«Πριν από επτά χρόνια αποφάσισα να πραγματοποιήσω ένα μεγάλο μου όνειρο. Αν και υπήρχαν ήδη τα σημάδια της κρίσης, θέλησα να φτιάξω ένα θέατρο, πρώτον επειδή η ανάγκη μου με πίεζε και δεύτερον επειδή η λογική μου δεν μπορούσε να αντιληφθεί πως η πατρίδα μου θα βυθιζόταν σε τέτοιο τέλμα, πως οι θεσμοί θα ευτελίζονταν σε τέτοιο βαθμό, πως η φτώχεια θα κυριαρχούσε και πως η πολιτεία θα απαξίωνε τόσο πολύ την Παιδεία και τον πολιτισμό.

Παρ’ όλα αυτά που συνέβησαν, σήμερα, έξι χρόνια μετά, ο απολογισμός ενθαρρύνει την πίστη, σε πείσμα της καθημερινής της ακύρωσης. Συνειδητοποιώντας μέσα από τους αριθμούς τι καταφέραμε, μπορώ να παραθέσω 32 έργα, εκ των οποίων τα 24 σε πρώτη παρουσίαση, 14 πρωτότυπες μεταφράσεις, συνεργασίες με 21 σκηνοθέτες και τέσσερα σημαντικά βραβεία». Ετσι περίπου ξεκινά το σημείωμα που έστειλε ο Ακις Βλουτής, αφοσιωμένος θεατράνθρωπος και καλλιτεχνικός διευθυντής του Από Μηχανής Θεάτρου στο Μεταξουργείο, στην ανακοίνωσή του για τις παραστάσεις της νέας σεζόν.

Η θεατρική περίοδος που αρχίζει τον βρίσκει να προετοιμάζεται για την πρεμιέρα (την 1η Δεκεμβρίου) του αριστουργήματος του Σαίξπηρ «Μάκβεθ», σε μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά και σκηνοθεσία του Θάνου Παπακωνσταντίνου. Επεται το «Στροχάιμ», ένα έργο του Δημήτρη Δημητριάδη που δεν έχει παρουσιαστεί ξανά, στο οποίο θα συμπρωταγωνιστεί με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη –εκείνη στον ρόλο της Νόρμα Ντέσμοντ και αυτός στον ρόλο του Εριχ φον Στροχάιμ. Εν αναμονή όλων αυτών, μιλήσαμε μαζί του για τους μεγάλους θεατρικούς ρόλους, για το σεξ ως τη μόνη δύναμη που μπορεί να ενώσει δύο ανθρώπους και, φυσικά, για την τέχνη ως το μόνο πράγμα που βοηθά τον άνθρωπο να στοχεύει στα μεγάλα.
Γιατί αποφασίσατε να παίξετε τον Μάκβεθ εφέτος; «Εφτιαξα ένα θέατρο δικό μου για να παίξω κάποια έργα που ήθελα εγώ. Τα πράγματα, ωστόσο, δεν είναι τόσο απλά, ούτε έρχονται πάντα όπως τα θέλουμε. Προσωπικά, είχα την επιθυμία να παίξω κάποιους ρόλους στη ζωή μου, ρόλους που ήλπιζα ότι θα έβρισκα μπροστά μου χωρίς να έχω κάποια στρατηγική, διότι σε αυτά τα ζητήματα η στρατηγική δεν χρησιμεύει πολύ. Οταν έπαιζα, λοιπόν, τον «Αρχιμάστορα Σόλνες» του Ιψεν, για να είμαι ακριβής, λίγο προτού ξεκινήσει η παράσταση και τις πρώτες ημέρες των παραστάσεων, σκεφτόμουν ότι μετά θα πρέπει να κάνω τον Μάκβεθ. Ερχεται καμιά φορά ο ρόλος και σε πλησιάζει εκείνος».

Θεωρήσατε ότι υπάρχουν κοινά σημεία ανάμεσα στους δύο ήρωες;
Αυτό σας οδήγησε από τον έναν ρόλο στον άλλο; «Υπάρχουν κοινά σημεία στα δύο έργα. Υπάρχει συγκεκριμένα το θέμα της ύβρεως, ένα στοιχείο πολύ βασικό στην αρχαία τραγωδία, και ο Ιψεν έχει μελετήσει πολύ τον Σοφοκλή. Κατά τη γνώμη μου, ο «Μάκβεθ» είναι πολύ κοντά στον «Οιδίποδα», έχει μια τελειότητα ως δράμα. Κάθε φορά που ασχολούμαι με ένα τέτοιο κείμενο προσπαθώ να συνδεθώ μαζί του μέσα από τη δική μου φυλή, τη δική μου ράτσα, τη χώρα μου, αλλά και να βασιστώ στα προσωπικά μου βιώματα. Σε όλη την ευρωπαϊκή Ιστορία, άλλωστε, τα ίδια πράγματα περιγράφουμε όλοι, αλλά σε άλλη γλώσσα».

