Από την πολυαναμενόμενη αυτοβιογραφία του Μάκη Μάτσα (που κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία στις 29 Οκτωβρίου) απουσιάζει μια σπαρταριστή ιστορία με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ο 75χρονος σήμερα ισχυρός άνδρας της Μinos-ΕΜΙ χαμογελάει και σπεύδει με τη γνωστή, παλαιάς κοπής, ευπροσηγορία του να επανορθώσει. «Μόλις έχει τελειώσει η χούντα, όλοι πέφτουνε πάνω στον ήρωα Μίκη Θεοδωράκη, πρώτη και καλύτερη η Αλίκη. Αφού του εξυμνεί τους αγώνες του πατέρα της στην Κατοχή, του λέει: «Ξέρεις, Μίκη, θέλω να μου γράψεις μουσική για το ‘Εχθρός λαός’ (σ.σ.: του Ι. Καμπανέλλη) που ανεβάζω». «Βέβαια, Αλίκη!». Την επομένη ο Μίκης μού λέει: «Μάκη, θα πας στη Βουγιουκλάκη να της πεις ότι τελικά δεν μπορώ να της γράψω τη μουσική λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων που έχω σε σένα!». Του λέω: «Τρελός είσαι;». Τελικά παίρνω τον δικηγόρο του, τον Χριστόφορο Αργυρόπουλο, και πάμε στο σπίτι της Αλίκης. Εκείνη κάθεται απέναντί μας στον καναπέ με μια καταπληκτική μισάνοιχτη πενουάρ. «Η αποστολή μας δεν είναι και τόσο ευχάριστη…» αρχίζει ο Αργυρόπουλος. Παμ! Η Αλίκη πέφτει κάτω ξερή! Εμείς τρελαινόμαστε, τρέχουμε στην κουζίνα να της φέρουμε νερό. Φυσικά, επρόκειτο για θέατρο! Οταν συνέρχεται, λέει: «Αν μου το κάνει ο Μίκης αυτό, το βλέπετε αυτό το μπαλκόνι; Θα αυτοκτονήσω! Αυτό να του πείτε και τίποτε άλλο». Την έγραψε τελικά τη μουσική ο Θεοδωράκης και εμείς δισκογραφήσαμε την παράσταση».
Ο χαμηλών τόνων ιδρυτής της Μίνως Μάτσας και Υιός, ο «δισκάς» που πριν από 50 χρόνια ξαναμοίρασε την τράπουλα στην εγχώρια μουσική βιομηχανία και δημιούργησε το star system στο ελληνικό τραγούδι, ξεφυλλίζει μαζί με το BΗmagazino την αυτοβιογραφία του, «Πίσω απ’ τη Μαρκίζα –40 χρόνια ελληνικής μουσικής όπως την έζησα» (εκδ. Διόπτρα). Δηλώνει μετ’ επιτάσεως ότι και σήμερα ακόμη δεν τον απασχολεί η υστεροφημία του: «Πάντα υποβάθμιζα αυτό που έκανα. Αισθανόμουν ασήμαντος και αφανής, δεν πίστευα ότι με το τραγούδι που «διόρθωνα» εγώ στο στούντιο μπορεί κάποιος να κάνει χαρακίρι στην ταβέρνα ή να ξαναερωτευτεί το κορίτσι του… Ολη μου τη ζωή την πέρασα κατά κυριολεξία πίσω από τη μαρκίζα. Εγραφα μόνο κάποιες σκέψεις για το προσωπικό μου αρχείο, για να τις διαβάσουν τα παιδιά μου… Δεν αισθανόμουν ότι δημιουργούσα κάτι ιδιαίτερο. Από τρίτους έμαθα ότι ίσως αυτό που έκανα ήταν σημαντικό. Από τους φίλους μου, τον γλύπτη Κώστα Βαρώτσο και τον σκιτσογράφο Γιάννη ΚΥΡ, ένα βράδυ στις Σπέτσες. «Είσαι τρελός;» μου είπαν. «Εχεις υποχρέωση να τα εκδώσεις». Με ώθησαν να συνειδητοποιήσω ότι αυτό που έκανα αφορούσε τα ακούσματα και τα συναισθήματα τόσων ανθρώπων».
