«Macho».
Αυτός είναι ο τίτλος της πρώτης έκθεσης του Γιούργκεν Τέλερ στην Ελλάδα και στο Ιδρυμα ΔΕΣΤΕ. Για την ακρίβεια, πρόκειται για αυτοπορτρέτα του. Ο άνδρας που με συναντά, όμως, στο café του Εθνικού Αρχαιολογικού Mουσείου μαζί τη γυναίκα του, την art dealer Σέιντι Κόουλς, και τον γλυκύτατο γιο τους λίγες ημέρες προτού ταξιδέψουν στο «νησί τους», την «ανεπιτήδευτη Υδρα», δεν είναι από τους τύπους που θα κατέτασσες σε αυτή την κατηγορία. Οχι βάσει της πρώτης εντύπωσης, τουλάχιστον. «Σκέφτηκα ότι ταίριαζε ο τίτλος για την έκθεση στην Ελλάδα, μιας και έχετε όλους αυτούς τους άνδρες με το τριχωτό στέρνο και την αλυσίδα στον λαιμό» θα πει στην πορεία ο Τέλερ, μισοαστεία, μισοσοβαρά.
Το μάτι πέφτει αμέσως στη (χρυσή) αλυσίδα που φοράει στον λαιμό του, όπως και σε εκείνη του χεριού του. Σε συνδυασμό με τις μπίρες και τα αποτσίγαρα που ολοένα συσσωρεύονται στο τασάκι, αλλά και τη φράση «Είμαι καθαρόαιμο αρσενικό», που θα πει κάποια στιγμή, σκέφτεσαι ότι κάποιος πρέπει να πει στον Γιούργκεν Τέλερ πως θα μπορούσε να αποτελεί τη γερμανοσαξονική εκδοχή του είδους. Μισοαστεία, μισοσοβαρά. Οταν το ακούει σκάει ένα στραβό γελάκι. Ενας από τους λόγους για τους οποίους τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της φωτογραφίας μόδας τη δεκαετία του ’90 ήταν και επειδή διέθετε χιούμορ. Μια ικανότητα για ανελέητο αυτοσαρκασμό, για αυθάδικη απομυθοποίηση της τελειότητας. Εννοείται, άλλωστε, ότι ο τίτλος της έκθεσης είναι αυτοαναφορικός. «Τα πάντα είναι υπό μία έννοια ένα αυτοπορτρέτο. Αλλες φορές περισσότερο, άλλες λιγότερο, το έργο σου πάντα αφορά τις προσωπικές σου πεποιθήσεις για τον κόσμο ή το παραμύθι που θέλεις να αφηγηθείς», όπως λέει. Αφορμή για την έμπνευση του τίτλου στάθηκε, πάντως, η συμμετοχή του στη «Masculine / Masculine» στο Μουσείο Ορσέ του Παρισιού, μια έκθεση αφιερωμένη στο ανδρικό γυμνό και τα ιδεώδη του κάλλους του από το 1800 έως σήμερα.

Εκείνος συμμετείχε με αυτοπορτρέτο του.

