Η Φάνη Πάλλη-Πετραλιά αδυνατεί να ξεχάσει εκείνο το «πηγαδάκι» με τους Γιώργο Σουφλιά, Τζαννή Τζαννετάκη κ.ά. λίγο πριν από την ορκωμοσία της κυβέρνησης Μητσοτάκη στις 11 Απριλίου 1990. Η ίδια πρόκειται να αναλάβει υφυπουργός Αθλητισμού, αρμόδια για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. «Συγχαρητήρια, Φανούλα μου» της λέει ο Σουφλιάς. «Τι παίρνεις τώρα στο Πολιτισμού;». «Τους Ολυμπιακούς Αγώνες». Ο Τζαννετάκης, υπουργός Πολιτισμού και αντιπρόεδρος πλέον της κυβέρνησης, την αποστομώνει: «Ποιους Ολυμπιακούς; Μα γιατί πήγα στο υπουργείο Πολιτισμού, για τις ανασκαφές;».
Στο άρτι αφιχθέν βιβλίο της «Σαράντα χρόνια τώρα» (εκδόσεις Καστανιώτη), ένα αυτοβιογραφικό οδοιπορικό στα γεγονότα, στα παρασκήνια και στους πρωταγωνιστές της Μεταπολίτευσης, η χαλκέντερη grande dame της Νέας Δημοκρατίας αποτυπώνει την κομματική ανθρωπογεωγραφία έτσι όπως τη βίωσε εκ των έσω. «Πολλοί συνάδελφοί μου, ακόμη και ο Καραμανλής, με είχαν προτρέψει να γράψω όσα έζησα σχεδόν τρεις δεκαετίες στη Βουλή, από το 1985 ως το 2009, χωρίς νοσταλγία όμως. Δεν έχω νιώσει νοσταλγία για τίποτα». Καθισμένη στην πορφυρή πολυθρόνα του σπιτιού της στη Γλυφάδα (εκεί όπου κάποτε διοργάνωνε τα πολιτικά τσάγια των γυναικών της Β ‘Αθηνών), η Φάνη Πάλλη-Πετραλιά (με τη μαμαδίστικη allure και το επιθετικό, λίγο αμερικανικό packaging που μάλλον την αδικεί, ενώ ταυτόχρονα παραπλανά εμφανίζοντάς την… ακίνδυνη) εξηγεί στο BΗΜΑgazino ότι δεν πρόκειται για ένα «φανοκεντρικό» αφήγημα: «Μια δική μου αυτοβιογραφία θα ήταν εντελώς αδιάφορη για τον κόσμο. Ούτε απομνημονεύματα ήθελα να είναι αφού δεν έχω σκοπό να γεράσω και να πεθάνω! Είναι ουσιαστικά ένα πολιτικοϊστορικό βιβλίο, ένα ρεπορτάζ που αρχίζει από τη Μεταπολίτευση και τελειώνει με την τρόικα». Δεν κρύβει ότι η πληθωρική, 460σέλιδη αυτή πολιτική μαρτυρία περιελάμβανε στην αρχική της μορφή κάμποσους τόμους: «Δεν αυτολογοκρίθηκα» τονίζει. «Ηθελα όμως ό,τι γραφτεί να μπορεί να αποδειχθεί».
Η αστή που θα σαρώσει τη Β’ Αθηνών. Η Φάνη Πάλλη-Πετραλιά γεννιέται στις 10 Αυγούστου 1943 στους κόλπους μιας αστικής τάξης που «είχε συνείδηση του ρόλου και της ευθύνης της». Ο πατέρας της Επαμεινώνδας Πετραλιάς, με καταγωγή από τη Δίβρη Ηλείας (γόνος μιας ιστορικής πολιτικής οικογενείας με ρίζες στο Παλέρμο της Ιταλίας), είναι ένας διακεκριμένος δικηγόρος των Αθηνών, ονομαστός για το εθελοντικό κοινωνικό έργο του (ανήκει στους εμπνευστές των ΠΙΚΠΑ) αλλά και για τη συνεισφορά στο ολυμπιακό κίνημα και στον ελληνικό αθλητισμό –συμμετέχει στην ίδρυση των περισσότερων εγχώριων αθλητικών ομοσπονδιών. Στις φιλίες του συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο μέγας ευεργέτης των Πατρών Αχιλλέας Γεροκωστόπουλος και ο Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ. Μητέρα της η «καλοβαλμένη» Νίνα-Ουρανία Αυλωνίτου, από εύπορη φαμίλια του Βόλου και της Σκοπέλου.
