«Το δέρμα μου αποφασίζει ποια τραγούδια θα πω. Αν δεν ανατριχιάσει αυτό», λέει και αγγίζει το χέρι της, «δεν υπάρχει περίπτωση να κυκλοφορήσει ένα κομμάτι». Θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, ότι το δέρμα της κυρίας Πρωτοψάλτη έχει επιδείξει μέχρι στιγμής κριτήριο σχεδόν αλάνθαστο. Για ελάχιστα φάουλ θα μπορούσε να την κατηγορήσει κανείς στη 40χρονη καριέρα της. Κάποιος θα μπορούσε να αναφέρει το «Πάμε Χαβάη», αν και θα τον διέψευδαν περισσότεροι από 30.000 άνθρωποι που το έχουν ακούσει ξανά τους λίγους μήνες λειτουργίας του Spotify στην Ελλάδα, κάποιος άλλος μπορεί να γκρίνιαζε για εκείνο το τραγούδι που περιέχει τον στίχο «απελπιστικά διαθέσιμη».
Αν και στην ίδια αρέσουν οι αθλητικές αναφορές κυρίως στους δρόμους ταχύτητας, λόγω του παρελθόντος της στους στίβους, η πορεία της μόνο με δρόμο αντοχής θα μπορούσε να συγκριθεί –μια μαραθωνοδρόμος που έχει μπροστά της χιλιόμετρα μέχρι να φτάσει στο τέρμα.
«Η εκφραστική και επική φωνή της, αλλά και η έντονη προσωπική ερμηνεία της την έκαναν να ξεχωρίσει και να καθιερωθεί στη συνείδηση των φίλων του προοδευτικού τραγουδιού» έγραφε το περιοδικό «Ντομινό» το 1976. Στο εξώφυλλο του πρώτου προσωπικού δίσκου της («Απλά τραγούδια», 1977) αντικρίζεις ένα καθαρό πρόσωπο που με τα μπουκλωτά μαλλιά και το αρχαϊκό προφίλ του θα μπορούσε να ανήκει και σε άγαλμα της κλασικής περιόδου. Εκτοτε, το κορίτσι που τραγουδούσε στις μπουάτ όσο πιο δωρικά μπορούσε, όρθια, πίσω από ένα μικρόφωνο, έχει δώσει 6.500 συναυλίες, άλλαξε την όψη της νυχτερινής Αθήνας με τα λαϊκά μιούζικαλ «Λεωφόρος Α´» και «Λεωφόρος Β´», εγκαινίασε το 1993 την περιοχή του Γκαζιού, πέρασε κατόπιν στην κινητική πειθαρχία του Δημήτρη Παπαϊωάννου, στις παραστάσεις με τον Κορκολή και το πιάνο του σε απόσταση αναπνοής από τους θεατές, στα μεγάλα θέατρα του Κέντρου.
Είναι μάλλον εθισμένη στις ραγδαίες αλλαγές (όπως και στις παράξενες παρομοιώσεις): «Μ’ αρέσει το ρίσκο, είναι σαν σαπούνισμα των κυττάρων μου. Ανοίγω το παράθυρο, βουτάω και στην πορεία περιμένω να δω αν θα ανοίξει το αλεξίπτωτο. Αν δεν νιώθεις έρωτα για αυτή τη δουλειά, δεν μπορείς να την κάνεις. Δεν θα αντέξεις να δίνεις εξετάσεις επί καθημερινής βάσεως».