«Είδα ξαφνικά τον εαυτό μου κρεμασμένο πλάι σε ένα έργο του Μπέικον, δίπλα σε ένα γλυπτό του Ροντέν. Ηταν πολύ περίεργο το συναίσθημα. Δεν ήταν απλώς ένα έργο μου. Ημουν εγώ ο ίδιος, ανάμεσα σε όλα εκείνα τα αγάλματα με τις τέλειες αναλογίες. Τον ίδιο καιρό είχα προσλάβει έναν personal trainer για να βελτιώσω την αντοχή μου, γιατί είχα αρχίσει να έχω πρόβλημα με τη μέση μου. Μου ήρθε, λοιπόν, μια ιδέα: να κάνω ένα installation της έκθεσης, με όλα αυτά τα γλυπτά με τα αρρενωπά, τέλεια σμιλεμένα κορμιά, και να βάλω δίπλα τους φωτογραφίες δικές μου στις οποίες προσπαθώ να κάνω γυμναστική. Ηθελα να δείξω πόσο δύσκολο είναι. Να ιδρώνεις, να νιώθεις άβολα, τη στιγμή που όταν κοιτάς τα αντίστοιχα χαζοπεριοδικά βλέπεις όλους αυτούς τους τύπους με ένα πλαστικό χαμόγελο στο πρόσωπό τους επειδή υποτίθεται ότι αυτό που κάνουν είναι πολύ εύκολο».
«Πρωτόγονα» selfies
Πιστός, λοιπόν, «στην αισθητική που εξανθρωπίζει», με την πολύ ταιριαστή ερασιτεχνική τεχνική με τις ξασπρισμένες φωτογραφίες που φέρνουν τα πάντα στο φως, με όλη την αλήθεια της φθοράς τους. «Με ρωτάνε συνέχεια τι είναι ομορφιά και για να πω την αλήθεια δεν έχω ιδέα. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η ζωή. Η πολυπλοκότητά της. Οι καθημερινές στιγμές της που θεωρούμε δεδομένες. Να πίνεις με τους φίλους σου, να βλέπεις ποδόσφαιρο, να καβγαδίζεις με τη μητέρα σου. Ολα αυτά είναι ζωή».
Οπότε δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει άλλον δρόμο στα αυτοπορτρέτα του, τα ας τα πούμε προηγμένα selfies του. Στο άκουσμα της λέξης, μια υποψία ενόχλησης περνάει αστραπιαία από το βλέμμα του. Το πρώτο από αυτά το τράβηξε το 1990 όταν τα selfies ήταν ακόμη επιστημονική φαντασία. Επειτα, η δική του πιστεύει ότι είναι άλλου τύπου ματαιοδοξία από εκείνη των ανθρώπων που στήνουν ένα κινητό μπροστά από τον καθρέφτη τους. Είναι η ματαιοδοξία που εξευγενίζεται επειδή φοράει τον μανδύα της τέχνης. Είναι η ματαιοδοξία που την ανέχεται, γιατί στο κάτω κάτω είναι η δική του. «Κάποια στιγμή ζήτησα από μια φίλη ηθοποιό, με την οποία είχαμε συνεργαστεί με επιτυχία, να τη φωτογραφίσω για μια έκθεση που θα έκανα. Πηγαίνω, λοιπόν, στο σπίτι της με το κουτί με τις φωτογραφίες, το ανοίγει και παθαίνει σοκ. Μου λέει: «Mε κάνεις να φαίνομαι δέκα χρόνια μεγαλύτερη!». Και εγώ σκέφτομαι: «Νομίζει ότι δείχνει δέκα χρόνια νεότερη!». Από τότε αποφάσισα ότι θέλω να φωτογραφίζω μόνο τον εαυτό μου για να μην έχω να αντιμετωπίζω τέτοιου τύπου συμπεριφορές. Ασε που είμαι πάντα στη διάθεσή μου…».
Πάντως, οι περισσότεροι άνθρωποι που έχει φωτογραφίσει είναι ικανοί να πέσουν στη φωτιά για χάρη του. Ή να μπουν σε καρότσι οικοδομής (βλέπε Κέιτ Μος) ή σε μια σακούλα για ψώνια (βλέπε Βικτόρια Μπέκαμ). Ή να φωτογραφηθούν γυμνοί παρά την προχωρημένη ηλικία τους –(βλέπε Βίβιεν Γουέστγουντ. Και μάθαινε).
Στην έκθεση θα παρουσιαστούν και τα πολύ γνωστά (αυτο)πορτρέτα του με την καλή φίλη του, Σαρλότ Ράμπλινγκ, με την οποία γνωρίστηκαν πριν από 20 χρόνια. Αφού τη φωτογράφισε γυμνή στο Λούβρο, της φόρεσε μια ρόμπα, την έριξε στο κρεβάτι ενός ξενοδοχείου και έπεσε γυμνός, απόλυτα παραδομένος, στην αγκαλιά της. Είναι μια φωτογράφιση που έγινε για τη διαφημιστική καμπάνια του σχεδιαστή Μαρκ Τζέικομπς, και η Ράμπλινγκ, η επιλεκτική και τόσο κλασάτη Ράμπλινγκ, δέχτηκε να διαφημίσει ένα προϊόν για χάρη του καλού φίλου της Γιούργκεν. «»Πρέπει να περάσατε πολύ καλά αυτό το Σαββατοκύριακο» μου λένε διάφοροι και μου κλείνουν το μάτι… Δούλεψα πάνω από έξι μήνες σε αυτό το πρότζεκτ. Aν κάποιος κοίταζε προσεκτικά, θα έβλεπε ότι στην αρχή του ήμουν πιο αδύνατος.

Σκέφτηκα όμως: «Η σουίτα, το χαβιάρι, εγώ, η Ράμπλινγκ, αυτό το λεπτεπίλεπτο πλάσμα, πρέπει να γίνω μεγαλύτερος, πιο κυριαρχικός», οπότε πάχυνα επτά κιλά». Οταν ακούει ότι οι συγκεκριμένες φωτογραφίες θα μπορούσαν να ερμηνευτούν και ως ένα κλείσιμο ματιού για το οιδιπόδειο, δεν φαίνεται να συμφωνεί. «Για εμένα είναι η σχέση οικειότητας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που προσπαθούν να δημιουργήσουν κάτι όμορφο μαζί» μουρμουρίζει και πίνει μια γουλιά από την μπίρα του.

