«Η απορία μου είναι γιατί κάποιος Ελληνας δεν έγραψε ένα αντίστοιχο βιβλίο όλα αυτά τα χρόνια» λέει ο Τζον Μπρέιντι Κίσλινγκ, λίγο προτού μπει στην κουζίνα του σπιτιού του. Το μεσημεριανό κρύο και ο καθαρός ουρανός πάνω από την Πλάκα παραπέμπουν στην αρχή του χειμώνα και ο ψηλός 57χρονος πρώην διπλωμάτης των ΗΠΑ προσφέρει ζεστό καφέ πριν από τη συνέντευξη. Μένει στο διαμέρισμα αυτό μαζί με τη σύζυγό του Ρεγγίνα από το 2004. Τα τελευταία επτά χρόνια μελέτησε την ελληνική τρομοκρατία. Το αποτέλεσμα της έρευνάς του, το αγγλόγλωσσο βιβλίο «Greek Urban Warriors: Resistance & Terrorism, 1967-2014» («Ελληνες αντάρτες πόλεων: Αντίσταση και τρομοκρατία, 1967-2014», Lycabettus Press), πρόκειται να κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες. Αποτελεί μια ψύχραιμη καταγραφή της ελληνικής περίπτωσης της τρομοκρατίας των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών καθώς και των καταβολών της. «Εγραψα το βιβλίο σαν να επρόκειτο για αρχαία Ιστορία» σχολιάζει ο ίδιος. Ασφαλώς, ανάμεσα στα θέματά του, δεσπόζει η δράση αλλά και η εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη».
Ο Τζον Μπρέιντι Κίσλινγκ έλαβε μεγάλη δημοσιότητα τον Φεβρουάριο του 2003, οπότε η αμερικανική εφημερίδα «The New York Times» δημοσίευσε τη σκληρή επιστολή παραίτησής του προς τον τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Κόλιν Πάουελ. Ο τότε 46χρονος διπλωμάτης παραιτήθηκε από τη θέση του ως επικεφαλής του πολιτικού τμήματος της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, εξαιτίας της ηθικής διαφωνίας του με την πολιτική που ακολούθησε η Αμερική στο Ιράκ και τον πόλεμο που επρόκειτο να αρχίσει. Γεννημένος στο Χιούστον του Τέξας και μεγαλωμένος στην πόλη Πάλο Αλτο της Καλιφόρνιας, ο Κίσλινγκ σπούδασε αρχαία Ιστορία και αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ προτού ενταχθεί στο αμερικανικό διπλωματικό σώμα το 1983. Εκτοτε υπηρέτησε σε θέσεις στο Ισραήλ, στο Μαρόκο, στην Ουάσιγκτον, στην Αρμενία και δύο φορές στην Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 2002, καθώς συνέβαιναν οι συλλήψεις των μελών της «17 Νοέμβρη» και οι συνακόλουθες αποκαλύψεις, ο ίδιος τις έζησε εκ του σύνεγγυς ως στέλεχος της πρεσβείας.
Η «17 Νοέµβρη» ως παραβολή. Γιατί όμως να γράψει ένα βιβλίο για το συγκεκριμένο θέμα; «Παρακολούθησα από κοντά το πώς η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου μετατράπηκε σε ένα εργαλείο για μαζική διαστρέβλωση της αμερικανικής πολιτικής διαδικασίας. Σκέφτηκα ότι το ελληνικό παράδειγμα, σε μικρότερη κλίμακα, μπορεί να αποτελέσει ένα καλό μάθημα σχετικά με το γιατί δεν πρέπει να υπερβάλλει κάποιος με τις τρομοκρατικές απειλές» εξηγεί. Και συνεχίζει: «Οι απειλές πρέπει να αντιμετωπίζονται στο πολιτικό πλαίσιό τους με τρόπο ο οποίος είναι ανάλογος του μεγέθους τους. Ως αμερικανός διπλωμάτης, έχω παρακολουθήσει το πώς πολλοί προώθησαν τις καριέρες τους μετατρέποντας εαυτόν σε κυνηγό τρομοκρατών».