Στην καινούργια δουλειά της, με τίτλο «Θέα Παραδείσου», συνεργάζεται ξανά, έπειτα από περίπου 15 χρόνια, με τον Νίκο Αντύπα. «Ηρθε με μια αθωότητα που δεν την περίμενα, απλώνοντας κατευθείαν όλα του τα χαρτιά, ανοίγοντας την ψυχή του. Μου έφερε πάνω από 25 τραγούδια, από τα οποία κρατήσαμε τελικά τέσσερα-πέντε. Σβήστηκαν και γράφτηκαν άπειρα τραγούδια. Σαν αθλητικό τουρνουά μοιάζει αυτή η διαδικασία επιλογής: προκριματικοί, ημιτελικοί και τελικοί. Είχαμε την πολυτέλεια του χρόνου, είχαμε τη δυνατότητα να δουλέψουμε ήρεμα και τρυφερά. Είναι επίσης μεγάλη ευτυχία να έχουμε στιχουργούς από πολλές γενιές, από τον πιο νέο, ως τον Μιχάλη Γκανά. Το εντυπωσιακό είναι πως καθένας τους κατάφερε να εκφράσει, χωρίς να το ξέρει, και από μια σκέψη μου με ευστοχία και ωριμότητα».


«Θέα Παραδείσου» λέγεται ο δίσκος σας. «Το μονοπάτι για τον Παράδεισο ξεκινά από την Κόλαση» έχει γράψει ο Δάντης. Πρέπει, αλήθεια, να περάσουμε από την κόλαση για να βρούμε τον παράδεισο; «Αυτό ακούγεται λίγο μαζοχιστικό, αυτοτιμωρητικό. Γιατί θα πρέπει πρώτα να βασανιστούμε για να κατορθώσουμε κάτι καλό; Είναι σαν να αποδεχόμαστε ότι ο άνθρωπος ξεκινά τη ζωή του με ένα τεράστιο φορτίο «λάθους» και συνεχίζει με μια αφόρητη ταλαιπωρία. Αυτό το βρίσκω όχι μόνο συντηρητικό και άδικο, αλλά και επικίνδυνο. Η ζωή μας δεν είναι καταδίκη σε μια απόλυτη, μόνιμη μοναξιά. Η μάθηση δεν κατακτιέται με μαρτύρια. Υπάρχουν και «οι άλλοι» στη ζωή μας, και αυτοί οι άλλοι δεν είναι πάντα «η κόλασή μας», όπως έχει ειπωθεί. Οι άλλοι είναι και η αγάπη, η στοργή, η αφοσίωση, το πάθος, η συναδελφικότητα, ο θαυμασμός, ο έρωτας. Θα πρότεινα αντί της ρήσης του Δάντη το υπέροχο ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη: «Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί / Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα / Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή / Εχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ / Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ / Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό / Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο»».
Η ζωή πορεύεται χέρι χέρι με την τέχνη; Επιτυχία και προσωπική ευτυχία πάνε μαζί; Υπήρξαν καθόλου στιγμές στις οποίες αυτό που ζούσατε στη σκηνή ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο με αυτό που νιώθατε μόλις έσβηναν τα φώτα; «Μα η ζωή είναι τέχνη και η τέχνη είναι ζωή, γι’ αυτό και η επιτυχία και η προσωπική ευτυχία δεν προχωρούν παράλληλα. Καμιά φορά τα εκ διαμέτρου αντίθετα έχουν μια απίστευτη γοητεία. Αυτό που ζω στη σκηνή είναι το καταφύγιο της ψυχής μου και η παράσταση με βοηθά να καταδυθώ στο βάθος των πραγμάτων που με απασχολούν και με βασανίζουν. Η τέχνη λειτουργεί σαν καθαρτήριο και με γεμίζει ελπίδα. Από τότε που «παντρεύτηκα» τη μουσική και μέχρι σήμερα, αρκετές φορές φοβήθηκα, έκλαψα, πείσμωσα, νίκησα, συγκινήθηκα βαθιά και αισθάνθηκα το πνεύμα μου να ανεξαρτητοποιείται. Στη ζωή μου γενικώς απολαμβάνω τα πάντα και τα μετατρέπω σε έκφραση. Παλεύω πολύ σκληρά για να πετύχω αυτό που έχω ονειρευτεί, δεν μένω στα κεκτημένα και μου αρέσουν τα απάτητα μονοπάτια. Η εξερεύνηση είναι στο αίμα μου. Ούτως ή άλλως, η ζωή μου δεν θα μπορούσε να είναι Π.Π., δηλαδή προέκταση προβλήτας».