«Ποτέ δεν έκρυψα από τους πολίτες ποια ήμουν» υπογραμμίζει σήμερα η ίδια στο ΒΗΜΑgazino. «Μεγάλωσα σε ένα προνομιούχο περιβάλλον. Η οικογένειά μου όμως ήταν πρωτίστως μια οικογένεια της προσφοράς. Η μητέρα μου μπορεί να φόραγε το βράδυ το καλοραμμένο φουστάνι της, το πρωί όμως τη θυμάμαι με μια χακί μπλούζα εθελόντριας στα νοσοκομεία». Στο ανοιχτό αστικό σπίτι στον αριθμό 31 της Ιπποκράτους (όπου μπορείς κάλλιστα να συναντήσεις τον ναύαρχο Ιωάννη Τούμπα ή τη Λίνα Τσαλδάρη) οι πολιτικές συζητήσεις δίνουν και παίρνουν.
Οι δύο θυγατέρες, η Φάνη και η Τίτη, μεγαλώνουν όπως πολλά κορίτσια «καλών» οικογενειών των δεκαετιών του ’50 και του ’60: με μπαλέτο και εκφραστικό χορό δίπλα στη Ζωζώ Νικολούδη και στη Μαρία Χορς, με γαλλικά, βόλτες στην πλατεία Κολωνακίου, λουκουμάδες από τον Μπόκολα, ταινίες στο «Παλλάς» και στο «Αττικόν», ταξίδια με το Λύκειο των Ελληνίδων (η 16χρονη Φάνη θα χορέψει στην ελεύθερη ακόμη τότε Κερύνεια ως φιλοξενούμενη του Μακαρίου). Οταν τρεις δεκαετίες αργότερα ο Γιώργος Κατσιφάρας του ΠαΣοΚ ερωτάται αν γνωρίζει τη larger than life κυρία της ΝΔ απαντά: «Πού να την ξέρω; Οταν η κυρία Πάλλη κυριαρχούσε ως δεσποινίς στην αθηναϊκή ζωή, εγώ σαλάγαγα τα πρόβατα στο Καλέντζι!».
Η ίδια επιθυμεί διακαώς να σπουδάσει Ιστορία και Αρχαιολογία. Οι σπουδές της στην École du Louvre στο Παρίσι διακόπτονται εν έτει 1963 εξαιτίας της ασθένειας της μητρός της. Αποφασίζει να φοιτήσει στη Νομική Αθηνών. Εκεί άλλωστε θα ισχυροποιηθεί και το φλερτ της με την πολιτική: «Την εποχή εκείνη οι «κεντρώες» και οι διάφορες «προς τα αριστερά» παρατάξεις ήταν ισχυρότατες. (…) Θεωρούσα όμως αδιανόητο να μην υπάρχει και μια δική μας φοιτητική παράταξη του λεγόμενου δεξιού χώρου». Ο πρόωρος θάνατος της μητέρας της (1964) θα τη σημαδέψει.

Τυγχάνει τα ευχαριστήρια για όσους σπεύδουν να συλληπηθούν να έχουν παραγγελθεί στο ιστορικό κατάστημα «Πάλλης» της Ερμού. Ετσι θα ξανασυναντήσει τον κατά 20 χρόνια μεγαλύτερό της επιχειρηματία Νίκο Πάλλη, έναν γοητευτικό bon vivant με ιδιαίτερη, όπως θα αποδειχθεί, κλίση στα σόκινγκ αστεία. Η πρώτη τους συνάντηση πραγματοποιείται λίγο καιρό νωρίτερα στα… φανάρια του Παλαιού Δημαρχείου στη Γλυφάδα, εκείνος σε μια Mercedes, εκείνη στο αυτοκίνητο οικογενειακών φίλων. Θα παντρευτούν και μέσα σε πεντέμισι χρόνια θα αποκτήσουν τέσσερα παιδιά: την Αλεξάνδρα, την Ελενα, την Ντόρα και τον Ιάκωβο. Η πολύτεκνη φοιτήτρια της Νομικής θα πάρει μετά κόπων το πτυχίο της (1976) και θα σπεύσει να παραγγείλει, φυσικά στου «Πάλλη», καρτ βιζίτ με το «Φάνη Πετραλιά-Πάλλη» (η σειρά θα αλλάξει κατόπιν απαιτήσεως του συζύγου της).


