Ο παππούς του ήταν ρεμπέτης. Ο ίδιος, όταν ήταν 18, πήγε στην Καλιφόρνια για να γίνει χρηματιστής, επηρεασμένος από τη φρενίτιδα της καπιταλιστικής αδρεναλίνης των 80s. Μετά το ’87, όταν το μπάσκετ έγινε επαγγελματικό, επέστρεψε στην Ελλάδα, έγινε αθλητής πρώτης γραμμής και στη συνέχεια προπονητής. Σήμερα, στα 47 του, ο Φώτης Κατσικάρης είναι μόνιμος κάτοικος Μπιλμπάο, ένας άνθρωπος με συγκεκριμένη κοσμοθεωρία που έχει δουλέψει στην Αγία Πετρούπολη, στη Βαλένθια, στην Μπιλμπάο, στην Εθνική Ρωσίας και τώρα πια και στην Εθνική Ελλάδας. Εχει πολλές ιστορίες να διηγηθεί.
Επιστρέφει συχνά στην Ελλάδα, όπως έκανε και την προηγούμενη εβδομάδα για να μιλήσει στο TEDx Athens και να συνδυάσει την ευρωπαϊκή, κοσμοπολίτικη εμπειρία του με τη νοοτροπία του «Ελληνάρα», που είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μας –και μέσα του. Ο Φώτης Κατσικάρης είναι ένας ενδιαφέρων τύπος.
Πώς είναι η ζωή στο Μπιλμπάο; «Ομορφη. Το βιοτικό επίπεδο είναι υψηλό, οι άνθρωποι είναι δουλευταράδες, αλλά σέβονται και τον εαυτό τους. Επενδύουν πολύ στον ελεύθερο χρόνο τους, στη διασκέδαση, στο φαγητό, στο κρασί. Είναι μια πόλη που μπορεί να μας μάθει πολλά. Το 1997, όταν χτίστηκε το Μουσείο Γκούγκενχαϊμ, άλλαξε η βιομηχανική και γκρίζα πλευρά της πόλης. Από το 1997, από μηδέν τουρισμό έχει φτάσει να είναι μια από τις πιο δημοφιλείς πόλεις της Ευρώπης…».
Δεν πλανιέται το φάντασμα του ΕΤΑ πάνω από την πόλη; «Είναι κάτι που δεν συζητιέται πια. Μεταξύ τους δεν μιλάνε για αυτό καθόλου. Η πόλη φαίνεται να κινείται αυτόνομα. Ο κόσμος το έχει στο μυαλό του προφανώς αλλά δεν το συζητά, η ζωή δεν ορίζεται από τον φόβο».
Ξεκινήσατε θέλοντας να γίνετε χρηματιστής. Πώς γίνατε μπασκετμπολίστας; «Ξεκίνησα ως ένα κακομαθημένο μοναχοπαίδι από μια τυπική ελληνική οικογένεια και πήγα, το 1987, να σπουδάσω στην Καλιφόρνια. Εκεί, αρχικά δυσκολεύτηκα, έπρεπε να αποφασίσω αν θα γυρίσω πίσω ή αν θα παλέψω να αποδείξω πως μπορώ να τα καταφέρω. Ηταν η πιο σημαντική στιγμή στη ζωή μου, διαμόρφωσε τον χαρακτήρα μου».
Πώς ήταν η Αμερική τότε; «Είχα στο μυαλό μου μια τηλεοπτική τελειότητα, ένα τέλειο στερεότυπο. Δεν ήταν έτσι, είχε όμως ενδιαφέρον. Από τη μία είναι μια χώρα που σου δίνει αυτό που αξίζεις, δεν ενδιαφέρεται κανείς για το ποιος είσαι, αλλά αν το κάνεις σωστά. Και αν είσαι καλός, θα σε απορροφήσει. Αλλά αυτό έχει και ένα τίμημα, μια πίεση, μια πιο ψυχρή καθημερινότητα. Ενα συναισθηματικό κενό».
Και αυτό δημιουργεί και τη νοσταλγία… «Εκεί κατάλαβα πως έχω ένα στοιχείο «Ελληνάρα» μέσα μου –ακόμη το έχω. Οταν βρέθηκα μόνος μου εκεί, όταν ήμουν ο μόνος λευκός στην ομάδα μπάσκετ του πανεπιστημίου, κατάλαβα πως όποτε είσαι μακριά νιώθεις νοσταλγικά. Και βλέπεις μόνο τα καλά της πατρίδας».
