Συναντηθήκαμε, μιλήσαμε στο τηλέφωνο, ανταλλάξαμε email, στείλαμε δεκάδες γραπτά μηνύματα και τελικά κάναμε τη συνέντευξη. Μόνο έτσι θα μπορούσε να γίνει αφού αυτή την περίοδο ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης είναι παντού και πουθενά. Είναι στην Ελλάδα και την Αμερική, είναι εδώ και το μυαλό του είναι αλλού, έχει άγχος, αγωνία, τρέχει, σκέπτεται, δεν κοιμάται πολύ, γράφει, σβήνει.
Πάντα έτσι ήταν ο Χριστόφορος. Εκούσια βυθισμένος σε αυτό που τον γοητεύει και εν συνεχεία τον κυριεύει. Κάποτε η αφορμή για να αξιοποιήσουμε όλες τις μορφές επικοινωνίας ήταν οι τηλεοπτικές σειρές. Και τότε έτσι ήταν. Με μια λέξη, δοσμένος. Τώρα, η αφορμή είναι η ταινία του, αλλά όχι μόνο. Ειρωνικό που επέλεξε τον τίτλο «Ενας άλλος κόσμος». Ειρωνικό γιατί δύσκολα κάποιος μπορεί να πιστέψει ότι όντως μπορεί να αλλάξει ο κόσμος ή ότι κάπου βρίσκεται ίσως ένας κόσμος καλύτερος. Από την άλλη, για τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη ο κινηματογράφος –και ειδικά σε αυτή τη φάση –είναι ένας άλλος κόσμος, διαφορετικός, και τον έχει συνεπάρει. Τρία χρόνια μετά το «Αν…», επιστρέφει στο σελιλόιντ δίχως να έχει απιστήσει στο ενδιάμεσο. Χώρισε συνειδητά με την τηλεόραση και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο σινεμά εφόσον μόνο αυτό μπορεί να τον κάνει να δημιουργήσει αυτό που θέλει. Το ΒΗΜΑgazino μίλησε μαζί του για όλα. Για την πολιτική –αν και έστριψε διά του αρραβώνος –για τον έρωτα, τον γάμο, την πατρότητα, την οικονομία. Και φυσικά, και για την ταινία.

Εχεις αγωνία μήπως χρεοκοπήσουμε;
«Μα έχουμε ήδη χρεοκοπήσει. Η αγωνία μου πλέον έχει μετατεθεί στο αν θα επιβιώσουμε».
Αν είχες να διαλέξεις μεταξύ χρεοκοπίας και ζωής με δανεικά τι θα επέλεγες; «Θα προτιμούσα να μην είχα αφήσει να με οδηγήσουν σε ένα τέτοιο δίλημμα. Ομως μας έχουν κάνει να ξεχάσουμε κάτι πολύ βασικό και ουσιώδες. Μια χώρα δεν είναι εταιρεία που χρεοκοπεί. Ούτε οι πολίτες είναι υπάλληλοι. Και το τραγικό είναι ότι όλοι μας μιλάμε με αυτή τη συνθήκη. Μισό λεπτό. Αν το καλοσκεφτείς, συζητάμε πια για το μέλλον ενός έθνους με τους ίδιους όρους που συζητάμε για το μέλλον μιας ιδιωτικής εταιρείας. Και οι πολιτικοί παγκοσμίως πλέον μιλάνε σαν μεγαλοστελέχη πολυεθνικής εταιρείας. Αυτό από μόνο του καταργεί καθετί αυτονόητο για την ανθρώπινη ελευθερία και ύπαρξη».

Ησουν από αυτούς που ήθελαν αλλαγή στην πολιτική σκηνή του τόπου; «Ιδανικά θα ήθελα μια πολιτική που να εξυπηρετεί τον πολίτη και να τον πηγαίνει παραπέρα. Και παγκοσμίως μόνο αυτό δεν βλέπω να συμβαίνει».

