Ως «συγκινητική συνάντηση» περιγράφει η Αλεξία Καλτσίκη τη συνεργασία της με τη σκηνοθέτιδα Λίλλυ Μελεμέ, αλλά και με έναν θίασο από εκείνους που δεν φτιάχνονται συχνά (Γιάννης Βόγλης, Στέλιος Μάινας, Ερση Μαλικένζου, Γιάννης Φέρτης, Μαρίνα Ψάλτη, μεταξύ άλλων) για τον «Θείο Βάνια», ένα από τα γνωστότερα έργα του Τσέχοφ που παίζεται αυτή την εποχή στο Θέατρο Χορν. Η ηθοποιός στην οποία ανήκει ένα από τα πιο ιδιαίτερα, ευαίσθητο μαζί και σκληρό, πρόσωπα του ελληνικού θεάτρου ξεχώρισε στον «Κυκλισμό του τετραγώνου» του Δημήτρη Δημητριάδη, ενώ θα εμφανιστεί τους προσεχείς μήνες και σε δύο ταινίες, στην «Κόρη του Ρέμπραντ» του βετεράνου Νίκου Παναγιωτόπουλου, αλλά και στη «Νορβηγία» του πρωτοεμφανιζόμενου Γιάννη Βεσλεμέ για την οποία έχουν προγραμματιστεί τέσσερις μεταμεσονύκτιες προβολές στο Αστυ, στις 3, 10, 17 και 24 Ιανουαρίου 2015.
Λένε συχνά οι ηθοποιοί ότι μέσα από το θέατρο ζουν πολλές ζωές. Ισχύει; Αυτή ήταν η ανάγκη που σας ώθησε να ακολουθήσετε αυτή την τέχνη; «Θα το διατύπωνα κάπως διαφορετικά. Δεν νιώθω να ζω διαφορετικές ζωές, αλλά να ξεκλειδώνω διαφορετικές λειτουργίες και όψεις του εαυτού μου. Μία ζωή, δηλαδή, με πολλά διαφορετικά πρόσωπα. Μικρή έπαιζα πολύ και μου άρεσε να κάνω τους άλλους να γελάνε. Η αγάπη μου για το παιχνίδι και η ανάγκη μου για επικοινωνία ήταν που με ώθησαν αρχικά στο θέατρο. Πέρα όμως από αυτήν την πρωταρχική χαρά, όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι το θέατρο ως τέχνη, γοητεύτηκα βαθιά από τους μηχανισμούς του και την αναμέτρηση κάθε φορά με το άγνωστο».
Εχετε πρότυπα; «Η λέξη πρότυπο μου δημιουργεί αμηχανία. Δεν ξέρω αν έχω πρότυπα. Υπάρχουν όμως πρόσωπα και αντιλήψεις που με καθόρισαν. Ως παιδί, η μεγαλύτερη αδελφή μου επηρέασε τον χαρακτήρα μου. Μεγαλώνοντας, ευτύχησα να συναντηθώ με σπουδαία πρόσωπα του χώρου μου. Χαρακτηριστικά αναφέρω τον Λευτέρη Βογιατζή και τον Ανατόλι Βασίλιεφ, που με σφράγισαν. Επίσης, η Κωνσταντίνα Κούνεβα, που γνώρισα και προσωπικά με αφορμή το περιπετειώδες «Κίτρινο σκυλί», είναι ένα ισχυρό παράδειγμα αγωνιστικότητας και γενναιοδωρίας. Τέλος, η γιαγιά μου η Ελένη, 94 χρόνων, παραμένει για μένα, ακόμη και σήμερα, μια ανεξάντλητη πηγή αποδοχής για το αυτονόητο της ζωής».

