Η εκλογή της Ζωής Κωνσταντοπούλου στο αξίωμα του Προέδρου της Βουλής την 6η Φεβρουαρίου συνοδεύτηκε από εκατοντάδες υποκειμενικά σχόλια και από αντίστοιχη πληθώρα εκτιμήσεων για το ποια πρόκειται να είναι η στάση της από το νέο αξίωμά της. Ωστόσο συνοδεύτηκε και από τρεις απολύτως αντικειμενικές παρατηρήσεις. Η υποψηφιότητά της στηρίχθηκε από 235 βουλευτές, πράγμα που την κάνει την Πρόεδρο της Βουλής που κατέκτησε την ευρύτερη πλειοψηφία κατά την εκλογή της. Επιπλέον ανάμεσα στους 16 Προέδρους της μεταπολιτευτικής Βουλής είναι μακράν εκείνη με τη νεότερη ηλικία τη στιγμή της πρώτης εκλογής της. Και βεβαίως ανάμεσα στους ίδιους 16 Προέδρους της Μεταπολίτευσης είναι μόλις η δεύτερη γυναίκα μετά την Αννα Ψαρούδα-Μπενάκη, η οποία εξελέγη το 2004.
Η εκλογή μιας 38χρονης γυναίκας σε μια θέση η οποία συνοδεύεται από πλήθος συμβολισμών σχετικά με τους θεσμούς και τη λειτουργία τους αλλά και σε ένα αξίωμα –το τρίτο τη τάξει –με ουσιαστικές αρμοδιότητες σε «θερμά» πεδία της πολιτικής ζωής αποτελεί από μόνη της είδηση. Πόσω μάλλον όταν το πρόσωπο που καλείται να αντεπεξέλθει είναι από τα πλέον συζητημένα της αμέσως προηγούμενης κοινοβουλευτικής περιόδου. Την περασμένη Τετάρτη ανακοίνωσε την επανασυγκρότηση της επιτροπής για την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου και για την καταβολή των γερμανικών επανορθώσεων και αποζημιώσεων. Επιπλέον, έχει εξαγγείλει τη συγκρότηση επιτροπής λογιστικού ελέγχου του χρέους, με τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων στη διαγραφή του χρέους, νομικών, οικονομολόγων, ιστορικών και πολιτικών προσώπων με σκοπό την αποτίμηση της σημερινής κατάστασης του χρέους.
Το BHMAgazino συνάντησε τη Ζωή Κωνσταντοπούλου στο γραφείο του Προέδρου της Βουλής, ένα δωμάτιο το οποίο πρωτολειτούργησε ως χώρος προσευχής της βασίλισσας Σοφίας και πλέον «στεγάζει» μια πολιτικό της Αριστεράς. Με το βλέμμα στη σημερινή Ημέρα της Γυναίκας, η συζήτηση άρχισε από εκεί.
Πώς πιστεύετε ότι αισθάνεται μια νέα γυναίκα στην Ελλάδα του 2015; «Νομίζω ότι το γεγονός ότι στη χώρα μας η ανεργία των νέων γυναικών έφτασε να ξεπεράσει το 70% συνιστά από μόνο του μελανό δείγμα της κατάστασης των γυναικών στην Ελλάδα των μνημονίων. Στην Ελλάδα της μεταμνημονιακής περιόδου στην οποία μπήκαμε εδώ και περισσότερο από έναν μήνα το στοίχημα είναι οι γυναίκες όλων των ηλικιών να αποκτήσουν ξανά την αξιοπρέπεια που τους αρμόζει. Θα έλεγα ότι στο πλαίσιο αυτό, πέραν της εικόνας των γυναικών ως θυμάτων του Μνημονίου και της κρίσης, έχει τεράστια αξία η εικόνα των γυναικών ως πρωτοπόρων, ως αγωνιστριών».

Σκέφτεστε κάτι συγκεκριμένο; «Με εμπνέουν οι καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών, απλές γυναίκες του μόχθου που όταν δοκιμάστηκε η ύπαρξη και η επιβίωσή τους δεν έσκυψαν το κεφάλι, δεν λύγισαν, αγωνίστηκαν. Αύριο, Δευτέρα, η Βουλή θα κάνει μια μεγάλη εκδήλωση όπου θα τιμήσει τέτοιες γυναίκες όλων των ηλικιών που έχουν δώσει τον αγώνα των δικαιωμάτων και της ανυπότακτης διεκδίκησης κατά του Μνημονίου, κατά της αυθαιρεσίας και κατά της παραβίασης των εγγυήσεων και των ελευθεριών. Με αυτόν τον τρόπο θέλουμε να δώσουμε το στίγμα του αγώνα για ίσα δικαιώματα και δημοκρατία».