Πόλεμος για το ελληνικό τραγούδι
Το πρώτο κεφάλαιο της αυτοβιογραφίας Μάτσα πατάει επάνω στις πρώτες, τις σκοτεινές μνήμες. Το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα βάλει τέλος σε μια μεσοαστική παιδική ηλικία, με τη μητέρα του Μαργαρίτα να παίζει το «Reproches d’Amour» σε ένα όρθιο πιάνο Ηοffman και τον πατέρα του, Μίνω, να κυκλοφορεί με Chevrolet, «τότε που οι κάτοχοι ΙΧ ήταν ακόμη δακτυλοδεικτούμενοι». Ερχεται ο διωγμός των Εβραίων της Αθήνας, ο φόβος, το ψεύτικο όνομα «Μάκης» (το αληθινό είναι Σαμουήλ), η φυγή το 1943 στο ανταρτοκρατούμενο Δίκαστρο της Ευρυτανίας και 15 μήνες αργότερα η πορεία από το Δίκαστρο στη Λαμία. «Είναι μια εικόνα που δεν μπορώ να ξεχάσω» λέει σήμερα στο BΗmagazino. «Είμαστε ένα καραβάνι καμιά πενηνταριά ανθρώπων, ο παπάς μπροστά να ψέλνει για να μας δώσει κουράγιο, ο πατέρας μου είχε δέσει με επιδέσμους τα λιωμένα παπούτσια του». Εγγλέζικα καμιόνια θα τους γυρίσουν το 1944 στην απελευθερωμένη πρωτεύουσα. Η οικογένεια Μάτσα βρίσκεται κατεστραμμένη οικονομικά, το σπίτι της Μιχαήλ Βόδα είναι επιταγμένο. Η δισκογραφική εταιρεία Odeon-Parlophone στην οποία εργαζόταν ως υπεύθυνος ρεπερτορίου ο πατέρας του πριν από τον πόλεμο έχει κλείσει, ενώ το εργοστάσιο δίσκων της Columbia, το μοναδικό της εποχής, έχει μετατραπεί από τους Γερμανούς σε συνεργείο φορτηγών. «Τα κουβαλώ αυτά τα χρόνια» λέει ο Μάκης Μάτσας. «Μου στέρησαν την παιδικότητά μου, αλλά με χαλύβδωσαν, μου γέννησαν την ανάγκη να δημιουργήσω, να μην τα ξαναζήσω».
Ο πατέρας του, Μίνως Μάτσας (που τυγχάνει και πολυγραφότατος στιχουργός, «Μινόρε της αυγής», «Είσαι εσύ ο άνθρωπός μου» κ.ά.), εκτός από ένα μικρό κατάστημα υφασμάτων που ανοίγει στη γωνία Αιόλου και Ερμού, φροντίζει με τους παλιούς συνέταιρούς του να επαναδραστηριοποιήσει την Odeon-Parlophone. Σε λίγα χρόνια η εταιρεία περνάει στα χέρια του. Είναι εκείνος που προπολεμικά είδε μια ημέρα στο γραφείο του έναν περιθωριακό τύπο με τραγιάσκα και μακρύ παλτό. Ο τύπος έβγαλε από την τσέπη του ένα μπαγλαμαδάκι και του είπε: «Αφεντικό, έχω κάτι τραγουδάκια να σου παίξω». Ηταν ο Μάρκος Βαμβακάρης («ο δικός μας Μπαχ», όπως θα τον αποκαλέσει το 1949 ο Μάνος Χατζιδάκις στην ιστορική διάλεξή του στο Θέατρο Τέχνης για το ρεμπέτικο). Την ώρα που οι πόρτες των άλλων δισκογραφικών της εποχής έχουν μείνει ερμητικά κλειστές, ο Μίνως Μάτσας ακούει κάτι σπαρακτικά καινούργιο.
Ενάμιση μήνα αργότερα, όταν θα συναντηθεί με τον Βαμβακάρη στο αυτοσχέδιο στούντιο σε ένα ξενοδοχείο της Ομόνοιας, τυχαίνει να βρίσκεται εκεί, ηχογραφώντας μια οπερέτα, ο καθιερωμένος μουσουργός Νίκος Χατζηαποστόλου. «Μίνο, αν δεν βγάλεις από την αίθουσα τα άθλια αυτά κατασκευάσματα, εγώ άλλη φορά δεν ξαναμπαίνω σε αυτό το στούντιο» θα πει εκνευρισμένος ακούγοντας τα «γρατζουνίσματα» του Μάρκου, για να λάβει την ιστορική απάντηση: «Mαέστρο μου, όπως εγώ δεν ανακατεύομαι στις παρτιτούρες σου, θα σε παρακαλούσα κι εσύ να μην ανακατεύεσαι στη δουλειά μου». Αυτή θα είναι η πρώτη από τις νικηφόρες μάχες του Μίνου Μάτσα με το δυτικόστροφο μουσικό κατεστημένο της εποχής, αυτό που αντιμετωπίζει το μπουζούκι σαν μίασμα. Το 1936 έρχεται να τον βρει (φορώντας παπούτσια από προβιά) ένας 21χρονος οργανοπαίκτης από τα Τρίκαλα: o Βασίλης Τσιτσάνης. Και ύστερα ο γλυκομίλητος Γιάννης Παπαϊωάννου τού φέρνει «πεσκέσι» τη «Φαληριώτισσα». «Η ανάδειξη της τριανδρίας αυτής ήταν έργο του πατέρα μου» λέει o Μάκης Μάτσας. «Και ήταν υπερήφανος για αυτό».