Ανήκετε στη σπάνια κατηγορία των τραγουδιστριών που κατάφεραν να «περάσουν» και στις επόμενες από τη δική τους γενιές με επιτυχία και παραμένοντας σταθερά δημοφιλής και επίκαιρη. Πόση σκέψη υπάρχει πίσω από αυτό το κατόρθωμα; Υπήρξαν φορές που έπρεπε να παραμερίσετε το συναίσθημα ή το καλλιτεχνικό σας ένστικτο και να λειτουργήσετε περισσότερο ως μάνατζερ του εαυτού σας; «Κατ’ αρχάς, αισθάνομαι τυχερή που γεννήθηκα με ένα τόσο δυνατό μέσο επικοινωνίας. Αλλά τίποτα δεν μου χαρίστηκε, όλα δημιουργήθηκαν, κατατέθηκαν και έγιναν Αλκηστις Πρωτοψάλτη μέσα από θυελλώδη προετοιμασία, συγκροτημένη και στοχευμένη σκέψη, αναζήτηση, ρίσκο, αφοσίωση και απέραντο έρωτα για τη μουσική. Ποτέ δεν έβαλα σε δεύτερη θέση το ένστικτό μου και το συναίσθημα. Αυτά τα δύο είναι η προσωπική μου πυξίδα. Επίσης, η λέξη «μάνατζερ» όσον αφορά τη μουσική δεν μου αρέσει καθόλου γιατί, ειδικά στην Ελλάδα, είναι πολύ παρεξηγημένη και ταυτόσημη με οτιδήποτε άλλο εκτός από την πραγματική της έννοια. Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι το πώς ο καλλιτέχνης θα παρουσιάσει την τέχνη του έχει να κάνει καθαρά με το προσωπικό του σύστημα αξιών και σίγουρα δεν υπάρχει εγχειρίδιο που να σου δίνει οδηγίες για τα μονοπάτια που θα ακολουθήσεις και για τις δύσκολες πλαγιές όπου θα πρέπει να σταθείς. Το πιο επικίνδυνο σημείο-παγίδα είναι να χάσεις την επαφή με την πραγματικότητα, τον σεβασμό στους συνεργάτες σου, την αξιοπρέπεια και την εντιμότητα. Πάντα πιστεύω ότι η φιλοδοξία πρέπει να περικλείει υγιείς αρχές και ιδεώδη».
Στο τέλος του μήνα θα παρουσιάσετε στη Θεσσαλονίκη την εξαιρετικά επιτυχημένη συνεργασία σας με την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Υπήρξαν κάποιοι θαυμαστές και των δυο σας που παραπονέθηκαν ότι θα ήθελαν σε ένα μέρος του προγράμματος να τιμήσετε και τους κρυμμένους θησαυρούς των ρεπερτορίων σας. Ως καλλιτέχνις που απευθύνεται σε ευρύ ακροατήριο, κατά πόσο σάς τρομάζει το να αποξενώσετε το κομμάτι του κοινού σας που έρχεται να σας δει αποκλειστικά για τις μεγάλες επιτυχίες; «Ξέρετε, αυτό το γλυκό παράπονο της φράσης «γιατί δεν μας είπατε αυτό το τραγούδι ή γιατί δεν μας είπατε το άλλο» θα υπάρχει συνεχώς σε όλες τις μουσικές παραστάσεις. Το πρόγραμμα που ετοιμάσαμε με την Ελευθερία σαφώς βασίστηκε στα πιο γνωστά τραγούδια και των δυο μας, υπάρχουν όμως και στιγμές που ακουμπήσαμε και σε άλλα που είχαν να ακουστούν πολύ καιρό. Κάθε πρόταση έχει απόλυτη σχέση με τον χώρο όπου παρουσιάζεται. Αν ανατρέξετε στο παρελθόν, πολύ γρήγορα θα καταλάβετε γιατί δεν νιώθω την ανάγκη να δικαιολογηθώ για κάτι που κατατέθηκε κατά τη γνώμη μου σωστά. Επίσης θα σας εξομολογηθώ και μια κρυφή σκέψη μου, ότι κάποια στιγμή θα κάνω μια παράσταση με τα τραγούδια μου αυτά που δεν έγιναν –με την ευρύτερη έννοια της λέξης τουλάχιστον –επιτυχίες. Μια παράσταση αφιερωμένη στα τραγούδια της πίσω πλευράς, της δεύτερης όψης, που λέγαμε παλιά για τους δίσκους».