Ο δύσκολος πατέρας
Φταίει που είναι γυμνός στις φωτογραφίες. Αλλά και πότε δεν είναι γυμνός στις φωτογραφίες του; «Ηθελα την επαφή μου με τον φακό αδιαμεσολάβητη, χωρίς ρούχα με τις φίρμες τους». Εχει σχέση και με τα παιδικά του χρόνια. O Τέλερ μεγάλωσε δίπλα στο δάσος στην πόλη Ερλαγκεν της Βαυαρίας. Το υπόγειο του σπιτιού του έμοιαζε βγαλμένο από παραμύθι. Κατ’ αρχάς είχε μια σάουνα. «Οταν χιόνιζε συνηθίζαμε να βγαίνουμε έξω μετά τη σάουνα, να ξαπλώνουμε στο χιόνι και να το τρίβουμε πάνω μας. Ηθελα να βιώσω ξανά αυτό το συναίσθημα. Ηθελα να βρεθώ πιο κοντά στον πατέρα μου και στον παππού μου, γι’ αυτό πήγα σε εκείνο το δωμάτιο και τράβηξα πολλές φωτογραφίες (σ.σ.: που έγιναν τελικά το λεύκωμα «Nürnberg»)». Το υπόγειο είχε επιπλέον στους τοίχους του ξυλόγλυπτες αναπαραστάσεις από παραμύθια των αδελφών Γκριμ. Τις είχε φιλοτεχνήσει ο παππούς του και ήταν το μέρος που πήγαινε ο πατέρας του για να πιει και να μεθύσει. Ο «βαριά αλκοολικός» πατέρας του που χτυπούσε τη μητέρα του, αλλά περιστασιακά και τον ίδιο τον Γιούργκεν, ο οποίος αυτοκτόνησε το 1988.
«Εφέτος έκλεισα τα 50 μου χρόνια» λέει ο Τέλερ. «Διοργάνωσα μια αυστηρά οικογενειακή γιορτή στη Γερμανία και ένας εξάδελφός μου βιβλιόδεσε για εμένα όλες τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει ο πατέρας μου. Τοπία, δάση, οικογενειακά πορτρέτα. Είχα ξεχάσει την ύπαρξή τους, οι αναμνήσεις είχαν σβηστεί από τη μνήμη μου εξαιτίας της κακής μας σχέσης όταν μεγάλωνα. Διαπίστωσα ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια ότι με φωτογράφιζε όπως φωτογραφίζω και εγώ τον γιο μου. Με έπιασαν τα κλάματα. Ηταν σπαρακτικό».
Ο Τέλερ ήταν προορισμένος να ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση και να γίνει κατασκευαστής βιολιών, συγκεκριμένα να φιλοτεχνεί τις γέφυρές τους. Γρήγορα αντιλήφθηκε ότι είναι αλλεργικός στη σκόνη του ξύλου, οπότε με την προτροπή ενός συγγενούς του στράφηκε στη φωτογραφία. Σπούδασε στο Μόναχο, αλλά, όπως λέει, δεν ήθελε επ’ ουδενί λόγω να υπηρετήσει την υποχρεωτική στρατιωτική ή κοινωνική θητεία του για να μην ανακόψει την καριέρα του. Αφηγείται πολύ παραστατικά πώς απέκτησε το πολυεθνικό του διαβατήριο για να μπορέσει να φύγει από τη χώρα και πώς οδήγησε με το αυτοκίνητό του από το Βερολίνο στο Λονδίνο. «Ηταν το 1986 και υπήρχε ύφεση, ήταν χάλια. Η Αγγλία δεν ήταν τίποτε για μένα, μόνο βροχή, κακός καιρός και κάποια χαζοφίλμ. Αλλά έπρεπε να διαλέξω: είτε θα ακολουθούσα το παράδειγμα του πατέρα μου και θα γινόμουν ένας καταθλιπτικός αλκοολικός είτε θα γινόμουν ένας… χαρούμενος αλκοολικός. Το σίγουρο ήταν ότι δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω ηττημένος».

* «Juergen Teller: Macho»: Ιδρυμα ΔΕΣΤΕ (Φιλελλήνων 11 & Εμμανουήλ Παππά, Νέα Ιωνία, http://deste.gr, σε επιμέλεια Μαρίνας Φωκίδη, στις 21/6-29/10.

** Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