Μια μεγαλοαστή στα ντουβάρια της Ρηγίλλης. Τη «νομαδική ζωή πολυτελείας» που διάγει η οικογένεια Πάλλη θα διακόψει σιγά σιγά η εθελοντική προσχώρησή της στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Τη δικηγορία θα την ασκήσει, αλλά θα την εγκαταλείψει σύντομα για λόγους ηθικής τάξεως. Η αλήθεια είναι ότι η μεγαλοαστή θα επιδείξει από πολύ νωρίς κομματική πειθαρχία που θα ζήλευε και ο Περισσός. Στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές (Νοέμβριος ’74) βρίσκεται εκεί, στα γραφεία της ΝΔ, στην οδό Νίκης, στριμωγμένη μαζί με το πλήθος στη σκάλα περιμένοντας την άφιξη του «εθνάρχη» για τα εγκαίνια.
Είναι από τις πρώτες εκείνες που πηγαίνουν και σκουπίζουν –στην κυριολεξία –στη Ρηγίλλης. Στο προσυνέδριο της ΝΔ (Απρίλιος ’77) στο «Πόρτο Καρράς» της Χαλκιδικής κερδίζει τα εύσημα ως υπεύθυνη τραπεζαρίας. Οι «πάνω» στη Ρηγίλλης φαίνεται ότι παρακολουθούν στενά τι γίνεται με τους «κάτω». Το τηλεφώνημα του Τάκη Λαμπρία, εκ των στενών συνεργατών του Κωνσταντίνου Καραμανλή, στο οποίο της προτείνει να είναι υποψήφια στο ψηφοδέλτιο του κόμματος στην Α ‘Περιφέρεια Αθηνών στις εκλογές του ’77, την αιφνιδιάζει. Αρνείται όμως γιατί η Βουλή λειτουργεί μόνο απόγευμα και τα παιδιά είναι ακόμη μικρά. Αυτό δεν την αποτρέπει από το να ιδρύσει μαζί με τις Τεό Παπαδάκη, Λένα Ράλλη κ.ά. την Πολιτιστική Ενωση Γυναικών.
Στο πρώτο συνέδριο του κόμματος το 1979 θα κάνει, ως μέλος της Διοικούσας Επιτροπής, την πρώτη πολιτική ομιλία της. Ο Καραμανλής τη φωνάζει αμέσως μετά: «Ακου να σου πω… Να μην ξαναπείς ότι με βγάζουν πρωθυπουργό οι γυναίκες». Οπως διατείνεται σήμερα η ίδια, ο εθνάρχης δεν έπαψε ποτέ να είναι φιλικός μαζί της –ακόμη και το 1985, όταν εκείνη καταθέτει ένσταση κατά της εκλογής του ανιψιού του Μιχάλη Λιάπη διεκδικώντας με περισσό πάθος την πρώτη βουλευτική έδρα της στη Β ‘Αθηνών.
Η αναρρίχηση στον κομματικό μηχανισμό είναι αργή και κοπιώδης, ιδιαίτερα για τις λουσάτες σουφραζέτες της παράταξης –δεν θα ξεχάσει αργότερα τα λόγια του Γεωργίου Ράλλη όταν του ζητάει μία θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας: «Χρειάζομαι μια γυναίκα με πανελλήνια ακτινοβολία. Εσάς με τι προσόντα να σας βάλω; Σαν μια κυρία που δουλεύει για το κόμμα;». Στην κλαδική των δικηγόρων της ΝΔ βρίσκεται απέναντι στο «βαρύ πυροβολικό» του ΠαΣοΚ, τον Βαγγέλη Γιαννόπουλο. «Ο πατέρας σου ήταν καλός Πετραλιάς, εσύ δεν είσαι καλό Πετραλάκι» θα της πει.