Παίζετε στην καινούργια ταινία του Παναγιωτόπουλου, με τον οποίο έχετε ξανασυνεργαστεί, αλλά και στο πρώτο μεγάλου μήκους φιλμ του Γιάννη Βεσλεμέ. Τι κερδίσατε από καθεμιά από τις διαφορετικές αυτές εμπειρίες; «Στην ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου υποδύομαι μια αυστηρή υπεύθυνη δεξιώσεων που διαπερνά αποσπασματικά την ταινία. Χρειάστηκε να βρω τα στοιχεία που θα μπορούσαν συμπυκνωμένα και καθαρά να αποδώσουν αυτή την γκροτέσκα φιγούρα. Με τον Παναγιωτόπουλο έχουμε συνεργαστεί πολλές φορές και με συνδέει μια βαθιά εμπιστοσύνη και εκτίμηση που ξεπερνάει τα όρια του πλατό –είναι για μένα πλέον κάτι σαν οικογένεια. Στη «Νορβηγία» παίζω την Αλίκη, μια πόρνη της δεκαετίας του ’80 με στοιχεία φαμ φατάλ. Είχα την τύχη να συνεργαστώ για δεύτερη φορά με τον Βαγγέλη Μουρίκη –από τους λίγους πραγματικά κινηματογραφικούς ηθοποιούς –και να συναντήσω το ιδιαίτερο κινηματογραφικό βλέμμα του Γιάννη Βεσλεμέ. Αυτό που κυρίως προσπάθησα δεν ήταν τόσο να χτίσω έναν χαρακτήρα όσο το να μπω στον κόσμο της ταινίας, που, κατά τη γνώμη μου, είναι και ο κρυφός πρωταγωνιστής. Ο Γιάννης Βεσλεμές ασχολείται –και ξέρει να το κάνει καλά –με το σινεμά του φανταστικού, ένα είδος που σπάνια βλέπουμε στην Ελλάδα. Για μένα ήταν πολύ ερεθιστικό που γνώρισα τους κώδικες και τη δυναμική αυτού του αλλόκοτου κινηματογραφικού είδους».
Η ταινία του Γιάννη Βεσλεμέ έχει πολλές αναφορές στη δεκαετία του ’80, την οποία προλάβατε ως παιδί. Ποιες είναι οι αναμνήσεις σας από εκείνα τα χρόνια; «Μια ισχυρή ανάμνηση που έχω είναι το κόκκινο MINI Cooper του πατέρα μου που έκανε τη διαδρομή Αθήνα – Θεσσαλονίκη πάμπολλες φορές. Ακούγαμε από το κασετόφωνο Βίκυ Λέανδρος, που τη λάτρευε η αδελφή μου, με τα κεφάλια μας, της αδελφής μου και το δικό μου, να ακουμπάνε στο ταβάνι, αφού το πορτμπαγκάζ ήταν μικρό και τα μπαγκάζια τα βάζαμε κάτω από το πίσω κάθισμα. Τώρα μου έρχεται στο μυαλό και μια κονκάρδα του Μίσα, από τους Ολυμπιακούς της Μόσχας, που κυκλοφορούσε για χρόνια στο σπίτι. Φύρδην μίγδην ανακαλώ: φούξια παντού, Μαντόνα, Duran Duran, New Kids on the Block, «Ο ιππότης της ασφάλτου», «Δυναστεία», «Dukes», «Candy Candy», πολύ ΠαΣοΚ, ευδαιμονία, κιτς και αφασία…».
Ποια είναι η σχέση σας με τη νοσταλγία; «Οταν νιώθω αδύναμη, καταφεύγω και στη νοσταλγία. Αρα δεν ενθουσιάζομαι και πολύ όταν τη συναντώ…».
Εχετε συνεργαστεί με φερέλπιδες θεατρικούς σκηνοθέτες της νέας γενιάς; Πώς σας φαίνεται η ματιά τους; Κάποιοι τους προσάπτουν ότι τους αφορά περισσότερο η φόρμα παρά το περιεχόμενο. Συμφωνείτε; «Η εμμονή στη φόρμα για μένα, εκτός από το «κάνω θέατρο» (ψάχνω την αλήθεια) εμπεριέχει την ίδια στιγμή το θεμελιώδες ερώτημα «τι είναι θέατρο» (τι είναι αλήθεια).Το περιεχόμενο δεν το γνωρίζει κανείς, εκτός ίσως από τον ίδιο τον συγγραφέα, αν και μερικές φορές ακόμη και η δική του ερμηνεία αποτελεί ενδεχομένως μια ισχυρή ερμηνεία, αλλά πάντως ερμηνεία. Από την έως τώρα εμπειρία μου στο θέατρο, θεωρώ ότι η αναζήτηση της φόρμας δεν είναι απλώς ένα στυλιστικό παιχνίδι, αλλά μια σκηνική περιπέτεια αναζήτησης του αφανέρωτου περιεχομένου. Οι συναντήσεις μου με τον Δημήτρη Καραντζά και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου υπήρξαν ουσιαστικά δημιουργικές, γιατί συνέκλιναν προς αυτήν την κατεύθυνση. Μια διαδικασία που απαιτεί περισσότερο χρόνο προετοιμασίας, ανταλλαγής και έρευνας».
