«Αυτή τη στιγμή δεν μπορείς να με δεις, αλλά κουνάω πολύ παθιασμένα το χέρι μου. Κάθε φορά που μιλάω για την Αμμόχωστο, κάτι με πιάνει, δεν μπορώ να είμαι ήρεμη και συγκρατημένη». H Βικτόρια Χίσλοπ μιλούσε στο τηλέφωνο, αλλά μπορούσες να καταλάβεις ότι η Μεσόγειος, που τόσο έχει αγαπήσει και εξυμνήσει στα μυθιστορήματά της, έχει εισχωρήσει αισίως στην ψυχοσύνθεσή της, μπολιάζοντας τη βρετανική ιδιοσυγκρασία της. Πριν από λίγες ημέρες βρέθηκε στη Λευκωσία με αφορμή το νέο της μυθιστόρημα, «Η Ανατολή», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα. Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1972, με την Αμμόχωστο να αποτελεί το πιο ελκυστικό θέρετρο της Μεσογείου και ένα φιλόδοξο ζευγάρι να εγκαινιάζει ένα εντυπωσιακό ξενοδοχείο, όπου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι συνεργάζονται αρμονικά.
Τα κεντρικά πρόσωπα του βιβλίου προέρχονται από τις οικογένειες Γεωργίου και Οζκάν, οι οποίες ζουν στην ίδια γειτονιά και, όπως πολλές άλλες, μετακόμισαν στην Αμμόχωστο για να ξεφύγουν από τον χρόνιο αναβρασμό και τη βία που βασάνιζαν άλλες περιοχές του νησιού. Η ένταση, όμως, γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη, παρά την επιφανειακή μάσκα της χλιδής. Και κορυφώνεται με το πραξικόπημα που βυθίζει την Κύπρο στο χάος. Η Τουρκία εισβάλλει, η Αμμόχωστος βομβαρδίζεται, 40.000 άνθρωποι φεύγουν κατατρεγμένοι, ενώ στην εγκαταλελειμμένη πόλη παραμένουν μόνο δύο οικογένειες.
«Αντιμετωπίζω την παρουσίαση κάθε βιβλίου μου σαν μια μεγάλη γιορτή. Στη Λευκωσία, όμως, με 600 ανθρώπους που ήρθαν να με τιμήσουν, ένιωσα ότι η εκδήλωση θύμιζε περισσότερο ένα μεγάλο, συγκινητικό μνημόσυνο. Χωρίς δεύτερη σκέψη, φόρεσα μαύρα, ως ελάχιστο φόρο τιμής. Νιώθω τεράστιο θυμό για αυτό που συνέβη πριν από 40 χρόνια και εξακολουθεί να συμβαίνει στην Κύπρο. Η Αμμόχωστος πρέπει να επιστραφεί στους ανθρώπους της. Είναι αδιανόητο ότι όλα αυτά συμβαίνουν μπροστά στα μάτια της Ευρωπαϊκής Ενωσης και κανείς δεν κάνει τίποτε. Οι Κύπριοι μοιάζουν να είναι πολύ υπομονετικοί, όμως δεν πρέπει να χάσουν την ελπίδα τους ούτε να παραιτηθούν» τόνιζε, και όλο πιο εύκολα μπορούσα να τη φανταστώ να κουνάει θυμωμένα το χέρι ενώ μιλούσε για τα γεγονότα που ενέπνευσαν το μυθιστόρημά της.

Από την Πράσινη Γραμμή ως τον Παρθενώνα
Η Βικτόρια Χίσλοπ έχει μυαλό δημοσιογράφου και καρδιά συγγραφέα. Προτού ασχοληθεί τόσο επιτυχημένα με τη συγγραφή μυθιστορημάτων εργαζόταν ως δημοσιογράφος. Η μεθοδική έρευνα που έκανε για τις ανάγκες του προηγούμενου επαγγέλματός της δεν λείπει ούτε από την τωρινή της ενασχόληση: «Οταν κάνω την έρευνα για ένα καινούργιο βιβλίο που ετοιμάζω, διαβάζω με τις ώρες. Ενθουσιάζομαι, νιώθω ότι όσα βιβλία και αν διαβάσω για μια συγκεκριμένη εποχή και ένα συγκεκριμένο γεγονός δεν είναι αρκετά. Καταλήγω να διαβάζω με μανία δέκα βιβλία την εβδομάδα, επί μήνες. Διαβάζω μία σελίδα ανά λεπτό, είναι το προσωπικό μου ρεκόρ». Υστερα, όμως, από την έρευνα και τα πραγματικά γεγονότα, αφήνεται στη γοητεία της μυθοπλασίας. Πρωταγωνιστής και στο νέο βιβλίο της ο έρωτας, με φόντο την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και όσα ακολούθησαν: «Δεν γράφω ιστορικά μυθιστορήματα. Η Ιστορία είναι η αφορμή και όχι η αιτία. Είναι το στέρεο έδαφος επάνω στο οποίο κινούμαι. Ξέρω ανά πάσα στιγμή ότι υπάρχει, πατάω γερά επάνω του, αλλά δεν το σκέφτομαι όλη την ώρα».
Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα βιβλίο της Χίσλοπ ευαισθητοποιεί θυμίζοντας τις τραυματικές εμπειρίες ενός τόπου. Το διάσημο πλέον «Νησί», γραμμένο το 2005 και εμπνευσμένο από μια επίσκεψή της στη Σπιναλόγκα, την εγκαταλελειμμένη αποικία λεπρών, έγινε διεθνές μπεστ σέλερ, εκδόθηκε σε 30 γλώσσες, με πωλήσεις πάνω από 3 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο, ενώ η τηλεοπτική μεταφορά του από το Mega έκανε ρεκόρ τηλεθέασης και υπενθύμισε ότι όταν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες, η τηλεόραση είναι σε θέση να δημιουργήσει και έργα τέχνης. «Στο οπισθόφυλλο της αγγλικής έκδοσης του βιβλίου υπήρχαν πολλές πληροφορίες σχετικά με τη λέπρα και το γεγονός ότι εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρό πρόβλημα, με 400.000 λεπρούς σε χώρες όπως η Ινδία και το Μπανγκλαντές» λέει η Χίσλοπ, η οποία σήμερα είναι πρέσβειρα για την αντιμετώπιση της λέπρας και ελπίζει ότι το νέο βιβλίο της θα μπορούσε να ανοίξει νέες συζητήσεις σχετικά με το Κυπριακό.
«Αυτή την περίοδο είμαι σε φάση αναζήτησης δράσεων που θα μπορούσαν να γίνουν σχετικά με αυτή την κατάσταση. Βέβαια, η επανεκλογή του προέδρου Ερντογάν στην Τουρκία δεν μου αφήνει και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας, όμως η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν μπορεί να μείνει άλλο αμέτοχη» τονίζει, και σε αυτό το σημείο τη ρωτώ και για το άλλο ελληνικού ενδιαφέροντος ζήτημα για το οποίο πάντα τη ρωτούν κάθε, μα κάθε φορά που επισκέπτεται την Ελλάδα: «Πάντα με ρωτούν ποια είναι η άποψή μου για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Καταλαβαίνω ότι η μεγάλη αγάπη μου για την Ελλάδα προκαλεί τέτοιου είδους συνειρμούς, στην πραγματικότητα, όμως, δεν είμαι καθόλου ειδική για να μιλήσω. Στη Βρετανία κυκλοφορεί ένα ανέκδοτο, ότι η Αμάλ Αλαμουντίν δεν έχει τα κατάλληλα παπούτσια για να ανέβει ως την Ακρόπολη και να διεκδικήσει την επιστροφή των Γλυπτών. Τις τελευταίες ημέρες, λόγω της επίσκεψής της στην Ελλάδα, οι βρετανικές εφημερίδες είχαν περισσότερα δημοσιεύματα από τις ελληνικές σχετικά με το θέμα. Ενας δημοσιογράφος που φημίζεται για το καυστικό χιούμορ του σχολίασε ότι αν ακολουθήσουμε τη λογική της Αμάλ, ο Κλούνεϊ θα έπρεπε να εγκαταλείψει το σπίτι του στο Λονδίνο και να επιστρέψει στο Κεντάκι. Οσο για εμένα, θα υπέγραφα μια αίτηση σχετικά με την επιστροφή των Γλυπτών στη χώρα τους, η καρδιά μου όμως βρίσκεται πιο κοντά στο πρόβλημα της Κύπρου, καθώς εκεί έχουμε να κάνουμε με την καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, θα διαδήλωνα για τα Γλυπτά, αλλά θα δενόμουν στα κάγκελα της Πράσινης Γραμμής σε ένδειξη διαμαρτυρίας».