Αργότερα, ως ηγέτιδα του γαλάζιου γυναικείου κινήματος, θα παλέψει (με αψεγάδιαστο μανικιούρ) με την Ενωση Γυναικών Ελλάδος της Μαργαρίτας Παπανδρέου. Η ίδια δεν διστάζει σήμερα να περιγράψει εαυτόν ως «κομματόσκυλο»: «Είναι μια έκφραση λίγο υπερβολική, η οποία αυτές τις ημέρες δεν χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης. Τότε όμως ήταν τίτλος τιμής, ότι είσαι εκεί για το κόμμα σου, για την ιδεολογία σου».

Στο βιβλίο της θα περιγράψει εν λεπτομερεία την αποτρόπαια πόλωση της δεκαετίας του ’80 (αν και οι «πρασινοφρουροί» καταλαμβάνουν σαφώς μεγαλύτερο χώρο στην αφήγησή της από τους «Ρέιντζερς» και τα άλλα σκληροπυρηνικά «καλόπαιδα» της ΟΝΝΕΔ). Μεταξύ άλλων αποτυπώνει το προεκλογικό κλίμα του ’81 με την ίδια σε ρόλο «ρεσεψιονίστ» του «Zόναρς», που είναι το κεντρικό εκλογικό κέντρο της ΝΔ. Το πρωί της 19ης Οκτωβρίου 1981 οι πίτσες και οι σαμπάνιες στη Ρηγίλλης είναι άθικτες, η κηδεία της Δεξιάς έχει συντελεστεί. Στη βαθιά μετεκλογική μοναξιά («Ακόμη και άνθρωποι που έμεναν στην οδό Ρηγίλλης, όταν έφθαναν στο ύψος των γραφείων, έσκυβαν το κεφάλι για να πάνε σπίτι τους») θα προστεθεί το λυσσαλέο «πογκρόμ» από το ΠαΣοΚ. «Αυτά που διάφοροι νεοδημοκράτες δημόσιοι υπάλληλοι έρχονταν και μας κατήγγελλαν ήταν πράγματα ανήκουστα. Στην αρχή δεν τα πίστευα. (…) Γίνονταν ως και ξυλοδαρμοί, ενώ οι προπηλακισμοί και οι ύβρεις ήταν στην ημερησία διάταξη των περισσότερων γραφείων του Δημοσίου».
Είναι η εποχή που η ίδια θα διαδραματίσει εν αγνοία της ρόλο femme fatale για το μέλλον της συνταραγμένης από την ιστορική ήττα παράταξης. Οταν ένα πρωί επισκέπτεται τον Ράλλη στο γραφείο του για να του εκθέσει ευθέως τους «προβληματισμούς» των στελεχών για το αν πρέπει να παραμείνει στην ηγεσία του κόμματος, τον ακούει να ανακοινώνει «φουντωμένος»: «Θα θέσω θέμα αποδοχής από την Κοινοβουλευτική Ομάδα». Ο Ράλλης το εννοεί. Το κόμμα βοά από τις φήμες ότι κάποια μυστηριώδης ξανθιά (πολλοί εικάζουν η Φρόσω Σπετζάρη) ώθησε τον πρόεδρο να θέσει ζήτημα αρχηγίας.

Οταν αποκαλύπτεται η ταυτότητά της, βρίσκεται στο επίκεντρο μιας σφοδρής κομματικής «θεωρίας συνωμοσίας», με τους «ραλλικούς» να τη θεωρούν «δάκτυλο» του Αβέρωφ. «Κυρία Πάλλη, να ξέρεις ότι εσύ είσαι η αφορμή για τη διάλυση της Νέας Δημοκρατίας» της εκσφενδονίζει κλαίγοντας η συνεργάτις του Ράλλη Ειρήνη Δροκοφίκη. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ, για τον οποίο τρέφει ιδιαίτερο σεβασμό, δεν θα αργήσει να πάρει τα ηνία του κόμματος: «Η ευγένεια που εκπέμπει ως άνθρωπος θα είναι αντιστρόφως ανάλογη με την πυγμή με την οποία δομεί το κόμμα».

Στις ευρωεκλογές του ’84 οι οικογενειακές υποχρεώσεις την κρατούν μακριά από το ψηφοδέλτιο, παρότι δεν θα διστάσει να φάει και να ρίξει ξύλο (παρέα με τους Βασίλη Μιχαλολιάκο και Διονύση Μπεχράκη) στη Θεσσαλονίκη εν όψει της μεγάλης ομιλίας του αρχηγού. Εχει ο Αβέρωφ να το λέει: «Με παρακάλαγαν όλοι να τους βάλω στο ψηφοδέλτιο και είχα και τη Φάνη να κλαίει να τη βγάλω».
