Ο Δημήτρης Μανιάτης δεν είναι άλλος ένας δημοσιογράφος, αλλά ένας γραφιάς με συγκεκριμένο αισθητικό κώδικα που δεν υπακούει σε μόδες. Πρόσφατα εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Εγώ είμαι ένας άλλος» (εκδ. Μετρονόμος).
«Είναι αυτό που δεν τόλμησα να ζήσω. Είμαι εγώ, δηλαδή ένας άλλος». Αυτό είχατε γράψει πέρυσι, στο κείμενο που αφορούσε την ταινία «Σουίτα 16», στο μπλογκ των «Νέων» με θέμα τις σκηνές που σας άλλαξαν τη ζωή. Τι σημαίνει αυτή η φράση για εσάς; Γιατί δώσατε έναν παρεμφερή τίτλο στη συλλογή με τα διηγήματά σας; «Στα 23 μου χρόνια, τώρα που το καταλαβαίνω, βρέθηκα σε ένα δίλημμα που μου το ενέτεινε και η παράξενη και άγνωστη αυτή ταινία που με καθόρισε. Θα γινόμουν ένας αλητόβιος σαν τον πρωταγωνιστή Αντονι Κάμερλινγκ και θα γύριζα με ένα ημιτροχόσπιτο στις ολλανδικές ακτές φορώντας κόκκινο παντελόνι και μαύρο μπλέιζερ κυνηγώντας όμορφες κυρίες; Ή μήπως θα καθόμουν στα αβγά μου; Βλέποντας και ξαναβλέποντας έπειτα από χρόνια αυτό το φιλμ, ακόμη ζηλεύω την ελευθερία του πρωταγωνιστή (που στο τέλος την πληρώνει ακριβά), τον τρόπο που δεν υποτάχθηκε σε τίποτε, κάτι που δεν τόλμησα να ζήσω. Στα διηγήματα, βέβαια, έδωσα τον τίτλο ως φόρο τιμής στην προσπάθειά μου να δω τα πράγματα (ακόμη κι εμένα) ως ένας άλλος, και αυτό αφού μόνον αν άρεις λίγο το εγώ σου μπορείς να πλησιάσεις τον άλλο και να κατακτήσεις ένα είδος ελευθεριότητας».

Θα συμπέραινε κανείς διαβάζοντας το βιβλίο σας ότι το περιθώριο σας γοητεύει. Τι σας ελκύει σε αυτόν τον κόσμο;
«Ας ξεκαθαρίσουμε τον όρο “περιθώριο”, στον οποίο με μύησε άθελά του ο Ηλίας Πετρόπουλος. Τι σημαίνει αυτό; Μια γκρίζα ζώνη παραβατικότητας στη σκιά της “κανονικής κοινωνίας”; Μπορεί, σήμερα όμως, που συντελείται μια βλαχομπαρόκ περεστρόικα και μεγάλο τμήμα του πληθυσμού βυθίζεται από την κανονικότητα στο χάος σε μια μέρα, για ποιο περιθώριο να μιλήσουμε; Σήμερα, που ο νοικοκύρης είναι ο εν δυνάμει άστεγος, πού διαχωρίζονται οι ζώνες; Αν εννοούμε, πάντως, ως περιθώριο το κομμάτι των παραβατικών, φτωχοδιάβολων, των παζολινικών Παιδιών της Ζωής, αυτούς που περιέγραψε έξοχα ο Σκαμπαρδώνης στο “Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου”, τα τραβεστί και τους αλήτες που σύχναζαν στο μπαρ Χαβάη του Κατελάνου, κάτω από το Θέατρο Περοκέ, τότε αυτό που πάντα με ελκύει είναι το αδιαμεσολάβητο της συμπεριφοράς και ο κίνδυνος γύρω από αυτό».
Υπάρχει σήμερα λαϊκή Ελλάδα, και, αν ναι, πού βρίσκεται; «Βεβαίως υπάρχει, αλλά η λαϊκότητα είναι νομίζω θέμα συνείδησης. Υπήρξαν αμιγώς αστοί που έκαναν αποστασία (πολιτική και αισθητική) από την τάξη τους και βυθίστηκαν στο πανηγύρι του λαού και της εργατικής τάξης. Ο Ενγκελς μού έρχεται στο μυαλό και η Ουλρίκε Μάινχοφ. Υπάρχουν και λαϊκά παιδιά γύρω μας που συμπεριφέρονται σαν αρχοντοχωριάτες. Αν εννοείτε, λοιπόν, τη λαϊκότητα ως γεωγραφική και αισθητική έννοια, τότε αυτή υπάρχει προφανώς αρκετά ανακατεμένα σήμερα και ως αριστοκρατικό μέλος της δεν θα ήθελα να τη χαρτογραφήσω».
Ποιο είναι το πιο παράξενο μέρος όπου γράψατε κάποια από τις ιστορίες του βιβλίου; «Ολα γράφτηκαν στη μοναξιά του γραφείου του σπιτιού μου. Εκεί που γράφω πάντα. Τα περισσότερα, όμως, γεννήθηκαν μέσα μου σε πολλά μέρη. Θυμάμαι να περπατώ βράδυ από το ξενοδοχείο του Αρη στην Επίδαυρο για να πάω στην ντίσκο Καπάκι και εκεί να με επισκέπτεται η ψίχα μιας ιστορίας. Μια ακόμη ιδέα ενός εκ των διηγημάτων (του “Λεκέ” συγκεκριμένα, που διαπραγματεύεται ένα τρομερό έγκλημα στην Αιτωλοακαρνανία), μου γεννήθηκε πέρυσι πάνω στον μόλο στα Θέρμα Ικαρίας. Κι ένα ακόμη, αυτό με τον τίτλο “Θέλω”, σχεδόν αυτόματα μου ’ρθε στο μυαλό στην καλοκαιρινή Μύκονο».
Γράφετε λόγω επαγγέλματος, γράφετε για προσωπική έκφραση και απόλαυση, γράφετε και στο Facebook. Ποια διαφορετική ανάγκη καλύπτει κάθε μορφή γραψίματος; «Γράφω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, όπως είχε πει και ο Χρήστος Βακαλόπουλος. Θα σας φανεί παράξενο, αλλά δεν διαχωρίζω τα είδη μέσα μου. Ξέρετε, ήθελα από πολύ μικρός να γράφω και το μόνο που αλλάζει σε κάθε κείμενο είναι πού απευθύνεται. Εργαζόμενος σε μια τόσο μεγάλη εφημερίδα όπως “Τα Νέα”, αυτό που ιεραρχώ είναι η αλήθεια – αν και ομολογώ τη λογοτεχνική προσπάθεια στην τελική μου φόρμα. Εδώ καλύπτεται και η ανάγκη του βιοπορισμού μου, ας μη γελιόμαστε. Τα διηγήματα, από την άλλη, ήταν το άλμα μου σε ένα νέο πεδίο, παράξενο, δύσκολο, απαιτητικό και με τους δικούς του κώδικες. Εδώ καλύφθηκε η ανάγκη μου να κάνω κάτι που ζήλεψα από μικρός σε άλλους. Σε μία-δύο σελίδες να φτιαχτεί μια ατμόσφαιρα σαν του Τσέχωφ, του Θεοτόκη, του Βουτυρά, του Κάρβερ, του Σκαμπαρδώνη. Στο Facebook γράφω για να ψυχαναλύομαι, συχνά τρολάροντας, και γιατί το θεωρώ μια μορφή καφενείου και παρέμβασης».