Η αρχή του τέλους της Odeon έρχεται τον Απρίλιο του 1951 με το παρ’ ολίγον μοιραίο έμφραγμα του 48χρονου Μίνου Μάτσα μέσα στο στούντιο της Columbia, ενώ ηχογραφείται «Το μικρό καφενεδάκι» με τον Νίκυ Γιάκοβλεφ και τη Μαίρη Λω. Ο νεαρός Μάκης, που ετοιμάζεται για σπουδές Ιατρικής στη Σορβόννη, βλέπει τα σχέδια ζωής του να ανατρέπονται. Η κατάσταση επιδεινώνεται το 1958, όταν την ανταγωνιστική Columbia αναλαμβάνει ο χαρισματικός Τάκης Β. Λαμπρόπουλος ενώ ταχύτατα αναρριχάται και ο Αλέκος Πατσιφάς της Fidelity και αργότερα της Λύρας (μεταξύ άλλων, «κλέβει» την ανερχόμενη τότε Νάνα Μούσχουρη). Η Odeon οδεύει πλέον σταθερά προς την πτώχευση, όταν ο 23χρονος Μάκης Μάτσας (που έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του στα οικονομικά αλλά κοιμάται αγκαλιά με το ραδιόφωνο να παίζει Τόνια Κάραλη) αποφασίζει να πάρει τα ηνία: «Ο πατέρας μου δεν πίστευε ότι θα τα καταφέρω. Θεωρούσε ότι η δισκογραφία είχε πλέον εξαφανιστεί και ότι αυτό που πήγαινα να κάνω ήταν δονκιχωτισμός». Ο πατήρ τελικώς πείθεται με βαριά καρδιά και στις αρχές του ’60 γεννιέται η Μίνως Μάτσας και Υιός, με ένα κληροδοτημένο από την Odeon χρέος 2 εκατομμυρίων δραχμών και τους περισσότερους καλλιτέχνες να την έχουν «κάνει» για άλλες εταιρείες.

Χτίζοντας τη μονοκρατορία του βινυλίου
Η πρώτη επιτυχία της Minos είναι το «Ανεβαίνω σκαλοπάτια» (1962) του Απόστολου Καλδάρα (ο υιός Μάτσας «σκαρφίζεται» μια δεύτερη εκτέλεση με τον Βαγγέλη Περπινιάδη). Η εταιρεία μπαίνει ταχύτατα σε έναν αγώνα ανάκαμψης (το χρέος θα ξεπληρωθεί μέχρι τελευταίας δεκάρας) προσελκύοντας ή και «υφαρπάζοντας» μεγάλα ονόματα της εποχής (Απόστολο Καλδάρα, Κώστα Βίρβο, Στέλιο Καζαντζίδη, Καίτη Γκρέυ, Τόλη Βοσκόπουλο κ.ά.). Ο πόλεμος των δισκογραφικών εταιρειών αποδεικνύεται αιματηρός. «Εκείνη την εποχή βασίλευε το «ο θάνατός σου η ζωή μου»» τονίζει σήμερα.
