Τον συνάντησα, μίλησα μαζί του αλλά και πάλι άκρη δεν έβγαλα. Η εμφάνισή του είναι κάτι ανάμεσα σε hipster και μοναχό. Το χάσμα τεράστιο. Οι θέσεις του ανατρεπτικές και μάλλον απρόβλεπτες, οι δουλειές του τόσο διαφορετικές που δεν σου επιτρέπουν να τον κατατάξεις κάπου. Ολο αυτό έχει μια μαγεία γιατί κάθε λεπτό σού αποκαλύπτεται ένας διαφορετικός άνθρωπος, ένας διαφορετικός καλλιτέχνης που προσεγγίζει τα θέματα και τα θεάματά του με άλλη λογική. Ετσι τουλάχιστον φαίνεται εκ πρώτης όψεως ο Στέλιος Κόης. Αλλά γρήγορα επίσης σου αποκαλύπτει τις κόκκινες γραμμές του, που δεν τις παραβιάζει ούτε καν προς χάριν της επιβίωσης του αρχιτεκτονικού γραφείου του.
Πριν από δύο χρόνια βραβεύτηκε με T+L Design Award για το κατάστημα Sweet Alchemy του Στέλιου Παρλιάρου στην Κηφισιά. «Από την επομένη άρχισαν να έρχονται σε εμάς όλα τα ζαχαροπλαστεία της Ελλάδας και κάποια από το εξωτερικό που ζητούσαν το ίδιο μοντέλο. Θα μπορούσαμε να είχαμε βγάλει πολλά χρήματα αλλά πολύ ευγενικά εξηγήσαμε ότι δεν μας ενδιέφερε να κάνουμε κάτι που να μοιάζει με αυτό. Την εποχή της κρίσης έγιναν λίγα σπίτια και πολλά μαγαζιά. Φτιάξαμε κάποια από αυτά, θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει περισσότερα, αλλά δεν με ενδιαφέρει να κάνω έκπτωση για να επιβιώσω. Προτιμώ να έχω ένα μικρό γραφείο με δέκα άτομα και να κάνουμε πράγματα που μας ενδιαφέρουν παρά να έχουμε ένα γραφείο με εκατό άτομα για να ακολουθούμε αυτό που θέλει η αγορά. Στα 50 μπορεί να σκέφτομαι διαφορετικά αλλά τώρα είμαι 37. Και τώρα μου αρέσει να κάνω συνεχώς νέα πράγματα».
Η πρωτοτυπία είναι ζητούμενο για εσάς; «Η πρωτοτυπία είναι σχετική έννοια. Εναν Ιάπωνα πώς μπορείς να τον εντυπωσιάσεις; Εάν μπεις στο λούκι του εντυπωσιασμού, μάλλον έχεις ακολουθήσει τον χειρότερο δρόμο για να κάνεις αρχιτεκτονική».
Ο καλύτερος δρόμος ποιος είναι; «Να δημιουργείς συναισθήματα στον άλλον. Να μην είσαι με παρωπίδες. Τι θα πει «Οχι, μην το κάνεις έτσι γιατί θα σε πουν διακοσμητή»;

Ή «Να το κάνεις έτσι γιατί το είπε ο Μις φαν ντερ Ρόε»; Ή «Να μην το κάνεις αυτό γιατί έτσι το κάνει η Ζάχα Χαντίντ»;

Με όλες αυτές τις αγκυλώσεις δεν μπορείς να προχωρήσεις. Μοναδικός σκοπός πρέπει να είναι το πώς θα κάνεις ευτυχισμένο τον άνθρωπο, είτε αυτόν που ζει σε ένα σπίτι είτε εκείνον που θα επισκεφθεί έναν χώρο. Αυτή είναι η μόνιμη ανησυχία μου. Οι άνθρωποι όμως έχουν διαφορετικές κουλτούρες, γι’ αυτό και κάθε φορά πρέπει να προσεγγίζεις ένα έργο με ξεχωριστό τρόπο».
