H Nατάσσα Mποφίλιου έχει πολλούς λόγους να γιορτάζει. Ενας από αυτούς είναι η συμπλήρωση δέκα ολόκληρων χρόνων από την πρώτη φορά που ακούσαμε εκείνο το όμορφο ξανθό κορίτσι με το ασυγκράτητο ταμπεραμέντο και τη φωνή που αντηχεί στο μυαλό πολλή ώρα αφού τελειώσει το τραγούδι. Μια μεγάλη συναυλία στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων στις 2 Σεπτεμβρίου, βασισμένη αποκλειστικά στο δικό της ρεπερτόριο, όπως το υπογράφουν οι αχώριστοι φίλοι και συνεργάτες της, Γεράσιμος Ευαγγελάτος στους στίχους και Θέμης Καραμουρατίδης στις συνθέσεις, θα σημάνει το τελευταίο της ραντεβού με το αθηναϊκό κοινό ως το καλοκαίρι του 2015, όταν θα ξαναβγεί με φόρα και με νέο δίσκο επί σκηνής.
Πώς νιώθεις για αυτή τη μεγάλη συναυλία;
«Εφέτος συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τότε που έγινε η ακρόαση της «Μικρής Αρκτου», δηλαδή από την πρώτη μας κυκλοφορία το 2004. Εχουμε κάτι με τις επετείους εμείς, με όλα αυτά που έχουν να κάνουν με απολογισμούς, με κλείσιμο κεφαλαίων. Ισως επειδή, όταν κλείνεις ένα κεφάλαιο, σε βοηθάει να ανοίγεις με καθαρό μυαλό το επόμενο. Μου αρέσει και να κάνω απολογισμούς και να κλείνω τις περιόδους της ζωής μου και το ίδιο χαρακτηρίζει και τον Γεράσιμο και τον Θέμη, το βλέπω δηλαδή και στη ζωή τους, ότι είναι άνθρωποι που γυρίζουν σελίδα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι γυρίζεις σελίδα σε κάτι που ήταν δυστυχές. Απλώς κάτι που σε έκανε ευτυχισμένο μπορεί να έχει πια τελειώσει και τώρα να αναζητάς την επόμενη ικανοποίηση».
Τι σου έμαθε αυτό το δεκαετές ταξίδι για τον εαυτό σου;
«Μου έμαθε να μην αφήνω την καθημερινότητα και αυτά που συμβαίνουν μέσα στη ροή του χρόνου να με απομακρύνουν από την αρχική μου προέλευση: υπήρξαν πολλές φορές που αναλωνόμουν, στενοχωριόμουν ή χαιρόμουν υπερβολικά με πράγματα κατά τη διάρκεια της ημέρας τα οποία με οδηγούσαν σε ένα σημείο που έκλεινα τα μάτια και έλεγα «τώρα πού βρίσκομαι»; Σαν να ξυπνάς από ένα όνειρο, είτε ευχάριστο είτε δυσάρεστο, και να νιώθεις ότι έχεις χάσει την επαφή με την πραγματικότητα, επειδή σε παίρνει μαζί της αυτή η ορμή της ίδιας της ζωής και του χαρακτήρα σου. Απλώς εγώ θέλω κάθε φορά που ξυπνάω από κάτι να ξέρω ότι βρίσκομαι στο κρεβάτι μου, στα σεντόνια μου, στο σπίτι μου. Εχω μεγάλη ανάγκη να είμαι σε επαφή με τις ρίζες μου. Δεν μπορείς να με ξεριζώσεις με τίποτα από το χώμα, με τίποτα… Κι εκείνο που έμαθα αυτά τα δέκα χρόνια είναι ότι πρέπει πάντα να έχω ένα περιβάλλον που να είναι το χώμα μου –δεν μπορώ να ζήσω σαν ξεριζωμένη, θα μαραζώσω. Και επειδή πολλές φορές η ζωή σε παρασύρει, πρέπει να υπενθυμίζεις πολύ συχνά στον εαυτό σου να γυρνάει σπίτι».
Σε μια παλαιότερη συνέντευξη που είχε δώσει στο ΒΗmagazino ο στιχουργός και φίλος σου Γεράσιμος Ευαγγελάτος, μου είχε πει ότι «η Νατάσσα είναι ικανή να τα παρατήσει μια μέρα όλα, ενώ είναι στο peak της καριέρας της, και να φύγει. Είναι τόσο απρόβλεπτη. Να πει «φεύγω» και να το κάνει». Είχε δίκιο;
«Ναι, θα μπορούσα… Είναι απρόβλεπτος ο ψυχισμός μου. Τα μόνα που ξέρω ότι δεν θα αφήσω ποτέ είναι οι άνθρωποί μου και η ιδεολογία μου για τη ζωή. Αυτά τα δύο δεν θα τα αποχωριστώ ποτέ. Ολα τα υπόλοιπα μπορώ να τα αφήσω πίσω μου».

