Λένε ότι τα σκυλιά μοιάζουν στα αφεντικά τους και θα το έλεγε κανείς βλέποντας το σκυλί που εμφανίζεται πρώτο στον κήπο της Μάιρας Παπαθανασοπούλου, στα περίχωρα της Ραφήνας. Ενας αρλεκίνος μολοσσός, γαλανομάτης. Φτυστός η αφεντικίνα του. Δεν είναι όμως το μοναδικό σκυλί της οικογένειας. Η συγγραφέας έχει μαζέψει και ένα τρομαγμένο αδέσποτο, τον Πρόζακ, και άλλα που κουνούν την ουρά επί της υποδοχής.
Εχουν περάσει περί τα 16 χρόνια από την πρώτη μας συνάντηση, με αφορμή τον «Ιούδα που φιλούσε υπέροχα», το απόλυτο μπεστ σέλερ της εποχής. Ξαναβρεθήκαμε με αφορμή το τελευταίο μυθιστόρημά της, μια φιλόδοξη προσπάθεια που σκιαγραφεί τη δράση της Μαφίας στην Καλαβρία, με τίτλο «Mamma Santissima», και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, με τις οποίες η Παπαθανασοπούλου συνεργάζεται σταθερά από το πρώτο βιβλίο της.
Την είχα ρωτήσει τότε, το 1998, τι θα κάνει με τα χρήματα που κέρδισε από τις αναρίθμητες εκδόσεις και είχε απαντήσει ότι θα αλλάξει τα παντζούρια του σπιτιού της Ραφήνας. Να την, λοιπόν, στην εξοχική κατοικία των παιδικών της χρόνων, με τους γιους της να έχουν γίνει ολόκληροι άνδρες, με τον σύζυγο Βασίλη Παπαδρόσο να έχει γίνει διευθυντής ειδήσεων στην τηλεόραση του Alpha. Διατηρούνται το χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός και η πεποίθηση ότι η ίδια δεν είναι συγγραφέας. «Εχω τη δουλειά μου, έχω την οικογένειά μου και ανάμεσα σε όλα τα άλλα γράφω και βιβλία, αλλά δεν νιώθω συγγραφέας, δεν νομίζω ότι μου ταιριάζει αυτή η ιδιότητα ως ταμπελάκι. Αλλωστε, δεν γράφω συστηματικά. Εχω ένα κενό οκτώ χρόνων από τότε που εξέδωσα το προηγούμενο βιβλίο μου».


«Συγγραφέας-ντετέκτιβ»
Διάφορες φήμες είχαν κυκλοφορήσει για τα επαγγελματικά καθήκοντα της Παπαθανασοπούλου, ότι δηλαδή εντάσσεται σε μια παράδοση συγγραφέων οι οποίοι στην πραγματικότητα είναι κατάσκοποι. «Λυπάμαι που χαλάω τον μύθο και δεν είμαι ένας Τζον Λε Καρέ. Είμαι μεταφράστρια σε υπουργείο». Καθώς το υπουργείο είναι το Προστασίας του Πολίτη, προέκυψε η σχετική ιστορία. Τόσα χρόνια, λοιπόν, η συγγραφέας είχε τη ρουτίνα της, είχε τα ενδιαφέροντά της και γενικώς μια ζωή πλούσια σε εικόνες. Είναι πλέον 47 ετών και πρόσφατα ξεκίνησε μαθήματα πιάνου. Το συγγραφικό σαράκι όμως από μέσα δούλευε. «Είχα έτοιμο ένα σενάριο για το σινεμά, από εκεί ξεκίνησαν όλα. Είχε βρεθεί η εταιρεία παραγωγής και είχαμε κάνει τις πρώτες συζητήσεις. Το είχες γράψει μάλιστα στο «Βήμα», στη στήλη σου. Μισό λεπτό να φέρω το απόκομμα…».
Σηκώνεται με ελαφρά δυσκολία. Το θυμάμαι από την πρώτη φορά που είχαμε συναντηθεί, είχε πει στα σκαλοπάτια «ήρθε και η κουτσή Μαρία». Ενα αυτοάνοσο νόσημα περιορίζει την κίνηση συν τω χρόνω. Τη ρωτάω αν την πειράζει να μιλήσουμε για αυτό. «Οχι, έχω μάθει να ζω με την αρρώστια, προσαρμόζω τις ανάγκες μου. Κανονίζω τις διακοπές μου σε μέρη και ξενοδοχεία που δεν έχουν σκαλοπάτια. Με φοβίζει όμως μια μελλοντική ανημπόρια, να μην μπορώ να εξυπηρετήσω τον εαυτό μου ενώ θα τα έχω τετρακόσια». Δίνει αυτό το χαρακτηριστικό στην αρχιμαφιόζα του βιβλίου της, τον φόβο και τρόμο της Ντράγκετα, της καλαβρέζικης Μαφίας. Γιατί, λοιπόν, η Μαφία σε έναν ξένο τόπο γίνεται πρώτη ύλη για το βιβλίο;


Ντράγκετα και Γκρεκάνοι
«Να σου πω κατ’ αρχάς πώς καταπιάστηκα με την Ντράγκετα. Με εντυπωσίασε η καταγωγή της λέξης «ντράγκετα» που προέρχεται από την ελληνική «ανδραγάθημα». Σκεφτόμουν γιατί μια τόσο σκληρή οργάνωση επιλέγει αυτό το όνομα; Και άρχισα να το ψάχνω. Στα ελληνικά δεν βρήκα τίποτα. Είμαι μεταφράστρια, οπότε στην έρευνα με βοήθησαν οι ξένες γλώσσες. Εψαξα σε ξένα αρχεία, περισσότερο ιταλικά και γερμανικά. Και τότε σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να το συνδυάσω με το γκρεκάνικο στοιχείο της Καλαβρίας». Στους κώδικες τιμής είδε αναλογίες με όσα είχε καταγράψει η μνήμη της από τη Μάνη, τον τόπο καταγωγής της. Βεντέτες και πολεμόπυργοι. «Συναντάμε πύργους που εξυπηρετούν τον πόλεμο μεταξύ οικογενειών. Οι αντιπαραθέσεις στην Καλαβρία μού φάνηκαν οικείες από την πρώτη στιγμή».