Εχετε δοκιμαστεί και στη σκηνοθεσία. Καταλαβαίνετε καλύτερα τους σκηνοθέτες τώρα πια; «Η σκηνοθεσία με βοήθησε κυρίως να αντιληφθώ τη δουλειά μου ως ηθοποιού. Για πολλά χρόνια λογοδοτούσα στο κείμενο. Τώρα προσπαθώ να λογοδοτώ στην παράσταση. Οταν συνεργάζομαι με ανθρώπους που μπορούν να διεισδύσουν στο κείμενο, ενδεχομένως και εγώ να συναντήσω τον συγγραφέα. Αλλιώς, δουλειά μου είναι να είμαι ελεύθερη και δημιουργική στο σκηνικό πλαίσιο που μου ορίζει ο σκηνοθέτης. Οσο πιο καθαρό το πλαίσιο, τόσο πιο απελευθερωμένος ο ηθοποιός. Η σκηνοθεσία είναι δύσκολη υπόθεση και με ενδιαφέρει. Περνώντας στην απέναντι όχθη, βλέπεις καθαρότερα τον εαυτό σου. Αναλαμβάνοντας περισσότερες ευθύνες, ωριμάζεις σκηνικά».

Ποιον από τους μεγάλους κλασικούς του θεάτρου αγαπάτε πιο πολύ; «Δύσκολο να ξεχωρίσω. Μου αρέσει το αρχαίο δράμα ως είδος και πάντα κατατρέχω σε αυτό όταν θέλω να καθαρίσω τη σκέψη μου και τα σκηνικά μου μέσα. Αυτόν τον καιρό έχω αγαπήσει τον Τσέχοφ. Αυτό που με συγκινεί, εκτός από το χιούμορ και την ανατομική ματιά του στην ανθρώπινη φύση και συμπεριφορά, είναι η κρυφή δομή των κειμένων του. Συγκεκριμένα, κάτω από την «κοινοτοπία» και το «μελό» της καθημερινότητας κρύβεται το φοβερό σκοτάδι της ύπαρξης».
Ο μονόλογος της Σόνιας στον «Θείο Βάνια» ταυτίζεται για εσάς με την υποταγή στη μοίρα ή με τη συμφιλίωση με την πραγματικότητα; «Δεν ξέρω. Αυτός ο μονόλογος παραμένει και για μένα ένας γρίφος, που όσο περισσότερο προσπαθώ να τον ερμηνεύσω, τόσο πιο αινιγματικός γίνεται».
Ποια εμπόδια καλείται να ξεπεράσει ένας δημιουργικός άνθρωπος μέσα στη σημερινή κοινωνικοπολιτική κατάσταση της χώρας μας; «Κατ’ αρχάς, το θέμα της επιβίωσης. Οι συνθήκες εργασίας είναι ισοπεδωμένες. Είναι σχεδόν αδύνατο να επιβιώσεις οικονομικά, ακόμη και τις περιόδους που εργάζεσαι, γιατί περνάμε και μεγάλα διαστήματα ανεργίας. Πέρα όμως από αυτό, τα τελευταία χρόνια υπήρξαν απώλειες στην πνευματική ζωή που δύσκολα αναπληρώνονται. Γύρω μου βλέπω πολύ ταλέντο και ευφυΐα αλλά την ίδια στιγμή ένα μεγάλο έλλειμμα πνευματικότητας και δημιουργικού διαλόγου».
Εχετε συμφιλιωθεί με τα όρια που θέτει στις δυνατότητές μας το πέρασμα του χρόνου; Τι σας φοβίζει πιο πολύ; Το να αισθάνεστε μέχρι το τέλος ανικανοποίητη ή το να αισθανθείτε κάποια στιγμή πολύ χορτασμένη; «Τα τελευταία χρόνια έχω καταφέρει να συμφιλιωθώ με τα όρια που θέτει στις δυνατότητές μου ο ίδιος μου ο χαρακτήρας. Με αυτόν παλεύω και θα παλεύω. Ο χρόνος δεν πιάνεται με τίποτα. Με φοβίζει το να αισθανθώ πολύ χορτασμένη, γι’ αυτό και είμαι συνεχώς ανικανοποίητη. Αυτό άλλοτε το αντιμετωπίζω ως δημιουργικό εμπόδιο και άλλοτε απλώς ως μιζέρια…».
Ποιο τραγούδι θα σιγοτραγουδούσατε για να νιώσετε ασφάλεια αν έπρεπε να διασχίσετε μόνη μια σκοτεινή στοά; «Θα σφύριζα μια αυτοσχέδια μελωδία. Συχνά μου αρέσει να το κάνω αυτό».
«Θείος Βάνιας», Θέατρο Χορν (Αμερικής 10), Τετάρτη ως Κυριακή, έως τις 05.04.2015.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