Η ύβρις με τι θα μπορούσε να συνδεθεί στη σύγχρονη Ελλάδα; «Αυτό είναι πολύ δύσκολο να περιγραφεί. Σκέφτομαι ενίοτε πως στη σύγχρονη, σύντομη σχετικά Ιστορία μας ως ελεύθερο κράτος, όλο πλησιάζουμε την καταστροφή και τελικά την αποφεύγουμε. Εχουμε όλοι ευθύνη για ό,τι συμβαίνει. Μια τάση που έχουμε ως λαός, να μη δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στη λεπτομέρεια, μας κοστίζει, δεν μας απασχολεί πολύ το να είμαστε ακριβείς. Υπάρχει και μεγάλη έκπτωση στο ζήτημα της Παιδείας, που μόνο αυτή χτίζει ώριμους πολίτες οι οποίοι καταλήγουν σε ουσιαστικές επιλογές.
Δεν είμαστε, όμως, μόνοι. Ζούμε την πτώση του δυτικού πολιτισμού, κυριαρχεί ο απόλυτος καπιταλισμός και σε αυτό το σύστημα δεν υπάρχουν ιδέες. Υπάρχουν μόνο το χρήμα και το κέρδος. Εχει αγγίξει πλέον και εμάς αυτή η λογική, εμάς που δεν είναι αυτή η δουλειά μας, γιατί εγώ έφτιαξα μια μη κερδοσκοπική εταιρεία, δεν ίδρυσα μια εταιρεία με σκοπό τον πλουτισμό. Με ενδιέφερε πρώτα απ’ όλα να επικοινωνήσω, να ερευνήσω, αυτή είναι η δουλειά μου, αν δεν με ενδιέφεραν αυτά, θα έκανα εμπορικό θέατρο. Σιγά σιγά, όμως, όλα εξομοιώθηκαν και χάθηκε η ιδέα επάνω στην οποία είχα στηριχτεί. Τέθηκε λοιπόν ένα ζήτημα οικονομικής ανταγωνιστικότητας και σε μένα. Φοβάμαι πως καταργούμε όλον τον χώρο των ιδεών και χωρίς αυτόν δεν υπάρχει ελευθερία».

Δεν θα μπορούσε δηλαδή να είναι ο Μάκβεθ σήμερα ένας διαφθαρμένος πολιτικός ή ένα μεγαλοστέλεχος διεθνούς οικονομικού οργανισμού;
«Νομίζω πως αν τοποθετήσουμε το έργο στο τώρα, χάνει την αξία που έχει, θα πρέπει να πούμε μια καινούργια ιστορία. Ο Μάκβεθ είναι ένας καλός άνθρωπος που αποφασίζει να κάνει το κακό. Το κακό χρειάζεται να υπάρχει στην κοινωνία, είναι με έναν τρόπο ταυτισμένο με την ελεύθερη βούληση. Πρέπει να υπάρχει ένας ηθικός κώδικας για να δημιουργήσει αυτό το ρήγμα που υπάρχει στο έργο.
Ο Μάκβεθ είναι ένας γενναίος στρατιώτης που ξέρει να σκοτώνει, έχει σκοτώσει χιλιάδες, το ζήτημα του φόνου και του αίματος δεν του είναι ανοίκειο, όμως στη μάχη σκοτώνεις για να ζήσεις, για μια ιδέα, για την πατρίδα σου, είσαι, τέλος πάντων, ήρωας. Οταν δολοφονείς, δεν είναι το ίδιο. Γι’ αυτό και δειλιάζει στην αρχή. Αυτό που επιζητά δεν είναι να γίνει βασιλιάς, ζητάει από τον εαυτό του να υπερβεί τους φόβους του και να περάσει στην πράξη. Αυτό που τον απασχολεί δεν είναι να γίνει βασιλιάς, αλλά το ότι, σκοτώνοντας τον βασιλιά, που έχει λάβει την εξουσία του ελέω Θεού, γίνεται ο ίδιος θεός και ξαναγράφει την ιστορία του κόσμου του. Οταν αποφασίσει τελικά να το κάνει, καταστρέφει εν γνώσει του ολόκληρο το ισχύον σύστημα της εποχής και καταστρέφεται και ο ίδιος. Δεν είμαι σίγουρος ότι οι πολιτικοί ή οι διευθυντές των μεγάλων οικονομικών οργανισμών έχουν τέτοια διλήμματα».