«Η Ανατολή» έλαβε ήδη πολύ καλές κριτικές από τον βρετανικό Τύπο, γεγονός που τη χαροποιεί: «Οι καλές πωλήσεις δεν συμβαδίζουν πάντα με τις καλές κριτικές, ομολογώ πάντως ότι θέλω τις καλές κριτικές όσο θέλω και τις καλές πωλήσεις». Θεωρεί ότι η πιο δυνατή στιγμή του βιβλίου είναι «η σκηνή ενός βιασμού. Ηταν το πιο οδυνηρό πράγμα που έχω γράψει ποτέ στη ζωή μου, ελπίζω να μη χρειαστεί να ξαναγράψω κάτι τόσο σκληρό. Αρχικά είχα βάλει πολλές ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, στη συνέχεια όμως τις αφαίρεσα και κράτησα περισσότερο τον συμβολισμό. Ο κόσμος στέκεται και κοιτάζει αμέτοχος, όπως ακριβώς συνέβη και με την εισβολή στην Κύπρο. Ολοι ήξεραν, κανένας δεν μίλησε ούτε και βοήθησε».
Ηδη συζητά με κύπριους και βρετανούς παραγωγούς το ενδεχόμενο της τηλεοπτικής μεταφοράς του βιβλίου: «Αν γίνει σωστά, θα μπορούσε να ευαισθητοποιήσει ακόμη περισσότερο κόσμο». Το ότι έχει υπάρξει δημοσιογράφος τη βοηθά στον τρόπο με τον οποίο σκέπτεται ως συγγραφέας; «Ισως ναι. Με τη διαφορά ότι η δημοσιογραφία δεν σε αγγίζει σε βάθος, σε απασχολεί για μία μέρα. Ενα βιβλίο μπορεί να σε στοιχειώσει για μια ζωή. Πρόσφατα είδα το συγκλονιστικό ξέσπασμα ενός δημοσιογράφου στο Αλ Τζαζίρα σχετικά με τα γεγονότα στη Γάζα, όπου είχε σταλεί ως ανταποκριτής. Αρχικά μιλούσε ψύχραιμα και ξαφνικά έχασε τον έλεγχο και ξέσπασε σε λυγμούς, περιγράφοντας όλα τα ανατριχιαστικά πράγματα που είχε δει εκεί. Αυτή η στιγμή είχε πολύ μεγαλύτερη επίδραση στον κόσμο από το να βλέπει έναν ψύχραιμο επαγγελματία να μιλάει με αριθμούς. Λένε πως όταν είσαι δημοσιογράφος δεν δικαιούσαι να εμπλακείς προσωπικά ούτε να δείξεις τα συναισθήματά σου σε τέτοιες περιπτώσεις, ωστόσο δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερο τρόπο για να περάσεις ένα σαφές μήνυμα παγκοσμίως».
Ενα σπίτι στα Κάτω Πατήσια
Λίγες ημέρες προτού επισκεφθεί τη Λευκωσία για την παρουσίαση του νέου βιβλίου της, η Χίσλοπ μίλησε στο αθηναϊκό κοινό για τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει, στο πλαίσιο των εξαήμερων εκδηλώσεων του Art Links. Εκεί οι πολυάριθμοι αναγνώστες της είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν μια άλλη Βικτόρια, η οποία μίλησε στα ελληνικά και με γερές δόσεις καθαρόαιμου βρετανικού χιούμορ: «Στα βιβλία μου γράφω για πράγματα σοβαρά, στη ζωή μου, όμως, δεν αντέχω χωρίς χιούμορ» μου εξήγησε.
Εκείνη τη βραδιά, λοιπόν, μίλησε για την επιλογή της να νοικιάσει σπίτι στα Κάτω Πατήσια: «Οι περισσότεροι περίμεναν ότι θα μείνω στο Κολωνάκι, εγώ όμως προτίμησα να μείνω στα Πατήσια. Εχουν άλλη ενέργεια και ζωντάνια. Για έναν συγγραφέα αυτή η γειτονιά είναι πιο πολύτιμη από τις πλούσιες βιτρίνες του Κολωνακίου». Και όσο για το πού προτιμά να γράφει τα βιβλία της: «Πηγαίνω σε μια συγκεκριμένη βιβλιοθήκη στο Λονδίνο. Μου είναι αδύνατον να γράψω στο σπίτι, γιατί πάντα κάτι θα σε αποσυντονίζει. Μια βρύση που στάζει, ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα. Το ίδιο κάνουν και πολλοί άλλοι συγγραφείς. Μαζευόμαστε, λοιπόν, στην ίδια βιβλιοθήκη, ο καθένας κάθεται πάντα στην ίδια θέση –είναι παράξενοι άνθρωποι οι συγγραφείς, οι άνδρες πιο πολύ από ό,τι οι γυναίκες. Τρώμε όλοι μαζί στο διάλειμμα, σαν μια μυστήρια οικογένεια».