Η πρώτη φορά που ο Μπρέιντι Κίσλινγκ έφτασε στην Ελλάδα ως διπλωμάτης ήταν το 1988 και παρέμεινε ως το 1992. Προσγειώθηκε στο Ελληνικό λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία του στρατιωτικού ακολούθου των ΗΠΑ, πλοιάρχου Γουίλιαμ Νορντίν, από τη «17 Νοέμβρη», αφού μάλιστα, γνωρίζοντας ότι θα εργαστεί στην Ελλάδα, είχε παραστεί στην κηδεία του στις ΗΠΑ. Η δεύτερη φορά που βρέθηκε στην Ελλάδα ήταν το 2000, οπότε παρέμεινε ως την παραίτησή του. Λίγο πριν από την άφιξή του είχε προηγηθεί η δολοφονία, από την ίδια οργάνωση, του βρετανού διπλωμάτη και στρατιωτικού Στίβεν Σόντερς. Το γεγονός ότι δεν είχε γνωρίσει προσωπικά τους δύο άνδρες οι οποίοι κινούνταν στη διπλωματική κοινότητα της Αθήνας τού επέτρεψε να είναι ψύχραιμος στην κρίση του.
Δύο άνδρες πάνω σε µία µοτοσικλέτα.Θυμάται τις περιόδους των ενεργειών της τρομοκρατίας στην πρεσβεία ως εξής: «Κάθε φορά που είχαμε κάποια τρομοκρατική επίθεση της «17 Νοέμβρη», το ενδιαφέρον για την πρεσβεία «άναβε». Η Ουάσιγκτον θα επικοινωνούσε τηλεφωνικά μαζί μας ζητώντας να μάθει τι συμβαίνει, κάποιο μέλος του Κογκρέσου θα μας επισκεπτόταν… Ακριβώς επειδή μια τρομοκρατική ενέργεια αποτελεί πρόκληση, κινητοποιεί όλα τα αντανακλαστικά αυτού του πελώριου αμερικανικού συστήματος, το οποίο υπαγορεύει ότι κάθε πρόκληση πρέπει να αντιστοιχηθεί με μια τεράστια, ανάλογη της υπερδύναμης, απάντηση. Ευτυχώς, ήμασταν πάντοτε επαρκείς ως πρεσβεία ώστε να διασφαλίσουμε ότι οι ΗΠΑ δεν θα προβούν σε καμιά ανοησία ως απάντηση».
Υπερτερεί άραγε ο φόβος ή ο θυμός όταν κάποιος αποτελεί εν δυνάμει στόχο τρομοκρατικής ενέργειας; Ο Κίσλινγκ ανασύρει κάποια από τα συναισθήματά του: «Κάθε φορά που έβλεπα από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου μου δύο άνδρες με κράνη full face πάνω σε μια μοτοσικλέτα, σκεφτόμουν ότι η πιθανότητα να είναι τρομοκράτες ήταν περί το 20%. Ημασταν συνεχώς ανήσυχοι. Το να ανησυχείς συνεχώς σε θυμώνει. Το ελληνικό κράτος υπήρξε άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο ικανό στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, όμως η δική μας αντίληψη ήταν η ανικανότητά του. Οταν συμβαίνει αυτό, δημιουργείται μεγάλος θυμός, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν απολύτως αντιπαραγωγικός».
Το λάθος της CIA. Δεν είναι μικρός ο όγκος των δημοσιευμάτων σχετικά με τη συμβολή των βρετανικών και των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών στην εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη». Οπως επίσης και οι θεωρίες συνωμοσίας ότι οι συλλήψεις ήλθαν «πάνω στην ώρα» για την ομαλή διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Ο Μπρέιντι Κίσλινγκ πιστεύει ότι η έκρηξη στα χέρια του Σάββα Ξηρού τον Ιούλιο του 2002 ήταν τυχαίο γεγονός, ενώ στο βιβλίο του μοιάζει να μη θεωρεί ιδιαιτέρως σημαντική τη συμβολή των ξένων υπηρεσιών. «Γνωρίζω ότι η CIA συνεργάστηκε με ψυχολόγους για την υπόθεση, αλλά έγινε ένας αριθμός λαθών. Ενα από αυτά για τα οποία άκουσα και πιστεύω ότι είναι αλήθεια είναι ότι υπέθεσαν από την αρχή ότι όλες οι προκηρύξεις της «17 Νοέμβρη» ήταν έργο ενός συγγραφέα. Καθώς δεν τις μελετούσαν από την πρωτότυπη μορφή τους στα ελληνικά, αλλά από μετάφραση του ίδιου μεταφραστή, διάβαζαν επί της ουσίας τη «φωνή» του μεταφραστή» σημειώνει. Επιπλέον, επισημαίνει ότι ο τότε πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, Τόμας Μίλερ, ενημερωνόταν κάθε πρωί τηλεφωνικά από τον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, και όχι από αμερικανούς αξιωματούχους.
