Αθήνα, 1964.
Ο μεγάλος αμερικανός ποιητής Τζέιμς Μέριλ, γόνος της οικογένειας τραπεζιτών Μέριλ (Λιντς) και ισόβιος λάτρης της Ελλάδας (θα ζήσει σε αυτή περίπου 30 χρόνια με μεσοδιαστήματα απουσίας), ταξιδεύει από την Πάτρα στην Αθήνα (εκείνη την εποχή συζεί με τον σύντροφό του, Ντέιβιντ Τζάκσον, σε ιδιόκτητο σπίτι επί της οδού Αθηναίων Εφήβων 44, στον Λυκαβηττό). Στον δρόμο τού κάνει οτοστόπ ένας βέλγος τουρίστας. Ο Μέριλ ακούει τον ενθουσιώδη επισκέπτη να του απαριθμεί τα πράγματα που σχεδιάζει να κάνει στην Αθήνα: τα μέρη που χρόνια τώρα ονειρεύεται να εξερευνήσει, τους γνωστούς που επιθυμεί να συναντήσει. Μεταξύ άλλων, μιλάει για την επικείμενη συνάντησή του με τον «ποιητή Κ. Π. Καβάφη»! Ο Μέριλ στο τιμόνι συνειδητοποιεί ότι ο βέλγος φίλος όχι μόνο έχει εντρυφήσει στην καβαφική ποίηση αλλά έχει πέσει θύμα τρομακτικής πλεκτάνης. Κάποιος από την Ελλάδα τού έστελνε επιστολές πείθοντάς τον ότι είναι ο (θανών από το 1933) αλεξανδρινός ποιητής και παροτρύνοντάς τον να έρθει να τον γνωρίσει.
«Είναι ένα από τα τόσο πολλά περιστατικά που καταδεικνύουν πως οι άνθρωποι αναζήτησαν κατά καιρούς, για τους σωστούς λόγους, για τους λάθος λόγους, πάντως ανθρώπινους λόγους, την ποίηση του Καβάφη και πως επηρεάστηκαν από αυτήν» εξηγεί στο ΒΗmagazino ο Δημήτρης Παπανικολάου, αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και συγγραφέας του νεοαφιχθέντος βιβλίου «Σαν κ’ εμένα καμωμένοι. Ο ομοφυλόφιλος Καβάφης και η ποιητική της σεξουαλικότητας» (εκδ. Πατάκη). «Δεν χρειάζεται να είσαι φιλόλογος για να αντιληφθείς ότι είναι ο έλληνας συγγραφέας με τη μεγαλύτερη, διαρκώς αυξανόμενη παραγωγική δημοφιλία. Το βλέπεις σήμερα παντού. Μπαίνεις σε διάφορα μπλογκ και ανακαλύπτεις ότι είναι ο ποιητής που περιέργως κάνει τους πάντες να τον μιμούνται, να τον ξαναγράφουν, να γράφουν για αυτόν προσωπικά κείμενα, π.χ. για το πότε τον πρωτοδιάβασαν, είναι ο ποιητής που μεταφράζεται ξανά και ξανά. Είναι σαν να έχει τελειώσει η εποχή των Καβαφιστών και να έχουμε πλέον μπει για τα καλά στην εποχή των… Cavafistas. Με άλλα λόγια, ο Καβάφης δημιουργεί γενιές αναγνωστών που χρησιμοποιούν την ποίησή του για έμπνευση καλλιτεχνική, λογοτεχνική αλλά και για έμπνευση ζωής, δηλαδή ως πλατφόρμα έκφρασης και διεκδίκησης. Στο βιβλίο μου αυτό εστιάζω σε μία από τις πτυχές της καβαφικής ποίησης, σίγουρα όχι τη μοναδική, όπου συμπλέκεται ακριβώς η λογοτεχνία με τη ζωή: τη σεξουαλικότητα. Είναι ο ποιητής που ενδιαφέρεται πρώτος τόσο ουσιαστικά και τόσο επιτυχημένα για αυτήν. Και ως σεξουαλικότητα εννοούμε τον τρόπο με τον οποίο η ερωτική επιθυμία συμπλέκεται με τους κοινωνικούς λόγους –αποκλεισμού της, υποστήριξής της, παθογένεσής της, κανονικοποίησής της».
