Η Μπέττυ Αρβανίτη στη διάρκεια των σχεδόν 30 χρόνων που έχει αφοσιωθεί στο θέατρο ρεπερτορίου στη δική της στέγη στην οδό Κεφαλληνίας έχει προσπαθήσει πολύ να αποποιηθεί τον άτυπο τίτλο της σταρ. Της έχει µείνει όµως ο αέρας. Αν την πετύχεις στα στενά της Κυψέλης, αποκλείεται να µην προσέξεις την ψηλόλιγνη, λαµπερή φιγούρα της να περπατά βιαστικά. Αυτές τις ηµέρες βρίσκεται στο στάδιο της πυρετώδους προετοιµασίας για το ανέβασµα ενός διάσηµου έργου, του «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» του Τενεσί Γουίλιαµς. Θα το σκηνοθετήσει ο Δηµήτρης Μαυρίκιος.
«Πρόκειται για ένα έργο που πάντα είχα στο μυαλό μου να ανεβάσω. Είχα δει την παράσταση του Καρόλου Κουν στο Υπόγειο (σ.σ.: τη σεζόν ’58-’59) του Θεάτρου Τέχνης με τη Μάγια Λυμπεροπούλου, η οποία ήταν εξαιρετική. Με είχε ταράξει βαθιά. Φανταστείτε πως, ενώ γνώριζα ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός, δεν είχα αποφασίσει τότε ακόμη σε ποια σχολή θα έδινα εξετάσεις και αυτή η παράσταση καθόρισε ουσιαστικά την επιλογή μου. Ισως ακούγεται παράξενο, αλλά δεν είχα την επιθυμία να παίξω τον ρόλο της Κάθριν, που θα ταίριαζε πιο πολύ σε ένα κορίτσι της ηλικίας μου –μου είχε φανεί πολύ πιο ενδιαφέρουσα η κυρία Βέναμπλ» εξηγεί. Να που στη ζωή κάποιων τα φέρνει έτσι η μοίρα και ικανοποιούνται οι λαχτάρες της νιότης.
Οι περισσότεροι γνωρίζουν ίσως το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» από την κινηµατογραφική µεταφορά του, µια ταινία του 1959 µε πρωταγωνίστριες την Κάθριν Χέπµπορν και την Ελίζαµπεθ Τέιλορ. Η Μπέττυ Αρβανίτη την είχε για χρόνια µυθοποιηµένη στο µυαλό της, όµως της φαίνεται πλέον «πολύ χολιγουντιανή, νοµίζω πως δεν της έχει φερθεί µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο χρόνος που έχει περάσει». Αυτός ο χειµώνας θα είναι ο πρώτος, έπειτα από έξι συνεχείς σεζόν συνεργασίας, που δεν θα είναι ο Στάθης Λιβαθινός αυτός που θα δίνει τις σκηνοθετικές οδηγίες στην Κεντρική Σκηνή του θεάτρου αυτού: «Είµαι πάρα πολύ ευτυχής που δέχθηκε ο Δηµήτρης Μαυρίκιος, ένας σκηνοθέτης που θαυµάζω τόσο εν γένει, να συνεργαστούµε. Οταν πήγα στον «Γυάλινο κόσµο» του (σ.σ.: πάλι έργο του Γουίλιαµς που σκηνοθέτησε ο Μαυρίκιος και είχε αποσπάσει εξαιρετικά θερµές κριτικές όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο θέατρο Εµπρός το 1996), είχα σκεφτεί ότι ήταν η πιο ωραία παράσταση που έχω δει. Πρόκειται για ένα ποιητικό πρόσωπο και ανήκει στους σκηνοθέτες που µε αφορά πολύ η µατιά και η αισθητική τους».
Τους συνεργάτες που την έχουν καθορίσει τους τιμά, πάντως, με τα λόγια της. «Με τον Λιβαθινό έχουμε σχέση ζωής πια. Του χρωστάω πολλά, με πιο πρόσφατο τη «Φόνισσα». Υπήρξε φυσικά και ο μέγας άνθρωπος και σκηνοθέτης Μίνως Βολανάκης, που άλλαξε πολλά πράγματα στη ζωή μου. Τον θυμάμαι που έλεγε: «O χαρακτήρας στο θέατρο είναι ένα βουνό που βλέπεις το σχήμα του. Εμάς δεν μας ενδιαφέρει το περίγραμμά του, μας ενδιαφέρει η λάβα που υπάρχει μέσα του –αν υπάρχει». Για να το καταφέρεις αυτό απαιτείται πάρα πολλή δουλειά και ιδανικές συνθήκες για να συμβεί, κι αυτό μια φορά στο τόσο». Της ζητάω να μου ξεχωρίσει νεότερους ανθρώπους του θεάτρου που της έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον. «Δυστυχώς λόγω της δουλειάς δεν προλαβαίνω να παρακολουθήσω προσεκτικά τη νεότερη γενιά» απαντά. «Βρίσκω την περίπτωση του Γιάννη Καλαβριανού ενδιαφέρουσα, αλλά, για παράδειγμα, παράσταση του Δημήτρη Καραντζά, για τον οποίο έχω ακούσει και διαβάσει πολλά, δεν έχω καταφέρει ακόμη να δω.
