Την εντοπίσαμε την περασμένη Τρίτη στην Αμερική. «Εχω έρθει εδώ για λίγο. Θα επιστρέψω» είπε. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αφήσει το σπίτι όπου έμενε μαζί με τον Γιάνη Βαρουφάκη στο Οστιν. Μετακόμισαν πριν από δυόμισι χρόνια, όταν εκείνος άρχισε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Τέξας. Θα έρθει στην Ελλάδα, όχι ακριβώς για να βρίσκεται στο πλάι του σαν παραδοσιακή, αφοσιωμένη σύζυγος, αλλά για να ζει παράλληλα με τον σταρ υπουργό Οικονομικών την ομόκεντρη ζωή τους. Οπως κάνουν δηλαδή από τότε που ξεκίνησαν την κοινή τους περιπέτεια πολύ προτού πέσουν πάνω τους οι κάμερες για να ανακαλύψουν κάθε πτυχή του βίου που μοιράζονται.
Οι φιλότεχνοι και οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι η Δανάη Στράτου είναι καταξιωμένη στον χώρο της, έχει εκπροσωπήσει μάλιστα τη χώρα στη 48η Μπιενάλε στη Βενετία το 1999, έχει κάνει πολλές εκθέσεις και έχει καταφέρει να δημιουργήσει το δικό της εκτόπισμα, μακριά από τη σκιά των σημαντικών γονιών της: του πατέρα της Φαίδωνα Στράτου, γιο του συνιδρυτή της Πειραϊκής-Πατραϊκής, και της μητέρας της Ελένης Πόταγα-Στράτου με το αξιόλογο εικαστικό έργο. Εύλογα, το πρόσημο της σχέσης της με τον Βαρουφάκη δεν θα μπορούσε παρά να είναι θετικό. Συν-υπάρχουν, συν-διαλέγονται, συν-δημιουργούν. Μαζί έχουν ιδρύσει από το 2010 το Vital Space, μια πλατφόρμα που είχε στόχο να χρηματοδοτεί την παραγωγή έργων τέχνης με κοινωνικοπολιτικό προσανατολισμό. Η χρηματοδότηση δεν βρέθηκε και το Vital Space άλλαξε μορφή, εξελίχθηκε σε ένα web platform, αλλά η πίστη των δημιουργών του παρέμεινε ακλόνητη στην, ας την πούμε, ιδρυτική διακήρυξή τους: Η τέχνη έχει τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο.
Τελικά µπορεί η τέχνη να αλλάξει τον κόσµο; «Η τέχνη αλλάζει τον κόσμο με τον δικό της τρόπο, ο οποίος δεν είναι οφθαλμοφανής. Να, τώρα ο Γιάνης προσπαθεί να κάνει μια δουλειά, να αλλάξει, όπως λέω εγώ, τον κόσμο με πρακτικό τρόπο. Να κάνει τη διαφορά. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η τέχνη είναι έμμεσος. Η τέχνη μάς δίνει διεξόδους που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τον κόσμο, που μας προσφέρουν μια νέα οπτική. Ενα μέρος της τέχνης το καταφέρνει αυτό. Και όταν αυτό συμβαίνει είναι επιτυχημένη».