Τελικώς, δεν υπήρξε καμία συμμετοχή; «Αν υπήρξε συμμετοχή, αυτή ήταν εξαιρετικά διακριτική… Οταν βρίσκεσαι σε μια σύσκεψη, υπάρχουν εκείνοι που πραγματικά γνωρίζουν κάτι αλλά δεν το λένε και υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να δείχνουν ότι τίποτε δεν τους εκπλήσσει ενώ συμβαίνει ακριβώς αυτό. Η δυναμική της ομάδας στις συσκέψεις όπου παρευρέθηκα μου υπαγόρευε ότι δεν υπήρχε κάποια τρομερή μυστική συνεργασία. Υπήρχε απλώς συνηθισμένος διάλογος μεταξύ υπηρεσιών πληροφοριών».
«Μεταπράκτορας». Κάποια από τα υφάσματα στο σαλόνι του Τζον Μπρέιντι Κίσλινγκ είναι φθαρμένα και ο υπεύθυνος για τη ζημιά είναι μια νευρική, τροφαντή μαυρόασπρη γάτα, η Μιλένα. Πήρε το όνομά της από μια εκ των «ηρωίδων» στα τετράδια όπου η «17 Νοέμβρη» σημείωνε τα έσοδα και τα έξοδά της, την οποία ο Κίσλινγκ δεν κατάφερε να ταυτοποιήσει. Οπως εξηγεί ο αμερικανός συγγραφέας, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης της γάτας υπήρξε τρόφιμος των φυλακών Κορυδαλλού, ωστόσο δεν θέλει να διευκρινίσει αν είναι καταδικασμένος για τρομοκρατία.
Οποια κι αν είναι η προέλευση της Μιλένας, είναι βέβαιο ότι η πολυετής έρευνα οδήγησε τον Κίσλινγκ, έναν Αμερικανό ο οποίος έχει υπηρετήσει στο Στέιτ Ντιπάρτ-μεντ, στο κατώφλι πηγών από την άκρα Αριστερά. Μάλιστα, από την άκρα Αριστερά μιας χώρας την οποία ο ίδιος στην επιστολή παραίτησής του χαρακτήρισε ως «θερμοκήπιο του ευρωπαϊκού αντιαμερικανισμού». Τον αντιμετώπισαν άραγε ως πράκτορα; «Για κάποιους, αυτό που έκανα δεν βγάζει κανένα νόημα και γι’ αυτό θα πρέπει να είμαι πράκτορας. Συζητούσα με τον Ντάνο Κρυστάλλη, τον γνωστό «πολυπράκτορα» (σ.σ.: τον πληροφοριοδότη της ΕΥΠ στους κόλπους της άκρας Αριστεράς κατά τη δεκαετία του ’80, ο οποίος υποστηρίζει ότι έφτασε πολύ κοντά στη 17Ν), και μου είπε –νομίζω ότι το έλεγε ως κομπλιμέντο –ότι είμαι ένας «μεταπράκτορας». Γνώρισε πολλούς πράκτορες στην εποχή του και επειδή δεν μοιάζω με κανέναν από αυτούς τούτο με κάνει «μεταπράκτορα». Επρεπε να αποδεχτώ το γεγονός ότι κανένας λογικός Ελληνας δεν θα πίστευε ότι είμαι αυτός που υποστηρίζω ότι είμαι» απαντά ο Αμερικανός. Ωστόσο, παραδέχεται ότι πολλοί υπήρξαν περισσότερο ανοιχτοί εξαιτίας της παραίτησής του.