Ως άνθρωπος ο οποίος έχει καταγγείλει σεξιστικές επιθέσεις εναντίον του η συμβουλή προς γυναίκες που έχουν πέσει θύματα διακρίσεων ποια είναι; «Αγωνιστικότητα, αξιοπρέπεια και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους και στην υπόστασή τους. Το μήνυμα που έχω εισπράξει από την κοινωνία είναι ότι γίνονται καταγέλαστοι εκείνοι που επιχειρούν να αναστήσουν και τον σεξισμό και τον ρατσισμό και έναν γενεακό αποκλεισμό, μια αντίληψη απαξίωσης όχι μόνο των γυναικών, αλλά των νέων, των μεταναστών, των ομοφυλοφίλων… Είναι, νομίζω, τεράστια η απόσταση της κοινωνίας από αυτά τα κακέκτυπα που ζήσαμε την προηγούμενη περίοδο και που το μόνο που κατάφεραν ήταν να αποτελέσουν καρικατούρες πατριαρχίας και υποκριτικής πολιτικής ορθότητας. Αλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι δεν επανεξελέγησαν και πάρα πολλοί από όσους είχαν επιλέξει αυτόν τον τρόπο άσκησης της πολιτικής».
Είναι η πολιτική σκηνή τόσο μακριά από την κοινωνία; «Η γνώμη μου είναι ότι η πολιτική σκηνή πρέπει να είναι στο κέντρο της κοινωνίας. Αποδεικνύεται όμως ότι υπάρχουν πολιτικοί που είναι οι ίδιοι σε απόσταση από την κοινωνία. Μου προκαλούν μόνο θλίψη».
Παρά τα δυσανάλογα έντονα πολιτικά και «θεσμικά» πάθη που εξάπτει, η Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι αναμεμειγμένη στην κεντρική πολιτική σκηνή λιγότερο από τρία χρόνια. Οι φίλοι της τής αναγνωρίζουν τον δυναμισμό και τη λεπτομερή προετοιμασία της για κάθε παρέμβασή της στον δημόσιο διάλογο. Οι εχθροί της την κατηγορούν ότι «στήνει καβγάδες» και ότι υιοθετεί έναν ελάχιστα παραγωγικό καταγγελτικό λόγο.
Η ίδια μάλλον αποφεύγει να σχολιάσει τόσο την κριτική την οποία δέχεται όσο και τα θετικά σχόλια, παραμένοντας συγκεντρωμένη στις υποχρεώσεις της. Ειδικά τώρα, τις πρώτες εβδομάδες της ως Προέδρου του Κοινοβουλίου, βρίσκεται από νωρίς το πρωί στο εντυπωσιακό γραφείο της με τα ψηφιδωτά στους τοίχους, το οποίο είναι αξιοσημείωτα πιο ευρύχωρο τόσο από το δικηγορικό γραφείο της στα Εξάρχεια όσο και από το μέσο γραφείο βουλευτή. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, περασμένες δέκα το βράδυ, παραγγέλνει έναν καπουτσίνο, καθώς το πρόγραμμα είναι βαρύ. Η προσφάτως παντρεμένη Πρόεδρος και βουλευτής καλείται αυτές τις ημέρες, μεταξύ πολλών άλλων, να λύσει τον γόρδιο δεσμό του υπερσυνωστισμού στο κεντρικό κτίριο του Κοινοβουλίου, ενδεχομένως μετακινώντας μακριά από αυτό κάποιους πρώην πρωθυπουργούς και προκαλώντας τα αναμενόμενα παραπολιτικά σχόλια. Ωστόσο, ποια είναι η διαδρομή της ώσπου να φτάσει να προκαλεί τόσες συζητήσεις;
Γεννημένη τον Δεκέμβριο του 1976 στην Αθήνα, μεγάλωσε στην Αγία Παρασκευή μαζί με τους δύο γονείς της, τον δικηγόρο και πρώην πρόεδρο του Συνασπισμού Νίκο Κωνσταντόπουλο και τη δημοσιογράφο Λίνα Αλεξίου. Τελειώνοντας το σχολείο σπούδασε στη Νομική Αθηνών. Αποφοιτώντας το 1999 έκανε το πρώτο μεταπτυχιακό της στη Σορβόννη.