Μπορείτε να µου πείτε ένα παράδειγµα; «Το έργο που είχα κάνει με τα μαύρα κουτιά, στην τελευταία μου έκθεση στην Αθήνα το 2012, στην γκαλερί Ζουμπουλάκη, ήταν νομίζω μια αντίδραση σε αυτό που συνέβαινε γύρω μας και πιστεύω ότι ο τρόπος που ήταν συμμετοχικό το έργο βοήθησε πολλούς ανθρώπους να το συνειδητοποιήσουν. Καλούσα κάθε επισκέπτη να συνεισφέρει στο έργο με μία λέξη που συνόψιζε αυτό που αισθάνεται, αυτό που την/τον απειλεί ή αυτό που θέλει να προστατεύσει, και καθένας έμπαινε πιο βαθιά στον εαυτό του για να το ανακαλύψει. Αν το είχα κάνει πριν από το 2010, πιστεύω ότι κανείς δεν θα είχε ανταποκριθεί σε ένα τέτοιο ερώτημα. Σε ένα άλλο έργο μου, στο «Vital Space –Istanbul», περιλαμβάνονται λήψεις από ελικόπτερο που καταγράφουν τη ροή των ανθρώπων καθώς μετακινούνται σε πολύ πυκνά σημεία της πόλης όπως είναι οι αγορές. Αυτό το «από πάνω» θέλω να τονίσω. Γιατί μέσα από την τέχνη μπορείς να δεις από ψηλά τον εαυτό σου. Η τέχνη είναι η συνείδησή μας. Αν ξεχωρίζουμε από τα ζώα είναι επειδή μπορούμε να βγούμε από τον εαυτό μας και να δούμε την κατάστασή μας από απόσταση. Ετσι μπορούμε και να την αλλάξουμε».
Το έργο «CUT –7 Διαχωριστικές γραµµές» έχει περισσότερο κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα από τις προηγούµενες δουλειές σας. Αναρωτιόµουν αν σας επηρέασε σε αυτή τη στροφή ο σύζυγός σας. Εξάλλου µαζί κάνατε αυτό το έργο, µαζί ταξιδέψατε σε Μπέλφαστ, Λευκωσία, Μιτρόβιτσα, Κασµίρ, Παλαιστίνη, Μπάτµε, Τιχουάνα. «Τον Γιάνη τον γνώρισα όταν έκανα την έρευνα για αυτό το έργο στα τέλη του 2005. Είχα επιδιώξει να μιλήσω με ανθρώπους, πολιτικούς, δημοσιογράφους, οι οποίοι ήταν πιο εξειδικευμένοι και είχαν γνώσεις γύρω από τα γεωπολιτικά θέματα. Η ιδέα μου ήταν να ταξιδέψω σε χώρες όπου υπήρχαν διαχωριστικές γραμμές, όλα είχαν ξεκινήσει εξάλλου από μια έκθεση, στην οποία θα συμμετείχα, στο Σπίτι της Κύπρου με θέμα το «Γκρίζο». Εμένα το μυαλό μου είχε πάει στις γκρίζες, τις απαγορευμένες ζώνες, γιατί συνήθως τοποθετώ τα θέματα σε ένα πλαίσιο πιο ευρύ. Αυτό το έχουμε κοινό με τον Γιάνη, το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Εκείνος στον δικό του τομέα και εγώ στον δικό μου. Ομως μετά το «έργο της ερήμου» και πριν ακόμη ξεκινήσω να δουλεύω τις «Διαχωριστικές γραμμές» είχα κάνει ένα έργο στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004 στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ). Για το «The River of Life» είχα ταξιδέψει επί έναν χρόνο πάνω σε ποτάμια με ποταμόπλοια, πιρόγες και άρχισα να δίνω ανθρωποκεντρική κατεύθυνση στην τέχνη μου –άλλωστε γύρω από ποτάμια ξεκίνησαν όλοι οι σημαντικοί πολιτισμοί. Η ανθρωποκεντρική κατεύθυνση εξελίχθηκε σε κοινωνικοπολιτική αναζήτηση κι έτσι ξεκίνησε η ιδέα να ταξιδέψω σε αυτά τα μέρη και να φωτογραφίσω τη μία και την άλλη πλευρά της διαχωριστικής γραμμής τους. Μέσα σε αυτή τη διαδικασία γνώρισα τον Γιάνη και γίναμε ζευγάρι. Αυτό μας ένωσε απόλυτα και από τότε είμαστε μαζί. Σίγουρα έχω εμβαθύνει πολύ περισσότερο έκτοτε μέσα από τον διάλογο και τη συνύπαρξη μαζί του. Ο ένας έχει επηρεάσει τον άλλον».