Εντεκα χρόνια µετά την παραίτηση.
Στο προηγούμενο βιβλίο του («Μαθήματα Διπλωματίας: Ο ρεαλισμός για μια υπερδύναμη που κανείς δεν την αγαπάει», εκδ. Λιβάνη, 2007), ο Τζον Μπρέιντι Κίσλινγκ εξηγούσε εκτενώς τους λόγους της παραίτησής του, επιτιθόταν με σφοδρότητα στην αμερικανική γραφειοκρατία και κατέκρινε μια υπερδύναμη ανίκανη να αντικρίσει τα αδιέξοδα στα οποία έχει περιέλθει. Επρόκειτο εν πολλοίς για τις εμπειρίες του κατά το δεύτερο μισό του 2002, οπότε προσπαθούσε μέσα από συναντήσεις με παράγοντες της ελληνικής πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής να προωθήσει τη δημοτικότητα ενός επερχόμενου πολέμου, στον οποίο δεν πίστευε.
Η κακή χημεία του με τον τότε πρεσβευτή των ΗΠΑ, Τόμας Μίλερ, επιδείνωσε την κατάσταση.
«Δεν έχω μετανιώσει για την παραίτησή μου, όμως έχω μετανιώσει λίγο για τον τρόπο με τον οποίο αυτή συνέβη» θυμάται σήμερα με την ψυχραιμία που έχει επιφέρει η απόσταση των έντεκα ετών. «Προτού παραιτηθώ, θα έπρεπε να έχω «συνωμοτήσει» λίγο περισσότερο εσωτερικά στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ώστε να δημιουργηθεί τουλάχιστον η εικόνα κάποιας σοβαρής δυσαρέσκειας και ανησυχίας για την αμερικανική πολιτική. Υπήρχαν πολλοί διπλωμάτες, οι οποίοι διαφωνούσαν. Οταν κάποιος καταστρέφει και απονομιμοποιεί υπάρχοντες συσχετισμούς δύναμης δίχως να έχει οποιαδήποτε νέα πηγή νομιμότητας να προσφέρει, κάνει ένα θανάσιμο λάθος, όπως έκαναν οι ΗΠΑ στο Ιράκ.

Ωστόσο, εκείνη την περίοδο ήμουν σε μεγάλη κατάθλιψη και πολύ μοναχικός. Η περαιτέρω επικοινωνία με άλλους στο Στέιτ Ντιπάρτ-μεντ θα διόγκωνε τις προσωπικές ανησυχίες μου» καταλήγει.

Μια υπερδύναµη που κανείς δεν αγαπά; Η σημερινή κατάσταση στο Ιράκ, με το Ισλαμικό Κράτος το οποίο εμφανίστηκε από το πουθενά να επελαύνει, έχει ξεπεράσει κατά πολύ το αδιέξοδο για το οποίο είχε προειδοποιήσει ο Τζον Μπρέιντι Κίσλινγκ το 2003. Και αναδεικνύει την αδυναμία των Αμερικανών να επιβληθούν. Αποτελούν άραγε ακόμη οι ΗΠΑ «μια υπερδύναμη που κανείς δεν την αγαπάει»; «Εχει γίνει πλέον εντελώς προφανές ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν» απαντά ο Κίσλινγκ. «Ποτέ δεν μπορούσαν, αλλά τώρα ακόμη περισσότερο. Η γενικότερη αστάθεια στη Μέση Ανατολή κάνει τους ανθρώπους, κατά κάποιον τρόπο, να μετανιώνουν για το πόσο αδύναμη είναι η υπερδύναμη. Καμία δύναμη επί Γης δεν μπορεί να ξανακολλήσει τον Χάμπτι Ντάμπτι αφότου έχει πέσει από τον γκρεμό. Τώρα που η Αμερική εμφανίζεται ως πιο αδύναμη, οι άνθρωποι την απεχθάνονται λιγότερο. Εχει συμβεί μια τεράστια αλλαγή και στην Ελλάδα, όπου η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα ήταν στόχος καθώς και προορισμός κάθε διαδήλωσης. Πλέον δεν είναι» καταλήγει.