Τι σας δυσκόλεψε περισσότερο; Το να καταλάβετε και να ελέγξετε τις φωνητικές σας δυνατότητες ή το να «λυθείτε» επάνω στη σκηνή; Ποιοι ήταν οι άνθρωποι με την πιο καθοριστική επίδραση επάνω σε αυτά τα δύο στοιχεία της καλλιτεχνικής σας προσωπικότητας; «Στην αρχή, να καταλάβω τη φωνή μου, τι αντιπροσωπεύει, τι θέλω να πω και πώς, και μετά να «λυθώ». Το να βρει την ισορροπία και να εκφραστεί και με το σώμα ένας καλλιτέχνης είναι πολύ σοβαρό και δύσκολο βήμα. Ερχεται με τον χρόνο και με τη διάθεση για κάτι περισσότερο, για κάτι παραπάνω. Θα ευγνωμονώ εσαεί τον σκηνοθέτη Ανδρέα Βουτσινά που μου έμαθε βήμα βήμα πώς να ανοίξω την πόρτα της εσωστρέφειας, να συμφιλιωθώ με την κίνηση, να βγω από τη φωνή μου και να δώσω στο σώμα μου την απόλυτη ελευθερία».
Πάνω στη σκηνή δίνετε την εντύπωση ανθρώπου που οι νότες και ο ρυθμός διαπερνούν κάθε κύτταρό του. Στην καθημερινότητά σας πόσο ευαίσθητες κεραίες έχετε απέναντι σε κάθε είδους ήχους; Υπάρχει πιο ωραίο άκουσμα από τη μουσική; «Αυτή η ερώτηση με συγκινεί γιατί χτυπάει στο «κέντρο» της ψυχής μου. Οι νότες και ο ρυθμός διαπερνούν και ξεπλένουν κάθε κύτταρό μου. Αυτές οι ευαίσθητες κεραίες είναι ένα μόνιμο γλυκόπικρο βάσανο, αλλά και καθαρή πηγή συναισθημάτων. Μου αρέσει να μοιράζομαι όσα με συγκινούν. Τα πιο απλά και ανθρώπινα, όπως ένα χάδι, μια παραλία ερημική, η βουτιά του ήλιου, μια βόλτα στη θάλασσα, ένα φιλί, ένα γέλιο αγαπημένων ανθρώπων, ένα σ’ αγαπώ, ένας χωρισμός, το κάλεσμα του γκιόνη στο σούρουπο, μια σπαρακτική συνομιλία, ένας πρωινός καφές, το αεράκι του Αιγαίου, όλα τα καιρικά φαινόμενα που αγκαλιάζουν τον σύγχρονο άνθρωπο, μια κουβέντα αληθινή, μια αγκαλιά, τα μικρά και τα μεγάλα παράπονα, το πένθος της εποχής μας. Το τραγούδι είναι μέσα σε όλα αυτά και εκφράζει όλες τις πτυχές της ζωής μου. Ολα αυτά γεννούν μουσική».
