Πώς είναι η υγεία σας; «Σε γενικές γραμμές, είμαι καλά. Εχω κάποιες κακώσεις στο κεφάλι, στο στήθος, στα χέρια, στην αριστερή πλευρά. Εχω και έναν πονοκέφαλο που μου άφησε το συμβάν».

Θεωρείτε το περιστατικό απότοκο της αρθρογραφίας σας και των θέσεών σας;
«Απολύτως. Εδώ δεν υπήρχε ούτε το «φύλλο συκής»: δεν έχω διατελέσει σε δημόσιες θέσεις, δεν σχετίζομαι με την εκτελεστική εξουσία, με την κεντρική πολιτική. Δεν θα μπορούσαν να επικαλεστούν το ότι έχω ψηφίσει το Μνημόνιο ή κάτι άλλο. Οπως μου είπαν εξάλλου, ήθελαν να τους πω τι λέω για την Αριστερά».

Οπότε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, πειστήκατε για την ιδεολογική ταυτότητά τους.
«Στην αρχή τούς πέρασα για χρυσαυγίτες. Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι προέρχονται από τον άλλο χώρο, τον αντιεξουσιαστικό. Τους είπα: «Πείτε μου, τι συγκεκριμένα έχετε διαβάσει και σας ενοχλεί;». Είχαν στα μάτια τους την απορία, ήταν φανερό ότι δεν είχαν διαβάσει τίποτα».

Καθώς ανάμεσα στα ακαδημαϊκά ενδιαφέροντά σας είναι τα κομμουνιστικά κινήματα, θεωρείτε ότι μια τέτοια συμπεριφορά είναι συμβατή με την Αριστερά όπως διαμορφώθηκε τον τελευταίο αιώνα;
«Μέσα στο ιδεολογικό σύμπαν της Αριστεράς, υπάρχει μια σκληρή επαναστατική παράδοση, η οποία χωρίς αμφιβολία είναι φθίνουσα. Κινείται σε αυτό που πολύ συχνά ονομάζουμε αντιεξουσιαστικό χώρο. Στον πυρήνα της σκέψης και της πρακτικής της είναι ενός είδους πολιτική αδιαλλαξία και μια αντίληψη ότι δεν αρκεί ο στιγματισμός του αντιπάλου, αλλά χρειάζεται ακόμη και η, υπό συνθήκες, φυσική εξόντωσή του».

Δηλαδή η πολιτική βία;
«Ακριβώς. Πρόκειται για μια παράδοση, που καταγράφηκε σε διάφορες εποχές και εν μέρει κατέληξε στην αριστερή τρομοκρατία, όπως ονομάστηκε. Η «17 Νοέμβρη», οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες», η «RAF», η «Action Directe». Ολες αυτές οι οργανώσεις, στον πυρήνα τους είχαν τον ιδεολογικό κόσμο του μαρξισμού-λενινισμού, στην πιο αδιάλλακτη διάστασή του. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτό το στοιχείο το ασπάζονται τα καθιερωμένα κόμματα της Αριστεράς».

Βεβαίως, το περιστατικό συνέβη στην Ελλάδα του 2014.
«Ο δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα, είτε αφορά θέματα επικαιρότητας είτε την Ιστορία, διεξάγεται με όρους «εμφυλιοπολεμικούς». Δηλαδή, με έντονη λεκτική βία. Οταν λέει κάποιος στον άλλο ότι είναι δωσίλογος, αυτομάτως, είτε το παραδέχεται είτε όχι, διαμορφώνει τις συνθήκες για τη φυσική εξόντωση του αντιπάλου του. Ο δωσιλογισμός ακόμη και στο Δίκαιο επισύρει την ποινή των ισόβιων δεσμών. Οταν κάποιος κατηγορείται για δωσιλογισμό, υπονοείται ότι το αρμόζον είναι οι ανάλογες ποινές. Κάποιοι οδηγούνται στο να παίρνουν τοις μετρητοίς λεκτικές εκφράσεις πολεμικού χαρακτήρα και να τις μετατρέπουν σε φράξιες πολεμικού χαρακτήρα».