Τις δεκαετίες ’70-’80 στρέφεται στο κυνήγι και το «χτίσιμο» νέων ταλέντων. Νταλάρας, Κουγιουμτζής, Καλατζής, Πάριος, Λοΐζος, Βίσση, Παπακωνσταντίνου θα είναι μερικές μόνο από τις χρυσοφόρες ανακαλύψεις της Minos. Ο πόλεμος εξακολουθεί να μαίνεται: πισώπλατα μαχαιρώματα, δεσμευτικά συμβόλαια, απειλές για προσημειώσεις ακινήτων, «ρουφιάνοι των εταιρειών» (όπως τους αποκαλεί ο Στέλιος Καζαντζίδης) και δισκογραφικό espionage (π.χ. το 1975 ο συνεργάτης του Μάτσα, Γιώργος Λεφεντάριος, πήγε στην μπουάτ του «αγκαζαρισμένου» από την Columbia Γιάννη Μαρκόπουλου και κατέγραψε «λαθραία» σε κασετοφωνάκι τα τραγούδια του συνθέτη που η Minos ήθελε να δώσει στη Χαρούλα Αλεξίου για να υπάρχει ακλόνητο αποδεικτικό στοιχείο της δημόσιας εκτέλεσης των τραγουδιών αυτών). Και βέβαια, το σχεδόν εμμονικό κυνήγι του σουξέ: «Εγώ πάντοτε λειτουργούσα με αυτή τη λογική. Ισως το «πάντοτε» να είναι κάπως υπερβολικό. Ομως τα πρώτα μου χρόνια ήταν θέμα επιβίωσης. Αν δεν έκανα επιτυχίες, δεν θα μπορούσα να συνεχίσω. Τον Καζαντζίδη, ναι, είχα εμμονή να τον «πάρω». Θεοδωράκη δικό μου δεν γινόταν να φτιάξω, άρα έπρεπε να φέρω τον Θεοδωράκη. Οταν άκουσα πρώτη φορά το «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή» ήταν σαν να μου κάρφωναν μαχαίρι, ορκίστηκα να δημιουργήσω τον δικό μου Ξαρχάκο. Αισθανόμουν ότι αν έκανα έναν αποτυχημένο δίσκο δεν ήμουν συνεπής με τον εαυτό μου. Βέβαια, όταν ήμουν πλέον αυτάρκης, έκανα και δίσκους, κυρίως με τον Θεοδωράκη, που πίστευα ότι δεν θα πουλήσουν, αλλά άξιζαν να γίνουν».
Στην ερώτηση αν υπήρχε κάποιoς άγραφος ηθικός κώδικας μεταξύ των «εταιρειαρχών», ο Μάκης Μάτσας απαντά: «Υπήρχε ότι για να πάρεις έναν καλλιτέχνη από μια άλλη εταιρεία έπρεπε να σου αποδείξει ότι δεν έχει πλέον δέσμευση μαζί της. Του έλεγες: «Πήρες το απαλλακτικό σου;»». O ίδιος καταθέτει ότι η πρώτη «υφαρπαγή» που τον γέμισε τύψεις ήταν αυτή του «πρίγκιπα» Τόλη Βοσκόπουλου από τη Philips και τον διευθυντή της («και φίλο») Νίκο Αντύπα: «Στενοχωριόμουν για τη μετεγγραφή αυτή, αλλά, από την άλλη, έλεγα μέσα μου: «Τι να κάνω; η δουλειά είναι δουλειά»». Παραδέχεται, βέβαια, ότι όλα αυτά τα χρόνια τον βοήθησαν η εχθρογνωσία και η εκμετάλλευση των αδυναμιών του ανταγωνισμού: της ιδιόρρυθμης, υπεροπτικής συμπεριφοράς του Τάκη Λαμπρόπουλου (που έδινε π.χ. ραντεβού στον Μάνο Χατζιδάκι και τον «έστηνε»), αλλά και της τραχιάς κυκλοθυμίας του «κυρ Αλέκου», που όταν συνάντησε κάποτε τον Γιάννη Πάριο στο στούντιο του είπε: «Εσύ ξέρεις γιατί έχεις επιτυχίες; «Οχι, κύριε Πατσιφά». Να σου πω εγώ, Πάριε. Γιατί τραγουδάς για τις κακογαμ… ες γυναίκες, και αυτές είναι πάρα πολλές».
Ο υιός Μάτσας πλασάρεται ως ο «διπλωμάτης», είναι ο ευέλικτος «δισκάς», που όμως δεν έχει τον υπέρμετρο συναισθηματισμό του πατρός Μίνου (σ.σ.: ο οποίος «φεύγει» στις 25 Σεπτεμβρίου 1970). Είναι, σύμφωνα και με τους πλέον άσπονδους εχθρούς του, «σπουδαίος έμπορας» του ελληνικού τραγουδιού. Η Minos θα έχει πολλές πρωτιές: το σπάσιμο του μονοπωλίου του εργοστασίου παραγωγής δίσκων της Columbia, το πρώτο συμβόλαιο στην ελληνική δισκογραφία που «δένει» έναν συνθέτη (Μπάμπης Μπακάλης) παραχωρώντας του και ένα επιπλέον ποσοστό επί των πωλήσεων, το πρώτο γραφείο δημοσίων σχέσεων στην ελληνική δισκογραφία (με επικεφαλής τον πλέον «ακατάλληλο», λόγω ταμπεραμέντου, Λευτέρη Παπαδόπουλο), τον θεσμό του χρυσού και του πλατινένιου δίσκου κ.ο.κ. «Πιστέψτε με, δεν ένιωσα την αλαζονεία του «πατριάρχη της ελληνικής δισκογραφίας»» εξομολογείται.