Με εξαίρεση τον έναν χρόνο μετά την παραίτησή του, οπότε επέστρεψε στις ΗΠΑ προκειμένου να εργαστεί ως επισκέπτης λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον στο Νιου Τζέρσεϊ, ο Κίσλινγκ διαμένει συνεχόμενα στην Ελλάδα από το 2000. Γιατί παρέμεινε αλήθεια; «Ντρέπομαι που το λέω, αλλά η Ελλάδα προσφέρει μια σειρά από διανοητικές προκλήσεις, τις οποίες βρίσκω πολύ ικανοποιητικές. Ακόμη μαθαίνω πράγματα εδώ και ως εκ τούτου παραμένω. Εδώ μπορώ να καταπιάνομαι με όλα τα ενδιαφέροντά μου, την Ιστορία, την αρχαιολογία και την πολιτική» απαντά. Επιπλέον, προσθέτει μια παράδοξη παρατήρηση: «Αν το δει κάποιος από την πλευρά του φιλελευθερισμού, οι νόμοι στην Ελλάδα είναι απελπιστικά δρακόντειοι. Είναι τόσο περιοριστικοί και αυθαίρετοι, ώστε κανένας να μην τους εφαρμόζει, πράγμα το οποίο δημιουργεί ενός είδους ελευθερία, η οποία δεν υπάρχει σε πολλές χώρες. Οι νόμοι στην Ελλάδα, έτσι όπως είναι διατυπωμένοι, καθιστούν σχεδόν παράνομο το να ανοίξεις την πόρτα σου».
Ο πατριωτισµός ως κίνητρο. Και στα δύο βιβλία τα οποία έχει συγγράψει, «πρωταγωνιστεί» κατά κάποιον τρόπο η έννοια του πατριωτισμού. Στο πρώτο ως η κινητήρια δύναμη πίσω από την παραίτησή του και στο δεύτερο ως το στρεβλό κίνητρο των τρομοκρατών, οι οποίοι, κατά την αντίληψή τους, αρνούνταν να παρακολουθούν άπραγοι την πατρίδα τους να παραμένει μια «μπανανία λατινοαμερικανικού τύπου» και «εργάζονταν» προς τη δημιουργία λαϊκού στρατού. «Κάτι πηγαίνει στραβά με οποιονδήποτε δεν διαθέτει αυτό το ενστικτώδες συναίσθημα υπερηφάνειας για τη χώρα του και την επιθυμία να τη δει να επιτυγχάνει» σχολιάζει. «Ωστόσο, έχω παρακολουθήσει τόσο πολλούς ανθρώπους να καταχρώνται τον πατριωτισμό ως μέσο προκειμένου να εκμεταλλευτούν την αφέλεια του όχλου και να πλουτίσουν…» καταλήγει.
Μπροστά στο γραφείο του, κάτω από ράφια με φωτογραφίες από εξωτικά ταξίδια αλλά και τα σχετικά με την τρομοκρατία βιβλία, δεν υπάρχει καρέκλα. Στη θέση της υπάρχει μια μπάλα γυμναστικής. Οποτε βρίσκεται στην Αθήνα, καθισμένος εκεί, ο Τζον Μπρέιντι Κίσλινγκ, με τα ψαρά μαλλιά του να είναι πλέον αξιοσημείωτα πιο μακριά από το «διπλωματικό» κοντό κούρεμα, περνάει ώρες μπροστά στο λάπτοπ του. Το επόμενο εγχείρημά του, άσχετο με την πολιτική, τη διπλωματία και τις ΗΠΑ, είναι μια εφαρμογή για smartphone και tablet, την οποία σκοπεύει να κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα. Ονομάζεται ToposText και αποτελεί έναν διαδραστικό χάρτη με πληροφορίες και παραπομπές για τους αρχαιολογικούς χώρους στην Ελλάδα και στις γειτονικές της χώρες. «Εχω επιστρέψει στην αρχαιολογία πλέον. Ωστόσο, πιθανότατα πρόκειται απλώς για μια δικαιολογία προκειμένου να ταξιδεύω ξανά και ξανά» αστειεύεται.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