Από ποια ανάγκη πιστεύετε ότι γεννήθηκε το πρώτο τραγούδι στην Ιστορία της ανθρωπότητας; Εσείς θυμάστε αν τραγουδήσατε για πρώτη φορά από χαρά ή από λύπη; «Φαντάζομαι από την ανάγκη του ανθρώπου να υμνήσει αυτό που βλέπει ή αυτό που αισθάνεται από το Σύμπαν. Οχι απαραίτητα σε κάποια από τις γλώσσες που σήμερα ξέρουμε, ίσως με ένα άλφα παρατεταμένο που διαπερνά τον αέρα και σκίζει την ψυχή. Εχω συγκεκριμένη εικόνα στο μυαλό μου από τα παιδικά μου χρόνια. Σε κάποιο μέρος της Αφρικής την ώρα που δύει ο ήλιος και η γη αναπνέει σκόνη και υγρασία, ένας μαύρος ημίγυμνος άνδρας κοιτάζει προς το μέρος του ήλιου και τραγουδάει. Κάπως έτσι νομίζω ότι γεννιέται ό,τι μας αγγίζει. Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησα ήταν το ποίημα «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» του Κ. Π. Καβάφη σε μουσική του Δήμου Μούτση. Σε κάποιο σημείο λέει «κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις». Ημουν 17 χρόνων, είχαμε χάσει τον πατέρα μου και ό,τι είχαν δημιουργήσει οι γονείς μου. Εκλαιγα σιωπηλά χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω το γιατί, απλώς έπρεπε το κοντέρ να ξαναρχίσει να γράφει. Το τραγούδι ήταν λυτρωτικό».
Μπορεί να πάψει ένας καλλιτέχνης να διψά για επιτυχία, αποδοχή και αγάπη από το κοινό; Εσείς πόσο χορτάτη αισθάνεστε; «Εχει τεράστια σημασία η αγάπη του κόσμου και είναι και πολύ σημαντική η διαχείρισή της μέσα στα χρόνια. Την αγάπη του κόσμου την επιζητώ, είναι ένα πεντακάθαρο καύσιμο, μια σχέση ζωής εντελώς απαραίτητη για την τέχνη. Ο κόσμος, ο ακροατής, το κοινό, ο θεατής… Υπέροχες λέξεις, ανεξίτηλες εικόνες άρρηκτα συνδεδεμένες με την ανάσα μου και την έκφρασή μου. Είναι κάτι που θα γεμίζει την ψυχή μου ακόμη και όταν αφήσω το μικρόφωνο στην παλάμη κάποιου άλλου… Σαν τη σκυτάλη στα 400 μέτρα μετ’ εμποδίων».
Στο καινούργιο άλμπουμ της υπάρχει ένα ωραίο ντουέτο με τον Γιάννη Χαρούλη, ένα ερωτικό τραγούδι (λέγεται «Χωριστά», τους στίχους υπογράφει η Ελένη Φωτάκη). «Είναι σημαντικό να καταγράφεις τη φωνή σου μαζί με κάποιον που σε συγκινεί. Το αγαπώ πολύ αυτό το τραγούδι γιατί περιγράφει έναν χωρισμό χωρίς ηττοπάθεια και μιζέρια». Στο ομώνυμο κομμάτι του άλμπουμ το θέμα είναι ο έρωτας, που «Τα μουδιασμένα μέλη μας αγγίζει / δεκαδικά και συμμιγή και μόνα / και παραβαίνοντας κάθε κανόνα / ακέραια τα κάνει και τ’ αθροίζει». «Στάθηκα πολύ έντονα σε αυτόν τον στίχο του Γκανά. Είχα να ακούσω αυτόν τον μαθηματικό όρο από το σχολείο. Οι συμμιγείς αριθμοί είναι αυτοί που αποτελούνται από δύο ή περισσότερα τμήματα σε διαφορετικές μονάδες μετρήσεως, οι οποίες αναφέρονται στο ίδιο φυσικό μέγεθος –5 χρόνια, 7 μήνες και 12 ημέρες, για παράδειγμα» εξηγεί η Αλκηστις Πρωτοψάλτη. Αν υποθέσουμε ότι ο έρωτας όντως κάνει ακέραιους τους συμμιγείς μας αριθμούς, για πόσο μπορεί να τους κρατήσει ενωμένους; Υπάρχει το για πάντα; «Το πιο πιθανό είναι να διαλυθεί ένας έρωτας στα εξ ων συνετέθη. Βάσει προσωπικών εμπειριών θα πω ότι στον έρωτα δεν υπάρχει το «για πάντα», ίσως να υπάρχει σε άλλη μορφή, οι ζωές δύο ανθρώπων θα μπορούσαν να δεθούν για πάντα, όχι όμως με συνεχή έρωτα. Είναι πολύ ισχυρή και περίεργη φράση αυτή. Οταν είμαστε μικροί, την έχουμε για ψωμοτύρι, αργότερα στη ζωή την καταλαβαίνουμε».