«Ισως σε αυτό να οφείλω και την επιτυχία μου. Ακόμη και σε δύσκολους καλλιτέχνες, ενέπνεα έναν σεβασμό. Στον πολύ δύσκολο Καλδάρα. Ο Βοσκόπουλος ξέρετε τι ιδιότροπος ήταν; Εγώ, όμως, τον είχα φέρει σε σημείο να του δείξω το συμβόλαιο και να μου πει: «Ελα, μωρέ, γράψε ό,τι θες!». Επειτα από τόσα χρόνια, πολλοί καλλιτέχνες με φωνάζουν ακόμη «κύριε Μάτσα». Μάλιστα, σήμερα λέω «ρε παιδί μου, ίσως θα έπρεπε να την απολαύσω αυτή την επιτυχία»».

Νιώθει κάποιον σεβασμό για τους καλλιτέχνες που του έκαναν τη ζωή δύσκολη; «Κάποιοι άνθρωποι ήταν τόσο σημαντικοί για την εποχή τους που έκρινα ότι έπρεπε να δεχθώ τις ιδιορρυθμίες τους. Ο Καζαντζίδης, για παράδειγμα, ήταν από απόψεως εμπορικότητας «shop in shop» («μαγαζί μέσα στο μαγαζί»)». Ποιους ξεχωρίζει, ποιοι, εκτός από λαρύγγι, είχαν και μυαλό; «Τον Νταλάρα τον θεωρώ Number One. Μυαλό 51% και λαρύγγι 49%. Δεν μπορώ να πω, όλοι αυτοί οι «σύγχρονοι» (Πάριος, Νταλάρας, Αλεξίου, Γαλάνη, Παπακωνσταντίνου…), δηλαδή οι μετά τους λαϊκούς καλλιτέχνες, έχουν πολύ περισσότερο μυαλό από τους προηγούμενους. Γι’ αυτό και με τη δική μας συμπαράσταση κατόρθωσαν να είναι 45 χρόνια τραγουδιστές. Και είμαι σήμερα υπερήφανος που η γενιά των τραγουδιστών που εγώ έβγαλα είναι η μακροβιότερη στην ελληνική δισκογραφία. Ξέρετε, όμως, ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν θα υπήρχαν αν τους αφήναμε να κάνουν αυτό που νόμιζαν σωστό; Ή αν εγώ δεν έμπαινα τελευταία στιγμή στο στούντιο να πω: «Παιδιά, δεν βγαίνει αυτός ο δίσκος! Δεν έχει την επιτυχία!»;».
Περιγράφει μετά ζήλου τις μικροχειρουργικές επεμβάσεις του σε τραγούδια, στίχους, φωνές (όπως το 1983, που πήγε σε μια ηχογράφηση του Γιάννη Πάριου και διαπληκτίστηκε εντόνως με τον στιχουργό Σπύρο Γιατρά, πείθοντάς τον τελικά να μετονομάσει ένα τραγούδι από το «Αν δεν είχα τη μάνα μου» σε «Αν δεν είχα και σένανε»!). «Αυτή την ψιλοβελονιά δεν την κάνουν τώρα» τονίζει στο BΗmagazino. «Οι συνθέτες έρχονταν εδώ και συχνά τους κατατρόπωνα: «Τι μπούρδες είναι αυτές!», «Αλλαξέ το αυτό!», «Πέταξέ το!». Και με τον (σ.σ.: Σταύρο) Κουγιουμτζή είχαμε τσακωθεί, γιατί, παρότι ήταν ταπεινός άνθρωπος, είχε μια έπαρση… Και στον Μάνο Λοΐζο είχα ζητήσει να αλλάξει στίχους. Αλλά ο Λοΐζος το επεδίωκε, μου έπαιζε τραγούδια και με ρωτούσε: «Τι λες..;». Τώρα έρχονται οι συνθέτες με τα τραγούδια τους, τα ηχογραφούν και φεύγουν. Ξέρετε πόσες φορές σήμερα ακούω κάτι στο ραδιόφωνο και λέω: «Τι κρίμα. Αν είχε πει αυτό αντί για εκείνο…»».