Εφέτος, το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου έδωσε τόπο στα νιάτα και κάποιοι σχολίασαν αρνητικά το γεγονός. Η Ελεωνόρα Ζουγανέλη και η Μόνικα στο Ηρώδειο, ο Δημήτρης Καραντζάς και ο Εκτορας Λυγίζος στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, εσύ με το έργο του επίσης νέου Αγγελου Τριανταφύλλου στη Μικρή Επίδαυρο. Πώς είδες όλες αυτές τις αντιδράσεις;
«Αυτό είναι ξεκαρδιστικό! Είναι εντελώς άκυρο. Ναι, ήταν το καλοκαίρι των νέων και πολύ καλά έκανε το φεστιβάλ. Το απέδειξε και η προσέλευση του κοινού, ότι κανέναν δεν ενοχλεί η παρουσία νέων καλλιτεχνών στα αρχαία θέατρα. Πρέπει δηλαδή να περιμένουμε να γεράσουμε, να γίνουμε κι εμείς αρχαίοι για να παίξουμε εκεί; Η τραγική ειρωνεία είναι ότι η δική μας παράσταση είχε τίτλο «Επικίνδυνη ηλικία» και παρουσίαζε μελοποιημένη ελληνική ποίηση με κοινό άξονα το τέλος της νεότητας. Το έργο δεν ήταν ούτε εύκολο ούτε είχε εμπορική διάθεση. Θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε την πεπατημένη, να πάμε με κάτι πιο πιασάρικο, εντελώς διαφορετικό, αλλά κάναμε αυτό. Το ότι καταφέραμε, όμως, να συγκινήσουμε τόσο κόσμο είναι η μεγαλύτερη επιτυχία και η μεγαλύτερη απάντηση σε όποιον υποστηρίζει ότι η Επίδαυρος πρέπει να λειτουργεί με επετηρίδα».

Σε θύμωσαν όλα όσα ακούστηκαν;

«Με αφήνει παγερά αδιάφορη η άποψη οποιουδήποτε για την ηλικία μου. Με ενδιαφέρει το έργο που θα κληθώ να ερμηνεύσω και ο τρόπος με τον οποίο θα το ερμηνεύσω. Και επίσης αυτά τα θέατρα φτιάχτηκαν για να παίζουν οι άνθρωποι και να τα γεμίζουν με κόσμο. Δεν φτιάχτηκαν για να δίνονται βραβεία, με την έννοια του «σε επιβραβεύω για τα τόσα χρόνια προσφοράς σου στην τέχνη, τα τόσα χρόνια καριέρας σου». Αυτά τα θέατρα έγιναν για να παίζει ο κόσμος και να είναι ζωντανά. Και τι πιο ζωντανό, πόσο περισσότερη ζωή μπορεί να κατακλύσει έναν τέτοιο χώρο, από τους ανθρώπους που σφύζουν από όρεξη δημιουργική, και έχουν τόσο πάθος; Εμείς λιώσαμε πέντε ημέρες σε αυτόν τον χώρο, πατούσαμε τις πέτρες και αισθανόμασταν το απόλυτο δέος. Αμφιβάλλω αν ένας άνθρωπος που υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να παίζουν οι νέοι εκεί μπορεί να μπει σε αυτή τη θέση και να νιώσει ό,τι νιώσαμε εμείς. Αν σκέφτεται έτσι, σημαίνει ότι είναι στείρος και στενόμυαλος. Αλλά εγώ το ξέρω, γιατί το έζησα».