Πολύ γενικό είναι όλο αυτό που περιγράφεις. Συγκεκριμένα, τι ήθελες να αλλάξει στην καθημερινότητά σου;
«Θα ήθελα να μη γίνονται όλα πιο δύσκολα από όσο πραγματικά είναι και να έκανε ο καθένας αυτό που πραγματικά ξέρει να κάνει καλά. Και όχι εις βάρος του διπλανού του».
Ο Αλέξης Τσίπρας πώς σου φαίνεται; «Μου αρέσει να κρίνω το έργο ενός ανθρώπου στον χρόνο και όχι στη στιγμή».
Καλώς, αλλά από την προεκλογική εικόνα του δεν έχεις μια αίσθηση; «Είναι σαν να ζητάς να σου πω αν μου αρέσει μια ταινία από το τρέιλερ. Κάτσε να δω την ταινία και θα σου πω. Εχω όλη την καλή διάθεση».
Ωραία, ας αφήσουμε τον Πρωθυπουργό. Σε θυμώνει κάποιος από τη νέα κυβέρνηση; «Με θυμώνουν γενικά όσοι κάνουν καριέρες εις βάρος των λαών. Και παγκοσμίως οι περισσότεροι πολιτικοί έχουν αποδείξει ότι αυτό κάνουν. Φυσικά και υπάρχουν εξαιρέσεις φωτισμένων ανθρώπων που πολέμησαν για το καλό των λαών τους, όμως μην ξεχνάμε ότι μιλάμε πια για έναν άλλον κόσμο, σε μια άλλη εποχή, με άλλες βάσεις και στόχους».

Πάλι γενικολογείς. Δεν μπορεί να μη σε έχει γοητεύσει έστω ένα πρόσωπο.
«Κανένα απολύτως. Δεν είναι η δουλειά τους να με γοητεύσουν. Δουλειά τους είναι να με πείσουν ότι θα κάνουν πράγματα ώστε ο κόσμος να αποκτήσει μια ισορροπία».
Μοιάζει σαν να θέλεις λίγο να το αποφύγεις ή να φοβάσαι να μιλήσεις περί πολιτικής… «Δεν είναι τόσο ότι φοβάμαι όσο ότι επιλέγω συνειδητά να μη βροντοφωνάζω δημόσια την όποια πολιτική μου θέση και κρίση. Αν είμαι δημόσιο πρόσωπο, αυτό συνέβη εξαιτίας της δουλειάς μου, και μόνο εκεί είναι το γήπεδο που παίζω μπάλα. Αρα την πολιτική μου άποψη προτιμώ να την εκφράσω μέσα από τη δουλειά μου παρά σε μια συνέντευξη. Αυτό το τουρλουμπούκι που ο καθένας φέρει γνώμη και τη δειγματίζει σε ένα παζάρι μού είναι αποκρουστικό και στο φινάλε φινάλε παντελώς άτοπο. Ειδικά αυτή την εποχή που όλοι είναι τόσο ταραγμένοι και αποπροσανατολισμένοι. Δες λίγο πώς έχουμε γίνει. Ολοι μιλάνε, μιλάνε. Και στο τέλος ένα χάος. Ενας θόρυβος. Μια απογοήτευση. Γιατί να συμμετέχω σε αυτό; Δεν είναι πιο καθαρό να λέω τις ιδέες μου εκεί που ξέρω ότι έχουν θέση, στόχο και αποτέλεσμα;».

Εσύ θα πολιτευόσουν;
«Ποτέ».
Τελικά, Χριστόφορε, το πρόβλημά μας είναι η έλλειψη χρημάτων; «Επεται της έλλειψης ηθικής, παιδείας, γνώσεων, αισθητικής και γενικότερα αξιών και ιδεών. Εξ ου και πάντα βρισκόμαστε σε έναν μονόδρομο ως μόνη λύση. Γιατί δεν υπάρχουν ιδέες».
Εσένα η κρίση τι σου στέρησε; «Υλικά πολύ λιγότερα σε σχέση με άλλους συνανθρώπους μου. Ομως δεν ζω μόνος μου σε αυτή την κοινωνία. Προϋπόθεση για να είμαι εγώ καλά είναι να είναι και το περιβάλλον μου, αλλιώς σύντομα θα νοσήσω και εγώ. Αυτή είναι η θεωρία της νομοτέλειας, που δυστυχώς οι άνθρωποι δεν υπολογίζουμε».
Ωραία όλα αυτά αλλά έμεινες ποτέ με ένα εικοσάρικο στην τσέπη; «Οχι, προς το παρόν δεν έχω βρεθεί σε αυτή τη θέση».
Αρα μιλάς εκ του ασφαλούς… «Αν ασφαλές θεωρείται το ότι ακόμη αμείβομαι επειδή δουλεύω, τότε ναι. Ομως μη βαφτίζουμε το «αυτονόητο» ασφαλές!».