Ηταν ο άτεγκτος Mr. Greek Music, όπως τον παρουσιάζουν 50 χρόνια τώρα πολλοί στη μουσική βιομηχανία; «Είναι αλήθεια ότι η πιάτσα με εμφάνιζε πάντα ως στυγνό επιχειρηματία. Και τώρα καμιά φορά λένε για τη Μαργαρίτα (σ.σ.: που από το 2003 έχει αναλάβει τη γενική διεύθυνση της Minos-EΜΙ): «Αυτή βγήκε πιο σκληρή και από τον πατέρα!». Δεν ξέρω γιατί… Ισως να με έλεγαν σκληρό γιατί ήταν μια δουλειά που πόναγα πάρα πολύ, ενώ οι υπόλοιποι (με εξαίρεση ίσως τον Λαμπρόπουλο) ήταν διευθυντές πολυεθνικών εταιρειών… Πέντε πάνω, πέντε κάτω, δεν τους «έκαιγε» και πολύ. Ισως, πάλι, με έλεγαν σκληρό γιατί τα ελαστικότερα συμβόλαια ήταν για 20 χρόνια, ενώ το δικό μου συμβόλαιο έγραφε «εφ’ όρου ζωής»». Κάτι για το οποίο έχει μετανιώσει; «Δύσκολη ερώτηση… Θα μπορούσα να είχα πάρει στην εταιρεία την Αλκηστη Πρωτοψάλτη… Θα είχα βάλει, όμως, έναν ημι-Νταλάρα στο κεφάλι μου, άρα καλά έκανα!».
Εξηγώντας στο BΗmagazino το δισυπόστατο της θέσης του, πώς γίνεται δηλαδή ο ίδιος άνθρωπος που κλείνει τα deals και βάζει τις υπογραφές να είναι ταυτόχρονα o άνθρωπος της «πιάτσας» που μιλάει τα «γαλλικά» των καλλιτεχνών, ο Μάκης Μάτσας λέει: «Είχα την ευελιξία να πειθαναγκάζω τον εαυτό μου σε «υποβιβασμό» ή σε «αναβάθμιση», να λειτουργώ σαν ασανσέρ, να συνδιαλέγομαι με όλες τις τάξεις, με όλα τα επίπεδα τα κοινωνικά, τα πνευματικά». Δεν είναι τυχαίο ότι από τα γραφεία της Minos θα περάσουν (σχεδόν) όλοι: από τον διανοούμενο Μάνο Χατζιδάκι που αδιαφορεί επιδεικτικά για την επιτυχία και τον Στράτο Διονυσίου (που το 1979 βρόντηξε το χέρι στο τραπέζι: «Εγώ θα έρθω στη Minos θες δεν θες»), μέχρι τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα (που ένα φεγγάρι δούλεψε κούριερ στο τμήμα πωλήσεων της Minos) και τον καλτ στιχουργό της ελληνικής δισκογραφίας Χαράλαμπο Βασιλειάδη, τον «Τσάντα», που κυκλοφορούσε ρακένδυτος και έγραφε αριστουργήματα («Αναψε το τσιγάρο», «Ηρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου», «Αγωνία» κ.ά.). Ποια από τις τραγουδίστριες που πέρασαν από τα στούντιο της Minos άσκησε επάνω του τη μεγαλύτερη γοητεία; «Εκείνη που με γοήτευσε ήταν η Μαρινέλλα. Γυναίκα, προσωπικότητα, χιούμορ, κουβέντα, όλο το «πακέτο». Η πιο όμορφη, βέβαια, που έχει περάσει ήταν η Χαρούλα Αλεξίου».


O εθνικός Στέλιος και ο πιο μισητός άνθρωπος στην Ελλάδα
Από την αυτοβιογραφία του ισχυρού άνδρα της Minos δεν θα μπορούσε να απουσιάζει το πολύκροτο και εξόχως τραυματικό, όπως επισημαίνει, «σίριαλ Καζαντζίδη». Μια 25ετής περιπέτεια με τεράστιες επιτυχίες, εξώδικα, αλληλοκατηγορίες («Καλύτερα να πλένω πιάτα στην Αμερική παρά να είμαι σκλάβος του Μάτσα») και με ένα, όπως σημειώνεται εμφατικά, κοκτέιλ συναισθημάτων: «Αγάπης, πάθους, πίκρας, οργής, μίσους». Και είναι η πρώτη φορά, έπειτα από 37 χρόνια, που ο Μάκης Μάτσας δημοσιοποιεί μέρος της πολεμικής αλληλογραφίας του (το 1977) με τον «τραγουδιστή του ελληνικού λαού». «Δεν το έκανα τότε που με σφυροκοπούσαν κατά τρόπο ανηλεή» λέει σήμερα στο ΒΗmagazino. «Τότε που ο Βασίλης Βασιλικός είχε γράψει εκείνο το περίφημο «καρυδωμένο λαρύγγι», τότε που οι «Ρεπόρτερς» με κατακρεουργούσαν και με ευτέλιζαν από τον μονοπωλιακό τότε σταθμό της ΕΡΤ (σ.σ.: αναφέρεται στους Λιάνη – Χαρδαβέλλα – Δημαρά, που το 1983 αφιερώνουν δύο εκπομπές στον Καζαντζίδη επιτιθέμενοι σφόδρα στη Μinos), τότε που είχα κάθε λόγο να στηρίξω τον εαυτό μου. Σήμερα, όμως, δεν θα μπορούσα να γράψω αυτό το βιβλίο χωρίς να ολοκληρώσω την ιστορία όπως είχε στην πραγματική της διάσταση».