Ακούς δικά σου τραγούδια όταν είσαι μόνη σου;

«Οχι! Αλλά όσες φορές με βρίσκουν εκεί που δεν το περιμένω, παθαίνω ζημιά! Ειδικά αν τύχει και ακούσω ένα τραγούδι που δεν το λέω συχνά. Οπως μου συνέβη μια μέρα, πριν από καιρό. Πέφτει η «Eκκρεμότητα» στο ραδιόφωνο, την οποία μπορεί να είχα να ακούσω και πέντε χρόνια, και ξαφνικά ανατρέχω έντονα στην ανάμνηση της εποχής, του συναισθήματος που είχα εκείνη τη στιγμή που το τραγουδούσα, του τι συνέβαινε τότε στη ζωή μου».
Και το τραγούδι «Εν λευκώ» που έχει αγαπηθεί πιο πολύ από όλα τα δικά σου;
«Το «Εν λευκώ» έχει γραφτεί για όλους και για τον καθένα προσωπικά, γι’ αυτό ο Γεράσιμος θεωρώ ότι είναι ο πιο σημαντικός στιχουργός της γενιάς του. Καταφέρνει να βάζει τα λόγια του στο στόμα οποιουδήποτε ανθρώπου, σε οποιαδήποτε οικονομική, πνευματική, κοινωνική κατάσταση και αν βρίσκεται, επειδή ακριβώς βγαίνουν κατευθείαν από την καρδιά του».
Σκεφτήκατε ποτέ με τους συνεργάτες σου να τελειώσετε τα live με κάποιο άλλο τραγούδι και όχι με το «Εν λευκώ»;
«Το σκεφτόμαστε πολύ συχνά. Κάποια στιγμή το είχαμε βάλει στο τέλος του πρώτου μέρους. Μία και μοναδική φορά… Δεν ξέρω, όμως, έπειτα από αυτό, τι άλλο να πεις… Πρέπει ή να κάνεις διάλειμμα και να φτιάξεις μετά μια εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα ή να τελειώσεις με αυτό. Ασε που εγώ βιώνω τέτοιο συναίσθημα εκείνη τη στιγμή, που δεν το βαριέμαι και δεν το χορταίνω ποτέ. Διαλύομαι και δεν θα μπορούσα μετά να συνεχίσω να τραγουδάω, τα κομμάτια μου είναι σκορπισμένα στη σκηνή και στον κόσμο. Είναι σαν τη στιγμή εκείνη που, ύστερα από μια πολύ κουραστική μέρα, μπαίνεις στο σπίτι κουβαλώντας πολλά πράγματα και αφήνεις κάτω τις σακούλες. Και περιγράφω πολύ συχνά τι μου προκαλεί αυτό το τραγούδι επειδή σκέφτομαι ότι ο κόσμος θα με βλέπει που το τραγουδάω και θα σκέφτεται «σαλεμένη είν’ αυτή; Μπορεί να το λέει τέσσερις φορές την εβδομάδα και να παθαίνει και τις τέσσερις αμόκ;». Αλήθεια σου λέω, τρέμω ολόκληρη κάθε φορά. Εντάξει, δεν είμαι εντελώς στα καλά μου, είμαι λωλή, το παραδέχομαι, αλλά βλέπω τι παθαίνει και ο κόσμος και σεληνιαζόμαστε όλοι μαζί».

Και είναι ένα τραγούδι που βρισκόταν πολύ καιρό στο συρτάρι.

