Ο 20ός αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος γνωρίζει πότε είναι «καιρός του σιγάν» και πότε «του λαλείν». Η συνάντηση με τον κ. Ιερώνυμο λαμβάνει χώρα στο γραφείο του στον πρώτο όροφο της Αρχιεπισκοπής, στην οδό Αγίας Φιλοθέης, στην Πλάκα. Εκείνο που εντυπωσιάζει από την πρώτη στιγμή στον 76χρονο ποιμενάρχη είναι τα νεανικά του χέρια και το απλό ράσο που φορά (χωρίς επανωκαλύμμαυχο, μόνο με ένα μικρό εγκόλπιο). Και μια γήινη πνευματικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί μιλούν για έναν «καλόγερο μέσα στην Αρχιεπισκοπή». Ο γνωστός για την απέχθειά του στα «λιβανίσματα» και την υπερβολική έκθεση προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος δέχτηκε, με περισσή, είναι η αλήθεια, επιφυλακτικότητα («διότι ξέρετε, υπάρχει ο κίνδυνος να γίνουμε νάρκισσοι και να χάσουμε την ουσία…») να ξετυλίξει για το ΒΗmagazino την προσωπική ιστορία του πριν και μετά την άνοδό του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.
Στα έξι χρόνια της αρχιεπισκοπείας του έχει αλλάξει το πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος και έχει, κατά πολλούς, αποκαταστήσει το κύρος της. Ο σιωπηλός (όπως τον αποκαλούν οι φιλικά και εχθρικά προσκείμενοι) ιεράρχης με το εκκωφαντικό κοινωνικό έργο (σήμερα η ΜΚΟ «Αποστολή» της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών καλύπτει σε φαγητό και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη 50.096 ανθρώπους), ο πνευματικός ποιμένας που κατευνάζει τις εθνικιστικές εξάρσεις και ακραίες φωνές στους κόλπους της Ιεραρχίας, που κηρύσσει «Η Εκκλησία δεν είναι κύμβαλον αλαλάζον» και συνδιαλέγεται με τους πάντες (ακόμη και με τον γ.γ. του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα), ο λόγιος προκαθήμενος που υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια την εκκλησιαστική περιουσία, που καταδικάζει την πολιτικολογία από άμβωνος και που μπορείς κάλλιστα να τον συναντήσεις μια μέρα σε έναν συρμό του μετρό δείχνει να αποπνέει αυτό το αναγκαίο μείγμα απόστασης από τα εγκόσμια αλλά και ταύτισης με τον ανθρώπινο πόνο.
Ο διευθυντής του ιδιαίτερου γραφείου του Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπαθανασίου θα διακόψει –με βλέμμα απελπισίας –τη συνομιλία μας, διότι η λίστα με τα ραντεβού μια συνηθισμένη ημέρα στην Αρχιεπισκοπή κάνει την αντίστοιχη του πρωθυπουργικού γραφείου να ωχριά. «Ολοι αυτοί οι πολιτικοί που μπαινοβγαίνουν στο γραφείο μου δεν δείχνουν ότι εγώ έχω κάποια δύναμη» λέει ο κ. Ιερώνυμος. «Μαρτυρούν την επιρροή που έχει η Εκκλησία στον κόσμο». «Με την ευκαιρία, Μακαριότατε, τι θα γίνει αλήθεια αν μεθαύριο κερδίσει τις εκλογές ο Αλέξης Τσίπρας; Θα ορκίσετε στο Ευαγγέλιο έναν πρωθυπουργό που δεν ανάβει ούτε κερί;». «Δεν είναι θέμα δικό μου. Αυτό είναι θέμα δικό του. Ηδη θέσατε θέμα σχέσεων Εκκλησίας και πολιτείας και της ισχύος του συντάγματος».