Μιλάμε για τη διαδοχή των κύκλων στην καριέρα της και τους χωρίζει σε πολικούς και τροπικούς. Της ζητάω να μου το εξηγήσει αυτό λίγο πιο αναλυτικά. «Δεν χρειάζεται, γνωρίζουν καλά αυτοί που τους αφορά σε τι είδους κύκλο ανήκουν». Η σαφήνεια και η σιγουριά του λόγου της εντυπωσιάζουν. Δεν κομπιάζει καθόλου. Αναφέρεται στη συναυλία που έδωσε στην Απαγορευμένη Πόλη του Πεκίνου το 2007. Στο πείσμα της να κατακτήσει το συγκρατημένο κινέζικο κοινό –τα κατάφερε. Δεν έχω ακούσει ξανά καλλιτέχνη να λέει έπειτα από μια εμφάνιση «κατά τη γνώμη μου, τέλεια». Οι περισσότεροι θα προτιμούσαν να πουν ότι έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό ή κάτι τέτοιο ψευτοταπεινό. Οχι, όμως, η Αλκηστις Πρωτοψάλτη. Ενθυμούμενη τα ευτράπελα στην πορεία της, λέει κάποια στιγμή αστειευόμενη: «Αν βγάλω ποτέ βιβλίο και πω τα πάντα με το όνομά τους, θα γίνει σίγουρα μπεστ σέλερ και θα φοβηθούν πολλοί». Θυμόμαστε με αφορμή τη δήλωση αυτή τον στίχο «Αν λέγαμε τα πράγματα με το όνομά τους, θα γέμιζε φαντάσματα το νόημά τους» από τη «Λυσιστράτη», μία από τις πολλές καταπληκτικές συνεργασίες της με τους Κραουνάκη – Νικολακοπούλου.
Ωστόσο, δεν νομίζω ότι θα χρειαστεί ποτέ να προβεί σε αποκαλύψεις η Αλκηστις Πρωτοψάλτη όταν υπάρχουν τόσα τραγούδια που μιλούν από μόνα τους. Ελάχιστα είναι εκείνα που δεν έχουν ακουστεί όσο τους αξίζει. Σε ένα από αυτά, στο trip-hop ζεϊμπέκικο «Για την καρδιά που κλαίει», υπάρχει ξεκάθαρος ο πυρήνας της φωνής της: περνάει από την ένταση στον στίχο «πονάει μα δεν το λέει», στον λυγμό της «καρδιάς που κλαίει» με άνεση που σε διαλύει. Ολα βρίσκονται εκεί. Η κραυγή και ο ψίθυρος. Το συναίσθημα και η τεχνική. Η λογική και το ένστικτο. Αυτή είναι η Αλκηστις Πρωτοψάλτη. Το σμίξιμο αυτών των αντιθέσεων.
* Η Αλκηστις Πρωτοψάλτη θα εμφανίζεται από τις 25/4 με την Ελευθερία Αρβανιτάκη στη μουσική σκηνή Stage στη Θεσσαλονίκη (26ης Οκτωβρίου 27), κάθε Παρασκευή και Σάββατο. Το άλμπουμ «Θέα Παραδείσου» θα κυκλοφορήσει στις 5 Μαΐου από τη Heaven.

**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 19 Απριλίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