Αυτό το καινούργιο κάθε φορά, είναι πρόκληση απέναντι στον ίδιο σας τον εαυτό; Είναι το κίνητρο για να μπορείτε να συνεχίσετε; «Σε κάθε μου έργο αφιερώνω πάρα πολύ χρόνο για να λύσω διάφορα κατασκευαστικά θέματα. Θα ήταν εύκολο να το επαναλαμβάνω. Την επόμενη φορά θα είναι πιο εύκολο να τα εφαρμόσω. Οταν ξεκινήσαμε το μαγαζί του Παρλιάρου, είχαμε συμφωνήσει να μην ακολουθήσουμε την πεπατημένη, ούτε κάτι που είχαμε δει στο εξωτερικό. Με εμπιστεύτηκε και προφανώς είχε μεγάλη αγωνία. Οταν σου λένε «Θα βάλουμε σίδερα, αλλά αυτό μπορεί να το κάνει να μοιάζει με φυλακή» δεν είναι εύκολο να το αποδεχτείς. Ημουν τυχερός διότι είχα απέναντί μου ένα ανοιχτό μυαλό, έναν άνθρωπο ευαίσθητο και με μεγάλο ταλέντο στη ζαχαροπλαστική. Δεν θα ξεχάσω τη χαρά του την ημέρα που άνοιξε. Πόσο ωραία ένιωθε μέσα σε αυτό, πόσο ωραία έβλεπε τα προϊόντα του μέσα σε αυτό. O συνειρμός είχε γίνει πραγματικότητα. Και ήταν όλα αυτά τα πράγματα που είχαμε συνυπολογίσει, ο ήχος, η μυρωδιά, το χρώμα, που συνέθεταν αυτή τη μαγεία».
Ποιος είναι ο ιδανικός πελάτης; «Ο ειλικρινής. Αυτός που θα με βοηθήσει να καταλάβω τα θέλω του και που θα υποστηρίξει την επιλογή του (δηλαδή τον αρχιτέκτονα) έως το τέλος. Υπάρχουν πολλοί καλοί αρχιτέκτονες στην Ελλάδα αλλά δεν υπάρχουν καλοί πελάτες. Δεν υπάρχουν οραματιστές πελάτες. Το ότι έγινε το μουσείο Γκούγκενχαϊμ στη Νέα Υόρκη δεν οφείλεται μόνο σε έναν καλό αρχιτέκτονα αλλά και στο ότι υπήρχε το όραμα από την οικογένεια Γκούγκενχαϊμ. Στην Ελλάδα, εκτός από τα ιδρύματα Νιάρχος και Ωνάση, δεν βλέπω κάποιον άλλο να διαθέτει όραμα. Οφείλω να ομολογήσω ότι είναι πολύ λίγοι οι άνθρωποι που έχουν χρήματα και μαζί ένα πολύ ωραίο σπίτι. Συνήθως έχουν ένα πολύ ωραίο αυτοκίνητο, ένα πολύ ωραίο ρολόι, μια πολύ ωραία σύζυγο. Εκεί σταματούν, το πακέτο δεν περιλαμβάνει σπίτι. Και όσοι έδωσαν χρήματα για το σπίτι τους, έφτιαξαν κάτι σε στυλ dynasty με στόχο να τους καταξιώσει σαν ύπαρξη, κοινωνικά. Και μόλις περάσει η μόδα που ακολούθησαν, θα αρχίσουν να προσθέτουν πράγματα για να το κάνουν κάτι άλλο. To σπίτι μας έχει να κάνει με το μορφωτικό μας επίπεδο».
Εννοείτε ότι δεν έχουμε αρχιτεκτονική κουλτούρα; «Tα πρότυπα που είχε η Ελλάδα μέχρι τώρα ήταν πολύ επιφανειακά. Αυτό που έχει σημασία στην αρχιτεκτονική είναι η διαχρονικότητα. Και εάν αναζητάμε έναν διαχρονικό αρχιτέκτονα στην Ελλάδα, αυτός είναι μόνο ο κύριος Βαλσαμάκης. Οι υπόλοιποι πειραματιζόμαστε και ο χρόνος θα δείξει την αξία μας. Μόνο ο χρόνος δείχνει την αξία. Επίσης, ο Ζενέτος είναι διαχρονικός, αν και δεν έχει κάνει πολλά έργα και δεν ήταν πολλοί στην εποχή του αυτοί που τον πίστευαν. Η πολυκατοικία (που ανέθεσε ο Φιξ στον Ζενέτο) που έχει κάνει στην Ηρώδου Αττικού με το υδάτινο στοιχείο, από κάτω είναι απόδειξη του πόσο ταλαντούχος και πόσο πέρα από τα όρια της εποχής ήταν. Και αντίστοιχα υπάρχουν κτίσματα της δεκαετίας του 1980 που έχουν άλλα πρότυπα. Δεν θα το κρίνω, απλώς ο χρόνος δείχνει στο τέλος τι είναι αυτό που μένει και τι ξεθυμαίνει».