Στο Παρίσι, όπου εξειδικεύτηκε στο οργανωμένο έγκλημα και στη διαφθορά, στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος του συλλόγου φοιτητών παρέδωσε μαθήματα αγγλικών σε εγκλείστους στη Φρεν, τη δεύτερη μεγαλύτερη φυλακή της Γαλλίας. «Η εμπειρία ήταν αποκαλυπτική σε σχέση με την πραγματική ανάγκη των ανθρώπων που βρίσκονται έγκλειστοι για επικοινωνία, για αναζήτηση στηριγμάτων και κινήτρων επανένταξης. Και βέβαια για έναν διαρκή αγώνα διατήρησης της ανθρωπιάς και της ανθρώπινης υπόστασης που πάντοτε δοκιμάζεται μέσα στη φυλακή. Θεωρώ ότι ήταν από τις πιο πολύτιμες εμπειρίες της ζωής μου».
Με την αποφοίτησή της έκανε πρακτική στο Διεθνές Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία, εμπειρία μάλιστα την οποία σήμερα χαρακτηρίζει «μάλλον κακή». Εξηγεί: «Εκ των έσω ήταν ορατό ότι σε πάρα πολλές υποθέσεις δεν υπηρετήθηκε η νομιμότητα και η ουσιαστική αναζήτηση της αλήθειας αλλά η σκοπιμότητα. Αυτό το συμπέρασμα, όταν αποκρυσταλλώνεται, είναι πάντοτε δυσάρεστο».
Ακολούθως, το 2001, λίγες εβδομάδες πριν από την 11η Σεπτεμβρίου, βρέθηκε στη Νέα Υόρκη για το δεύτερο μεταπτυχιακό της στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, στο οποίο η πτυχιακή εργασία της είχε θέμα την τρομοκρατία ως αφορμή για την υπαναχώρηση από το κράτος δικαίου. «Θα έλεγα ότι η εμπειρία αυτή απέδειξε πως ακόμη και τα πιο πολυθρύλητα πανεπιστημιακά ιδρύματα απέχουν από το τέλειο» θυμάται σήμερα. «Οπωσδήποτε οι συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές. Από την άλλη, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι δεν είναι αυτονόητη η δυνατότητα φοίτησης σε τέτοια ιδρύματα. Μέσα από τη διαδικασία του φοιτητικού δανεισμού για τη φοίτηση στα πιο ξακουστά αμερικανικά ιδρύματα δημιουργείται ενός είδους υποδούλωση του φοιτητή. Το είδα σε πολλούς συμφοιτητές μου στο Κολούμπια, οι οποίοι ήθελαν πολύ να υπηρετήσουν σε θέσεις κοινωνικής προσφοράς, αλλά αναγκάζονταν να επιλέξουν μια μεγάλη δικηγορική εταιρεία υπολογίζοντας το πώς θα μπορέσουν να αποπληρώσουν τα φοιτητικά δάνειά τους».
Επιστρέφοντας αμέσως μετά την αμερικανική εμπειρία στην Ελλάδα εργάστηκε ως δικηγόρος. Ανάμεσα στις γνωστές υποθέσεις για τις οποίες έχει εργαστεί είναι εκείνη του θανάτου του Κώστα Τσαλικίδη –η οικογένειά του την όρισε συνήγορο πολιτικής αγωγής -, ο οποίος τείνει να συνδέεται με το σκάνδαλο των υποκλοπών το οποίο ξέσπασε το 2006. Ακόμη έχει εργαστεί ως συνήγορος του κατ’ εξοχήν κατηγορουμένου (και ακολούθως αθωωθέντος) για υποθέσεις που σχετίζονται με την τρομοκρατία Γιάννη Σερίφη: «Ο τρόπος με τον οποίο η εμβληματική διαδρομή του επιχειρήθηκε να κηλιδωθεί και να ταυτιστεί με εγκληματική δράση είναι αποκαλυπτικός» εκτιμά η ίδια.
