Στον «Φαέθοντα» του Δημήτρη Δημητριάδη ένας πατέρας βιάζει τα παιδιά του, φορέας μιας ευνουχιστικής εξουσίας που μία και μόνο πράξη ανυπακοής αρκεί για να την γκρεμίσει. Αυτό το οικογενειακό δράμα δωματίου επέλεξε να παρουσιάσει ο Δημήτρης Καραντζάς στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής», έναν χώρο που κουβαλάει τη δική του βαριά ιστορία. Ο νεαρός σκηνοθέτης παιδεύει για άλλη μια φορά το κοινό του –αν όχι αυτός, ποιος; αν όχι τώρα, πότε; –με μια παράσταση που οι περισσότεροι τη βιώνουν σχεδόν σωματικά. Ελαφρώς κουρασμένος από ένα σερί σκηνοθεσιών τα τελευταία χρόνια, λίγο πριν πάρει μια βαθιά ανάσα για να σκεφτεί την επανεκκίνησή του, εξηγεί στο BHMAgazino γιατί δεν αισθάνεται ελεύθερος και τι τον κάνει να παραλύει μπροστά στην εξουσιομανία.
Σε ψυχοπλάκωσε ο «Φαέθων» όταν τον πρωτοδιάβασες; «Οσο διάβαζα το έργο, γελούσα πάρα πολύ. Μου φαίνεται πως ηθελημένα ο Δημητριάδης περιγράφει μια τόσο ακραία συνθήκη που δεν μπορείς να ταυτιστείς μαζί της με την έννοια ενός ψευτορεαλισμού που αναπαριστά μια ιστορία αιμομιξίας. Για μένα το έργο δεν είναι μια τέτοια ιστορία. Αντιθέτως, είναι σαν να θέτει αυτές τις ακρότητες για να καταγγείλει όλον αυτόν τον συγκεντρωτισμό του κεντρικού χαρακτήρα, τι μπορεί να προκαλέσει σε ένα σύστημα ένας άνθρωπος ή μια ιδέα που προσπαθεί να επιβληθεί, να βρει πιστούς, και χρησιμοποιεί κάθε μέθοδο καταστολής ή ευνουχισμού για να το καταφέρει. Δείχνει επίσης πώς χρησιμοποιείται η θρησκεία ως τιμωρία, όμως τα κάνει όλα αυτά με τρομερό χιούμορ, πολύ κυνικό φυσικά, με το οποίο γελούσα πολύ. Ποτέ δεν ψυχοπλακώθηκα δηλαδή».
Οι περισσότεροι θεατές, παρ’ όλα αυτά, μιλούν για σφίξιμο στο στομάχι… «Νομίζω πως σε κάθε παράσταση οι αντιδράσεις είναι διαφορετικές. Υπάρχουν θεατές που ταυτίζονται μέσω της οικογενειακής οδού. Υπάρχουν άνθρωποι που το ερμηνεύουν μέσω του ολοκληρωτισμού. Υπάρχουν όμως και φορές που το κοινό γελάει τόσο που νιώθεις σαν να βλέπεις φάρσα, η οποία είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ σκληρό είδος ούτως ή άλλως. Μου αρέσει όμως που είναι ανοιχτό σε αναγνώσεις το έργο. Οτι μπορείς να το δεις σαν κριτική και καταγγελία ή σαν απόλυτη καταβύθιση σε αυτόν τον κόσμο».

