Το τσιγάρο ήδη κρεμόταν από τα χείλη του Χοακίν Φίνιξ ενώ έμπαινε φουριόζος στο δωμάτιο του ξενοδοχείου Le Bristol στο Παρίσι. «Σας πειράζει αν καπνίσω; Ε; Σας ενοχλεί αν καπνίσω; Οχι έτσι; Ωραία…» είπε. Κανείς δεν έδειξε να έχει πρόβλημα με το κάπνισμα (ή κανείς δεν το είπε) και μάλιστα εγώ του είπα ότι έχω και ένα κινητό τασάκι που μπορεί αν θέλει να χρησιμοποιήσει. «Τι;» ρώτησε ο Φίνιξ με ένα ειρωνικό γέλιο χαϊδεύοντας προς τα πίσω το καλοχτενισμένο, «λαδωμένο» μαλλί του. Οταν αντιλήφθηκε ότι το μικρό πλαστικό φακελάκι που είχα βάλει δίπλα του ήταν όντως τασάκι, εντυπωσιάστηκε, αλλά είχε ήδη έρθει ένα τεράστιο από τη βοηθό του το οποίο και χρησιμοποίησε.
Ο Φίνιξ θα κάπνιζε τρία Marlboro Lights μέχρι το τέλος της κουβέντας μας την οποία έκλεισε ο ίδιος όταν σηκώθηκε απότομα και έφυγε λέγοντας ένα ξερό «αντίο». Είναι κάτι που έχει ξανακάνει στο παρελθόν. Μια φορά στη Ρώμη –ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα από κοντά, το 2000 για τον «Μονομάχο» –και μια φορά στη Βενετία κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου της πρόσφατης ταινίας του, «The Master».
Ο τύπος είναι αυτό που λέμε «στον κόσμο του», αλλά κατά μία έννοια εκτιμάς αυτή την έμφυτη «τρέλα» σε συνδυασμό με το έμφυτο ταλέντο του. Είναι ειλικρινής όταν λέει «δεν ξέρω» και το είπε τουλάχιστον δέκα φορές σε ερωτήσεις όπως «Τι είναι αυτό που θα σας μείνει αξέχαστο από την τελευταία σας κινηματογραφική εμπειρία, το «Εμφυτο ελάττωμα»;». Τα «δεν ξέρω» του Φίνιξ μού έδωσαν την εικόνα ενός έντιμου ανθρώπου που δεν γουστάρει να κατασκευάζει «πιασάρικες» απαντήσεις και ατάκες για να κάνει το κομμάτι του ή να «προκαλέσω γελάκια» όπως είπε ο ίδιος.
Το κινηματογραφικό «Εμφυτο ελάττωμα» ήταν η αφορμή αυτής της συνάντησης στο Παρίσι. Είναι η δεύτερη ταινία που ο Φίνιξ γύρισε με σκηνοθέτη τον Πολ Τόμας Αντερσον μετά το «The Μaster» πριν από δύο χρόνια. «Ηθελα να ξαναδουλέψω με τον Πολ, ναι, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν ο κόσμος του μυθιστορήματος που με συνεπήρε» είπε ο Φίνιξ μιλώντας για το «Εμφυτο ελάττωμα» του Τόμας Πίντσον στο οποίο βασίζεται το σενάριο. Παρεμπιπτόντως ο Φίνιξ δεν είχε διαβάσει άλλο βιβλίο του συγγραφέα πριν από την ταινία και ούτε διάβασε κάποιο μετά. «Δεν είμαι του διαβάσματος», είπε, «γιατί όταν διαβάζω πλάθω δικές μου ιστορίες κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης και αυτό μπορεί να καταντήσει κουραστικό». Επίσης δεν γράφει. Οσο για τον Πίντσον, ο Φίνιξ θαυμάζει την ικανότητά του «να σε κάνει να γελάς και να κλαις στην ίδια πρόταση. Αλλά την ίδια ώρα η γραφή του είναι ψυχαγωγική παρότι σχολιάζει πολύ σοβαρά θέματα. Μαύροι Πάνθηρες, οικογένεια Μάνσον, η δολοφονία των Κένεντι, τόσο πολλά πράγματα, αλλά δοσμένα με τόση συναισθηματική ομορφιά».