Εσείς πώς τον έχετε επηρεάσει;
«Αν αγοράζω τα πουκάμισά του για παράδειγμα; Οχι, είχε πάντα δικό του γούστο. Μπορείτε να ρωτήσετε τους φοιτητές του που του έκαναν παράπονα επειδή όποτε χρειάζεται οπτικό υλικό, θα το δείτε και στο blog του, χρησιμοποιεί έργα δικά μου. Αστειεύομαι… Η αλληλεπίδραση είναι αναπόφευκτη, τα συζητάμε όλα. Τώρα πώς τον έχω επηρεάσει; Θα σας πω ένα παράδειγμα. Οταν έγραφε το βιβλίο του για την Πολιτική Οικονομία, ένα ακαδημαϊκό, πολλών σελίδων πόνημα το οποίο απευθύνεται στους φοιτητές του, κάθε βράδυ συζητούσαμε και μου περιέγραφε πολύ γλαφυρά αυτά που έγραφε. Του είπα: «Μου φαίνεται τρομερά ενδιαφέρον, όταν τελειώσεις πρέπει να το γράψεις σε εκατό σελίδες για να μπορώ να το καταλάβω κι εγώ». Από εκεί προέκυψε ο «Παγκόσμιος Μινώταυρος» (εκδ. Λιβάνη) το οποίο απευθύνεται σε ένα ευρύτερο κοινό. Μου το έχει αφιερώσει κιόλας. Μου έχει εμπιστοσύνη. Είναι πολύ ζεστός άνθρωπος και έχει πάθος για τις ιδέες του. Από τη στιγμή που βρεθήκαμε μαζί, ήμασταν ο ένας για τον άλλον. Ο ένας να υποστηρίζει, να αγαπάει και να θαυμάζει αυτό που κάνει ο άλλος».
Εκφράζεται µε πολύ θαυµασµό όταν µιλάει για εσάς και το ενδιαφέρον είναι ότι αυτός ο θαυµασµός υπήρχε προτού σας γνωρίσει γιατί τον είχε εντυπωσιάσει το έργο «BreathE». «Ναι, το είχε δει. Οταν γνωριστήκαμε, πριν γίνουμε ζευγάρι, και όταν συνειδητοποίησε ότι εγώ ήμουν που είχα κάνει εκείνο το έργο εντυπωσιάστηκε. Φανταζόταν ότι αυτό το είδος δουλειάς θα το είχε φέρει σε πέρας μια μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκα».
Ρωτάτε τη γνώµη του για τη δουλειά σας; «Η συνεργασία μας είναι πιο στενή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο δουλέψαμε στις «Διαχωριστικές γραμμές». Ο Γιάνης τα γνώριζε όλα στη θεωρία και από την πολυθρόνα του. Ξαφνικά βρέθηκε σε πραγματικές εμπόλεμες ζώνες και αυτό του δημιούργησε την ανάγκη να γράψει ένα κείμενο με παρατηρήσεις του πάνω στα κοινά και τις υπόγειες συνδέσεις μεταξύ των σημείων όπου βρίσκονται αυτά τα τείχη. Το κείμενο λέγεται «The Globalizing Wall» και το έχουμε παρουσιάσει από κοινού σε πολλές διαλέξεις ανά τον κόσμο. Εγώ χρησιμοποίησα μέρη του κειμένου στο εικαστικό κομμάτι του έργου. Μετά παρουσιάσαμε το «The Globalizing Wall» ως βίντεο-εγκατάσταση, γιατί ο Γιάνης μού είχε ζητήσει να εικονοποιήσουμε το κείμενο. Κάποιες φορές προκύπτουν ορισμένα έργα που είναι κοινά και τα συνυπογράφουμε. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στο «Black Boxes», η θέση του είναι περισσότερο υποστηρικτική και αφορά το ερευνητικό κομμάτι».