Είναι προφανές, σε κάθε κεφάλαιο, ότι μαζί με τη μυθοπλασία, μαζί με το σύμπαν των δεκάδων προσώπων, υπάρχει πολλή και επίμονη δουλειά. Με το εύρημα των χαρακτήρων που ταξιδεύουν από την Ελλάδα για να βρουν έναν συγγενή ο οποίος συνεργάζεται με τη Μαφία, η Παπαθανασοπούλου παραδίδει ένα δοκίμιο συγκριτικής ανθρωπολογίας, με τις αρετές του ερασιτέχνη που είναι παθιασμένος ερευνητής. Ο έλληνας ήρωάς της είναι το δεξί χέρι της πανίσχυρης Mamma, της Αγιοτάτης Μητέρας του τίτλου. Σε αυτό το μυθιστόρημα με τους φόνους, τα αίματα και τις άγριες εικόνες, το χιούμορ λειτουργεί λυτρωτικά. Τα όρια του τραγικού και του αστείου είναι αδιόρατα και αμφίσημα.
Πέρα από το στοιχείο της παράδοσης, των βεντετών του παρελθόντος και των πιο φολκλορικών στοιχείων, η Παπαθανασοπούλου βρίσκει αναλογίες στο παρόν των δύο χωρών. «Μιλάω για χώρες του Νότου που βιώνουν την οικονομική κρίση της εποχής, συνυπάρχουν με ομάδες αλλοδαπών εργαζομένων, έχουν κοινά σημεία στη δομή της οικογένειας». Και το τοπίο; Πώς περιγράφει λεπτομερώς ένα σημείο της Γης που δεν επισκέφτηκε ποτέ; «Ας είναι καλά η Google Maps και γενικώς το Internet. Δεν χρειάζεται να περπατήσει πλέον κάποιος στους δρόμους μιας πόλης για να την περιγράψει. Υπάρχει βιβλιογραφία και πρόσβαση από εκατό μεριές. Δεν μπορώ να ακούω τις μαλακίες ότι για να γράψει κάποιος πρέπει να πάει να αφουγκραστεί και να μυρίσει». Τη ρωτάω: «Το λεξιλόγιο το κρατάω; Με βρισιά;». «Ποια βρισιά;» ρωτάει έκπληκτη. «Η λέξη «μαλακία» είναι βρισιά». Γελάει: «Αντε καλέ, έτσι μιλάει όλος ο κόσμος, δεν μου αρέσει η υποκρισία».
Το βιβλίο της Μάιρας Παπαθανασοπούλου είναι απαιτητικό για τους αναγνώστες. Δεν ξεπετιέται. Καμία σχέση με αυτό που την έκανε διάσημη. «Είχαν πει ότι είναι ροζ αλλά το ροζ εμένα μού αρέσει ως χρώμα». Να υποθέσουμε ότι έμεινε αδιάφορη στις επικρίσεις; «Οχι βέβαια. Κάθε φορά που διάβαζα μια αρνητική κριτική, στενοχωριόμουν. Ενας κανονικός άνθρωπος στενοχωριέται με την απόρριψη και είναι στην ανθρώπινη φύση να στέκεται περισσότερο στην κακή κουβέντα. Τα καλά σχόλια τα δεχόμαστε ως αυτονόητα». Να πούμε, όμως, ότι με κάθε καινούργιο βιβλίο παίρνει ακόμη καλύτερες κριτικές. Λογικό είναι. Με κάθε καινούργιο βιβλίο γίνεται καλύτερη.
Είναι συχνό το φαινόμενο του συγγραφέα που ξεκινά εντυπωσιακά και στην πορεία πέφτει σε μια μανιέρα. Η Παπαθανασοπούλου είχε αντίθετη πορεία, κάνει πάντα κάτι διαφορετικό και βελτιώνεται. Από το γυναικείο στο αστυνομικό μυθιστόρημα και τώρα ένα πολυπρόσωπο σύμπαν, καλοδουλεμένο, με θέματα που τρέχουν παράλληλα, με αναδρομές, με ιστορικές πληροφορίες και γενικώς συστατικά που συνηγορούν στην άποψη ότι πρόκειται για ένα ποιοτικό βιβλίο. «Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ανέκαθεν έγραφα για την πλάκα μου. Είναι χόμπι, η προσωπική μου απόλαυση. Δεν είναι μια υποχρέωση που υπηρετώ ντε και καλά. Το απολαμβάνω». Μαζί απολαμβάνουμε και οι αναγνώστες της.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