του ντιζάιν. «Το καλό ντιζάιν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα πρόβλημα που θα βρει τη λύση του μέσα από την αισθητική και την καινοτομία με έναν οικονομικά συμφέρον τρόπο –τόσο για τη φάση της παραγωγής του όσο και για την καταναλωτική του πορεία» λέει.
Τελικά η εξειδίκευση μήπως δεν είναι το μυστικό της εξέλιξης ενός ντιζάινερ; «Θα τολμήσω να πω ότι το πιο δυνατό μου χαρτί, ένα από τα ταλέντα μου που με κάνει περήφανο, είναι ακριβώς αυτή η ικανότητά μου να αναπτύσσω τις δεξιοτεχνίες μου σε ένα ευρύ φάσμα. Στην πραγματικότητα, μοιραία, κάθε σχεδιαστική απόπειρα αποτελεί ένα άθροισμα εμπειριών. Κάθε μου δημιουργία τροφοδοτεί και υποστηρίζει την επόμενη. Αυτή η διαδικασία ροής και συνέχειας είναι που με γοητεύει στην ενασχόληση με διαφορετικά πράγματα».
Είναι αυτή και μια έμμεση απάντηση στα αρνητικά σχόλια για την υπογραφή σας στη νέα καραμπίνα Beretta; «Το σκέφτηκα και εγώ ότι θα υπάρξει ένα είδος ενοχοποίησης με τη συμμετοχή μου σε αυτό το πρότζεκτ. Και μου πέρασε από το μυαλό αυτή η πιθανότητα ακριβώς επειδή όντως υπάρχουν κάποια ηθικά όρια στο ντιζάιν. Επέτρεψα στον εαυτό μου την απενεχοποίησή του βασιζόμενος στο γεγονός ότι πρόκειται για ένα όπλο αγωνιστικής χρήσης. Αυτή η σκέψη με έκανε να αισθανθώ άνετα».

