Είναι, ομολογουμένως, λίγο δύσκολο να φανταστείς την Ελλη Πασπαλά να τραγουδά το «Η αγάπη θέλει δύο» του Νίκου Μαμαγκάκη σε ντουέτο με τον Μάριο Φραγκούλη και να μιλούν οι δυο τους για νταλκάδες, ντέρτια, λεβέντες και αλήτες. Εφέτος, όμως, ο ελληνικός κινηματογράφος γιορτάζει τα 100 του χρόνια («Η Γκόλφω», η πρώτη μεγάλου μήκους –βουβή –ελληνική ταινία γυρίστηκε το 1914) και οι δύο ερμηνευτές αποφάσισαν να φτιάξουν ένα πρόγραμμα με μουσικές επιλογές από το εγχώριο σινεμά περασμένων δεκαετιών.


Τι ακριβώς είναι η παράσταση «Η αγάπη θέλει δύο» με την οποία περιοδεύετε, μαζί με τον Μάριο Φραγκούλη, σε όλη την Ελλάδα; «Πρόκειται για ένα αφιέρωμα στα τραγούδια του ελληνικού κινηματογράφου, επικεντρωμένο κυρίως στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, αλλά όχι αποκλειστικά. Εχουμε διαλέξει τραγούδια που έχουν πάρει τον δικό τους δρόμο, έξω από τις ταινίες στις οποίες ακούστηκαν για πρώτη φορά, που έχουν χαραχτεί πολύ έντονα στη συνείδηση των Ελλήνων και αγγίζουν και τις νεότερες γενιές, που δεν πρόλαβαν αυτές τις ταινίες στο σινεμά. Είναι τεράστιο το ρεπερτόριο αυτό και δυσκολευτήκαμε να καταλήξουμε στην τελική επιλογή. Επιλέξαμε τραγούδια που άντεξαν στον χρόνο, τραγούδια που αγαπάμε αλλά και που κανείς από τους δυο μας δεν είχε ερμηνεύσει ξανά. Οι ενορχηστρώσεις ανήκουν στον Ντέιβιντ Λιντς και δίνουν μια νέα πνοή στα τραγούδια».

Τι σας ενώνει καλλιτεχνικά με τον κ. Φραγκούλη; «Με τον Μάριο μας συνδέει κάτι που δεν είναι εμφανές με την πρώτη ματιά: έχουμε κάνει και οι δύο κλασικές σπουδές και καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο χωρίς πολλά λόγια. Είχαμε συνεργαστεί παλαιότερα σε ένα αφιέρωμα στον Χατζιδάκι, από τότε σκεφτόμασταν μια ενδεχόμενη συνεργασία, και τώρα ήρθε η σωστή στιγμή. Θέλαμε και οι δύο να προσεγγίσουμε το υλικό αυτό με φρέσκο τρόπο, κανείς μας δεν ήθελε να αναμασήσει τα παλιά. Διαθέτουμε μια κοινή αισθητική και ο ένας συμπληρώνει τον άλλο».

Ποια είναι η αγαπημένη σας από τις πρωταγωνίστριες του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου; «Λάτρευα και λατρεύω την Τζένη Καρέζη. Δεν μπορώ να ξεχάσω την Ελλη Λαμπέτη. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη έφερε μια αγνότητα. Καθεμία είχε τον τύπο της. Η Μελίνα Μερκούρη κουβαλούσε δυναμισμό και επαναστατικότητα. Γέμιζε την οθόνη με την προσωπικότητά της. Ολες είχαν κάτι το ιδιαίτερο και ξεχωριστό».

Υπήρξε, βέβαια, και μια περίοδος απαξίωσης αυτών των ταινιών και αυτών των τραγουδιών… «Είναι αλήθεια πως τραγούδια όπως το «Εχω ένα μυστικό» του Χατζιδάκι, το οποίο παρεμπιπτόντως δεν υπάρχει στο πρόγραμμα, ο κόσμος τα αντιμετώπιζε κάποια στιγμή με απαξιωτική διάθεση. Λέμε όμως τον «Γλάρο» από την «Αλίκη στο Ναυτικό», και είναι τόσο φρέσκο αυτό το τραγούδι, διαθέτει τόση ευγένεια, τέτοια ομορφιά. Περάσαμε όντως μια περίοδο που ο ελληνικός κινηματογράφος βυθίστηκε σε μαύρο σκοτάδι. Η ζωή όμως έχει απ’ όλα τα χρώματα. Θυμάμαι τον Χατζιδάκι να λέει κάποια στιγμή ότι δεν μπορείς να έχεις μόνο Μπέργκμαν, χρειάζεσαι και λίγο Χίτσκοκ. Ανέφερε δύο τεράστιους δημιουργούς, εννοούσε όμως ότι πρέπει να υπάρχει και ψυχαγωγία στην τέχνη. Και στη μουσική, και στην ποίηση, και στον χορό, και στο θέατρο. Και εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε ένα μόνο πράγμα, ακόμη κι αν υπερισχύει κάποιο στοιχείο του χαρακτήρα μας. Και σε αυτό το πρόγραμμα υπάρχουν στιγμές πιο ανάλαφρες, αλλά και πιο λυρικές, εσωστρεφείς ή δραματικές. Είναι πολύ πλούσιο αυτό το περιβάλλον. Ο «Γλάρος» είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Οι μουσικοί το παίζουν με αγνή, καθαρή χαρά. Υπάρχει έμφυτη ευγένεια και στο «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη». Υπέροχο τραγούδι».