Ο Μπενίσιο ντελ Τόρο πλαισιώνει τον Χοακίν Φίνιξ στη ταινία του Πολ Τόμας Αντερσον.

Το μυθιστόρημα του Τόμας Πίντσον που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Καστανιώτη είναι κάτι σαν ένας καθυστερημένος χαιρετισμός, το τελευταίο αντίο του συγγραφέα προς τη γενιά των «παιδιών των λουλουδιών», τους χίπηδες της δεκαετίας του 1960, της δεκαετίας κατα τη διάρκεια της οποίας ο ίδιος ο Πίντσον άρχισε να εκδίδει βιβλία. Η πλοκή εκτυλίσσεται στο Λος Αντζελες της αυγής του 1970 και ο κεντρικός ήρωάς του, ο Λάρι-Ντοκ-Σπορτέλο που υποδύεται ο Φίνιξ, είναι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ που μόνο ιδιωτικό ντετέκτιβ δεν θυμίζει. Ο Ντοκ κυκλοφορεί με σανδάλια, πόντσο και σομπρέρο και τον περισσότερο καιρό καπνίζει χασίς. «Μου άρεσε ο Ντοκ» είπε ο Φίνιξ. «Κάνει λάθη, έχει ελαττώματα. Δεν το βλέπεις συχνά αυτό στους κινηματογραφικούς ήρωες. Ολοι έχουμε προβλήματα, αλλά οι περισσότερες ταινίες αποφεύγουν να τα δείξουν. Μου αρέσουν τα πράγματα όταν είναι σύνθετα».


Η εποχή στην οποία τοποθετείται η ιστορία έχει επίσης πολύ ενδιαφέρον για τον Φίνιξ. Οταν τον ρώτησα πώς φαντάζεται τα τέλη των sixties στην Αμερική, απάντησε: «Νομίζω ότι έχω στο μυαλό μου τα ίδια κλισέ που έχει ο περισσότερος κόσμος. Αλλά έχω την εντύπωση ότι αν ήξερες την αργκό και ντυνόσουν κατάλληλα, ήσουν «αδελφός». Θα πρέπει να υπήρχε η αίσθηση του «είμαστε όλοι μαζί σ’ αυτό που πάμε να κάνουμε». Αλλά μετά όλα χάλασαν, ο κόσμος έγινε εχθρικός, ο ένας άρχισε να «δίνει» τον άλλον. Εκείνο το γλυκό παιδάκι από τη Νότια Καλιφόρνια ξαφνικά κάρφωνε τους φίλους του για να αποφύγει την ποινή κάθειρξης των 20 χρόνων επειδή τον έπιασαν να πουλά μαριχουάνα! Μια παράνοια μόλυνε το μόνο πράγμα που ο κόσμος πραγματικά ήθελε εκείνη την εποχή, δηλαδή την επαφή. Ολοι ήταν μέρος ενός παράξενου, ανθρώπινου κινήματος, το οποίο ξαφνικά καταστράφηκε».
Οσο ομιλητικός δείχνει ο Φίνιξ αναλύοντας το βιβλίο του Πίντσον και τα όσα μέσα του τον συνεπήραν, τόσο δείχνει να κλείνεται στο καβούκι του όταν τον ρωτώ ποιο είναι το κίνητρό του για τη δουλειά του ηθοποιού. «Δεν ξέρω» είπε τρεις φορές. Με λίγη πίεση κατέληξε στο ότι «μέσω της υποκριτικής βρίσκεις κάτι που δεν μπορείς να βρεις πουθενά αλλού. Τι είναι αυτό που βρίσκω, δεν μπορώ πραγματικά να το εξηγήσω. Σκόνταψα κάποια στιγμή στη ζωή μου σε αυτή τη μορφή έκφρασης και από τότε με καλούν διαρκώς πίσω. Και εγώ επιστρέφω».