Βεβαίως δεσπόζει η δίκη για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, η οποία συγκλόνισε την Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 2008 και βύθισε την Αθήνα στην οργή και στο χάος: «Αισθάνομαι σαν να γνώριζα τον Αλέξανδρο χωρίς ποτέ να τον έχω γνωρίσει» εξομολογείται σήμερα. «Τον γνώρισα ως συνήγορος της οικογένειάς του μέσα από τις αφηγήσεις των δικών του προσώπων, των αγαπημένων του, μέσα από τις εξιστορήσεις των συμμαθητών του, αλλά και μέσα από τα τετράδιά του, τις εκθέσεις του, τις σκέψεις του όπως τις αποτύπωνε στο χαρτί και όπως είχαν μείνει στη σάκα του την τελευταία ημέρα που γύρισε από το σχολείο προτού δολοφονηθεί. Σάββατο πρωί είχε πάει στο σχολείο του και το δωμάτιό του είχε μείνει όπως το άφησε. Ο Αλέξανδρος πραγματικά συμβολίζει το πιο αθώο θύμα και ταυτόχρονα την πιο μεγάλη απόδειξη ότι η κοινωνία οφείλει να υπερασπιστεί τα παιδιά, τα πιο αθώα τμήματά της» καταλήγει. «Η δίκη για τη δολοφονία του Αλέξανδρου υπήρξε αποκαλυπτική εμπειρία, από τις πιο σημαντικές της ζωής μου. Η δικαίωση με την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου που επανέφερε την κατηγορία και καταδίκασε τους υπαιτίους για δολοφονία με άμεσο δόλο ήταν επίσης μια απόδειξη ότι η Δικαιοσύνη μπορεί να λειτουργεί και να αποδοθεί ακόμη και όταν ενεργοποιούνται πάρα πολλοί μηχανισμοί για τον αντίθετο σκοπό».
Δεν παραλείπει να αναφερθεί στον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο και στον ρόλο του ως τότε αρμοδίου υπουργού: «Ο Αλέξανδρος δολοφονήθηκε στις 9 το βράδυ, σε συνθήκες ευθείας επίθεσης αστυνομικών απέναντι σε άοπλα πιτσιρίκια. Δίπλα του ήταν ο κολλητός φίλος του Νίκος Ρωμανός, στα χέρια του οποίου ξεψύχησε. Ηδη από τις 9.30-9.45 υπήρξε μια ενορχηστρωμένη μιντιακή κατασκευή που θέλησε να εμφανίσει τον θάνατο ως αποτέλεσμα συμπλοκής και επεισοδίων, ενώ υπάρχει βίντεο καταγεγραμμένο που αποτυπώνει πλήρως τις συνθήκες της δολοφονίας. Ο Προκόπης Παυλόπουλος στις 10 το βράδυ, μόλις είχαν βγει τα πρώτα τέτοια ρεπορτάζ, έκανε δημόσια δήλωση ότι ένα τέτοιο γεγονός, μια δολοφονία παιδιού, είναι ανεπίτρεπτο σε μια δημοκρατία υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Οταν επί ώρες υπήρξε πλήρης άρνηση των αρμοδίων να συλλάβουν τους δράστες και να τους πάρουν τα όπλα υπέβαλε την παραίτησή του. Επιπλέον δεν ενέδωσε στις εισηγήσεις περί επιβολής στρατιωτικού νόμου».
Η πολιτική διαδρομή της Ζωής Κωνσταντοπούλου αρχίζει από τα φοιτητικά χρόνια της, οπότε εντάχθηκε στην ΕΦΕΕ («πιστεύω ότι είναι ζωτικό ο συνδικαλισμός να διαλέγεται με την κεντρική εξουσία και όχι να χειραγωγείται από αυτήν» τονίζει), αλλά η πρώτη της υποψηφιότητα ως βουλευτή στην Α’ Αθηνών είναι μόλις στις εκλογές του Μαΐου του 2012. Σήμερα, εκτός από Πρόεδρος της Βουλής, είναι βεβαίως και βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος.
Υπάρχει κάτι το οποίο έχετε διδαχθεί στη δικηγορία και το ανακαλείτε στην πολιτική σταδιοδρομία σας; «Το ότι δεν υπάρχει κανένας αγώνας που δεν μπορεί να κερδηθεί, το ότι δεν υπάρχει καμία υπόθεση «χαμένη από χέρι», αλλά ότι αντίθετα αυτά που μοιάζουν τα πιο απίθανα, τα πιο δύσκολα, τα πιο δυσχερή, μπορούν να γίνουν σημεία και σύμβολα συνολικής ανατροπής και συνολικού αναπροσδιορισμού, όχι μόνο ανθρωπίνων σχέσεων αλλά και κοινωνικών καταστάσεων και θεσμικών λειτουργιών».