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας ετοιμάζεται να εγκαινιάσει προσεχώς, σε συνεργασία με το Ιδρυμα Ωνάση, ένα σάιτ-πλατφόρμα καβαφικού ενδιαφέροντος με τίτλο «…and then I found Cavafy» («…και μετά βρήκα τον Καβάφη»). Στόχος του είναι να προσελκύσει ιστορίες από όλον τον κόσμο, ιστορίες ανθρώπων που διάβασαν και αγάπησαν τον Καβάφη. «Η όλη ιδέα ξεκίνησε από μια συγκινητική ιστορία. Ένας τρανς άνδρας φοιτητής μου προσπαθούσε εναγωνίως να «πάρει» το μάθημά μου, καθότι φοιτούσε στο τμήμα κλασικών σπουδών. Οταν τον ρώτησα γιατί όλο αυτό το παθιασμένο ενδιαφέρον για τον Καβάφη, άρχισε να μου μιλάει για το καλοκαίρι εκείνο που είχε πάει διακοπές στη Μυτιλήνη, που βρήκε ένα βιβλίο με ποιήματα του Αλεξανδρινού και προσπάθησε να τον διαβάσει με τα λίγα αρχαία που ήξερε. Και ξαφνικά η αφήγησή του σαν να «ξέφυγε», δεν μου μιλούσε πια για ένα βιβλίο λογοτεχνίας, μιλούσε για τη ζωή του. Κάπου εκεί τον άκουσα να λέει: «…and then I found Cavafy»».


Ο Δημήτρης Παπανικολάου, αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (photo credit: Γιώργος Κορακιανίτης)



Ανοίγοντας διάπλατα την καβαφική κάμαρη
«Η συζήτηση για τον Καβάφη της σεξουαλικότητας καθώς και για την επιρροή που το καβαφικό έργο ασκεί στη διαμόρφωση ομοφυλόφιλων ταυτοτήτων στον 20ό αιώνα εντός και εκτός Ελλάδας είναι παλιά» τονίζει ο κ. Παπανικολάου. «Και δεν είναι υποδεέστερη». Την εγκαινίασε ο ίδιος ο ποιητής, με την ποίησή του, με την αγωνία του να δώσει, όπως γράφει σε ένα προσωπικό σημείωμά του, «φως και συγκίνησιν εις όσους είναι σαν κ’ εμένα καμωμένοι». «Η συζήτηση αυτή είναι παλιά όσο και αν κάποιοι δεν θέλουν να γίνεται, όσο και αν κάποιοι έχουν τη φοβία μην τύχει και τον πούμε γκέι». Σημειωτέον ότι ο βασικός μελετητής και εκδότης του καβαφικού έργου, Γ. Π. Σαββίδης, χαρακτηρίζει, σε μια διάλεξή του στο Κέιμπριτζ το 1984, ως «ανάρμοστη και καταχρηστική» την ετικέτα του ομοφυλόφιλου, ενώ μία εκ των τελευταίων απογόνων των Καβάφηδων, η ανιψιά του, Χαρίκλεια Βαλιέρι, θα πει έναν χρόνο νωρίτερα, σε συνέντευξή της στην «Ελευθεροτυπία»: «Ο θείος μου ο Κωστής ξέρετε το ελάττωμα που είχε, ε; Είναι θετικό, είχε αυτό το ελάττωμα. Αλλά δεν του φαινούντανε… Ηταν ντυμένος όπως ένας κύριος μιανής καλής οικογένειας, ως το τέλος της ζωής του».