Επομένως δεν υπάρχουν απαγορευτικοί διαχωρισμοί και αυστηρές ταμπέλες;
«Είναι ένα ζήτημα με πολύ γενικό πλαίσιο και πολλές παραμέτρους. Οπως αυτή η ατέρμονη συζήτηση περί διαφορετικότητας της τέχνης και του ντιζάιν. Δεν νομίζω ότι αξίζει υπερανάλυσης, αυστηρών ορισμών και απαγορεύσεων. Ο τρόπος με τον οποίο δουλεύω εμπεριέχει μια συνεχή μετακόμιση. Για παράδειγμα, παρουσίασα το αεροπλάνο μου «Kelvin 40″ στο παριζιάνικο πολιτιστικό ινστιτούτο Fondation Cartier pour l’ art contemporain αντί σε ένα σχετικό αεροπορικό σόου. Αυτή η ευελιξία και ο απεγκλωβισμός από αναμενόμενες κινήσεις είναι που έδωσε άλλη πνοή στο συγκεκριμένο πρότζεκτ. Αντίστοιχα, παρουσιάζοντας επετειακά κομμάτια μου στην γκαλερί Gagosian τα απελευθέρωσε από δεδομένες, αυτονόητες ερμηνείες».
Ενα ακόμη θέμα έντονων συζητήσεων είναι η τεχνολογία 3D εκτύπωσης. Μπορεί να αποτελέσει απειλή για την αξία του χειροποίητου; «Η ταχεία πρωτοτυποποίηση (rapid prototyping) και η στερεολιθογραφία επιτρέπουν τον σχεδιασμό ενός αντικειμένου σε έναν εικονικό χώρο και τη διαβίβαση δεδομένων σε ένα άλλο μηχάνημα το οποίο «μεγαλώνει» ή «εκτυπώνει» σε 3D. Μάλιστα, τα μηχανήματα αυτά πολύ σύντομα θα είναι διαθέσιμα και για οικιακή χρήση με τα παιδιά να μπορούν να παράγουν τα παιχνίδια της φαντασίας τους. Το αρνητικό σε όλο αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι η κατάργηση της δημιουργικής εμπειρίας, η αντικατάστασή της με την τυποποιημένη παραγωγή. Σίγουρα πρόκειται για μια τεχνολογία με υπόσταση και έχει πολύ ενδιαφέρον να δούμε την εξέλιξή της, αλλά όποια και αν είναι αυτή δεν θα μπορέσει, νομίζω, σε καμία περίπτωση να επισκιάσει τη λεπτομέρεια και τη δεξιοτεχνία των ανθρώπινων χεριών. Υποθέτω. Είμαι και εκ φύσεως ρομαντικός και παραδοσιακός. Ακόμη κυκλοφορώ με ένα μολύβι και ένα μπλοκ. Δεν σχεδιάζω καν στον υπολογιστή. Το μόνο που κάνω εκεί είναι να ενώνω τις τελίτσες!».
Εχετε δηλώσει ότι οι πρακτικές προώθησης και μάρκετινγκ όπως εφαρμόζονται στη μεγάλη έκθεση του Μιλάνου έχουν να διδαχθούν πολλά από τον κόσμο της μόδας. Σε ποια σημεία υπολείπεται το ντιζάιν; «Οφείλω να παραδεχθώ ότι το σκηνικό αλλάζει και αποκτούμε όλο και μεγαλύτερο κοινό, ανθρώπους που αναζητούν την αναβάθμιση της καθημερινότητάς τους μέσα από το ντιζάιν. Αλλά οφείλω και να παραδεχθώ ότι αργήσαμε πολύ να φτάσουμε σε αυτό το σημείο. Αντίθετα, η μόδα είναι σαφώς πιο προσιτή και αναγνωρίσιμη, με όλα τα ΜΜΕ να την προωθούν. Απολαμβάνω πραγματικά να δουλεύω για τη βιομηχανία της μόδας –όχι επειδή την ακολουθώ τυφλά αλλά γιατί από μόνη της αναπτύσσεται ταχύτατα και είναι πολύ αποδοτική. Και πρέπει να είναι (αν σκεφτεί κανείς ότι υπάρχουν ετησίως τρεις κολεξιόν). Αντιθέτως, σε ένα δικό μας πρότζεκτ η σύλληψη μιας ιδέας και η αποπεράτωσή της μπορεί να απέχουν χρόνια».
Υπάρχει όμως χώρος για κάτι νέο ή τα έχουμε δει όλα; «Αν ο δημιουργός δεν πιστέψει στο νέο, καταργούνται αυτομάτως η έννοια και ο σκοπός της δημιουργίας. Κατ’ αρχάς, είναι πολύ σημαντικό να είναι κανείς ενθουσιασμένος με αυτό που έχει αναλάβει ελπίζοντας ότι αυτός ο ενθουσιασμός θα τον εμπνεύσει, θα τον βοηθήσει να επικεντρωθεί σε αυτό και έτσι να προκύψουν ιδέες, να ενεργοποιηθεί η φαντασία. Το θέμα είναι να αναζητάς τα στοιχεία αυτά που θα σε ξεκλειδώσουν και θα προκαλέσουν αβίαστα τον σχεδιασμό. Νιώθω τυχερός που, έπειτα από τόσα χρόνια, ακόμη ενθουσιάζομαι και γεννιούνται αναπάντεχες ιδέες στο μυαλό μου σχεδόν άμεσα. Θαρρώ πως η ικανότητά μου να πειραματίζομαι στάθηκε αποφασιστική για την επιτυχημένη πορεία μου».
Ποια άλλα στοιχεία πιστεύετε ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο; «Η τύχη, η αφοσίωση, η σκληρή δουλειά, η απίστευτη εμμονή μου και ο θυμός μου όταν έρχομαι αντιμέτωπος με κακό, δυσλειτουργικό ντιζάιν παθιάζοντάς με περισσότερο για να μπορέσω να παραγάγω κάτι καλό».
Τι μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη στην καριέρα ενός ντιζάινερ; «Η στασιμότητα. Η ακινητοποίησή του σε ένα μέρος που τον κρατά μακριά από τη γνωριμία με διάφορες κουλτούρες σε όλον τον πλανήτη. Για μένα τα ταξίδια –η δεκτικότητα νέων εμπειριών, η διεισδυτική ματιά στον τρόπο με τον οποίο ζουν άλλοι λαοί και τα μοτίβα που τους πλαισιώνουν –είναι ζωτικής σημασίας».
Να τολμήσω τότε να ρωτήσω αν γνωρίζετε κάτι από το ελληνικό ντιζάιν; «Ε, η αλήθεια είναι πως όχι και πολλά. Αυτό όμως που ξέρω καλά είναι η τεχνοτροπία των πέτρινων τοίχων. Την έμαθα όταν έχτιζα το σπίτι μου στην Ιθάκη –το μέρος από όπου κατάγεται ο παππούς μου».


* Φωτογραφίες: Magnus Marding for WSJ. Magazine

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Απριλίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