Υπάρχει καταιγισµός από δηµοσιεύµατα που σας αφορούν. Τα παρακολουθείτε; Πώς αισθάνεστε µε αυτό το ξαφνικό ενδιαφέρον; «Τα παρακολουθώ, αλλά ευτυχώς όχι θέλοντας και μη από τη στιγμή που δεν βρίσκομαι στην Ελλάδα. Είναι φυσικό και φαντάζομαι ότι σε μία-δύο εβδομάδες θα ηρεμήσουν τα πράγματα. Θα μου άρεσε το ήθος της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα να είναι καλύτερο. Θα μου άρεσε δηλαδή να μην παρουσιάζουν πράγματα χωρίς να παίρνουν άδεια. Μέχρι και την κόρη μου έχουν σε ορισμένα ρεπορτάζ, και αυτό δεν είναι ωραίο. Είναι πάνω από 18, δεν έχω το δικαίωμα να κάνω μήνυση, αλλά δεν μου αρέσει αυτό που γίνεται. Είδα ότι είχαν πάει στην Αίγινα και προσπαθούσαν να φωτογραφίσουν το σπίτι μας μαζί με σπίτια συναδέλφων του Γιάνη, κάτι που θεωρώ απαράδεκτο. Είμαι σίγουρη ότι αν ζητούσαν την άδεια και πιο ποιοτική θα έβγαινε η δουλειά τους και θα ήταν και πιο σωστό από ηθική άποψη. Δεν μπορείς να εισβάλλεις κατ’ αυτόν τον τρόπο στη ζωή των άλλων, ειδικά όταν έχεις να κάνεις και με παιδιά. Ομως, όπως προανέφερα, είναι φυσικό και νομίζω ότι θα βαρεθούν γρήγορα».
Με την Αίγινα έχετε παλιούς δεσµούς, εκεί γνωρίσατε εξάλλου τον Γιάννη Μόραλη και τον Νίκο Νικολάου. «Η σχέση με το σπίτι στην Αίγινα και με το νησί το ίδιο ξεκινάει απ’ όταν ήμουν παιδί. Πηγαίναμε εκεί διακοπές τα καλοκαίρια, ένας από τους λόγους ήταν ότι ο πατέρας μου μπορούσε να πηγαινοέρχεται καθημερινά στην Αθήνα για τη δουλειά του –οι γονείς μου ήταν πάντα ένα πολύ αγαπημένο ζευγάρι. Μέναμε λοιπόν στην περιοχή που ήταν τα σπίτια του Νικολάου και του Μόραλη. Ηταν πολύ καλοί φίλοι με τη μητέρα μου, η οποία είναι εικαστικός, και σχεδόν κάθε βράδυ μαζευόμασταν στου Νίκου Νικολάου. Είχε πάντα ένα ανοιχτό σπίτι και η γυναίκα του η Αγγέλα ήταν εκπληκτική μαγείρισσα. Εμείς τα παιδιά, μαζί με τη Δάφνη και τον Θοδωρή Ζουμπουλάκη, τα ανίψια του Νικολάου, ήμασταν μια σταθερή παρέα. Ο Νικολάου μού είχε κάνει το πορτρέτο και όταν αποφάσισα ότι θέλω να πάω στην Καλών Τεχνών μού έκανε και κάποια μαθήματα. Ηταν πάρα πολύ ωραία εμπειρία. Η Αίγινα εξακολουθεί να έχει αυτό το στοιχείο, να τραβάει κόσμο της τέχνης, της κουλτούρας και του πολιτισμού».
Με τον Γιάννη Μόραλη ποια ήταν η σχέση σας; «Από μικρό παιδάκι που τους γνώρισα ήταν ο Γιάννης και ο Νίκος. Ο Νίκος πέθανε νωρίς και δεν με είδε να γίνομαι εικαστικός. Με τον Γιάννη είχαμε πολύ καλή σχέση, πάντα τον συμβουλευόμουν για τη δουλειά μου, και ήταν πάντα ενθαρρυντικός».