Ωραία, να το θέσω αλλιώς. Δάνεισες; Δανείστηκες;
«Δεν μου αρέσει να δανείζομαι ούτε να δανείζω. Προτιμώ να δίνω χωρίς να περιμένω να πάρω πίσω και θα ήθελα το ίδιο να συμβεί όταν και εγώ βρεθώ σε θέση ανάγκης. Ετσι μόνο πάνε μπροστά οι άνθρωποι. Αλλιώς γινόμαστε όλοι τράπεζες».
Φοβάσαι για κάτι; «Οχι, γενικά δεν φοβάμαι».
Το βράδυ όταν ξαπλώνεις τι σκέφτεσαι περισσότερο; «Αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο; Γιατί άλλα σκέφτομαι όταν γράφω, άλλα όταν τρέχει το γύρισμα και άλλα σε αυτή τη φάση που η ταινία είναι σχεδόν έτοιμη. Σκέφτομαι αν έχω κάνει κάποιο λάθος στην ταινία (που σίγουρα έχω κάνει). Αν μου ξέφυγε μια σκηνή, αν αφηγήθηκα σωστά αυτά που έγραψα, αν οι ηθοποιοί έπαιξαν (και έπαιξα) καλά αυτό που έγραψα, αν τα νοήματα είναι σωστά, αν ο υποτιτλισμός είναι σωστός ώστε οι ξένοι να καταλαβαίνουν τους Ελληνες και οι Ελληνες τους ξένους, αν το μοντάζ, αν ο ρυθμός, αν η μουσική, αν οι τίτλοι, αν το sound, αν το colour, αν τα τρέιλερ, αν τα φεστιβάλ, αν οι ξένοι, αν η παραγωγή, αν τα χρήματα, αν ο χρόνος, αν ο θεατής… αν… αν… Θέλεις κι άλλα «αν» ή σε άγχωσα αρκετά;».

Εγώ γιατί να αγχωθώ; Εσύ, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, δεν κοιμάσαι. Καλά δεν υπάρχει κάποιο πρόσωπο να σε γαληνεύει; «Αυτή την εποχή κανένα. Ούτε εγώ δεν με αντέχω αυτές τις ημέρες».
Ο έρωτας μπορεί να σε κάνει καλύτερο ή χειρότερο άνθρωπο; «Μέχρι στιγμής με έκανε χειρότερο αλλά πολύ δημιουργικό. Εξάλλου νομίζω ότι η αγάπη σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, όχι τόσο ο έρωτας. Ο έρωτας σε κάνει παντοδύναμο και την ίδια στιγμή παντελώς ανυπεράσπιστο. Εξ ου και τον θεωρώ τόσο δημιουργικό».
Αγαπάς λοιπόν ή ερωτεύεσαι περισσότερο; «Αγαπάω πολύ τους ανθρώπους που έχω στη ζωή μου με διάρκεια και συνέπεια. Και είμαι πολύ τυχερός για αυτό. Ομως ο έρωτας είναι άλλο πράγμα και ακόμη δεν μου έχει τύχει να καταφέρω να τα συνδυάσω».
Είσαι καλό παιδί τελικά; «Ελα ντε… Νομίζω πως ναι. Τι να σου πω…».
Η μεγαλύτερη αρετή σου; «Η διαίσθησή μου και αμέσως μετά η διαλλακτικότητά μου. Διαλλακτικότητα χωρίς εκπτώσεις όμως».