Τι σημαίνει για σένα το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων;
«Κουβαλάει όλη την αγάπη μου για το θέατρο. Αυτό το ρίγος, το δέος, που ένιωθα στις παραστάσεις του Λευτέρη Βογιατζή δεν το έχω ξανανιώσει. Ετυχε κιόλας να τις δω στην εφηβεία. Θυμάμαι πολύ έντονα το «Μπέλα Βενέτσια», τη σκηνή του ονείρου με το τραγούδι της φρεγάτας. Δεν έβλεπες απλώς μια σκηνοθετική ιδέα αλλά ηθοποιούς που μπορούσαν να την υπηρετούν στην εντέλεια, και είναι κάτι που μου λείπει αυτό γιατί βλέπουμε συχνά καλές παραστάσεις όπου οι ηθοποιοί κάνουν ο καθένας ό,τι καταλαβαίνει».
Στον «Φαέθοντα» προσέγγισες αλλιώς το υλικό σου, με περισσότερη αμεσότητα απ’ όση μας είχες συνηθίσει. Οι αλλαγές στη σκηνοθεσία σου τροφοδοτούνται από αλλαγές στη ζωή σου; «Ζωή και θέατρο πάνε μαζί. Οι κοντινοί μου άνθρωποι, πάντως, μου έλεγαν ότι θεωρούσαν πως κρατούσα μια απόσταση απέναντι στα πράγματα, ότι έφτανα μέχρι ένα σημείο και εκεί σταματούσα. Αυτό μπορεί να οφειλόταν σε ατολμία, δειλία ή φόβο να χάσω τον έλεγχο, να παραδεχτώ κι άλλα πράγματα που έχω ανάγκη. Ακόμη είμαι σε περίοδο αβεβαιότητας, όμως μου αρέσει γιατί μπορώ να είμαι πιο ευάλωτος, μπορώ να εστιάζω σε αυτά που πραγματικά θέλω και τελικά να γίνω πιο προσωπικός –κατά κάποιον τρόπο. Τώρα είναι και βαριές λέξεις αυτές. Κάτι πάει να γίνει. Θα δούμε».

Υπάρχει έργο που να το φοβήθηκες; «Οχι ακριβώς. Ωστόσο, όποτε σκέφτομαι να ανεβάσω Σαίξπηρ, ο οποίος μου αρέσει πολύ, τελικά δεν το κάνω. Δεν ξέρω αν δεν νιώθω έτοιμος, μάλλον θεωρώ ότι είναι πολύ δύσκολο να τον διαχειριστώ σαν υλικό, κυρίως το πώς τον φέρνεις στο τώρα χωρίς να τον κάνεις ντε και καλά μοντέρνο. Βέβαια, το ωραίο με το θέατρο είναι αυτό, τα έργα διατίθενται για να δοκιμαστείς και το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να κάνεις και λάθος».

Νιώθεις ανασφάλεια όταν δεν δουλεύεις; «Οχι, και θα ήθελα να κάνω ένα διάλειμμα τώρα. Θέλω να καταλάβω τι γίνεται γενικώς, τι μου γίνεται ειδικώς, είναι μεγάλη παγίδα αυτός ο κύκλος της αέναης δουλειάς που ξέρεις ότι κάποιοι την εκτιμούν σταθερά αλλά δεν είσαι σίγουρος αν την εκτιμάς εσύ. Αν έχεις έστω και την παραμικρή αμφιβολία, πρέπει να σταματήσεις. Αν πάρεις απόσταση, μπορείς να καταλάβεις τι θέλεις να κάνεις και πού θέλεις να πας. Πέρυσι ήταν μια χρονιά απόλυτου χασίματος για μένα και ας φαινόταν ότι όλα πήγαιναν ρολόι. Λένε όλοι «α αυτός ανέβασε παράσταση στη Στέγη, στο Εθνικό, στην Επίδαυρο», ενώ εσύ μπορεί να νιώθεις τόσο πανικό. Εφέτος αισθάνομαι περισσότερο ήρεμος. Και δεν θέλω να πέσω στην παγίδα να προγραμματίσω τρία πρότζεκτ για του χρόνου και να αρχίσω να αγχώνομαι από τώρα, διότι έτσι τελικά γίνεσαι λογιστής, ενώ έχεις επιλέξει να μην είσαι λογιστής».