Η φοβία αυτή και τα στερεότυπα που χρησιμοποιεί και αναπαράγει για να στηριχθεί (αυτά του μονήρους, ερωτοπαθούς ποιητή που αναπολεί το παρελθόν κ.ο.κ.) συνυπάρχουν ακόμη και σήμερα παρέα συχνά με τον υφέρποντα τρόμο ότι ο ομοφυλόφιλος Καβάφης αποστερεί από τον ποιητή Καβάφη την ελληνικότητά του, υπονομεύοντας τα «ιερά ποιήματα της εθνικής φιλολογίας». «Το ενδιαφέρον είναι ότι η σεξουαλικότητα δεν κάνει τον Καβάφη να κρυφτεί για να γλιτώσει τον καταπιεσμένο έρωτα, την κοινωνική κατακραυγή, το στίγμα της αντικανονικής σεξουαλικότητας» λέει ο κ. Παπανικολάου. «Το ακριβώς αντίθετο. Τον κάνει να συνειδητοποιεί και να ιστορικοποιεί. Δεν τον κάνει να αλληγορεί και να σιωπά. Τον κάνει να αντιδρά και να εξεγείρεται».


Η κατάκτηση της ομοφυλόφιλης συνειδητότητας
Ηταν σταδιακή η «απελευθέρωση» του ποιητή, όπως ισχυρίζονται πολλοί μελετητές, υπήρξαν δηλαδή κάποια γεγονότα (π.χ. ο θάνατος της μητέρας του) που την προκάλεσαν; «Η δική μου οπτική είναι διαφορετική, δεν ασχολούμαι με τις λεπτομέρειες της ζωής του Καβάφη, η υπάρχουσα βιβλιογραφία είναι ήδη γεμάτη από αυτές» υπογραμμίζει ο κ. Παπανικολάου. «Ο θάνατος της μητέρας του ή η πρώτη φορά που ζει μόνος του, όλα αυτά έχουν τη σημασία τους, αλλά είναι, νομίζω, ένας μικρόνοος τρόπος να αντιμετωπίζουμε κάτι πολύ πιο ουσιαστικό, διότι υποτιμά ένα σύστημα ποιητικού σχεδίου, το οποίο εξελίσσεται. Θέλω δηλαδή, σου λέει, να βρω τις λέξεις να μιλήσω γι’ αυτό. Ο Καβάφης έρχεται πολύ νωρίς να μιλήσει τόσο ρεαλιστικά και τόσο οργανωμένα για το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας. Για μένα το ζήτημα αυτό είναι πρωτεύον και αυτή είναι η αντίθεσή μου με πολλούς έλληνες συναδέλφους ή κριτικούς. Δεν το έκανε τυχαία, δεν το έκανε παρεμπιπτόντως. Είναι κάτι που τον αφορά, είναι κάτι που προσπαθεί να εξελίξει και να κατακτήσει. Δεν είναι τυχαίο, π.χ., ότι ο άγγλος μυθιστοριογράφος Ε. Μ. Φόρστερ (που ας μην ξεχνάμε είχε κλειδώσει το μυθιστόρημά του «Μωρίς» στο συρτάρι· παρέμεινε ανέκδοτο μέχρι τον θάνατό του) είδε στον Καβάφη τον άνθρωπο που είχε κατακτήσει να γράφει, και μάλιστα δημοσίως, για την ομοφυλόφιλη συνειδητότητα». Δεν έγινε ανώδυνα, ο μεγάλος Αλεξανδρινός πάλεψε να βρει τα εκφραστικά του μέσα. «Σίγουρα η λογοτεχνία είναι το εργαστήρι όπου το άρρητο μπορεί να γίνει το δημοσίως λεχθέν. Ομως δεν είναι κάτι το απλό, όσο και αν σήμερα πιστεύουμε ότι στον λογοτέχνη επιτρέπονται τα πάντα. Δεν ήταν προφανής ο τρόπος να το κάνει. Δεν έγραφε από την αρχή έτσι. Σε μια εποχή όπου απουσίαζε ο δημόσιος λόγος για μια τέτοια επιλογή ζωής, δεν είναι απλό πράγμα το να κατακτήσει τον τρόπο να μιλά και να δημοσιεύει για αυτήν».