«Ο Γεράσιμος και ο Θέμης για κάποιον λόγο το φοβούνταν. Και όταν τελικά το έφτιαξαν, μου το έβαλαν να το ακούσω σαν να είναι ένα οποιοδήποτε τραγούδι. Και φυσικά το άκουσα, έπαθα σοκ, τους λέω «είστε βλάκες; Αυτό είναι αριστούργημα!». Αρχικά δεν προοριζόταν για εμένα. Το άκουσαν στην εταιρεία, κατάλαβαν αμέσως ότι ήταν σπουδαίο κομμάτι, αναζητούσαν άλλους τραγουδιστές, γιατί θεωρούσαν ότι είναι πολύ δυνατό και δεν μπορούσε να το στηρίξει ένας νέος ερμηνευτής. Η αναζήτηση, όμως, δεν ήταν καρποφόρα, οπότε ήταν γραφτό να το πω εγώ. Δεν μπορούσα ωστόσο να το πω με τίποτα, είχα τεράστιο άγχος γιατί ένιωθα ότι θα τραγουδήσω κάτι που θα το κουβαλάω σε όλη μου τη ζωή και φυσικά, επειδή το ένστικτό μου είναι σχεδόν τρομακτικό, έτσι έγινε. Είχα όμως μπλοκάρει. Κάναμε δύο αποτυχημένα στούντιο και ξεκινούν οι παραστάσεις στον Ιανό. Και το τραγουδάω για πρώτη φορά live. Κλείνω τα μάτια, το λέω, τελειώνει, ανοίγω τα μάτια, και είχαν σηκωθεί όλοι όρθιοι –με πήγε μόνο του, δεν διάλεξα εγώ πώς θα το πω. Και βγήκε αυτή η ερμηνεία που μετά καταγράφηκε και στο CD και δεν έχει αλλάξει καθόλου ως σήμερα, το τραγουδάω πάντα με τον ίδιο τρόπο από το 2008 που το πρωτοείπα».

Το ένστικτο σε οδηγεί λοιπόν…
«Πάντα η πρώτη μου άποψη αποδεικνύεται ότι είναι η πιο σωστή και όσο περνούν τα χρόνια αρχίζω να την εμπιστεύομαι ακόμη περισσότερο. Κάτι με τρώει, έχω έναν διάολο μέσα μου που όταν πάει να γίνει το κακό με καίει, πώς να σ’ το πω… Ελπίζω να μην το χάσω ποτέ γιατί δεν ξέρω να ζω αλλιώς, δεν κάνω τίποτα στη ζωή μου χωρίς να ακούσω τη φωνή μέσα μου. Αυτό είναι και κάτι που με τραβάει και στις φιλικές και στις ερωτικές μου σχέσεις. Θέλω να σου πω πώς νιώθω και να το καταλάβεις, να μη χρειάζεται να εξηγήσω το πώς και το γιατί. Με τους ανθρώπους που είναι πιο τετράγωνοι και τεχνοκράτες δεν μπορώ να επικοινωνήσω».

Λες πάντα αυτό που σκέφτεσαι;
«Μόνο! Δεν λέω κάτι άλλο εκτός από αυτό που σκέφτομαι. Και φυσικά το πληρώνω, αλλά δεν πειράζει, δικά μου είναι, δικός μου είναι λογαριασμός που λέει και το τραγούδι…».
Εχεις νιώσει να σε φοβούνται οι άνδρες; «Δεν αξίζει να μπεις στη διαδικασία να συνυπάρξεις με έναν άνθρωπο που μπορεί να κομπλάρει επειδή κάνεις μια συγκεκριμένη δουλειά ή επειδή είσαι αναγνωρίσιμη. Γιατί, κατ’ αρχάς, δεν θεωρώ τον εαυτό μου τρομακτικό. Για να φοβάται, λοιπόν, σημαίνει ότι φοβάται και τον ίδιο του τον εαυτό. Τέτοιους ανθρώπους δεν τους θέλω καθόλου δίπλα μου, ούτε για συντρόφους, ούτε για φίλους, ούτε καν για γνωστούς».