Το ρωτώ αυτό επειδή συχνά κατηγορείστε ότι συγχέετε τους κώδικες της Δικαιοσύνης με εκείνους της πολιτικής σκηνής. «Η έννοια του δικαίου –και όχι απλώς του νόμιμου και του κανονικού –πρέπει να οδηγεί την πολιτική. Οταν η πολιτική αποξενώνεται από το δίκαιο και τη Δικαιοσύνη ή όταν επιχειρεί να τη χειραγωγεί, να την εργαλειοποιεί και να την περιορίζει, τότε αρχίζει να χάνει τη σχέση και με τον εαυτό της. Δεν επιχείρησα ποτέ ούτε να αποκρύψω ούτε να απεμπολήσω καμία ιδιότητά μου και νομίζω ότι οι άνθρωποι είναι πολυδιάστατα όντα».

Βρισκόμαστε ήδη στις πρώτες εβδομάδες της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν συμμετέχετε στην κυβέρνηση, αλλά είμαι βέβαιος ότι παρακολουθείτε τις κινήσεις της. Είναι συνεπής ως αριστερή κυβέρνηση προς τον προγραμματικό λόγο της;
«Θα μετέτρεπα το ερώτημα σε κατάφαση. Είναι όμως πολύ νωρίς για να κάνουμε απολογισμούς. Θα έλεγα ότι αντλώ μεγάλη αισιοδοξία από το γεγονός ότι την κυβέρνηση αυτή στελεχώνουν άνθρωποι σε όλα τα επίπεδα αποφασισμένοι και να συγκρουστούν με τη διαπλοκή και να υπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον και να ανακουφίσουν την κοινωνία και να συμβάλουν ουσιαστικά στη δημιουργία ενός άλλου υποδείγματος λειτουργίας του κράτους, λειτουργίας του Δημοσίου και να αποκαταστήσουν τις αδικίες στον εργασιακό τομέα και στο επίπεδο της λειτουργίας του κράτους σε όλες του τις εκφάνσεις. Αλλωστε είναι μια κυβέρνηση που θα ελέγχεται από ένα ζωντανό Κοινοβούλιο που θα ασκήσει τον ρόλο του όπως η δημοκρατία επιβάλλει και πιστεύω ότι θα συμβάλει δημιουργικά σε μια συνεπή κοινωνική αντιμνημονιακή πολιτική με επίκεντρο τον άνθρωπο».
Ρωτώ ειδικά για το θέμα της Αριστεράς γιατί μοιραία αυτή η κυβέρνηση καλείται να συνδιαλλαγεί μέσα σε ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο πλαίσιο όπως αυτό της ευρωζώνης, οπότε μια πραγματικά αριστερή διακυβέρνηση μοιάζει διπλά δύσκολη… «Η Αριστερά πάντοτε ήταν για τα δύσκολα και επέλεγε τα δύσκολα. Γι’ αυτό νομίζω ότι είναι κατάλληλη για να δώσει τη μάχη σε πολύ δύσκολες συνθήκες τις οποίες γνωρίζουμε και οι οποίες δεν θα μας φοβίσουν και δεν θα μας παραλύσουν. Σήμερα η Αριστερά μέσω του ΣΥΡΙΖΑ δίνει έναν πανευρωπαϊκό αγώνα. Είναι ξεκάθαρο ότι από τη μία αυτός ο αγώνας εμπνέει κοινωνίες, λαούς, πολιτικές δυνάμεις σε άλλα κράτη-μέλη και από την άλλη φοβίζει εκείνους που θέλουν εσαεί να κρατήσουν τα κεκτημένα τους πολιτικά προνόμια και να κρατηθούν πάση θυσία εις το διηνεκές στην εξουσία».