Οπότε η απόφαση να γίνετε εικαστικός ήταν µονόδροµος; «Δεν το παραδέχομαι αυτό. Δεν ήθελα να γίνω σαν τη μητέρα μου, έλεγα: «Δεν θα το κάνω αυτό ποτέ, ποτέ». Κάποια στιγμή, στα 16 μου, είχα πάει σε έναν σύμβουλο επαγγελματικού προσανατολισμού στην Αγγλία έπειτα από πίεση των γονιών μου και όταν έκανα όλα τα σχετικά τεστ μου είπαν: «Θα μπορούσατε να γίνετε καλλιτέχνις». Οταν το άκουσα σε εκείνο το ουδέτερο πλαίσιο, κατάλαβα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γίνω κάτι άλλο».

Φαντάζοµαι, πάντως, ότι ασχολιόσασταν µε την τέχνη από µικρή. «Ηταν η φυσική μου ζωή. Εμπαινα στο εργαστήριο της μαμάς μου και έπαιρνα γύψους και πηλούς και φτιάχναμε διάφορα αντικείμενα. Η μητέρα μου είχε εργαστήριο και στην Αθήνα και στην Αίγινα, οπότε όπου ζούσαμε –στην Αθήνα τον χειμώνα, στην Αίγινα το καλοκαίρι –πάντα σε άμεση πρόσβαση με το σπίτι υπήρχε το εργαστήριό της και εγώ περνούσα πολλές ώρες εκεί μέσα».
Ο πατέρας σας Φαίδωνας Στράτου ήταν βιοµήχανος, ιδιοκτήτης της Πειραϊκής-Πατραϊκής. Μπήκατε στον πειρασµό να ασχοληθείτε µε τις επιχειρήσεις; «Θα σας πω κάτι αστείο: Πιστεύω ότι αν ο πατέρας μου δεν είχε γεννηθεί στην οικογένεια που γεννήθηκε θα ήταν κάτι άλλο, πολύ διαφορετικό, ίσως ακαδημαϊκός. Ξέρετε, και εκείνος ζωγράφιζε και όταν ανακάλυψα κάποια στιγμή τα σχέδιά του, μου έκαναν τρομερή εντύπωση. Πάντα έλεγα, για να πειράξω λίγο τη μητέρα μου, ότι το ταλέντο μου το πήρα από τον πατέρα μου».
Στη συλλογή του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) υπάρχουν τρία έργα σας, ένα µάλιστα από αυτά, το «The River of Life», ήταν παραγωγή του µαζί µε το ΥΠΠΟ. Ποια είναι η άποψή σας για το θέµα που δηµιουργήθηκε τον προηγούµενο χρόνο στο ΕΜΣΤ µε την αποµάκρυνση της επί 14 χρόνια διευθύντριάς του Αννας Καφέτση; «Είναι απαράδεκτο αυτό που έγινε και ελπίζω να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη. Οταν άκουσα ότι απομακρύνθηκε η Καφέτση με το έτσι θέλω από τη θέση της, αισθάνθηκα ότι δεν έχουμε πλέον δημοκρατία. Ηταν μια εκδικητική και παράνομη συμπεριφορά και ήμουν από την αρχή στο πλευρό της μαζί με καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο με τους οποίους συγκεντρώσαμε υπογραφές και στείλαμε επιστολές στο υπουργείο Πολιτισμού και στον Αντώνη Σαμαρά. Θεωρώ ότι η Αννα Καφέτση είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει βαθιά την τέχνη και το μουσείο ήταν το έργο ζωής της. Το γεγονός ότι απομακρύνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι το πιο ανήθικο πράγμα που έχω ακούσει. Τουλάχιστον στον χώρο μου, γιατί αντίστοιχες αυθαιρεσίες συνέβησαν παντού τα προηγούμενα χρόνια. Θέλω να δω αυτή την κυβέρνηση να αποκαθιστά την αδικία ώστε να ανοίξει η κυρία Καφέτση το μουσείο και μετά να δρομολογηθούν οι σωστοί τρόποι για να λειτουργεί και να ανανεώνεται η ηγεσία του μέσα από διαγωνισμούς και διαφανείς διαδικασίες».
