Για πολλούς ανθρώπους γράφουμε εύκολα ότι έχουν ζήσει «μυθιστορηματική ζωή». Ελάχιστοι όμως μπορούν να καυχηθούν ότι ο ισχυρισμός είναι βάσιμος. Ανάμεσα σε αυτούς τους εκλεκτούς βρίσκεται και η Ζιλιέτ Γκρεκό, γαλλίδα τραγουδίστρια, 88 ετών, που ακαταπόνητη παρουσιάζει την τελευταία περιοδεία της δηλώνοντας ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται για κάποιο «αντίο» από σκηνής, αλλά για το «ευχαριστώ» που χρωστάει να πει στους θαυμαστές της προτού φύγει. Το «προτού φύγει» το αφήνει ανοιχτό σε κάθε ανάγνωση.
Την έχουν αποκαλέσει μούσα του υπαρξισμού, εκείνη όμως για ένα πράγμα αισθάνεται πραγματικά υπερήφανη: που έχει υπάρξει ελεύθερη σε όλη τη ζωή της. Της έχουν καταλογίσει ότι έζησε μια ζωή σκανδαλώδη. «Ημουν σκανταλιάρα από τα τρία μου χρόνια» σχολιάζει γελώντας και φυσικά –μην έχετε καμία αμφιβολία –μια υπέρμαχος της ελευθερίας δεν θα μπορούσε παρά να βροντοφωνάζει πως «elle est Charlie». Μιλάμε άλλωστε για τη γυναίκα που προσκλήθηκε από τον δικτάτορα Πινοσέτ να δώσει συναυλία στη Χιλή και δέχθηκε να πάει μόνο και μόνο για να πει όσα αντιπολεμικά και αντικαθεστωτικά τραγούδια ήξερε –κι ας τη γιούχαρε τελικά το κοινό σε τέτοιον βαθμό που αναγκάστηκε να φύγει από τη σκηνή τρέχοντας. Κομμουνίστρια πάντως δεν είναι πια. «Επρόκειτο για μια κατεύθυνση που πήρα λόγω της εκπαίδευσής μου, λόγω της μητέρας μου, επηρεασμένη από τον πόλεμο και την περίοδο μετά το τέλος του. Μετά είδαμε βέβαια ό,τι συνέβη στη Σοβιετική Ενωση. Θεωρώ λοιπόν ότι η καρδιά μου θα ανήκει πάντα στην Αριστερά, αλλά αυτό εξαρτάται από την Αριστερά στην οποία αναφερόμαστε» εξηγεί στο ΒΗΜΑgazino.
Γεννημένη στο Μονπελιέ, κόρη κορσικανού αστυνομικού, βρέθηκε στα 13 της στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το γεγονός πως η μητέρα της και η μεγαλύτερη αδελφή της είχαν οργανωθεί στην Αντίσταση δεν βοήθησε να περάσουν εύκολα εκείνα τα χρόνια. Ηθοποιός ήθελε να γίνει, όμως η μελοποιημένη ποίηση είχε για εκείνη άλλα σχέδια. Φλογερή παρουσία και παθιασμένη ερμηνεύτρια, απέκτησε γρήγορα φανατικούς θαυμαστές και σημαντικές γνωριμίες στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα. Στην περίπτωσή της δεν ήταν το φωνητικό ταλέντο που θαύμαζαν όλοι («δεν είμαι δα και η Μαρία Κάλλας» έχει πει παλιότερα), αλλά η δυναμική προσωπικότητά της. Δεν είναι τυχαίο πως το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε λέγεται «Je suis comme je suis» («Είμαι αυτό που είμαι», δηλαδή).
Οι παρέες της περιελάμβαναν διανοουμένους σαν τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, τον Αλμπέρ Καμί, τον Ζακ Πρεβέρ και φυσικά τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο οποίος είχε πει μάλιστα: «Η Γκρεκό έχει ένα εκατομμύριο ποιήματα στη φωνή της. Μοιάζει με ζεστό φως που ανάβει ξανά την τρεμάμενη φλόγα που υπάρχει σε καθέναν από εμάς. Χάρη σε εκείνη, και για εκείνη, έχω γράψει τραγούδια. Στο στόμα της οι λέξεις μου μετατρέπονται σε πολύτιμους λίθους». Εγινε γνωστή ως ερμηνεύτρια ποιημάτων που έγιναν τραγούδια χωρίς να εγκαταλείψει εκείνα τα πρώτα χρόνια το όνειρο της ηθοποιίας.