Το 2010 ήταν η χρονιά μιας κρίσιμης καμπής στην καριέρα του Χοακίν Φίνιξ. Ηταν η χρονιά που βγήκε στις αίθουσες το ψευδοντοκιμαντέρ του Κέισι Αφλεκ «I’m Still Here», που υποτίθεται ότι εξερευνά την απόφαση του Χοακίν Φίνιξ να εγκαταλείψει την υποκριτική για να ακολουθήσει καριέρα μουσικού της χιπ χοπ. Ηταν όλο ένα ψέμα που ουσιαστικά είχε ξεκινήσει όταν ο Φίνιξ ανακοίνωσε για πρώτη φορά την απόφασή του στο δημοφιλές talk show του Ντέιβιντ Λέτερμαν, χωρίς ο ίδιος ο οικοδεσπότης να γνωρίζει ότι είναι ψέμα.

Ο κόσμος πίστεψε τον Φίνιξ και το ντοκιμαντέρ που ακολούθησε επισφράγισε την απάτη. Αργότερα, όταν το αστείο είχε πλέον τελειώσει και ο Φίνιξ θέλησε να επανέλθει στην ηθοποιία, κλήθηκε ξανά στο σόου του Λέτερμαν και είπε ότι η αρχική ιδέα που είχε με τον Αφλεκ ήταν μια έρευνα για τους celebrities και τον κόσμο της σοουμπίζνες, η οποία παράλληλα θα εξέταζε τη σχέση των μέσων μαζικής ενημέρωσης με τους καταναλωτές αλλά και τις ίδιες τις διασημότητες.
«Εκείνη την περίοδο είχα παρακολουθήσει πολλά ριάλιτι σόου και μου έκανε τρομερή εντύπωση που ο κόσμος τα πίστευε» είχε πει ο Φίνιξ στον Λέτερμαν. «Και ο λόγος για τον οποίο τα πίστευαν είναι ότι τα ριάλιτι σόου είναι κτισμένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δείχνουν αληθινά. Αλλά η υποκριτική σε αυτά είναι κάκιστη γιατί τελικά δεν είναι απαραίτητο να είσαι και τόσο καλός ηθοποιός στα ριάλιτι. Απλώς χρησιμοποιείς το αληθινό όνομά σου και ο κόσμος πιστεύει ότι όλα είναι αληθινά…».
Στο Παρίσι ρώτησα τον Χοακίν Φίνιξ κατά πόσο δυσκολεύτηκε να επιστρέψει στο «παιχνίδι» μετά το «I’m Still Here». «Προφανώς οι άνθρωποι γύρω μου, οι ατζέντηδές μου, γνώριζαν τι ακριβώς γινόταν στο «I’m Still Here». Νομίζω ότι όλοι στο Χόλιγουντ ήξεραν ότι δεν ήταν κάτι αληθινό. Παρ’ όλα αυτά, ήταν και η υποδοχή του κόσμου στη μέση και φυσικά σε αυτές τις περιπτώσεις οι γνώμες διχάζονται. Σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να μου δώσω λίγο χρόνο προτού κάνω κάτι καινούργιο. Ο κόσμος ξεχνά, ο κόσμος προχωρά. Και αυτό ακριβώς έγινε. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα ήμουν εκτός, αλλά υπήρξα πολύ τυχερός γιατί βρέθηκε ο Πολ Τόμας Αντερσον που μου έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «The Master»».