Γεννιέσαι ή γίνεσαι, Χριστόφορε; «Συνδυασμός είναι, Αφροδίτη. Γεννιέσαι και μετά γίνεσαι».
Τη δημόσια εικόνα σου την έχτισες με στόχο να δείχνεις κάτι συγκεκριμένο ή είναι αυθόρμητο; «Είναι αδύνατον επί εικοσιτέσσερα χρόνια να έχεις συνέχεια κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό σου. Χτίζω, γκρεμίζω, ξαναχτίζω και πριν προλάβω από 16 έγινα 40».
Η μεγαλύτερη υποχώρηση που έκανες; «Δεν έχω κάνει ακόμη».
Εχεις απωθημένο; «Οχι, ευτυχώς. Σε αυτό το κομμάτι έχω υπάρξει αρκετά τυχερός».
Την εγκατέλειψες την τηλεόραση; «Καθόλου. Απλώς είναι η εποχή που με αφορά πιο πολύ αυτό που κάνω στον κινηματογράφο. Νιώθω πιο αυτόνομος και ελεύθερος εδώ. Πιο δημιουργικός. Επίσης, λόγω της φύσης της τέχνης του κινηματογράφου, ξεφεύγεις από στενά όρια, σύνορα και προϋποθέσεις που η τηλεόραση δυστυχώς σου επιβάλλει. Ομως η αδυναμία μου σε ένα καλό σίριαλ παραμένει. Και σαν θεατής αλλά και σαν δημιουργός».

Η δημιουργία μιας ταινίας είναι αποτέλεσμα προσωπικής ανάγκης ή ερέθισμα για τέχνη; «Δεν νομίζω ότι η τέχνη είναι ποτέ αυτοσκοπός. Εξάλλου πιστεύω πως πρέπει να περάσει πολύς καιρός για να εκτιμηθεί κάτι ως τέχνη. Για μένα όλα ξεκινούν από μια καθαρά προσωπική ανάγκη. Πιστεύω πως αυτό που κάνω δεν είναι τόσο «δουλειά» όσο «ανάγκη». Μετά έρχεται μια στιγμή που κάποιοι άλλοι το βαφτίζουν καριέρα και του δίνουν άλλες διαστάσεις και ποιότητες».
Στη νέα ταινία σου ποιο στοιχείο κυριαρχεί; «Το ερωτικό σε αντίστιξη με το πολιτικό».

Δηλαδή;
«Δηλαδή τρεις ερωτικές ιστορίες όπου η καθεμία γεννιέται μέσα από ένα σημείο της κρίσης. Τρεις έρωτες που ο βασικός εχθρός τους είναι όλο το κοινωνικό (μοιραία και πολιτικό) περιβάλλον. Ζευγάρια που αποτελούνται από Ελληνα και ξένο και που τους χωρίζουν όλα αυτά που καθημερινά βιώνουμε στην Ελλάδα. Τους ενώνει όμως ένας δυνατός έρωτας. Γι’ αυτό και ο τίτλος «Ενας άλλος κόσμος» ή «Worlds Apart» στα αγγλικά. Γιατί είναι όλοι από διαφορετικούς κόσμους και τους ενώνει ο έρωτας».