Οι σειρήνες του Χόλιγουντ προσπάθησαν να τη μαγέψουν όταν την ερωτεύτηκε ο διάσημος αμερικανός παραγωγός Ντάριλ Ζάνουκ. Στην προσπάθειά της να γίνει σταρ του σινεμά έκανε και δύο πλαστικές επεμβάσεις στην πολύ χαρακτηριστική ως τότε μύτη της. Η κτητική συμπεριφορά του μεγιστάνα της Μέκκας του κινηματογράφου την καταπίεζε και γρήγορα χώρισαν. Οχι προτού συμπρωταγωνιστήσει με τον Ορσον Γουέλς σε δύο ταινίες. «Δεν νομίζω πως έχω γελάσει τόσο πολύ στη ζωή μου όσο σε εκείνα τα χρόνια. Η συγγραφέας Φρανσουάζ Σαγκάν με επισκεπτόταν συνεχώς, ήταν μόλις 20 ετών, αλλά πολύ ζωηρή, με την καλή έννοια. Ημασταν σαν παιδιά. Ο Ορσον είναι μια ιδιοφυΐα και ένας ευγενής γίγαντας, η Φρανσουάζ ήταν απίστευτα εύστροφη. Μας άρεσε να τρώμε, να πίνουμε και να νιώθουμε χαρά. Επρεπε να μας βλέπατε όλους έπειτα από ένα δείπνο να τραντάζουμε με τα γέλια μας τους έρημους δρόμους του Σεν-Τροπέ αργά τη νύχτα. Ημασταν πολύ άτακτοι» λέει τώρα.
Φυσικά μια γυναίκα σαν αυτή ενέπνευσε έρωτες μοιραίους και παράφορους. Λέγεται ότι δύο εραστές της αυτοκτόνησαν όταν τους απέρριψε και πως διάφοροι άλλοι έκαναν απόπειρες αυτοκτονίας. Στην αυτοβιογραφία της που κυκλοφόρησε το 1982 η Γκρεκό δήλωσε πως «δεν με νοιάζει τι λένε, δεν πιστεύω πως μπορώ να εμπνεύσω τέτοια πάθη». Και η ίδια μάλιστα πέρασε μια περίοδο κατάθλιψης στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, όταν πρωταγωνιστούσε στη δημοφιλέστατη σειρά της γαλλικής τηλεόρασης «Belphégor». Λίγο καιρό μετά γνώρισε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον διάσημο γάλλο ηθοποιό Μισέλ Πικολί, ένας γάμος που δεν έμελλε να κρατήσει πολύ.
Μια ερωτική σχέση της που την καθόρισε ήταν αυτή με τον θρύλο της τζαζ Μάιλς Ντέιβις. Τη ρωτώ αν αληθεύει ο ισχυρισμός της ότι όταν τον πρωτοαντίκρισε δεν πρόσεξε πως ήταν Αφροαμερικανός. «Μα έτσι είναι. Δεν πολυασχολούμαι με αυτές τις λεπτομέρειες. Εγώ βλέπω αν κάποιος είναι όμορφος ή άσχημος, αν είναι έξυπνος ή κουτός, το χρώμα του δέρματός του δεν με ενδιαφέρει. Μόνο αυτά που βρίσκω ενδιαφέροντα στους άλλους έχουν πραγματική σημασία, όχι δηλαδή τα πλούτη ούτε το χρώμα ή η θρησκεία τους». Η σχέση τους άνθησε στο ανεκτικό Παρίσι, όμως βίωσε τον ρατσισμό στις ΗΠΑ. Οταν εμφανίστηκαν μαζί στο εστιατόριο γνωστού ξενοδοχείου στη Νέα Υόρκη το προσωπικό τούς φέρθηκε τόσο απαξιωτικά και προσβλητικά που ο Ντέιβις την πήρε αργότερα τηλέφωνο κλαίγοντας και της ζήτησε να μην ξαναβρεθούν. Συνεπώς η εκλογή του Ομπάμα πριν από μερικά χρόνια πρέπει να έμοιαζε με πιο προσωπική δικαίωση. Τι ένιωσε όταν το έμαθε; «Μια απέραντη χαρά. Είναι κάτι που είχα προβλέψει εδώ και πάρα πολλά χρόνια, είχα μιλήσει γι’ αυτή την αλλαγή και κανείς δεν με πίστευε. Εδώ και 60 χρόνια τα λέω. Ημουν σίγουρη ότι θα ερχόταν αυτή η μέρα και είναι φυσικό. Ενιωσα όμως μια αληθινή, απερίγραπτη χαρά».