Η πολυετής αντιδικία του με τον «εθνικό Στέλιο Καζαντζίδη» (η οποία, σημειωτέον, θα είναι ο καταλύτης στην απόφαση της κόρης του Μαργαρίτας να σπουδάσει Νομική και εν συνεχεία Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας) θα οδηγήσει στη δαιμονοποίηση της Μinos: «Ασφαλώς μια εποχή ήμουν ο πιο μισητός άνθρωπος στην ελληνική επικράτεια. Ημουν ο εχθρός του «λαϊκού ειδώλου», άρα ήμουν, τουλάχιστον για έναν κόσμο με ένα επίπεδο μορφωτικό και κάτω, ο μεγαλύτερος εχθρός του ελληνικού τραγουδιού! Είχα γίνει ράκος… Φοβόμουν μήπως κάποιοι νομίσουν ότι μπορεί και να είναι αλήθεια όλα αυτά, μήπως οι άλλες εταιρείες επηρεάσουν τους καλλιτέχνες μου. Αν και οι καλλιτέχνες τον ήξεραν τον Καζαντζίδη… Φοβόμουν ακόμη και για τη ζωή μου. Δεχόμασταν τηλέφωνα για βόμβα, ένας καρκινοπαθής με δύο μήνες ζωής με απείλησε ότι θα σκότωνε εμένα και τα παιδιά μου για αυτά που έκανα στον Στέλιο!».
Στο βιβλίο του «Πίσω απ’ τη Μαρκίζα» θα παρουσιάσει με λεπτομέρεια όλα τα επεισόδια του «σίριαλ Καζαντζίδη». Το κυνήγι του Στέλιου (που ανήκει ακόμη στην Columbia) με δύο ολόκληρα χρόνια «ψησίματος». Το παρθενικό συμβόλαιό του με τον Μάτσα (Δεκέμβριος 1963), όταν μια ανάσα προτού μπουν οι πολυπόθητες υπογραφές οι άνθρωποι της Columbia στέλνουν έναν φίλο του και «πρωτοπαλίκαρό» τους να πείσει τον Στέλιο να αλλάξει γνώμη (θα είναι αποφασιστική για τα συμφέροντα της Minos η συμβολή της Μαρινέλλας: «Ακου να δεις, Στέλιο. Αν εσύ δεν φοράς παντελόνια, εγώ φοράω. Θα κάτσουμε εδώ και θα υπογράψουμε με τους ανθρώπους»). Τα τρία πρώτα χρόνια της ανέφελης συνεργασίας. Και ύστερα, οι κυκλοθυμίες, οι οικονομικές αξιώσεις, τα απανωτά πραξικοπήματα του Στέλιου (μεταξύ άλλων, θα στήσει τη δική του εταιρεία, ονόματι «Standard»), η φυγή του στην Αμερική για να ασχοληθεί επαγγελματικά με την αλιεία. Και βέβαια, η δεκαετής λυσσαλέα διαμάχη με τη Minos μετά τη μοιραία απόφασή του να μην ξανατραγουδήσει αν η εταιρεία δεν τον αποδεσμεύσει από το «καταπιεστικό» συμβόλαιό της («Είναι ντροπή μια φωνή σαν τη δική μου να έχει πεθάνει ζωντανή» θα πει, μεταξύ άλλων, στους «Ρεπόρτερς»). Γιατί αφού διερράγησαν τόσες φορές οι σχέσεις με τον Καζαντζίδη, η Μinos δεν «έκοψε» μαζί του; «Ξέρετε κάτι; Από κάποια στιγμή και μετά θα μπορούσα. Δηλαδή τα δέκα χρόνια που κράτησε πλέον η διαμάχη αυτή (σ.σ.: η οποία έληξε με «φωτογραφική» τροπολογία Αντώνη Τρίτση – Γιώργου Παπανδρέου), θα μπορούσα να την είχα αποφύγει. Αλλά για μένα ήταν θέμα αρχής, δεν μπορούσα να του δώσω το συμβόλαιο, επειδή έλεγε «Δεν τραγουδάω». Φοβόμουν ότι μπορούσε να αποτελέσει μια κακή αρχή και ο Καζαντζίδης να βρει μιμητές».