Πότε λειτουργείς καλύτερα σε ένα live, όταν είσαι στα κάτω σου ή στα πάνω σου;
«Είμαι πολύ καλύτερη όταν είμαι καλά. Εχω μεγάλη διαφορά. Επειδή αυτό που κάνω είναι από τη φύση του εσωστρεφές, χρειάζεται να μπορείς να έχεις ανοιχτά τα μάτια και να το στείλεις στους ανθρώπους. Και για να το κάνεις αυτό, πρέπει να είσαι καλά. Οταν είμαι θλιμμένη ή έχω κάποιο σοβαρό πρόβλημα, δεν μπορώ να επικοινωνήσω. Νομίζω ότι τότε η απόδοσή μου είναι κακή για τα δικά μου δεδομένα. Ο στόχος σε ένα live είναι η επικοινωνία, αλλιώς με βάζεις και με ακούς και στο σπίτι σου από το CD και τελειώνει η υπόθεση. Tον κόσμο δεν τον έχεις φέρει από κάτω να σε βλέπει να βαυκαλίζεσαι με τα συναισθήματά σου και να ζεις το δράμα σου. Αν είναι έτσι, κάτσε σπίτι και πιες ένα μπουκάλι κρασί να σου περάσει.
Δεν ανεβαίνω στη σκηνή με εγωισμό. Ανεβαίνω με αλτρουισμό».
Τι μπορεί να σε ενοχλήσει στο κοινό; «Στη σκηνή δεν είμαι καθόλου για την πάρτη μου. Είμαι αποκλειστικά για τους άλλους. Γι’ αυτό και νευριάζω φρικτά όταν δεν θέλουν οι θεατές να γίνουμε ένα και τότε τους λέω «παιδιά, για να συγκεντρωθούμε, τι ήρθατε, ρε; Κάθομαι εδώ και ουρλιάζω τόση ώρα και δεν καταλαβαίνετε τίποτα;». Και μετά γελάνε και το θέμα λύνεται. Θέλω αληθινή σχέση με τον κόσμο. Κάποιες φορές παρατηρώ ότι έχουν έρθει άνθρωποι που δεν αξίζουν τον κόπο. Θα μου πεις, πώς το καταλαβαίνεις; Ε, το ένστικτο που λέγαμε. Αλλιώς κινείται μέσα στον χώρο κάποιος που ξέρει τι ήρθε να ακούσει και αλλιώς είναι μια παρέα που απλώς κέρδισε την πρόσκληση και σε έχει γραμμένο. Με αυτή την παρέα δεν θα ασχοληθώ καθόλου. Θα αδιαφορήσω όπως αδιαφορούν και αυτοί για μένα».

Υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν ότι επί σκηνής το στυλ σου παραείναι έντονο και θεατράλε.
«Δεν είμαι θεατράλε. Ετσι είμαι ως χαρακτήρας. Με βλέπεις… Δεν είναι ότι το παίζω. Ούτε πήγα σε κάποια σχολή θεάτρου, ούτε το έχω σκηνοθετήσει στο μυαλό μου. Λειτουργώ όπως ακριβώς λειτουργώ στην καθημερινότητά μου. Ετσι είμαι. Γιατί είμαι και αλέγκρα σαν τύπος και είμαι και νησιώτισσα. Και έχω μεγαλώσει και σε μια ζουρλοοικογένεια, σε μια γιάφκα τρελών, και δεν το κάνω επίτηδες, αλήθεια… Δηλαδή σε αυτούς που το λένε, παιδιά, σας καταλαβαίνω, αλλά δεν το κάνω επίτηδες, δεν είναι θεατρινίστικο… Ετσι μου βγαίνει. Και να φανταστείς ότι το έχω μαζέψει κιόλας με τα χρόνια. Κατά καιρούς βλέπω κάτι βίντεο και σκέφτομαι αυτός που με βλέπει από κάτω πώς δεν παθαίνει ναυτία; Που πηγαίνω πάνω-κάτω λες και μου έχουν βάλει νέφτι; Και προσπαθώ να το μαζέψω, γιατί και ο άλλος δεν είναι υποχρεωμένος να βλέπει μια παλαβή να πηγαινοέρχεται, αλλά το κάνω αυθόρμητα, δεν το ελέγχω. Καμιά μέρα θα πάθω εγκεφαλικό πάνω στη σκηνή από την ένταση».