Η ελληνική Ιστορία ως και τον 20ό αιώνα είναι γεμάτη από συγκρούσεις, οπότε κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η εξοικείωση με τη βία υπάρχει εκ των πραγμάτων.
«Δεν είναι απολύτως αληθές. Θα μπορούσε να το πει κάποιος για την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, για την περίοδο της δικτατορίας μέσα σε ένα πλαίσιο αυταρχισμού. Δεν έχω αντίρρηση ως προς το ότι η Ιστορία δίνει τις ερμηνείες. Σίγουρα, όμως, υπάρχουν συμπεριφορές που έχουν σχέση με τον τρόπο που έχουμε μάθει να ερμηνεύουμε και να συζητούμε για το παρελθόν».

Στο σημείωμα που δημοσιεύσατε μετά το περιστατικό, στέκεστε στο γεγονός ότι οι δράστες φορούσαν ελβιέλες. Γιατί αλήθεια;
«Γιατί αισθάνθηκα τις ελβιέλες μαλακές στο πρόσωπό μου και σκέφτηκα «ευτυχώς είναι ελβιέλες, γιατί αν ήταν μπότες θα πονούσε πολύ περισσότερο». Βεβαίως, ειρωνεύομαι. Τόσο η ελβιέλα των αναρχικών όσο και η μπότα των χρυσαυγιτών πονάει όταν χτυπήσει κάποιον στο πρόσωπο. Απέναντι στη φιλελεύθερη δημοκρατία πρέπει να δούμε ότι υπάρχουν εχθροί, ανεξάρτητα από το αν θέλουν να εγκαθιδρύσουν ένα ρατσιστικό σύστημα τύπου Τρίτου Ράιχ ή ένα σύστημα κολεκτιβιστικού αναρχισμού μάρκας Προυντόν ή μάρκας Μπακούνιν. Σωστά σταθήκαμε στην ιστορία Μπαλτάκου. Εδειξε ακριβώς αυτό το πρόβλημα: Για κάποιους mainstream δεξιούς, η Χρυσή Αυγή εκλαμβάνεται ως «τα πιο ζωηρά παιδιά μας». Αντιστοίχως, για κάποιους αριστερούς, οι εξωκοινοβουλευτικοί είναι οι σύντροφοι που λίγο-πολύ εξώκειλαν».

Φαντάζομαι ότι παρακολουθήσατε τις πολιτικές αντιδράσεις σχετικά με το δικό σας περιστατικό, οι οποίες περιείχαν αρκετές αιχμές και υπονοούμενα. Εχετε κάποιο σχόλιο;
«Δεν θεωρώ ότι τα κόμματα θα πρέπει να διαπληκτίζονται για αυτά τα θέματα. Το πρώτο και μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το ότι τέτοιου είδους γεγονότα εκλαμβάνονται ως αφορμή για εκτόξευση αιχμών. Οταν μπαίνει κάποιος σε αυτό το πεδίο, η δημοκρατία έχει χάσει, χωρίς να μπορώ να πω ακριβώς ποιος έχει κερδίσει».

Αισθάνεστε φόβο μετά το περιστατικό;
«Οχι. Ωστόσο, ξανασκέφτηκα τα γεγονότα. Αισθάνομαι σαν τη γυναίκα που έχει βιαστεί. Ετσι θα γινόταν, βρέθηκε τη λάθος στιγμή, στο λάθος σημείο. Ομως είχαμε δημιουργήσει ως κοινωνία, ως πολιτικό και ως ακαδημαϊκό σύστημα, το πλαίσιο για να συμβεί αυτό κάποια στιγμή. Θα μπορούσα να σας στείλω μια ντουζίνα μηνυμάτων γνωστών και φίλων που μου είπαν ότι «το γνωρίζαμε ότι αυτό θα συμβεί μια μέρα». Είναι πολύ ανησυχητικό αυτό για μια σύγχρονη, ευρωπαϊκή κοινωνία: τόσοι άνθρωποι να πιστεύουν ότι μια μέρα θα συνέβαινε κάτι τέτοιο».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