Μοιάζουν δηλαδή περισσότερο με τον αδίστακτο Ριχάρδο Γ’;
«Πάλι πολύς τούς πέφτει, είναι πολύ μικρότεροι από όλα αυτά, δεν μπορούν να συγκριθούν με αρχέτυπα. Ο Μάκβεθ δεν γίνεται αντιπαθής στον θεατή γιατί αποδεικνύει πως διακρίνεται τελικά από το θάρρος να κάνει ό,τι δεν κάνει κανείς άλλος. Αυτοί δεν εκτίθενται, δεν θα αφήνονταν ποτέ να χαθούν, έχουν απαξιώσει εντελώς τον άνθρωπο. Και είναι δειλοί γιατί λένε ψέματα στον εαυτό τους σχετικά με τα κίνητρά τους.

Ο Μάκβεθ πληρώνει για την πράξη του, αυτοί ζουν και μεταφέρουν απλώς τα αμέτρητα χρήματά τους από χώρα σε χώρα και βλέπουν όλους τους άλλους σαν να είναι ποντίκια. Για μένα αυτή η προσκόλληση στην ύλη είναι καθαρή διαστροφή, δεν έχει καμία ουσία. Είμαι 50 χρόνων, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι είχα αρκετά χρήματα τώρα για να αγοράσω μερικά σπίτια, να τα αγοράσω για να τα κάνω τι; O άνθρωπος δεν είναι αυτά που έχει. Δεν χωράει στο μυαλό μου και δεν μπορώ να την καταλάβω αυτή τη λογική. Μου φαίνονται δυστυχείς όλοι αυτοί, αν και καταλαβαίνω ότι φαίνεται παράταιρο να τα λέω όλα σε μια εποχή που αντλούμε χαρά από το κινητό μας. Η τέχνη μάς λέει ότι δεν χρειάζεται να είναι όλα μικρά, άνθρωπος είσαι, ζήτα κάτι παραπάνω».


Εσείς είστε ευτυχής μέσα στο θέατρο; «Συχνά είμαι. Στο θέατρο ξεχνάω μερικές φορές τα πάντα, ξεχνάω την ασχήμια… Οχι ότι δεν περνάω μεγάλες κρίσεις, ότι δεν αναρωτιέμαι πού θα πάει και ποιον θα αφορά αυτό που κάνω. Ολοι αγωνιούμε για το αν θα υπάρχει τελικά παραλήπτης στο γράμμα που στέλνουμε, είναι σύμφυτη η αγωνία αυτή με την ανθρώπινη φύση. Το θέατρο είναι, όμως, η δουλειά μου και πρέπει να παλεύω για να την κάνω όλο και καλύτερα, αυτό θα με κάνει δυνατό και θα μου δίνει και ένα νόημα για να ζω. Εχω περιορίσει τα πάντα για να μπορώ να συνεχίσω απερίσπαστος την πορεία μου και είμαι σε μια ηλικία που μου χρειάζονται ελάχιστα, δεν ζηλεύω αποκτήματα, με ενδιαφέρει να πω μια ιστορία. Για να την πεις αυτή την ιστορία, χρειάζονται ελπίδα και πίστη, χωρίς αυτά δεν μπορείς να πας παρακάτω».

Αναφερθήκατε προηγουμένως σε κάποιους ρόλους που ονειρεύεστε να παίξετε. Είναι όλοι αυτό που λέμε «μεγάλοι ρόλοι»; «Εχω στο μυαλό μου κάποιους και μακάρι να μπορέσω να τους παίξω. Δεν είναι όλοι μεγάλοι, βρίσκονται όμως όλοι σε μεγάλα έργα. Το εντυπωσιακό είναι πως δεν έχει αλλάξει η λίστα μου με τα χρόνια. Αν καταφέρω να κάνω τρεις-τέσσερις τραγωδίες, δυο-τρεις Σαίξπηρ και κανέναν Μολιέρο, θα είμαι πολύ χαρούμενος».

Δεν θα σας φανταζόμουν εύκολα σε έργο του Μολιέρου… «Είναι ένα άλλο σχολείο ο Μολιέρος. Τον γνώρισα ουσιαστικά και τον δούλεψα εις βάθος με τον Λευτέρη Βογιατζή στο «Σχολείο των γυναικών»».