Οπως δεν περιορίζεις την εκφραστικότητά σου επί σκηνής, έτσι δεν μάσησες τα λόγια σου και όταν είχες δει τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής στις εκλογές πριν από δύο χρόνια. Πιστεύεις ότι σήμερα ο κόσμος είναι πιο συνειδητοποιημένος, έχει αφυπνιστεί καθόλου;
«Αισθάνομαι ακριβώς τα ίδια συναισθήματα που αισθανόμουν από την πρώτη στιγμή, δεν έχει αλλάξει κάτι, εξακολουθώ να είμαι γεμάτη θυμό και φόβο, ακριβώς επειδή οι άνθρωποι δεν ξεσηκώνονται μαζικά απέναντι σε αυτό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την περυσινή συναυλία που δώσαμε στον Αγιο Δημήτριο και είχαν έρθει 11.000 άνθρωποι. Ηταν η ημέρα που δολοφονήθηκε ο Παύλος Φύσσας και ήμασταν πολύ προβληματισμένοι γιατί βρισκόμασταν σε πένθος, όπως όλοι οι άνθρωποι με συναισθήματα και μια στοιχειώδη πολιτική ευαισθητοποίηση. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε, όμως η μουσική έχει έρθει για να ανακουφίζει και τελικά η συναυλία έγινε κανονικά. Κόσμος κάθε ηλικίας ξεχείλισε την πλατεία, ήταν ακραία συγκινητική συνθήκη. Και είναι τόσο σημαντικό να νιώθεις ότι κάνεις την τέχνη σου, κάνεις το ψώνιο σου, αλλά αυτό που κάνεις είναι και κάπως χρήσιμο, προσφέρει κάτι, ειδικά σε στιγμές που νιώθεις περικυκλωμένος από τον φασισμό».
Πάντως, για τη μεγάλη συναυλία που έδωσε η Χάρις Αλεξίου στο Σύνταγμα για τις καθαρίστριες ακούστηκε και μεγάλη γκρίνια… «Οι μισοί έλεγαν «τι θέλει τώρα η Χαρούλα;», οι άλλοι μισοί «μπράβο στη Χαρούλα». Βλέπεις ότι ακόμη και σε ένα τόσο ωραίο γεγονός ο κόσμος βρίσκει τρόπο να διχάζεται και όχι να ενώνεται. Νεύρα πολλά, θεωρίες συνωμοσίας, θέλουν να ξεχωρίζουν ως πνεύματα αντιλογίας, ποιος θα πετάξει τη μεγαλύτερη κακία… Και ο κόσμος που επιζητά τόσο έντονα τον διχασμό δεν είναι κόσμος ειλικρινής, δεν σημαίνει ότι θα έχει την ίδια άποψη έπειτα από δέκα μέρες. Αν το συμφέρον όσων έβριζαν τη Χαρούλα ανατρεπόταν, τότε εκείνοι θα άλλαζαν τακτική. Και φυσικά υπήρχαν και πολλοί που πήγαν από κοντά για να σφετεριστούν την επιτυχία της βραδιάς, ενώ αύριο-μεθαύριο μπορεί να αλλάξουν στρατόπεδο».
Ενας στίχος από δικό σου τραγούδι που όσες φορές και να το πεις… (Με διακόπτει) «»Με τσιγάρα βαριά και φτερό την καρδιά πάντα φεύγω / Σαν μεγάλο παιδί που τα πάντα έχει δει… Λες κι είν’ έργο». Γενικά τα «Τσιγάρα» είναι ένα πολύ δικό μου τραγούδι. Βέβαια αυτά για τα οποία μιλάει το τραγούδι προσπάθησα να τα βελτιώσω πάνω μου. Με αντιπροσωπεύει πολύ, και ακόμη περισσότερο τον παλιότερο εαυτό μου. Πολύ συχνά στη ζωή μου, γνωρίζοντας λόγω ενστίκτου το φινάλε μιας κατάστασης, έφευγα τρέχοντας και έχανα τι γινόταν στο έργο. Πολλές φορές στη ζωή μου έχασα τη μέση. Αλλά νομίζω ότι με τα χρόνια έχω απαλύνει αυτές τις τάσεις φυγής. Και είναι μεγάλο κλειδί να μην ξεχνάς πού είναι το σπίτι σου. Γιατί, όταν έχεις σπίτι, αυτή η ασφάλεια σε βοηθάει να ζεις τη στιγμή χωρίς να φοβάσαι, τη ζεις τη στιγμή με μια άλλη δυναμική. Μπορεί και πάλι να ξέρεις τι θα γίνει στο τέλος, όμως το βιώνεις αλλιώς, γιατί νιώθεις ότι, και να φας τα μούτρα σου, έχεις κάπου να γυρίσεις, ένα δικό σου σεντόνι να σκεπαστείς ώσπου να περάσει και αυτή η δύσκολη φάση».
Η Νατάσσα Μποφίλιου Live: Τεχνόπολις Δήμου Αθηναίων (Πειραιώς 100, Γκάζι, τηλ. 210 3453 548), στις 2/9, στις 21.00.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