Σύμφωνα με τον κ. Παπανικολάου, δεν πρέπει να υπάρχει σύγχυση ανάμεσα στον υποτιμημένο «Καβάφη της σεξουαλικής ταυτότητας» με τον ευτελισμένο «ερωτικό» Καβάφη. «Εγώ δεν μιλώ για μια ιστορία κρυφών ερώτων, κλειδαρότρυπας, απωθημένων και καταπίεσης, δεν βγάζω κανένα κουτσομπολιό, αντιθέτως αντιστέκομαι σε αυτό, ας το κάνουν άλλοι. Μιλώ για τον Καβάφη της σεξουαλικής ταυτότητας. Μιλώ πρωτίστως για την πολύ δημόσια, πολύ στοχευμένη, πολύ ριζοσπαστική ανάληψη της δημόσιας ευθύνης για μια προσωπική πράξη, μια ερωτική επιλογή. Η καβαφική ποίηση θα μπορούσε ως εκ τούτου να διαβαστεί ως ένα χρονικό της πορείας με την οποία η ομοφυλοφιλία μεταμορφωνόταν, την εποχή που έζησε ο Καβάφης, σε συνειδητή επιλογή και σε αφήγηση ταυτότητας».
Τι κομίζει τελικά ένα βιβλίο για τον Καβάφη της θαρραλέα εκδηλωμένης σεξουαλικής ταυτότητας στην Ελλάδα της ομοφοβίας; «Η ομοφοβία υπάρχει στην Ελλάδα γιατί υπάρχει γενικότερη φοβία της διαφορετικότητας. Αυτή είναι η στιγμή που πρέπει να θέσουμε σοβαρά το ζήτημα, να μην αρκεστούμε σε επιφανειακές αναγνωρίσεις. Δεν αντιμετωπίζεται, για παράδειγμα, τίποτα με το να βγαίνουν πέντε πολιτικοί από όλο το πολιτικό φάσμα και να λένε με έναν τρόπο που θα τον έλεγα ψεύτικο: «Τους αγαπάμε τους γκέι». Για μένα το ομοφυλόφιλο κίνημα, όπως και το φεμινιστικό κίνημα, όπως και ένα σωρό άλλα κινήματα, έχουν σήμερα μια τρομερή επικαιρότητα γιατί μας δείχνουν, π.χ., τη σύνδεση της ομοφοβίας με τον ρατσισμό, τον εθνικισμό, τη μισαλλοδοξία, την παθογένεια του «κρυφού», του «κάτω από το τραπέζι». Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό ένα βιβλίο που σου λέει ότι υπάρχει ολόκληρη παράδοση στις πολιτισμικές σπουδές να μιλάμε για την επιθυμία και την κοινωνική της διάσταση, να υπενθυμίζουμε ότι ο διάλογος με τη διαφορά πρέπει σε μια κοινωνία να είναι συνεχής». Ο «γκέι» Καβάφης δεν απευθύνεται μόνο στους «γκέι» και αυτή είναι η μεγάλη κατάκτηση της ποιητικής του. «Γράφοντας, λοιπόν, για τον ομοφυλόφιλο Καβάφη, δεν μιλάω απλώς για ένα ζήτημα κατάκτησης δικαιωμάτων για μια συγκεκριμένη μειονότητα ανθρώπων» καταλήγει ο αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. «Ανακινώ μια γενικότερη συζήτηση για την ανάγκη αλλαγής του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζουμε αυτά τα ζητήματα στη δημόσια σφαίρα. Οπως επίσης μιλώ για τη βαθιά κατανόηση του πόσο πολιτική στιγμή είναι κάποιος να παίρνει την ηθική ευθύνη για τις ερωτικές επιλογές του».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