Ποιος είναι ο ρόλος σου στην ταινία; «Υποδύομαι τον Γιώργο, έναν άνδρα πιεσμένο, με έναν γάμο τελειωμένο, έναν γιο, πολύ ψέμα, ρουτίνα, υποχρεώσεις και απογοήτευση. Μέχρι που στην εταιρεία που δουλεύει έρχεται από το εξωτερικό μια γυναίκα, η Ελίζ, με στόχο να τη βάλει σε πρόγραμμα εξυγίανσης, που αυτό σημαίνει απολύσεις.
Η Ελίζ θα πρέπει να απολύσει το 30% των υπαλλήλων της εταιρείας. Η εταιρεία γίνεται ο μικρόκοσμος της σχέσης τους και εκεί αναπτύσσεται ένας δυνατός έρωτας που θα τους φέρει αντιμέτωπους με μεγάλα διλήμματα. Ο Γιώργος θα ερωτευθεί ό,τι απεχθάνεται ιδεολογικά και θα βρεθεί στη δύσκολη θέση να πρέπει να πει την αλήθεια για πρώτη φορά στη ζωή του και να πάρει αποφάσεις. Είναι, νομίζω, ο πιο σκληρός και ρεαλιστικός από τους τρεις έρωτες γιατί εξελίσσεται σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον όπως αυτό μιας ιδιωτικής εταιρείας με τον εφιάλτη των απολύσεων να καθορίζει τις σχέσεις των πρωταγωνιστών».
Θα έβλεπες τον εαυτό σου πατέρα και σύντροφο; «Εγώ θα με έβλεπα, όμως δεν ξέρω αν θα με έβλεπε το παιδί μου και η μητέρα του. Κι επειδή δεν θα ήθελα να γίνω ο πατέρας του Σαββατοκύριακου, του μήνα και των διακοπών, προτιμώ προς το παρόν να είμαι ρεαλιστής. Είναι τόση η ενέργεια και η αφοσίωση που απαιτεί ένα παιδί που εγώ θα αδυνατούσα να το διαχειριστώ. Αρα ή θα είχα τύψεις και ενοχές που θα έλειπα όλη την ώρα ή θα έπρεπε να θυσιάσω αρκετά από αυτά που κάνω τώρα και να αλλάξω τις προτεραιότητές μου, κάτι που δεν είμαι διατεθειμένος να κάνω. Σε όλες τις περιπτώσεις κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις. Εξάλλου δεν είναι όλοι φτιαγμένοι για γονείς και ειδικά για έναν άνδρα δεν νομίζω ότι υπάρχει κανένα καμπανάκι που να χτυπάει. Σε αυτά τα θέματα συνήθως η γυναίκα έχει το τιμόνι και αυτή παρασύρει τον άνδρα».

Θεωρείς ότι με ένα τέτοιο σχήμα θα έχανες την ελευθερία σου;
«Οπως εγώ ορίζω την ελευθερία, ναι, εννοείται… Αν όμως γνώριζα έναν άνθρωπο που πραγματικά γούσταρα, τότε αυτομάτως θα άλλαζε και για μένα η έννοια της ελευθερίας. Ομως είναι τόσο ρευστά όλα αυτά και ποτέ δεν μπορείς να τα καθορίσεις».
Από αυτά που μου λες νομίζω ότι αισθάνεσαι ότι μεγαλώνεις… «Και να μην το αισθανόμουν, αυτό συμβαίνει από μόνο του. Είναι στιγμές που μου αρέσει πολύ και άλλες πάλι που νιώθω περίεργα».
Τι περιμένεις από αυτή την ταινία; «Να φτάσει στο σημείο που θα αρέσει πρώτα σε εμένα και μετά στον κόσμο. Εχει δουλειά ακόμη… Είναι πολύ δύσκολη ταινία και δεν περίμενα ποτέ, όταν την έγραφα, ότι θα είχε τόσες απαιτήσεις και τόση λεπτομέρεια».
Πώς έπεισες τον Τζ. Κ. Σίμονς να συμμετάσχει; «Δεν χρειάστηκε να κάνω κάτι για να τον πείσω. Είχε μόλις τελειώσει το «Whiplash» και έψαχνε να κάνει έναν ρόλο κόντρα σε αυτό. Διάβασε το σενάριο που του είχαμε στείλει σε συνεργασία με τους ξένους παραγωγούς μας και πολύ απλά είπε στον ατζέντη του ότι θέλει να το κάνει. Επικοινωνήσαμε τηλεφωνικώς, γνωριστήκαμε, μιλήσαμε αρκετή ώρα και μετά ορίσαμε ημερομηνίες για πρόβες και γυρίσματα. Αυτό που μου έκανε τρομερή εντύπωση ήταν το πόσο είχε αναλύσει ολόκληρο το σενάριο ανά σελίδα. Ηξερε τα πάντα και είχε καταλάβει ακριβώς τι ήθελα να πω και γιατί το έλεγα. Αυτό, όπως καταλαβαίνεις, εμένα με ηρέμησε απίστευτα γιατί δούλευα με κάποιον που είχε τρομερή όρεξη και εκτίμηση για την ταινία. Είναι άψογος επαγγελματίας και εξαιρετικός άνθρωπος. Τα πήγε ανέλπιστα καλά με όλους εδώ στην Ελλάδα».