Πώς σας φαίνονται τα πρώτα βήµατα της νέας κυβέρνησης; «Για να είμαι ειλικρινής, δεδομένης και της απόστασης, παρακολουθώ πιο πολύ τον Γιάνη. Και είμαι πολύ αισιόδοξη. Γιατί σε αντίθεση με αυτό το συναίσθημα που ένιωθα με την προηγούμενη κυβέρνηση, ότι δεν έχουμε δημοκρατία, νιώθω ότι η τωρινή κυβέρνηση στελεχώνεται από κανονικούς ανθρώπους που θέλουν να τιμήσουν τον λόγο τους. Ξαφνικά μια κυβέρνηση δουλεύει για εμάς, για να κάνει την ελπίδα πράξη».
Συγκεκριµένα, όσον αφορά την πορεία του συζύγου σας, τι άποψη έχετε; «Θαυμάζω πολύ την ενέργεια και τον δυναμισμό που αποπνέει, όχι μόνο ο Γιάνης, αλλά και ο Αλέξης Τσίπρας. Είναι εκπληκτικό πώς έχουν λειτουργήσει τόσο γρήγορα, τόσο αποφασιστικά, τόσο αποτελεσματικά, τόσο καθαρά. Ελπίζω να πετύχουν το έργο τους».
Γνωρίζετε τι του είπε τελικά ο Ντάισελµπλουµ; «Ναι, γνωρίζω. Είναι αυτό που έχει κυκλοφορήσει: Μόλις σκότωσες την τρόικα».
Τη συνεργασία µε τους ΑΝΕΛ πώς την είδατε; «Είμαστε σε μια στιγμή που πρέπει να βρίσκουμε αυτά που μας ενώνουν και όχι αυτά που μας χωρίζουν. Αυτή τη στιγμή λοιπόν υπήρχε η κοινή θέση ανάμεσα στα δύο κόμματα που αφορούσε το Μνημόνιο ενώ παράλληλα ήταν πάρα πολύ σημαντικό να σχηματιστεί κυβέρνηση χωρίς να πάμε σε δεύτερες εκλογές. Είμαι υπέρ, χωρίς να σημαίνει ότι ασπάζομαι τις θέσεις τους».
Αν υποθέσουµε ότι µπορείτε να επηρεάσετε την πολιτική της νέας κυβέρνησης, όσον αφορά τον πολιτισµό πού θα τους συµβουλεύατε να εστιάσουν την προσοχή τους; «Χαίρομαι πάρα πολύ που είναι σε αυτή τη θέση ο Νίκος Ξυδάκης γιατί γνωρίζει πολύ καλά το αντικείμενό του. Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό να δοθεί βάρος στον σύγχρονο πολιτισμό γιατί μέχρι σήμερα όλα τα χρήματα δίνονταν στον αρχαίο πολιτισμό. Ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός είναι ο καλύτερος πρεσβευτής μας αυτή τη στιγμή και να πώς επιστρέφουμε στην αρχή της συζήτησης για το πώς η τέχνη κάνει καλύτερο τον κόσμο μας. Τι καλύτερο από το να βγάλουμε προς τα έξω όλους τους νέους δημιουργικούς ανθρώπους που διαθέτουμε; Στο θέατρο, στη μουσική, στο σινεμά, στο ντοκιμαντέρ, αλλά και στα εικαστικά, που είναι συνήθως ο τελευταίος τροχός της αμάξης».
Γιατί τα εικαστικά είναι ο τελευταίος τροχός της αµάξης; «Γιατί δεν έχουμε επαφή με την τέχνη από μικροί στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει καν ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Συν ότι τα εικαστικά δεν είναι πάντα το ίδιο άμεσα προσβάσιμα από τις αισθήσεις μας όπως είναι ο κινηματογράφος και η μουσική. Προϋποθέτουν την τριβή και την εκπαίδευση προκειμένου να αγγίξουν ένα ευρύ κοινό. Αυτός είναι ο ρόλος των μουσείων και γι’ αυτό είναι τόσο σημαντική η ύπαρξή τους. Επειτα η τέχνη δεν παράγει μόνο ανθρώπους «μποέμ». Η τέχνη είναι σε θέση να παραγάγει και χρήματα».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