Στην αρχιτεκτονική, όπως και στην τέχνη, εκπαιδευόμαστε και μαθαίνουμε να εκτιμάμε το καλό όσο εξασκούμε τη ματιά μας; «Τι θα πει καλή τέχνη; Η τέχνη είναι αυτό που σε αγγίζει. Εχω πελάτες που μου μιλούν για τον Τζεφ Κουνς ή τον Μαουρίτσιο Κατελάν μόνο γιατί έχουν χρηματιστηριακή αξία. Η τέχνη ως επένδυση είναι μια πολιτική πολύ μακριά από μένα. Εχω κάνει σπίτια που δεν συμφωνούσα με τα έργα τέχνης που έχουν, αλλά δεν θέλησα να βάλω μέσα το δικό μου κομμάτι, διότι οι άνθρωποι αυτοί είναι ευτυχισμένοι με αυτό που έχουν, και αυτό είναι σημαντικό. Η μεγαλύτερη παγίδα του αρχιτέκτονα είναι να μην μπορεί να κοντρολάρει το εγώ του».
Η αρχιτεκτονική πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν έργο τέχνης; «Εννοείται, αλλά σαν έργο τέχνης που έχει ζωή μέσα του, όχι σαν γλυπτική».
Το Γκούγκενχαϊμ που αναφέρατε είναι ένα «γλυπτό». «Εχει μελετηθεί τόσο πολύ το πώς δουλεύει η ανθρώπινη ύπαρξη μέσα σε αυτό. Είναι τέλεια δομημένο. Η ογκοπλαστική είναι θεμιτή, το να μην έχει ταυτόχρονα και λειτουργικότητα αυτό είναι το αρνητικό. Το κτίριο είναι ένας οργανισμός ο οποίος πρέπει να δουλεύει σωστά. Τι να κάνω έναν άνθρωπο που είναι πολύ όμορφος αλλά είναι πολύ άρρωστος;».

Η αρχιτεκτονική καθορίζει ζωές;
«Εάν σας φτιάξω ένα σπίτι που σας παρέχει το ηλιοβασίλεμα που θέλετε και μαζί δέκα ακόμη πράγματα, δεν θα επηρεάσει και εσάς και τον γείτονά σας;».
Σε τι σπίτι μεγαλώσατε; «Δίπλα στη θάλασσα και δίπλα στο Αγιον Oρος, στην Ουρανούπολη. Και κυρίως μεγάλωσα στο σπίτι μιας ηλικιωμένης γυναίκας που ήταν δίπλα στο πατρικό μου. Μαζί της έμαθα αγιογραφία και με επηρέασε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Ημουν όλη μέρα στο σπίτι της. Εκείνη με έμαθε να ανακαλύπτω τη μαγεία των πραγμάτων, να κάνω καθετί με αγάπη ή διαφορετικά να μην το κάνω καθόλου. Παιδί έπαιζα με τις σκόνες που έφτιαχνε τις αβγοτέμπερες. Γέμιζα τα χέρια μου χρώματα. Θυμάμαι τη στιγμή που ανακάλυψα πώς κολλάει ο χρυσός στην εικόνα και πώς αντανακλάται το φως. Ολα αυτά με έχουν επηρεάσει πολύ. Το κατάλαβα όταν ήμουν στην Ιαπωνία παρατηρώντας το κίτρινο χρώμα που έχουν οι ναοί στο εσωτερικό τους. Ο τρόπος με τον οποίο αντανακλά το χρυσό μέσα στον χώρο είναι πολύ διαφορετικός όταν έχει ήλιο. Είναι ωραίο να βλέπεις τις επιρροές αλλά φιλτραρισμένες μέσα από την κουλτούρα ενός δημιουργού. Οχι άκριτα. Πριν από χρόνια το μίνιμαλ στην Ελλάδα εξέφραζε ότι ζεις με ένα μαξιλάρι και μια καρέκλα. Ομως σε άλλον τρόπο ζωής έχει συνηθίσει ένας Ιάπωνας και σε άλλον ένας Δυτικός. Το θέμα είναι κατά πόσο βάζεις τη ζωή σου να γίνει θύμα της μόδας και κατά πόσο βάζεις τη μόδα στη ζωή σου. Ποιο είναι το νόημα να αγοράζω κάτι που δεν μου αρέσει μόνο και μόνο γιατί το έγραψε κάποιο περιοδικό;».

Είστε υπέρ του λιτού βίου; «Η ύλη με κάνει ευτυχισμένο για μικρό χρονικό διάστημα, γι’ αυτό και δεν της δίνω μεγάλη σημασία. Βέβαια, λόγω και της διαστροφής του επαγγέλματος, συμβαίνει να ερωτεύομαι αντικείμενα με ωραίες φόρμες και φινιρίσματα τα οποία συχνά στοιχίζουν ακριβά. Για παράδειγμα, στο Παρίσι αγάπησα κάποιες καρέκλες του Λε Κορμπυζιέ. Πήγα και τις είδα τέσσερις-πέντε φορές, κάθησα πάνω τους, τις φωτογράφισα και τελικά τις χόρτασα. Οταν επέστρεψα στην Ελλάδα, τις ξέχασα».