Υπάρχει, άραγε, κάποιος συγγραφέας που δεν εκτιμά ιδιαίτερα; «Φυσικά και υπάρχει. Η Τζέιν Οστιν, για παράδειγμα, δεν είναι καθόλου του γούστου μου. Θεωρώ τη γραφή της πολύ αγγλική, με την κακή έννοια. Το είχα πει κάποτε σε μια εκδήλωση στο Λονδίνο και όλοι με κοιτούσαν περίεργα. Οταν λες σε Αγγλους ότι δεν εκτιμάς την Τζέιν Οστιν, είναι σαν να λες σε έναν παπά ότι δεν πιστεύεις στον Θεό. Αντιθέτως, αγαπώ πολύ την Εμιλι Μπροντέ, η οποία πρόλαβε να γράψει μόνο τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» επειδή πέθανε νέα, αλλά τα είπε όλα μέσα από αυτό το μυθιστόρημα».
Οι λογοτεχνικές και παραλογοτεχνικές μόδες στη Βρετανία είναι ίδιες με αυτές που ευημερούν αυτή τη στιγμή και στην Ελλάδα: «Οταν πήγα στο Οσλο, αγόρασα ένα βιβλίο του Τζο Νέσμπο. Είχα ακούσει ότι στη Νορβηγία είναι κάτι σαν εθνικός ήρωας και ήθελα να το έχω στην τσάντα μου, σε περίπτωση που θα τον έβλεπα τυχαία στον δρόμο με το ποδήλατό του. Τα αστυνομικά μυθιστορήματα γοητεύουν πολύ κόσμο. Παρομοίως και βιβλία όπως οι «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι». Το αστείο είναι ότι όποιον και αν ρωτούσα στην Αγγλία μού έλεγε ότι δεν πρόκειται να το διαβάσει. Υστερα ήρθαν οι πωλήσεις και καταλάβαμε ότι όλοι ψεύδονταν ασύστολα».
Σχεδόν σε καθημερινή βάση θα συναντήσει κάποιον ή θα λάβει κάποιο e-mail από έναν φαν που έχει μια «πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία η οποία θα μπορούσε να γίνει βιβλίο». Η ίδια, όμως, νιώθει αυτάρκης, καθώς έχει αρκετές δικές της: «Ο καθένας μπορεί να γράψει. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι στυλό και πολύ χαρτί. Δεν είμαι πολύ συμπονετική με ανθρώπους που μου συστήνονται ως συγγραφείς και αμέσως μετά μου λένε «όμως δεν ξέρω τι να γράψω». Αν δεν έχεις ιδέες, ίσως πρέπει να κάνεις κάτι άλλο στη ζωή σου. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να δείξω κατανόηση σε κάποιον που λέει ότι θέλει να γράψει, αλλά δεν ξέρει τι».
Οσο για τη σχέση της με την τηλεόραση, παραδέχεται ότι είναι αρκετά θερμή: «Παλιά χρειαζόταν να περιμένουμε μία ολόκληρη εβδομάδα για το νέο επεισόδιο της αγαπημένης μας σειράς. Πλέον, μπορείς να έχεις στη διάθεσή σου σεζόν ολόκληρες και να δεις δέκα, δεκαπέντε, όσα, τέλος πάντων, επεισόδια αντέχεις, μαζεμένα. Αυτό μου θυμίζει αρκετά τη διαδικασία της ανάγνωσης: κάθε επεισόδιο λειτουργεί σαν ξεχωριστό κεφάλαιο ενός βιβλίου και πλέον γυρίζονται εξαιρετικά σίριαλ. Ομως κάθε φορά που εθίζομαι σε ένα σίριαλ, σταματάω να διαβάζω όσο θα ήθελα».
Πώς αντιδρά άραγε κάθε φορά που βρίσκεται στην Ελλάδα για διακοπές και βλέπει κάποιους να διαβάζουν ένα από τα βιβλία της στην παραλία; «Είναι πολύ αστείο, αλλά το κάνω: τους πλησιάζω και τους λέω «Γεια… Εγώ το έχω γράψει αυτό… Μήπως θα θέλατε να σας το υπογράψω;». Εχω και στυλό έτοιμο. Σου το είπα, οι συγγραφείς είμαστε παράξενα πλάσματα. Και κάθε φορά που βλέπω ένα βιβλίο μου σε βιτρίνα βιβλιοπωλείου, το τραβάω φωτογραφία. Αυτό το συναίσθημα ενθουσιασμού είναι κάτι που δεν πρόκειται να ξεπεράσω ποτέ. Είναι πάντα σαν την πρώτη φορά».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