Το 1989 παντρεύτηκε τον συνθέτη και πιανίστα Ζεράρ Ζουανέστ, ο οποίος θα τη συνοδεύει και στη συναυλία της στο Παλλάς. Με την Ελλάδα τη συνδέουν δεσμοί: το πρώτο καμπαρέ στο οποίο τραγούδησε στο Παρίσι λεγόταν «La Rose Rouge» και ανήκε στον σκηνοθέτη Νίκο Παπατάκη, ενώ έχει ερμηνεύσει τραγούδια που γνώρισαν επιτυχία στη Γαλλία σε μουσική του Γιάννη Σπανού (το μελωδικό «Berceuse», για παράδειγμα). Μεγάλη επιτυχία είχε κάνει και η δική της εκτέλεση στο διάσημο «Les Feuilles Mortes». «Ακουσα αυτό το τραγούδι από τη φωνή της Κορά Βοκέρ, να το ερμηνεύει με τρόπο όμορφο και απίστευτα βασανιστικό συνάμα» θυμάται τώρα. «Ηταν η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή μαζί του και εκείνη που κρατώ μέσα στην καρδιά». Η Γκρεκό έχει δώσει ζωή σε τόσους σπουδαίους στίχους. Αισθάνεται ποτέ ότι ίσως τα έχει πει όλα; «Πάντα μένει κάτι για να πούμε. Ποτέ δεν τα έχουμε πει όλα. Οταν έχουμε την εντύπωση ότι τα έχουμε πει όλα, σιωπούμε, αυτό έκανε για παράδειγμα ο Ζακ Μπρελ. Είναι ο μόνος που το πέτυχε και το έκανε με κουράγιο εκπληκτικό. Αποχώρησε στο αποκορύφωμα της δόξας του θεωρώντας πως τα έχει πει όλα και πως δεν θα ήθελε να επαναλάβει τον εαυτό του».
Αν κάτι δεν αισθάνεται καθόλου αυτό δηλώνει πως είναι η νοσταλγία για τα περασμένα. Δεν την απασχολεί επίσης καθόλου το γήρας. «Δεν έχω κανένα θέμα με το γεγονός πως έχω μεγαλώσει». Υπερασπίζεται όμως με πάθος τους θησαυρούς της, τα τραγούδια των ποιητών, τους στίχους που λέει ακόμη λουσμένη από το φως ενός προβολέα φορώντας το μαύρο της φόρεμα. Ο προβοκάτορας Σερζ Γκενσμπούργκ είχε χαρακτηρίσει σε τηλεοπτική του συνέντευξη το τραγούδι ως ήσσων τέχνη προκαλώντας σάλο στη Γαλλία. Είχε καθόλου δίκιο; «Καθόλου. Θεωρώ το τραγούδι μια τέχνη λαϊκή. Το γαλλικό chanson κατείχε πάντοτε μια πολύ ιδιαίτερη θέση στη Γαλλία, ανήκε πάντα στον λαό. Είναι η φωνή της επανάστασης, της αγάπης, ακόμη και της πολιτικής. Είναι κάτι πολύ ξεχωριστό το γαλλικό τραγούδι».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 01 Μαρτίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