Γενικώς όμως πιστεύω πολύ στην ανταλλαγή των νέων με τους παλιότερους, μπορεί να γεννήσει πολύ ωραία πράγματα. Ο Αλέξανδρος Βάρθης που παίζει μαζί μας εφέτος είναι ένας νέος άνθρωπος που έχει, κατά τη γνώμη μου, μια σίγουρη πορεία μπροστά του. Το ίδιο πιστεύω και για τη Λουκία Μιχαλοπούλου».
Ενα από τα πιο βασικά µαθήµατα που της έχουν διδάξει τα χρόνια που έχουν περάσει είναι η αξία (και η τέχνη) της αφαίρεσης. «Πρέπει να πετάξει κανείς τα περιττά για να µείνει µε αυτό που υπάρχει µέσα του και είναι πολύτιµο. Θέλει «σκάψιµο», γενναιοδωρία και ταπεινότητα αυτή η διαδικασία. Οι βεντετισµοί, ο ναρκισσισµός, αυτά είναι εµπόδια για τη διαδροµή και δεν είναι πάντα εύκολο να τα ξεπερνάµε γιατί άνθρωποι είµαστε και έχουµε ελαττώµατα. Είναι ωραίο όµως να συνειδητοποιείς πως προχωρώντας περισσότερο αφαιρείς παρά µαζεύεις».
Σ
την ερώτηση αν η ενασχόληση με το θέατρο την έχει κάνει καλύτερο άνθρωπο διστάζει να απαντήσει. «Δεν ξέρω αν μπορεί το θέατρο να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Σε κάνει σοφότερο άνθρωπο, σε κάνει πλουσιότερο άνθρωπο, πλουσιότερο ψυχικά. Σίγουρα κατανοείς καλύτερα τους άλλους, τα κίνητρά τους, τα λάθη τους. Ξέρετε, μερικές φορές νομίζω ότι μεγαλώνοντας γινόμαστε κατά κάποιον τρόπο πιο αθώοι. Οταν είσαι πολύ νέος είσαι γεμάτος βεβαιότητες και η αμφιβολία που ριζώνει μέσα σου με τα χρόνια, τα ερωτήματα που σου δημιουργούνται, αποτελούν δείγμα πιο ουσιαστικής αντιμετώπισης της ζωής». Υπάρχει κάποιο ερώτημα που να επανέρχεται συνεχώς; «Η διαρκής αναζήτηση έχει ως ζητούμενο την αλήθεια της στιγμής, της κάθε στιγμής, το να κοιταχτώ με κάποιον ηθοποιό επάνω στη σκηνή και να συμβεί κάτι πολύ σημαντικό. Και όταν λέω σημαντικό εννοώ αληθινό. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει να είμαστε διαθέσιμοι και αθώοι. Κάτι άλλο που σκέφτεσαι συνεχώς είναι να ξεπεράσεις τα όριά σου. Δεν τελειώνει αυτή η διαδικασία. Ισως με τον θάνατο μόνο».
Η Μπέττυ Αρβανίτη µιλάει για το θέατρο σαν να είναι η ζωή της και για τη ζωή της σαν να είναι το θέατρο. Υπάρχει ωστόσο και κάτι άλλο που λατρεύει. Συµπτωµατικά αρχίζει και αυτό από θήτα. «Αγαπάω πολύ τη θάλασσα, νιώθω πλήρης εκεί, µπορώ να κολυµπάω µε τις ώρες. Το καλοκαίρι που δεν έχω παραστάσεις το να περνάω χρόνο στη θάλασσα είναι υπεραρκετό για τη ζωή µου». Ξαναγυρνάµε όµως στην παράσταση που επίκειται και της ζητάω να µου σκιαγραφήσει τα βασικά, τα πιο σηµαντικά της θέµατα. Αρχίζει να µιλάει, αλλά µε µια ελαφρά διστακτικότητα. Αποφασίζει τελικά ότι θα είναι καλύτερο να µην το αναλύσει πολύ. Ισως να έχει στο µυαλό της κάτι άλλο που συνήθιζε να λέει ο Μίνως Βολανάκης: «Οποιος µιλάει δεν ξέρει και όποιος ξέρει δεν µιλάει».
*«Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι»: Τον Δεκέμβριο στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας (Κεφαλληνίας 18, Κυψέλη)

**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