Η ίδια ευγνωμονεί σήμερα τον σύζυγό της που ουδέποτε την έθεσε ενώπιον του διλήμματος «οικογένεια ή πολιτική» καθότι «σίγουρα θα διάλεγα την οικογένεια» (η αλήθεια είναι ότι κόντεψε να το πράξει κάμποσες φορές, όπως σε εκείνη τη γιορτή της μητέρας που την υποδέχθηκε στο σπίτι ένα πανό: «Εσένα χρόνια πολλά να σου πει ο Αβέρωφ»). «Χρωστάω πολλά στον άντρα μου» εξομολογείται σήμερα στο ΒΗΜΑgazino. «Νόμιζε ότι έχει βρει ένα ωραίο, καλό, μορφωμένο κορίτσι να κάνει οικογένεια και τελικά του βγήκα… εγώ, ζωηρή! Ο Νίκος δεν ήταν ένας εύκολος άνθρωπος. Δεν με ενθάρρυνε ποτέ στην πολιτική αλλά και ποτέ δεν με εμπόδισε… Με στήριξε ή ίσως με ανέχθηκε».

Παραδέχεται σήμερα ότι, αν έχει για κάτι τύψεις στην πολιτική πορεία της, είναι ότι «ο Νίκος την πλήρωσε ακριβά».

«Τον απομύζησα οικονομικά. Θεωρώ όμως τίτλο τιμής μου ότι μπήκα στην πολιτική με ένα πόθεν έσχες κάποιων σελίδων που σήμερα χωράει σε μισή».


Η εκλεκτή των γαλάζιων αρχηγών. Θα της προσάψουν επανειλημμένως ότι κοσμεί τις «αυλές» όλων των αρχηγών (πλην Ράλλη) της Νέας Δημοκρατίας: Αβέρωφ, Μητσοτάκη, Εβερτ και Καραμανλή. «Ναι, βεβαίως. Κάποτε με είχαν αποκαλέσει «εκκρεμές». Ημουν πάντα κοντά στους αρχηγούς γιατί υπηρετούσα τις κομματικές αρχές, υπηρετούσα τη ΝΔ. Δεν υπήρξα όμως ποτέ αυλοκόλακας. Με κανέναν δεν έκανα σκόντο. Οταν κάτι δεν μου πήγαινε, δεν πολεμούσα υπογείως, το έλεγα ανοιχτά». Πόσο πολιτικά αυτόνομος μπορεί να είσαι όντας πισθάγκωνα προσδεδεμένος στο άρμα του εκάστοτε αρχηγού; «Οταν είσαι χωρίς δουλικότητα κοντά στον αρχηγό, εκεί δηλαδή όπου διαμορφώνονται οι πολιτικές, έχεις μεγαλύτερη δυνατότητα να εκθέτεις απευθείας τις απόψεις σου και να καταφέρνεις κάποιες φορές να περάσουν». Την αφοσίωσή της θα καταδείξει και επί προεδρίας Μιλτιάδη Εβερτ, τον οποίο θα στηρίξει αόκνως, παρά τις συχνές μεταξύ τους ρήξεις, μέχρι τέλους.
Στο βιβλίο της θα είναι εκτενής η αναφορά στην εποχή Μητσοτάκη (οι ιδιαίτερα θερμές αρχικά σχέσεις με το περιβάλλον του «Ψηλού» θα αγγίξουν αργότερα θερμοκρασίες παγετώνος) αλλά και σε εσωκομματικές σελίδες-ταμπού. Δεν διστάζει, π.χ., να υπογραμμίσει ότι η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη (με τον οποίο η ίδια συνδεόταν φιλικά) οδήγησε σε ραγδαίες εσωκομματικές μεταβολές: «Ετσι πρωτοεμφανίστηκε η Ντόρα στην πολιτική ως μία διάδοχη έννοια –στην αρχή του δολοφονημένου συζύγου της, στη συνέχεια του πατέρα της. Η δική μου αίσθηση είναι ότι από τη στιγμή που δραστηριοποιείται πλέον η Ντόρα στο προσκήνιο αρχίζει ταυτόχρονα και σιγά σιγά να μπαίνει το ερωτηματικό πλάι στο όνομα του Σαμαρά, ο οποίος ως εκείνη τη στιγμή θεωρείται από όλους ο φυσικός διάδοχος του Μητσοτάκη όποτε θα προέκυπτε τέτοιο ζήτημα». Από τα λίαν «πιπεράτα» σημεία του βιβλίου και το περίφημο τηλεφώνημα που της κάνει ο αμερικανός πρέσβης Νίκολας Μπερνς το μοιραίο για τη ΝΔ βράδυ των εκλογών της 9ης Απριλίου του 2000.
Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της η γαλάζια «βιονική γυναίκα» (ούτε οι εννέα οφθαλμολογικές επεμβάσεις μέσα σε δύο χρόνια θα καταφέρουν να την κάμψουν) δεν παραλείπει να εκθέσει τις «εγγενείς παθογένειες της παράταξης». Tη «μόνιμη κατάρα της ασυνέχειας και του να γκρεμίζεις ό,τι έχει κάνει ο άλλος». Την «εξυπηρέτηση ημετέρων», εκ των παλαιοκομματικών πρακτικών, στις οποίες παραδέχεται ότι έχει επιδοθεί μετά ζήλου και η ίδια: «Βεβαίως, όλοι μας, τώρα τι να πούμε, ότι δεν έχουμε βοηθήσει ψηφοφόρους; Το γραφείο μου ήταν πάντα ανοιχτό, αν και δεν έβλεπα τα πράγματα στενά κομματικά…». Την πολυνομία και την αρτηριοσκληρωτική γραφειοκρατία στη διοίκηση: «Πάρα πολλές φορές ένιωσα ότι θα εκραγώ γιατί έπρεπε να δώσω τη μάχη για τo αυτονόητο. Τι νομίζετε ότι είναι η κρίση που περνάμε σήμερα; Οφείλεται στο ότι δεν μπορέσαμε ως πολιτικό σύστημα να πράξουμε τα αυτονόητα. Ηρθε η τρόικα και τα έκανε εν μιά νυκτί».

Οι γνωριμίες της «Μπάρμπρα». Το κόμμα βέβαια θα εξαργυρώσει στο έπακρον το ταμπεραμέντο, το καρνέ αλλά και το… έτοιμο τυπογραφείο της «Μπάρμπρας» (εκ της Μπάρμπρα Στράιζαντ, παρατσούκλι που της παραχωρεί η παραπολιτική στήλη «Αποδυτηριάκιας» του «Φιλάθλου»). Ο Πάλλης γκρινιάζει αργότερα ότι τουλάχιστον με τη Μελίνα στο υπουργείο Πολιτισμού παίρναμε και καμιά δουλίτσα, γιατί όταν η Φάνη γίνεται υφυπουργός Αθλητισμού φυσικά σταματάει τις εμπορικές σχέσεις του υπουργείου με την εταιρεία του συζύγου της. Η πληθωρική προσωπικότητά της (στο Κοινοβούλιο εκτελεί συχνά χρέη διακομματικής «εξομολογήτρας»), το πρωτοποριακό πολιτικό μάρκετινγκ (ο Π. Ψωμιάδης μαζεύει τα προεκλογικά φυλλάδιά της) και η πηγαία ελαφράδα με την οποία προσεγγίζει βαρύνουσες διεθνείς προσωπικότητες (μπίρες με το ζεύγος Γιλμάζ στη Ρόδο, τρυφεροί εναγκαλισμοί με τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο) την καθιστούν απαραίτητη στην «ανέραστη» επικοινωνιακά ΝΔ.
Η ίδια δεν θα αποποιηθεί ποτέ τις οικογενειακές σχέσεις της με την τέως βασιλική οικογένεια: ο πατέρας της μοιράζεται το ίδιο δωμάτιο με τον πρίγκιπα Παύλο στα χρόνια της εξορίας του πατρός του Κωνσταντίνου Α’ στην Ελβετία (1917-1920), ενώ στη διάρκεια της χούντας ο εξόριστος Κωνσταντίνος Β ‘τον χρίζει «ταχυδρόμο» του.

Συχνά μάλιστα καταδεικνύει μια σχεδόν παντελή αδιαφορία για το όποιο πολιτικό τους κόστος –το 1995 ως γραμματέας Επικοινωνίας της ΝΔ έχει ράψει φουστάνι για τον γάμο Παύλου – Μαρί Σαντάλ, αλλά ο Εβερτ είναι πυρ και μανία: «Εσύ δεν θα πας!».