Η καλή αρχιτεκτονική είναι για τους πλούσιους; «Οχι, βέβαια. Ομως, όπως έχει αποδείξει η Ιστορία, τα μεγάλα αρχιτεκτονήματα ήταν χορηγία αυτοκρατόρων κατά την περίοδο του Βυζαντίου, Παπών κατά την περίοδο της Αναγέννησης και γενικότερα εύπορων ανθρώπων μετέπειτα. Για να κατασκευαστεί μια εξειδικευμένη ιδέα χρειάζονται χρήματα. Αλλά η καλή αρχιτεκτονική δεν σημαίνει ότι είναι και ακριβή. Το να κατασκευάσεις κάτι το οποίο είναι ένα βήμα πέρα από αυτά που υπάρχουν, κοστίζει. Υπάρχουν όμως πολύ ωραία αρχιτεκτονήματα που κόστισαν λίγα χρήματα. Ο Σιγκέρου Μπαν, για παράδειγμα, φτιάχνει κτίρια για παιδιά στην Αιθιοπία, αριστουργήματα. Ο ίδιος έχει κάνει και το καινούργιο Centre Pompidou-Metz. Στο ένα δείχνει τη δύναμη του αρχιτέκτονα στον χρόνο και στο άλλο τον κοινωνικό ρόλο του αρχιτέκτονας, σημαντικό και καθόλου αμελητέο. Το μεγάλο ταλέντο του ξεδιπλώνεται και στα δύο».

Υπάρχει πρωτοπορία στην εποχή μας;
«Πιστεύω πως δεν υπάρχει. Τα περισσότερα πράγματα τα έχουμε δει. Η πρωτοπορία θα έρθει από το πάντρεμα πραγμάτων, κινημάτων, τάσεων».
Στο interior ήδη το βλέπουμε αυτό. «Για μένα, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις το interior από την αρχιτεκτονική. Και τα δύο έχουν στόχο το να ζει καλύτερα ο άνθρωπος. Στην Ελλάδα μόνο υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός. Είναι σαν την ελληνική μουσική και το έντεχνο. Πώς μπορεί ένας αρχιτέκτονας να φτιάξει έναν χώρο χωρίς να τον ενδιαφέρει πού και πώς θα τρώει, πού και πώς θα κοιμάται ο άνθρωπος που θα ζει μέσα;».
Πού σταματάτε ως αρχιτέκτονας; «Ως γραφείο, πουθενά. Στην κλειδαρότρυπα. Ο Κάρλο Σκάρπα, τον οποίο θαυμάζω, σχεδίαζε από τη βίδα μέχρι τον τρόπο με τον οποίο το μπετόν μπαίνει στο έδαφος. Είναι ένα μεγαλείο το πώς βίωνε ο άνθρωπος την αρχιτεκτονική του. Γι’ αυτό και τα έργα του είναι και σήμερα πολύ σύγχρονα».

Ο θεός κρύβεται στις λεπτομέρειες;
«Ναι, πρέπει να υπάρχει σκέψη πίσω από το καθετί, αλλά αυτό δεν πρέπει να είναι ορατό στον θεατή. Το πάτωμα του Παρλιάρου τρίζει, και κάναμε πολύ αγώνα για να συμβεί αυτό ώστε να αισθάνεσαι την οικειότητα ότι μπαίνεις στο σπίτι της γιαγιάς σου. Μπορεί με τα χρόνια να αλλάξω, γιατί λεφτά έτσι δεν βγαίνουν, αλλά τώρα έτσι είμαι».
Εχετε ζήσει σε τόσα μέρη (Παρίσι, Λονδίνο, Τόκιο). Γιατί επιλέξατε την Αθήνα; «Δεν ξέρω αν την έχω επιλέξει ακόμη. Ομως υπάρχουν πράγματα που κάνουν τη ζυγαριά να γέρνει προς τα εδώ. Η Αθήνα είναι διπολική. Και αυτό έχει γοητεία. Είμαστε λίγο τρελός λαός. Δες την πολιτική σκηνή, συνυπάρχουν άνθρωποι που έχουν διαφορετική κουλτούρα, ασπάζονται διαφορετικές απόψεις ή μιλάνε για λιτό βίο, τον οποίο δεν εφαρμόζουν στη ζωή τους. Και επειδή οι άνθρωποι κάνουν τις πόλεις, στην Αθήνα βλέπουμε την τρέλα των ανθρώπων. Αυτή η τρέλα μού αρέσει».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Απριλίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