Αν και πολύ νέος χρειάστηκε να έρθεις, μέσω του θεάτρου, αντιμέτωπος με βαριά θέματα υπαρξιακής φύσεως. Μπορεί αυτό να σε γλιτώσει από μελλοντικά μπερδέματα; «Σκέφτομαι πως ακόμη και τα έργα που δεν επέλεγα εγώ, αλλά μου τα πρότειναν και μου άρεσαν, όλα είχαν κάτι που έπρεπε να διαχειριστώ. Θυμάμαι ότι στον «Μικρό Εγιολφ» χρειάστηκε να αντιμετωπίσω θέματα δικά μου, οικογενειακά, αλλά και το ζήτημα του πένθους. Δεν είχα χάσει κάποιον άνθρωπο αλλά ένιωθα σαν να κουβαλούσα ένα βάρος και η παράσταση λειτούργησε κάπως απελευθερωτικά. Αυτά συμβαίνουν ερήμην σου βέβαια. Δεν λες ποτέ τώρα θα ψυχοθεραπευτώ κάνοντας αυτό το έργο. Στη ζωή όμως δεν ξεμπερδεύουμε ποτέ, νομίζω, με κάποια ζητήματα. Είτε μιλάμε για φριχτές οικογενειακές σχέσεις είτε για τις αποτυχίες του έρωτα, σε κάθε παράσταση είχα κάτι να σκεφτώ και δεν ένιωσα ποτέ ότι για να καταλάβω πώς νιώθει ένα ζευγάρι που περνάει κρίση θα πρέπει να έχω ζήσει την ίδια κατάσταση. Κάποια πράγματα λειτουργούν είτε με το φαντασιακό είτε με ό,τι έχεις δει να συμβαίνει και σε έχει ευαισθητοποιήσει ή σε έκανε να λαχταράς να δεις τι κρύβεται από πίσω. Δεν ξέρω πώς θα είναι όταν θα υπάρχει και η εμπειρία. Μπορεί κάτι να αλλάξει, μπορεί και όχι. Ή μπορεί αν είναι τόσο εμπειρικά τα θέματα να μην μπορείς να είσαι αντικειμενικός, να λες αυτό δεν το έχω ξεπεράσει και θα δω όλο το έργο μέσα από το συγκεκριμένο πρίσμα. Δεν είμαι σίγουρος αν αυτό βοηθάει. Υπάρχουν βέβαια και άνθρωποι που είναι τόσο ταγμένοι στο θέατρο που δεν ζουν και τίποτε άλλο. Εκεί δεν ξέρω τι γίνεται. Είναι μάλλον οξυμένες κάποιες άλλες λειτουργίες».

Ποια θεωρείς ότι είναι η μεγαλύτερη ανθρώπινη πλάνη;
«Η εξουσία. Η αίσθηση της υπεροχής. Κοντινά μεταξύ τους πράγματα. Μπορώ να γελάσω πολύ με όσους αισθάνονται ότι έχουν κατακτήσει κάτι. Αν δεν δεχτείς ότι όλα είναι εξ ορισμού ρευστά, είναι σαν να αρνείσαι τη ζωή την ίδια και σαν να μη συνομιλείς με την κοινωνία. Η εξουσιομανία και η αλαζονεία με τρομάζουν, δεν ξέρω πώς να αντιδράσω απέναντί τους ούτε πώς να κάνω διάλογο».

Πόσο ελεύθερος νιώθεις στην Αθήνα του 2015; «Οχι πάρα πολύ. Ειδικά τα προηγούμενα χρόνια, αν δεχτούμε ότι τώρα περνάμε μια μεταβατική περίοδο που δεν ξέρουμε πού ακριβώς θα οδηγήσει. Ηταν σαν να είχαμε επανέλθει σε έναν τρομερό συντηρητισμό: στην τέχνη, στη ζωή, στην κοινωνία. Η άνθηση των ακροδεξιών ιδεολογιών, η λογοκρισία, η επιστροφή στα μπουζούκια και στο μιούζικαλ, όλα αυτά που πρότειναν μια κοινωνία αποβλάκωσης και καταπίεσης του κριτικού λόγου με έκαναν να θέλω να φτιάξω τη βαλίτσα μου και να φύγω. Δεν είμαι ανθέλληνας, αλλά ούτε τόσο πατριώτης ώστε να πω ότι θα μείνω εδώ και θα σώσω εγώ αυτή τη χώρα, που δεν θα μπορούσα να το κάνω μόνος μου ούτως ή άλλως».
«Φαέθων»: Θέατρο της Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής» (Κυκλάδων 11 & Κεφαλληνίας).

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