Θεωρείτε αυτή την παράσταση μια επιστροφή στα χρόνια της αθωότητας; «Πιστεύω ότι καμία εποχή της ανθρωπότητας δεν ήταν αθώα. Απλώς κοιτάζοντας πίσω επιλέγουμε να απομονώνουμε τα ευχάριστα, θέλουμε να ξεχάσουμε τον πόνο, την ασχήμια. Θυμάμαι τους γονείς μου να μιλούν για τον πόλεμο, για μία από τις πιο φριχτές στιγμές στην Ιστορία της ανθρωπότητας, όμως δεν τη χαρακτήριζαν έτσι. Δεν μιλούσαν φυσικά με νοσταλγία για τον πόλεμο, αλλά σκέφτονταν τα ωραία, τον τρόπο με τον οποίο δένονταν οι άνθρωποι μεταξύ τους, τις μεγαλόψυχες πράξεις. Οσες γυναίκες έχουν γεννήσει δεν θυμούνται τον πόνο του τοκετού, όχι ότι μπορεί να ξεχαστεί αυτός ο πόνος βέβαια, αλλά την ευτυχία που ένιωσαν φέρνοντας ένα παιδί στον κόσμο».

Μιλήσατε πριν αρκετές φορές για την ευγένεια. Είναι αυτό που μας λείπει; «Ναι. Απαντώ ψυχρά και ξεκάθαρα. Και θεωρώ ότι πρόκειται για μία από τις αξίες που μας οδήγησαν σε αυτή την κρίση ήθους, με την οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι στην καθημερινότητά μας».

Σας ενοχλούν οι εύκολες και τόσο συχνές αναφορές στον Μάνο Χατζιδάκι;
«Νομίζω ότι ο Xατζιδάκις υπήρξε μια μεγάλη προσωπικότητα που μας χάρισε ένα πολύ σπουδαίο δώρο, απλώς και μόνο για να εκφράσει την ποίηση που περιείχε μέσα του. Ο πολύς κόσμος έχει κερδίσει από αυτό και νιώθει ότι πρέπει να αναφέρεται σε εκείνον και στο έργο του. Αυτό είναι θεμιτό. Κάτι δείχνει. Εχει περάσει η ποιότητά του στο υποσυνείδητο του κόσμου. Φυσικά, πάντα υπάρχουν άνθρωποι που καπηλεύονται ή εκμεταλλεύονται το χάρισμα άλλων. Αυτό κρίνεται κατά περίπτωση. Φαίνεται πότε κάποιος έχει ουσιαστική σχέση με το έργο του και πότε προσπαθεί να κερδίσει, έστω επιφανειακά, λίγο κύρος. Δεν είναι κτήμα μου ο Χατζιδάκις για να πω ποιος δικαιούται και ποιος δεν δικαιούται να τον πιάνει στο στόμα του. Οφείλω απέναντι στον μύθο και τη μνήμη του να συμπεριφέρομαι με ευλάβεια, σεβασμό και αγάπη. Υπάρχει και ένα διαφορετικό παράδειγμα που ταιριάζει κάπως στην περίπτωση. Μπορεί κάποιος να παίξει ένα κομμάτι του Μότσαρτ και επειδή δεν είναι επιδέξιος μουσικός να μην το παίξει καλά. Ε, δεν θα πάθει τίποτα ο Μότσαρτ. Δεν θα προσβληθεί η μνήμη του».

Σας προβληματίζουν καθόλου οι προτιμήσεις του ελληνικού κοινού; Επιλέξατε ποτέ να μη δώσετε κάποια συναυλία γιατί φοβόσασταν ότι δεν θα έβρισκε τους ακροατές της; «Δυστυχώς, ό,τι έχω σκεφτεί το έχω τολμήσει. Τον περασμένο χειμώνα, ας πούμε, έκανα ένα αφιέρωμα στην Τζόνι Μίτσελ, δεν θα μπορούσα να μην το κάνω, και το ευχαριστήθηκα όσο πολύ λίγα πράγματα στη ζωή μου. Δεν έτυχε θερμής ανταπόκρισης. Νόμιζα ότι είχε ένα μεγαλύτερο ακροατήριο στην Ελλάδα αυτή η τραγουδοποιός και διαπίστωσα ότι δεν την ξέρουν οι Ελληνες, όχι όπως ξέρουν τον Λέοναρντ Κοέν. Ισως επειδή στηρίζεται τρομερά πάνω στον στίχο και οι συνθέσεις της έχουν δομή σύνθετη και πολύπλοκη. Εχω κάνει και συναυλίες μόνο πιάνο-φωνή, που δεν θεωρούνται «πιασάρικες» στην Ελλάδα. Δεν μπορώ να μην κάνω αυτό που πιστεύω. Το κοινό μπορεί να μην είναι έτοιμο να δοκιμάσει καινούργια πράγματα, όμως περιμένει από τους καλλιτέχνες να προχωράνε και να εξελίσσονται ακόμη κι όταν δεν βαδίζουν μαζί του. Οταν έκανα τον πρώτο δίσκο μου αποκλειστικά με ξένα τραγούδια, ελάχιστοι γνώριζαν στην Ελλάδα το «Youkali». Τώρα το ξέρουν περισσότεροι».
*Η παράσταση «Η αγάπη θέλει δύο» με την Ελλη Πασπαλά και τον Μάριο Φραγκούλη θα παρουσιαστεί αύριο, Δευτέρα 21/7, στο Βεάκειο Θέατρο του Πειραιά. Στη συνέχεια, θα περιοδεύσει σε όλη την Ελλάδα.

**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