Υπάρχει μια γενική συμβουλή επιτυχίας; «Οι σχέσεις. Αν κατάλαβα κάτι σε όλη μου την πορεία, είναι πως όλα έχουν να κάνουν με τις σχέσεις. Είναι πολύ σημαντικό να φτιάξεις ένα σύνολο από διαφορετικούς ανθρώπους, διαφορετικές νοοτροπίες, κουλτούρες και να καταλήξεις να σε σέβονται και όχι να σε φοβούνται. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να είσαι ευέλικτος».
Το πιο σημαντικό στοιχείο απ’ όλα; «Να μη φοβάσαι να ρισκάρεις. Δεν υπάρχει καλύτερη συμβουλή. Να είσαι έτοιμος να βγεις από το comfort zone σου, να μπορείς να ξεβολευτείς. Και να μην είσαι δογματικός».
Στις αρχές μας μπορούμε να είμαστε ευέλικτοι; «Σε κάποιες ίσως. Οχι σε όλες όμως. Πριν από δύο χρόνια, έφυγα από την Εθνική Ρωσίας. Καθαρά για λόγους αρχής. Είχα συμβόλαιο για τέσσερα χρόνια, το οικονομικό δεν ήταν απλά καλό, ήταν απίθανο, αλλά ένιωθα πως έπρεπε να φύγω. Δεν επιθυμούσα να συμβιβαστώ, να καταπατήσω τις αρχές μου, να συνεργαστώ με ανθρώπους που δεν ήθελα. Είχε οικονομικό κόστος, αλλά έχει και σημασία το πώς κοιμάσαι τα βράδια…».


Ηταν μια ενστικτώδης απόφαση; «Οχι, το ένστικτο είναι υπερτιμημένο. Ηταν μια δύσκολη απόφαση, είχε κόστος, αλλά ήταν προϊόν ώριμης σκέψης. Εβαλα σε ένα χαρτί τα συν και τα πλην, και κατέληξα πως ήθελα να κοιμάμαι καλά. Είναι πολύ σημαντικό, εδώ κυλάνε ολόκληρες ζωές ανθρώπων που δεν κοιμούνται καλά».
Πώς γίνεται να είσαι ευέλικτος χωρίς να αλλάζεις τις αρχές σου; «Οταν έφυγα από την Ελλάδα, προσπαθούσα να μιμηθώ άλλους προπονητές. Είναι η χειρότερη επιλογή, δεν μπορείς να μιμηθείς κάποιον χωρίς να είσαι εσύ. Στην πορεία κατάλαβα πως πρέπει να είσαι προσαρμοστικός. Δεν γίνεται να μην αλλάζεις με τίποτα, πρέπει να νικήσεις τον δογματισμό σου χωρίς να χάνεις την αξιοπρέπειά σου».
Εσείς, πάντως, φαίνεστε ευγενής. «Είμαι, αλλά έχω μια γραμμή και κανείς δεν μπορεί να την περάσει. Οποιος την περάσει, έχει πρόβλημα».
Πώς είναι η κατάσταση στην Εθνική μετά το Μουντομπάσκετ της Ισπανίας; «Σε πολύ καλό επίπεδο. Οχι και στο καλύτερο που θα μπορούσαμε, για να μην μπούμε σε συγκρίσεις γενεών και παρελθόντος. Αλλά από την εμπειρία μου και από αυτό που είδαμε στο τελευταίο Μουντομπάσκετ, πάντα ομάδες που φτάνουν κοντά στα μετάλλια χρειάζονται κάποιον να «σπρώξει» την υπόλοιπη ομάδα».
Εννοείτε έναν ηγέτη; «Είναι βαριά κουβέντα το ηγέτης. Δεν μιλάω μόνο αγωνιστικά. Μιλάω για έναν παίκτη που έχει την προσωπικότητα, το βάρος και τον χαρακτήρα να επηρεάσει θετικά την ομάδα. Είμαι πολύ αισιόδοξος, τα παιδιά είναι όλα ταλαντούχα και επίσης η οπτική όσων βλέπουν απέξω την ομάδα είναι εμποτισμένη από μια ελληνική νοοτροπία που λέει ότι «πρέπει να είμαστε πάντα οι καλύτεροι». Αυτό είναι και θετικό και αρνητικό. Πρέπει να συνυπολογίσουμε πως επειδή είμαστε μια μικρή χώρα, αντιμετωπίζουμε χώρες με τέσσερις φορές μεγαλύτερο πληθυσμό, παράδοση, φιλοσοφία δουλειάς. Αλλά είμαστε εκεί πάντα, παρόντες. Μακάρι να μπορούμε να έχουμε μετάλλια κάθε χρόνο σε κάθε διοργάνωση, αλλά δεν γίνεται επιτυχία χωρίς αποτυχία».