Γιατί ψηφίσατε «όχι» στην παράταση της δανειακής σύμβασης; «Η ψηφοφορία στην οποία αναφέρεστε προφανώς είναι η ενδεικτική ψηφοφορία η οποία έγινε στο πλαίσιο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Θα μου επιτρέψετε να είμαι συνεπής σε μια αρχή την οποία έχω τηρήσει σε όλη μου την πορεία και επιβάλλει να μην αναφέρομαι δημόσια σε πράγματα τα οποία συμβαίνουν και σε τοποθετήσεις οι οποίες καταγράφονται σε μια κεκλεισμένων των θυρών συζήτηση. Εκείνο όμως που θέλω να καταγραφεί γιατί έχει μια σημασία είναι ότι η Αριστερά υπάρχει και μπορεί ακριβώς να αναλαμβάνει την ευθύνη και να εγγυάται μια άλλη πορεία και ένα άλλο μέλλον για την κοινωνία ακριβώς γιατί και μέσα στην εσωτερική της διάρθρωση τίποτε δεν είναι δεδομένο. Δεν υπάρχουν ούτε τετελεσμένα ούτε προεξοφλημένες λογικές και τακτικές».

Θέλετε να το εξηγήσετε περαιτέρω αυτό; «Στην Κοινοβουλευτική Ομάδα συζητήσαμε με ειλικρίνεια, τοποθετήθηκαν όλοι αναλύοντας τη σκέψη και την προσέγγισή τους και το ίδιο έκανα κι εγώ. Θεωρώ ότι η συζήτηση ήταν πάρα πολύ χρήσιμη για τη στρατηγική μας γιατί η διαπραγμάτευση στην πραγματικότητα μόλις έχει ξεκινήσει και στη διαπραγμάτευση αυτή πρέπει να έχουμε τεταμένη την προσοχή μας για να μη χάσουμε σε καμία στιγμή κανένα από τα διαπραγματευτικά μας όπλα και να μη δεχθούμε να εγκλωβιστούμε σε τετελεσμένα που άλλοι επιχειρούν να δημιουργούν».

Βοηθούν οι διαφωνίες σε αυτή τη φάση;
«Οι διαφορετικές προσεγγίσεις, οι διαφωνίες αλλά και οι συγκλίσεις που καταγράφηκαν σε σχέση με στρατηγικές και επιλογές νομίζω ότι είναι η πιο μεγάλη εγγύηση για την ακόμη πιο αποτελεσματική παρέμβασή μας, όχι μόνο στο επίπεδο του Eurogroup και της παρουσίας μας σε αυτό το πλαίσιο αλλά ευρύτερα σε μια στρατηγική πολυδιάστατης παρέμβασης σε διάφορα fora και όχι μόνον ευρωπαϊκά προκειμένου να προωθηθεί η υπόθεση της αποκατάστασης της δημοκρατικής λειτουργίας και της απαλλαγής όχι μόνο της Ελλάδας –αυτή ήδη ξεκίνησε και υλοποιείται –αλλά συνολικά των ευρωπαϊκών λαών από τη μέγγενη των μνημονίων».
Αυτές τις ημέρες βρίσκεται σε εξέλιξη η δίκη του Γιώργου Παπακωνσταντίνου για μια υπόθεση που σχετίζεται με τη λίστα Λαγκάρντ. Σήμερα πώς την παρακολουθείτε; «Μέσω δημοσιευμάτων. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ δεν θα έχει ποτέ διερευνηθεί πλήρως αν δεν αναζητηθούν και οι ευθύνες του κ. Βενιζέλου και άλλων για την απόκρυψη της λίστας. Επίσης εξακολουθώ να πιστεύω ότι αποτελεί τεράστιο ζήτημα η άρνηση των κυβερνητικών τότε κομμάτων να επιτρέψουν να ελεγχθούν και οι δύο υπόλογοι υπουργοί, και ο κ. Παπακωνσταντίνου και ο κ. Βενιζέλος, για το κατ’ εξοχήν συγκροτούμενο αδίκημα, αυτό της υπεξαγωγής εγγράφου σε βαθμό κακουργήματος».
Εντοπίζετε κάποια κενά; «Θεωρώ εξόχως υπονομευτική για την αναζήτηση της αλήθειας την ηθελημένη κωλυσιεργία ελεγκτικών μηχανισμών όπως το ΣΔΟΕ στο να ελέγξουν όλο το περιεχόμενο της λίστας αλλά και εξόχως προβληματικό τον εσπευσμένο τρόπο με τον οποίο έκλεισε τις εργασίες της η Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης. «Ετσιθελικά» και χωρίς συζήτηση επί πορίσματος την ώρα που αναμενόταν επίσημη πληροφόρηση από την ιρλανδική αρχή σε σχέση με συγκεκριμένες καταθέσεις της λίστας και ειδικότερα την πιο μεγάλη εγγραφή που αφορούσε πάνω από 550 εκατ. δολάρια. Είναι ενδιαφέρον ότι αυτό το αίτημα της επιτροπής που ανάγεται στον Ιούνιο του 2013 δεν έχει ακόμη απαντηθεί σχεδόν 20 μήνες αργότερα. Ως Πρόεδρος της Βουλής θα διερευνήσω τι απέγινε αυτό το αίτημα».