Θα μπορούσες να σκηνοθετήσεις σενάριο άλλου; «Δεν ξέρω».
Αρα παραμένεις συγκεντρωτικός όπως σε γνώρισα; «Εννοείται. Και θα παραμείνω».
Γιατί; Μόνο εσύ τα κάνεις καλά; «Οχι. Απλά μόνο εγώ είμαι στο τιμόνι της δουλειάς μου και υποχρεωτικά πρέπει να έχω γνώμη και άποψη που φυσικά θα χρεωθώ».
Το ταξίδι της ταινίας σου θα είναι πιο δύσκολο τώρα που η Ελλάδα βρίσκεται σε δυσχερή θέση; «Υποθέτω πως ναι. Οπως όλα. Ομως είναι μια ταινία στο σήμερα όπου οι ήρωες είναι τρομερά επίκαιροι και που και αυτοί βρίσκονται σε μια ανάλογη δυσχερή θέση έως ότου ερωτευτούν και αλλάξει όλη η οπτική τους πάνω σε ό,τι ίσχυε στη ζωή τους».
Ποια ταινία ζήλεψες τελευταία; «Το «Birdman» και «Το παιχνίδι της μίμησης». Και θαύμασα, και ζήλεψα, και ενθουσιάστηκα».
Χριστόφορε, μιλάμε για δύο σχεδόν βιογραφικές ταινίες. Εσύ, πόσο μεγάλο κομμάτι της ζωής σου βάζεις κάθε φορά που δημιουργείς κάτι; «Τεράστιο. Μικρότερος δεν ήθελα να το παραδεχτώ γιατί πίστευα ότι είναι λάθος, όμως μεγαλώνοντας ανακαλύπτω πως τελικά είναι αδύνατον να δημιουργήσεις κάτι χωρίς να έχει ένα τεράστιο κομμάτι σου. Για εμένα πολλές στιγμές δεν είναι απλά ένα κομμάτι της ζωής μου. Είναι η ζωή μου».

Ακούγεται σκληρό… «Ακούγεται πολύ σκληρό, όμως αυτή είναι η αλήθεια».

Συνδιαλέγεσαι με τον κόσμο στη φάση της δημιουργίας; «Σαφέστατα. Είναι όπως όταν έχεις μια σχέση που σε ταλαιπωρεί και συνέχεια μιλάς για αυτήν. Ή σαν να έχεις ένα παιδί που μεγαλώνεις και μονίμως αναρωτιέσαι αν κάνεις το καθετί καλά ή όχι. Και όλο αυτό γιατί τρέμεις μην κάνεις λάθος για κάτι που σου είναι τόσο πολύτιμο».
Ποιος είναι ο πρώτος που βλέπει την ταινία σου; «Λίγοι και πολύ δικοί μου άνθρωποι».
Οικογένεια ή φίλοι; «Και τα δύο. Εφέτος όμως, ειδικά λόγω της ιδιαιτερότητας της ταινίας και ενώ ακόμη είμαι στο μοντάζ, το έχω δείξει και σε πιο πολύ κόσμο, ώστε να έχω έναν μπούσουλα και να μη χάνω το μέτρο. Είναι μια ταινία με τρεις ιστορίες, επτά ήρωες, σε δύο γλώσσες. Αυτό από μόνο του το κάνει πιο πολύπλοκο και απαιτητικό».
Νιώθεις δικαιωμένος από την πορεία του «Αν…»; «Απόλυτα».
Φοβάσαι τη σύγκριση της τωρινής δουλειάς σου με το «Αν…»; «Εχω φροντίσει –στο μέτρο που μπορώ –να την αποφύγω».
Ενιωσες ποτέ κομμάτι του ελληνικού star system; «Μικρότερος ήθελα να νιώσω αλλά δεν ένιωθα. Με τα χρόνια κατάλαβα ότι ο λόγος για τον οποίο δεν το αισθανόμουν ήταν γιατί απλούστατα δεν υπήρχε star system».
Τελικά ποιος είναι σταρ στην Ελλάδα; «Νομίζω, ειδικά αυτή την εποχή, κανείς».
Εσύ είσαι σταρ; «Είναι ωραίο να σου λένε σε μια συνέντευξη ότι είσαι σταρ, όμως είναι δεδομένο πως όταν σε ρωτάνε πρέπει να απαντάς κατηγορηματικά «όχι». Και στις δύο περιπτώσεις χαμογελάς αμήχανα, δήθεν σεμνά, έχοντας κολακέψει ένα κομμάτι του όχι και τόσο καλά κρυμμένου ναρκισσισμού σου. Πάντα έτσι γίνεται».
Σε νοιάζει το τι θα λένε για σένα οι επόμενες γενιές; «Με νοιάζει αυτά που φτιάχνω, ακριβώς γιατί τα αγαπάω τόσο πολύ, αν μείνουν, να αντιμετωπίζονται με σεβασμό».
Είσαι σνομπ; «Οχι. Νομίζω ότι ο σνομπισμός είναι ένα χαριτωμένο χαρακτηριστικό κομπλεξικού ανθρώπου».