Ηθελα νωρίτερα να σας ρωτήσω, όταν περιγράφατε όλα αυτά για τον Μάκβεθ, αν συμφωνείτε με την προσέγγιση που λέει πως στην ουσία είναι ένα άβουλο ανθρωπάκι το οποίο υποκινείται από τη γυναίκα του.
«Α, δεν συμφωνώ με αυτή τη ματιά. Για μένα αυτοί οι δύο ζουν μια ακραία ερωτική ιστορία. Τον Μάκβεθ και τη λαίδη Μάκβεθ, αυτό το μοιραίο ζευγάρι, τους ενώνει ό,τι πιο ζωώδες και ενστικτώδες υπάρχει στη φύση μας: το σεξ –τα σώματά τους λειτουργούν σαν μαγνήτες. Δεν συναντάται συχνά στη ζωή αυτό. Πάντα ήταν ζητούμενο για έναν άνθρωπο να βρει αυτό που θα τον εξιτάρει, θα τον γεμίζει και θα τον ικανοποιεί ως τα βαθιά γεράματα. Η πιο πρωτογενής, φυσική και απόλυτη ένωση δύο ανθρώπων βασίζεται και στο σεξ, μόνο έτσι μπορούν να γίνουν πραγματικά ένα».

Δεν θεωρείτε ότι μια πολυγαμική σχέση μπορεί να είναι το κλειδί για την ερωτική ευτυχία; «Δεν ξέρω, δεν μου έχει τύχει. Νομίζω, όμως, πως το σεξ προχωράει όσο προχωράει και η ηλικία, ωριμάζει και γίνεται πιο πυκνό. Ο,τι στάδιο και αν περνάει μια σχέση, πρέπει να διατηρεί και το ερωτικό στοιχείο, αλλιώς δεν υφίσταται σχέση. Ομως, δεν μπορώ να φανταστώ μια τόσο μεγάλη δυναμική σε δύο ανθρώπους που δεν είναι αφοσιωμένοι και σεξουαλικά ο ένας στον άλλον».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014


Αισθάνεστε ποτέ μικρός όταν αναμετριέστε με τα μεγάλα έργα; Φοβάστε ότι δεν θα τα καταφέρετε; «Υπάρχει πάντα ένας υπόγειος φόβος. Αργά αλλά σταθερά, παύεις να φοβάσαι πολύ. Χρειάζονται χρόνος, πολλή μελέτη και πολύς κόπος. Μεγαλώνοντας λιγοψυχείς πιο συχνά σε πράγματα που μπορεί, σε εσένα προσωπικά, να αγγίζουν έναν ενδόμυχο φόβο. Στον «Αρχιμάστορα Σόλνες», ας πούμε, με τρόμαζε πολύ να σκεφτώ τι συμβαίνει όταν έχεις χτίσει μια ζωή ολόκληρη και μπαίνει ένα πρόσωπο στην κρίση της μέσης ηλικίας και τα γκρεμίζει όλα. Προτιμούσα να μην το σκέφτομαι, με φόβιζε το ενδεχόμενο να μου τύχει και μένα. Το βάζεις στην άκρη και λες «αφού δεν έχει γίνει, ας δείξω τι συμβαίνει στον ήρωα του Ιψεν και σκέφτομαι μετά τα δικά μου»».

Ποια παράστασή σας λειτούργησε για εσάς με τρόπο καθοριστικό; «Θεωρώ σταθμό τους «Εξόριστους» του Τζέιμς Τζόυς, δικό μου εσωτερικό σταθμό εννοώ, είναι το πιο μεγάλο πράγμα που κουβάλησα ποτέ στην πλάτη μου και έπαιξε τεράστιο ρόλο για τη μετέπειτα πορεία μου. Ετυχε να αρρωστήσω πολύ βαριά τη χρονιά που θα το ανέβαζα, έζησα ως εκ θαύματος και αναγκάστηκα να συνδυάσω τη θεραπεία με τη δουλειά επάνω σε αυτό το έργο. Ελευθερώθηκα με αυτόν τον τρόπο από κάποιους φόβους μου, για πάντα».

Διευθύνετε καλλιτεχνικά ένα θέατρο. Υπάρχει περίπτωση αυτό να σας περιορίζει αντί τελικά να σας παρέχει ελευθερία;
«Ναι, όμως τώρα αυτό έχω, τι να κάνω; Φυσικά και με περιορίζει και με κουράζει πάρα πολύ, γιατί περνάνε όλα από το δικό μου χέρι. Είναι, όμως, μια πραγματικότητα την οποία έχω αποδεχτεί. Θα έφευγα πια με ευχαρίστηση, είμαι ανοιχτός και σε άλλες, παράλληλες συνεργασίες. Το θέατρο αυτό είναι μια μεγάλη πολυτέλεια, αλλά και μια μεγάλη ευθύνη. Μέσα από αυτή την εμπειρία κατάλαβα ότι δεν μπορείς να ασχολείσαι με όλα ταυτόχρονα». l

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