Ο ίδιος ο Φίνιξ δεν ξέρει αν έχει ή όχι έναν συγκεκριμένο τύπο στον οποίο ενδεχομένως να οφείλονται οι «παράξενοι» ρόλοι στους οποίους συχνά τον βρίσκουμε. Eνας από τους τελευταίους ήταν και του μοναχικού ανθρώπου που ερωτεύεται τη φωνή ενός κομπιούτερ στην ταινία «Δικός της» («Her») του Σπάικ Τζόνζι. Ξέρει όμως ότι η σχέση του με τους ήρωες που παίζει είναι «ερωτική». To εξηγεί ο ίδιος: «Διαβάζεις κάτι και το ερωτεύεσαι. Δεν ξέρεις το γιατί, ξέρεις όμως ότι θες να βρεθείς για λίγο κοντά στον ήρωα που τόσο πολύ σου άρεσε. Και καμιά φορά το θες τόσο πολύ που το γεύεσαι. Ετσι κάνω τις επιλογές μου». «Αλλά και πάλι», πρόσθεσε, «είναι καθαρά θέμα τυφλής τύχης το αν κάτι θα λειτουργήσει ή όχι. Δοκιμάζεις ένα σωρό σκατά και επιλέγεις αυτό που σου «κάθεται» καλύτερα».
Σε ό,τι αφορά το είδος των ταινιών με ήρωες ιδιωτικούς ντετέκτιβ, ο Χοακίν Φίνιξ δήλωσε αδαής. Δεν γνωρίζει, ούτε είδε ανάλογες ταινίες. Θυμάται ότι ο Πολ Τόμας Αντερσον ανέφερε μερικές, αλλά ποτέ δεν του επέβαλε να τις δει. «Η έρευνα για έναν ρόλο έχει να κάνει με τον ίδιο τον ρόλο» είπε. «Στην περίπτωση του Ντοκ υπάρχει τόσο υλικό μέσα στο βιβλίο από το οποίο μπορούσα να αντλήσω ιδέες που δεν χρειαζόταν να αναζητήσω κάτι ακόμη».
Κοίταξε φυσικά κάποια άλμπουμ φωτογραφιών, κάποια ντοκιμαντέρ, άκουσε κάποια είδη μουσικής, αλλά όχι με κάποιο σύστημα. «Είχα πολλά πράγματα στο δωμάτιό μου και τα κοιτούσα περιστασιακά, άνοιγα μια σελίδα από εδώ, κοίταζα μια φωτογραφία από εκεί. Είναι ευκολότερο έτσι…».
Και πώς παίζεις τελικά κάποιον που 20 ώρες την ημέρα καπνίζει μαριχουάνα; «Μα έχω καπνίσει μαριχουάνα στη ζωή μου, επομένως ξέρω πώς νιώθει κανείς» απάντησε ο Φίνιξ. «Αλλά και πάλι, δεν νομίζω ότι χρειαζόταν να ξέρω. Η ταινία έχει μια δύναμη, μια πολύ έντονη θολούρα που κατά κάποιο τρόπο σού επιβάλλει το πώς θα παίξεις. Αυτό είχε να κάνει κυρίως με τους φωτισμούς και την ατμόσφαιρα που δημιούργησε ο Πολ. Δεν νομίζω ότι προσπάθησα να πετύχω μια «μαστουρωμένη» ερμηνεία. Οπως είπα και πριν, δοκιμάζω διάφορες προσεγγίσεις και επιλέγω εκείνη την οποία θεωρώ καλύτερη. Ποτέ δεν μου άρεσε να ωθώ το κοινό να αισθανθεί κάτι που θέλω εγώ να αισθανθεί. Δεν είναι αυτή η δουλειά μου. Η δουλειά μου είναι να χαθώ στη στιγμή, να δοκιμάζω πράγματα και να αφήνω τον θεατή να νιώσει όπως θέλει. Σιχαίνομαι τις ερμηνείες που ο ηθοποιός παίζει σαν να σου λέει «ξέρεις περί τίνος πρόκειται». Δεν με νοιάζει η γαμημένη γνώμη σου, ρε φίλε».
Η ταινία «Εμφυτο ελάττωμα» θα προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου σε διανομή Tanweer. Το ομότιτλο μυθιστόρημα του Τόμας Πίντσον κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