Στην κριτική που σου έχει ασκηθεί ένιωσες αδικία;
«Αρκετές στιγμές. Στιγμές όμως. Ουσιαστικά δεν αποτέλεσε φρένο για μένα. Εξάλλου ποτέ δεν είχα με το μέρος μου ούτε κριτικούς ούτε επιτροπές, και μικρότερος, ακριβώς επειδή είχα φάει τόσο ξύλο και αμφισβήτηση, τους έτρεμα. Αλλά κατά βάθος ποτέ δεν με καθόρισε αυτό. Ηταν λίγο όπως στο σχολείο, όταν έβγαιναν οι έλεγχοι και έτρεμα μήπως στενοχωρηθεί η μάνα μου επειδή οι βαθμοί μου ήταν κακοί. Και ήταν εξαιρετικά κακοί οι βαθμοί μου.
Ομως εμένα αυτό δεν με ένοιαζε γιατί κατά βάθος το ζητούμενό μου δεν ήταν να είμαι ένας καλός μαθητής. Αλλο αν αγχωνόμουν εξωφρενικά γιατί ένιωθα ότι απογοήτευα τους γονείς μου. Επί της ουσίας εγώ ήμουν απόλυτα ευτυχής ψάχνοντας το έργο που θα ανεβάσουμε με τη θεατρική ομάδα του σχολείου και τι σενάριο θα γράψω στα μπλε τετράδια αντί για χημεία και μαθηματικά. Οχι από άποψη. Απλώς αυτό ήμουν. Ετσι και με την κριτική. Μπορεί να με αγχώσει, να με θυμώσει, προς στιγμήν να με πληγώσει, όμως ποτέ δεν θα είναι ο στόχος μου. Εξάλλου να σου πω κάτι; Είναι πιο ωραίο να δημιουργείς παρά να κρίνεις κάτι που έχει ήδη δημιουργηθεί».
Πήρες κάτι από όσα διάβασες; «Ξέρεις τι έχει πει η Μαργκερίτ Ντυράς; «Κάθε φορά που βγαίνει ένα βιβλίο η κριτική κάνει τα πάντα ώστε ο συγγραφέας να αισθανθεί ένοχος. Να χρειάζεται να δικαιολογεί τη δουλειά του, ακόμη και την ύπαρξή του»».
Νιώθεις ότι ξέρεις καλά τον Χριστόφορο; «Τον μαθαίνω με τα χρόνια».
Αφήνεις τους άλλους να σε πλάθουν; «Ναι, ενθουσιάζομαι και επηρεάζομαι πολύ εύκολα. Είμαι ανοιχτός και χαλαρός, όμως, άπαξ και αντιληφθώ ότι δεν σε εκτιμώ, θα την κάνω γρήγορα και αθόρυβα. Εκτός και αν τελώ υπό έρωτα. Τότε μόνο χάνω τον προσανατολισμό μου».
Χριστόφορε, θα έφευγες από την Ελλάδα; «Μόνιμα όχι. Εκτός κι αν αναγκαστώ. Λατρεύω τη χώρα μου όσο ανυπόφορη κι αν έχει γίνει…».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