Εχει σημασία η αποτυχία; «Μεγάλη. Μπορεί να σου κάνει πολύ καλό μια αποτυχία, όχι μόνο στο μπάσκετ –και στη ζωή. Αλλά να σηκώνεσαι ύστερα απ’ αυτή, όχι να παραιτείσαι. Στην Ελλάδα, έχουμε μεγάλο πρόβλημα με την αποτυχία, είμαστε μηδενιστές. Τη μία ενθουσιώδεις, την άλλη αποκαρδιωμένοι. Η αλήθεια είναι στη μέση».
Η περίπτωση Αντεντοκούνμπο δεν είναι μια υπέροχη ιστορία; «Είναι μια μοναδική ιστορία, όχι μόνο για την Ελλάδα, για όλον τον κόσμο. Αλλά δεδομένου του πώς ενθουσιαζόμαστε στην Ελλάδα, πρέπει να προσέξουμε μην πάμε στην άλλη πλευρά. Να κοιτάξουμε σιγά σιγά όχι μόνο τι έχει ως παίκτης, αλλά και τι δεν έχει. Και παράλληλα πρέπει να τον αφήσουμε να χαρεί τη στιγμή, να απολαύσουμε αυτή τη μοναδική ιστορία. Και επειδή στην Ελλάδα είμαστε καχύποπτοι με την επιτυχία, πρέπει να το προσέξουμε πολύ».


Υπάρχουν διαφορετικοί τύποι ευφυΐας; Μπορεί ένας αθλητής να είναι έξυπνος στο γήπεδο και όχι τόσο έξω απ’ αυτό; Και το αντίστροφο; «Ασφαλώς. Υπάρχουν αθλητές, δεν θα πω τα ονόματά τους, που αργούν πολύ στην πληροφορία, δεν είναι συγκεντρωμένοι μέσα στο γήπεδο, δεν μοιάζουν ευφυείς, αλλά εκτός γηπέδου είναι πανέξυπνοι και καταρτισμένοι. Και έχω συναντήσει και ανθρώπους που είναι γεννημένοι για το μπάσκετ, αλλά εκτός παρκέ είναι αδιάφοροι, χωρίς χιούμορ, δεν έχουν το παραμικρό πνεύμα».


Τι προτιμάτε; Εναν ταλαντούχο αλλά τεμπέλη ή έναν εργατικό αλλά λιγότερο ταλαντούχο παίκτη; «Το μπάσκετ δεν εξαρτάται από έναν ή δύο ανθρώπους. Πρέπει να ξέρω και τους υπόλοιπους, θα χρειαστώ και έξυπνους εργατικούς, αλλά και έναν ταλαντούχο «βλάκα». Είναι πιο δύσκολο να κάνεις ταλαντούχους παρά έξυπνους. Αν το πάρεις στατιστικά, πιο δύσκολα θα συναντήσεις ταλαντούχους παίκτες παρά έξυπνους».
Ακούστηκαν φήμες για την επιστροφή σας στην Ελλάδα, στον Ολυμπιακό. «Ναι, αλλά ήταν μόνο φήμες».
Θα επιστρέφατε στην Ελλάδα για να δουλέψετε σε έναν σύλλογο; «Είμαι επαγγελματίας προπονητής και αξιολογώ προτάσεις ανάλογα με τα δεδομένα. Μέχρι στιγμής, όλο αυτό έχει λειτουργήσει θετικά».


Ο παππούς σας ήταν ο ρεμπέτης Πάνος Μιχαλόπουλος. Τι αναμνήσεις έχετε από αυτόν; «Δεν είναι πολλές οι φορές που έχω αναφερθεί σε αυτό. Ηταν ο πατέρας της μητέρας μου. Μια φιγούρα πνευματική. Ειδικά στα μάτια ενός μικρού παιδιού. Ηταν μια πατριαρχική μορφή, ένας άνθρωπος που ενέπνεε τον σεβασμό. Είχε πολεμήσει, ζούσαμε και σε μια σκληρή περιοχή, στη Νίκαια, και έπρεπε να υπάρχει ο συνδυασμός της σοφίας με την καλώς εννοούμενη μαγκιά. Με έμαθε πολλά για τη ζωή, το μόνο που δεν μπόρεσε να μου μάθει ήταν να τραγουδάω. Εχω πολύ κακή φωνή».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