Υπήρξε ποτέ άλλος σαν αυτόν; «Οχι. Το φαινόμενο Καζαντζίδης ήταν μοναδικό. Δεν υπήρξε άλλο και δεν θα υπάρξει… Ισως ύστερα από 100 χρόνια. Γι’ αυτό θεωρώ ότι ο παραλογισμός του εν πολλοίς προερχόταν από τη μεγάλη του επιτυχία. Μιλάμε για λατρεία… Πρέπει να έχεις μια ωριμότητα, μια μόρφωση και μια ψυχραιμία για να μπορέσεις να τη βαστήξεις στους ώμους σου. Στο σπίτι του στο Κιάτο, που πήγαινε να απομονωθεί, κάνανε στάση τα ΚΤΕΛ… Εκείνος μόλις έβλεπε την ουρά έμπαινε στη βάρκα και έφευγε… Το βράδυ που προβλήθηκε η εκπομπή της ΕΡΤ με τα τραγούδια του «Υπάρχω» (1975), σταμάτησε η κυκλοφορία στους δρόμους… Και μετά τού ήρθε η Εφορία. Τού σάλεψε: «Εμένα; Που έρχεται όλη η Ελλάδα και με προσκυνάει θα με βάλεις φυλακή επειδή δεν σε πληρώνω;»».
Και όμως, ο Μάκης Μάτσας γράφει ότι τελικά o Στέλιος «τον αγάπησε». «Αν είναι αλήθεια αυτό που μου είπαν η γυναίκα του και ο κουμπάρος του, ότι μέσα στις τελευταίες του ώρες ρώταγε αν τηλεφώνησα να μάθω πώς πάει και αν του έστειλα λουλούδια, σημαίνει ότι και αυτός δεν αισθανόταν τόσο εχθρός μου…».
Αντί επιλόγου
Από το στοιχειωμένο με σχεδόν έναν αιώνα ελληνικής μουσικής γραφείο του στη Μεσογείων (το κοσμεί μεταξύ άλλων ένα κάδρο με την ετικέτα του πρώτου δίσκου του Τσιτσάνη με το σήμα της Odeon), ο θαλερός Μάκης Μάτσας δείχνει σκεπτικός για το μέλλον (εκφράζει πάντως τον ενθουσιασμό του για την Ελεωνόρα Ζουγανέλη και τον Γιάννη Χαρούλη) και μιλάει για μια «νέα γενιά ακροατών», στην οποία φαίνεται ότι ανήκει, κάπως απρόθυμα, και ο ίδιος (στους περιπάτους του ακούει μουσική από ένα πρόγραμμα στο οποίο έχει «φορτώσει» 2.000 τραγούδια). Παρουσιάζει τη συναισθηματικά φορτισμένη αυτοβιογραφία του σαν ένα «βιβλίο αναμνήσεων και εξομολογήσεων» και λιγότερο σαν τεκμήριο για την ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας. Δεν διστάζει, μάλιστα, μέσα από τις σελίδες της να συνδιαλλαγεί απευθείας με καλλιτέχνες που πέρασαν από την «οικογένεια Μάτσα», να τους απευθύνει αυτά που, όπως επισημαίνει, δεν τους είπε ποτέ κατά πρόσωπο: «Γιάννη, σε αδίκησα» (στον Πάριο). «Ενα ευχαριστώ είναι αυτό. Πες το και ας πέσει χάμω» (στον Γιώργο Νταλάρα) κ.ο.κ. Δεν είναι απίθανο οι ίδιοι οι καλλιτέχνες ή οι μουσικολόγοι να μην ταυτιστούν απόλυτα με τη διά χειρός Μάτσα ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Αλλά, ως είθισται στις αυτοβιογραφίες, και εδώ, δεν προέχει η «ιστορική» αλήθεια. «Αυτό που έχει σημασία στη ζωή δεν είναι τι σου συνέβη, αλλά τι θυμάσαι και πώς το θυμάσαι» που θα έλεγε και ο Γκραμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
*Το βιβλίο του Μάκη Μάτσα «Πίσω απ’ τη Μαρκίζα» (εκδόσεις Διόπτρα) κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία στις 29 Οκτωβρίου. Θα έχει ένθετο ένα DVD με αδημοσίευτο υλικό από τον πολυκύμαντο μουσικό βίο της Minos. Η επίσημη παρουσίαση του βιβλίου θα πραγματοποιηθεί σε λίγες ημέρες και αναμένεται (μουσικά) δελεαστική.

**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