Αυτό είναι στην κορυφή της λίστας; «Εχει πολλές κορυφές η λίστα. Θα υπάρξουν πρωτοβουλίες και για το ζήτημα των πολλών ποινικών δικογραφιών που υπάρχουν εδώ στη Βουλή και έχουν καταχωνιαστεί στα συρτάρια και στα ντουλάπια χωρίς ποτέ να έχουν ελεγχθεί ενώ αφορούν σοβαρότατες υποθέσεις κατά πρώην υπουργών».
Γιατί είναι τόσο δύσκολο να αποδοθούν ευθύνες σε πολιτικά πρόσωπα; «Η ελληνική κοινωνία έχοντας ξεκάθαρο αισθητήριο αντιλαμβάνεται ότι οι ένοχοι έχουν πάρα πολλές φορές προστατευθεί από πολιτικούς τους φίλους σε θέσεις εξουσίας. Πάρα πολλές φορές το Κοινοβούλιο με πλειοψηφίες της Νέας Δημοκρατίας και του ΠαΣοΚ αρνήθηκε την άρση ασυλίας σε υποθέσεις εξόφθαλμης αξιόποινης συμπεριφοράς. Οσο για τα αδικήματα υπουργών, για πρώτη φορά λειτουργεί το Ειδικό Δικαστήριο στην υπόθεση Παπακωνσταντίνου και με πολύ περιορισμένο αντικείμενο».
Θεωρείτε ότι συμβαίνει συστηματικά; «Σε όλη την προηγούμενη περίοδο υπήρξε μια πατέντα με κυρίαρχο εμπνευστή τον κ. Βενιζέλο, μια πατέντα αυτοαμνήστευσης και συγκάλυψης ποινικών ευθυνών και υπόθαλψης των υπαιτίων μέσα από τη νομοθεσία. Πατέντα τροπολογιών με τις οποίες κρινόταν ότι η αξιόποινη δράση δεν τιμωρείται. Οτι αυτό το οποίο στον ποινικό νόμο και στο ποινικό δίκαιο περιγράφεται ως αξιόποινο για κάθε απλό πολίτη δεν είναι αξιόποινο για συγκεκριμένες κάστες δημοσίων, κυβερνητικών και κρατικών λειτουργών, υπουργών, διοικητών δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων, μελών ΔΣ τραπεζών κ.ο.κ.».
Παρά τον θεσμικό χαρακτήρα της θέσης της, η Πρόεδρος του Κοινοβουλίου κάθε άλλο παρά διατεθειμένη μοιάζει να εγκαταλείψει τον αιχμηρό, καταγγελτικό λόγο της και να καθησυχάσει τα πάθη. Εχει άραγε μια άλλη πλευρά; Οταν προς το τέλος της συνομιλίας η συζήτηση φτάνει σε κάποια έργα αναφοράς που δεν σχετίζονται με την πολιτική ή τη δικηγορία, η ίδια απαντά: «Είναι πολλά που μπορώ να αναφέρω, αλλά δύο βιβλία που πάντοτε θεωρώ πηγή έμπνευσης είναι ο «Μικρός Πρίγκιπας» του Αντουάν ντε Σεντ Εξυπερί και ο «Γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον» του Ρίτσαρντ Μπαχ. Τα ξεφύλλισα τελευταία φορά πριν από περίπου έναν μήνα».
Τι έχει άραγε να πει ο «Μικρός Πρίγκιπας» σε μια υποψήφια των φορτισμένων ελληνικών εκλογών του 2015; «Εχει πολλά σε όλους μας να πει» απαντά η Πρόεδρος της ελληνικής Βουλής. Αλλωστε, ασχέτως πλαισίου, η συμβουλή της αλεπούς προς τον Μικρό Πρίγκιπα ότι «η ουσία είναι αόρατη στα μάτια» σίγουρα αποτελεί μια καλή υπενθύμιση.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 08 Μαρτίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