Αλλωστε οι σχέσεις της με τους τέως άνακτες θα φανούν ποικιλοτρόπως χρήσιμες στην παράταξη, όπως τότε π.χ. που η ίδια τηλεφωνεί (εκ μέρους του Αντώνη Σαμαρά) στον «τέως» στην Αγγλία ζητώντας του να μεσολαβήσει μέσω της βασίλισσας της Δανίας ώστε να καμφθούν οι αντιστάσεις του τότε δανού υπουργού Εξωτερικών Ούφε Ελεμαν Γένσεν σχετικά με το Μακεδονικό. Στο βιβλίο της δεν διστάζει να θέσει το θέμα του «τέως», επισημαίνοντας «πόσο ανόητα και πόσο στεγανά» το αντιμετώπιζε το σύνολο του πολιτικού κόσμου, ενώ καταγράφει την… αναίμακτη συνάντηση Κωνσταντίνου – Μίκη Θεοδωράκη (!) στο Πουέρτο Ρίκο τον Αύγουστο του ’89 (στο περιθώριο της πρώτης εθνικής αποστολής για τη διεκδίκηση των Ολυμπιακών του ’96). «Το πολιτειακό θέμα έχει τελειώσει, άρα τι ακριβώς συζητούμε;» λέει σήμερα στο ΒΗΜΑgazino. «Τι είναι, δηλαδή, επικίνδυνος που όταν ήρθε να κάνει βόλτα με το σκάφος εστάλησαν τορπιλάκατοι και αεροπλάνο; Εξωπραγματικά πράγματα».
Πλείστα και τα παρασκήνια από την 30χρονη θητεία της στο Ελληνικό Κοινοβούλιο σε δύσβατα πόστα και σε ευαίσθητες συγκυρίες (υφυπουργός Αθλητισμού επί Μητσοτάκη, αναπληρώτρια υπουργός Πολιτισμού το 2004, υπουργός Τουριστικής Ανάπτυξης και, τέλος, υπουργός Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας). Εξέχουσα θέση βέβαια κατέχουν στο πολυσέλιδο πόνημά της οι Ολυμπιακοί. Μεταξύ άλλων οι δικές της εξηγήσεις για τη μεταολυμπιακή απαξίωση των έργων (κάποιοι υποστηρίζουν ότι ποτέ δεν υπήρξαν επαρκείς) και τα (ενίοτε δυσώδη) παρασκήνια της ολυμπιακής οικογένειας. Αναφέρουμε ενδεικτικά την απαίτηση ισχυρότατου και αδηφάγου «Αθάνατου» να του χαρίσουν έναν πολυέλαιο από το Μέγαρο Σταθάτου (την εποχή της διεκδίκησης των Ολυμπιακών του ’96) αλλά και τα καπρίτσια του έτερου χρυσού κοριτσιού των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (π.χ., λίγο πριν από τις εκλογές του 2004 ο πρόεδρος της ΔΟΕ Ζακ Ρογκ διαμηνύει ιδιαιτέρως στον Κώστα Καραμανλή «την επιθυμία της κυρίας Αγγελοπούλου να γίνει υπουργός Πολιτισμού και Ολυμπιακών Αγώνων»).
Από το 2009 που βρίσκεται εκτός Βουλής (χάρη στην… γκιλοτίνα, όπως διατείνεται, του Ασφαλιστικού) η 71χρονη σήμερα Φάνη Πάλλη-Πετραλιά με τη θαλερή κοκεταρία κρατάει αποστάσεις ασφαλείας από την ενεργό πολιτική. «Το μεγαλύτερο όμως πολιτικό μου σφάλμα δεν το έχω διαπράξει ακόμη» λέει στο BHMAgazino. Δεν αποκλείει ένα δεύτερο βιβλίο με τα λοιπά παρασκήνια της Μεταπολίτευσης έτσι όπως εκείνη τα έζησε από τα γαλάζια έδρανα. Παίζοντας με το χαδιάρικο λαμπραντόρ της θυμάται μια φράση του Αθανάσιου Τσαλδάρη: «Ολοι οι βουλευτές έχουν μια κοινή ιδεολογία: την επανεκλογή τους».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