Ο αρχαιολόγος με την «κλίση του Θεού»

Ο Ιωάννης Λιάπης γεννήθηκε στις 10 Μαρτίου 1938 στα Οινόφυτα Βοιωτίας, το πρώτο από τα δύο αγόρια του Τάσου και της Δήμητρας. Οι πρώτες του εικόνες, Κατοχής: «Οι κατακτητές να γκρεμίζουν τον μεσαιωνικό πύργο στο χωριό, για να κάνουν φρούρια με τις πέτρες…». Από την εύπορη, σκληροτράχηλη αγροκτηνοτροφική οικογένεια με τις αρβανίτικες ρίζες θα κληρονομήσει την «παθολογική» αγάπη για τη γη και τα ζώα (ακόμη και σήμερα ως Αρχιεπίσκοπος θα πάει να χαϊδέψει τα «ζωντανά» στη μονή του όπου αναπαύεται όταν βρίσκει ευκαιρία). Από μικρός θα δείξει μια ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα. Αλλά και οι σπόροι της «κλίσης του Θεού», λέει σήμερα ο ίδιος στο BΗmagazino, έπεσαν στα παιδικά του χρόνια: «Από τη μητέρα μου είχα πάρει αυτή την κλίση, τη στροφή, την επιστροφή στον εσώτερο άνθρωπο. Θυμάμαι που εγώ και ο αδελφός μου ο Αλέκος βρίσκαμε την Κυριακή το πρωί, στην καρέκλα, τα ρούχα μας τα καθαρά για την εκκλησία. Πολλές φορές η μητέρα μου μού έδινε να πάω το πρόσφορο. Μια συγγένισσά μας, η Ευσταθία, ζει ακόμη, που με έβλεπε να περνάω, μαθητής του δημοτικού ακόμη, ενώ εκείνη σκούπιζε την αυλή της, μου ‘λεγε: «Πού πας, βρε, πρωί πρωί στην εκκλησιά; Ακόμη δεν έχει πάει ο παπάς. Γούμενος θα γίνεις;»».
Παρά τις διάχυτες θρησκευτικές επιρροές (ανάμεσά τους και εκείνη του πνευματικού του πατέρα Βασιλείου Οικονόμου στο Ενιαίο Γυμνάσιο Χαλκίδος), οι δικοί του άνθρωποι διατείνονται ότι η ιεροσύνη ήταν «λιγότερο προϊόν μιας θρησκευτικής παιδείας και περισσότερο μιας αναζήτησης». Μετά την αποφοίτησή του από το Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, θα εισαχθεί στη Θεολογική Σχολή και ως πρώτος υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών στις βυζαντινές σπουδές θα μεταβεί για μεταπτυχιακές σπουδές στην Αυστρία (Γκρατς) και στη Γερμανία (Ρέγκενσμπουργκ και Μόναχο).
Η απόφασή του, όμως, το 1967, σε ηλικία 29 ετών, να γίνει κληρικός θα αιφνιδιάσει το περιβάλλον του. Κάποιοι θα πουν ότι μέχρι τότε τίποτε πάνω του δεν είχε προδώσει σημάδια κάποιας μύχιας πάλης. Μόνο κάποιοι φίλοι του στο πανεπιστήμιο τον θυμούνται να τους λέει με νόημα: «Εγώ θα πάω στο Μόναχο» (ένας παραβολικός τρόπος για να διατυπώσει την επιθυμία του να καρεί μοναχός). Η απόφαση θα αιφνιδιάσει πρωτίστως τον πατέρα του που αρνείται να χωνέψει ότι ο «γραμματιζούμενος» γιος του με τα τόσα πτυχία (ονειρευόταν να τον δει αξιωματικό ή δικηγόρο) απαρνείται ένα σίγουρο μέλλον για να κάνει τον παπά (λέγεται ότι το ρήγμα μεταξύ τους θα αργήσει να κλείσει). Θα σοκάρει και τον επιστημονικό του περίγυρο που χάνει έναν πεφωτισμένο βοηθό στην Αρχαιολογική Εταιρεία. Αλλά και τους μαθητές του στη Λεόντειο (ανάμεσά τους οι δημοσιογράφοι Παύλος Τσίμας και Νίκος Αμανίτης, αλλά και ο Ανδρέας Βγενόπουλος, επικεφαλής σήμερα της Marfin Investment Group) που θα ακούσουν τα «κουφά» νέα από τα χείλη ενός frère (σ.σ.: καθολικός παπάς) του σχολείου.
Οι μαθητές του θυμούνται και τον «μέντορά» του, τον καθηγητή των Θρησκευτικών Πολύκαρπο Αθανασίου (ο οποίος μάλιστα θα φιγουράρει λίγο αργότερα στο εξώφυλλο του… αμερικανικού «Life» καθότι είναι εκείνος που θα τελέσει, στις 20 Οκτωβρίου 1968, το μυστήριο του γάμου του Αριστοτέλη Ωνάση με την Τζάκι Κένεντι στο στολισμένο με καμέλιες και λεβάντα παρεκκλήσιο της Μικράς Παρθένου στον Σκορπιό!). Κατά τα άλλα αδυνατούν να πιστέψουν ότι ο αγαπημένος τους Γιάννης Λιάπης, αυτός ο ωραίος, μοντέρνος άνδρας με τα παπούτσια Clarks και το Volkswagen, αυτός ο νεότατος καθηγητής της Ιστορίας και των Νέων Ελληνικών που δεν είχε πάνω του τίποτε «από την γκριζάδα του κατηχητικού» και που ουδέποτε προπαγάνδισε μέσα ή έξω από την τάξη τη γύψινη χρηστοήθεια της χούντας, θα φορούσε τα ράσα. Οπως λέει χαρακτηριστικά σήμερα εις εκ των μαθητών αυτών της Β΄ Γυμνασίου (οι οποίοι, σημειωτέον, θα μεταφερθούν με πούλμαν στη Θήβα για να παραστούν στη χειροτονία του), ο πολιτικός επιστήμονας Γιώργος Σεφερτζής: «Μπορεί τότε να μας είχε αφήσει άναυδους η απόφασή του να αποσυρθεί από τα εγκόσμια και να αφιερωθεί στα θεία. Αλλά δεν μας είχαν αφήσει καμιά αμφιβολία τα κίνητρά της. Σίγουρα δεν ήταν αυτά που θα μπορούσε να έχει ένας ζηλωτής της εμφυλιοπολεμικής εκδοχής του ελληνοχριστανικού ιδεώδους».
Η απόφασή του να πάρει οριστικώς και αμετακλήτως το μονοπάτι της «θεϊκιάς παραφροσύνης», όπως το ‘λεγε ο Καζαντζάκης (το «ν’ απαρνηθείς τις χαρές της ζωής, να θυσιάσεις τα μικρά μαργαριτάρια για ν’ αποχτήσεις το Μέγα Μαργαριτάρι») δεν πάρθηκε μια μοιραία στιγμή. Οπως καταθέτει σήμερα ο ίδιος στο ΒΗmagazino: «Αυτό είναι ένα βίωμα που ξεκινάει κάποτε, αναστέλλεται, αλλάζει, ωριμάζει. Είναι μια διαδρομή. Ο Θεός έρχεται με διάφορους τρόπους να σου μιλήσει. Στον έναν έρχεται την ώρα της θλίψης. Στον άλλον την ώρα της χαράς ή της επιτυχίας. Πρέπει να Του έχεις εμπιστοσύνη, να μπορείς να διαλέγεσαι μαζί Του, να μπορείς να Του πεις «Σ’ αρνήθηκα» ή «Τώρα ξαναγυρίζω». Είναι και τα διάφορα περιστατικά της ζωής, επιτρέψτε να μην πω συγκεκριμένα, που μας κλείνουν ή μας ανοίγουν δρόμους… Ο δρόμος ο καθαρός ο δικός μου ήταν να γίνω αρχαιολόγος, ήμουν ένα άνθρωπος ζωντανός, ήμουν αθλητής, στην ομάδα του μπάσκετ και της κωπηλασίας, όλα αυτά τα ζούσα μέχρι την τελευταία στιγμή. Αλλά με απασχολούσε κυριολεκτικά ο άνθρωπος».
Ηταν, όμως, η ιεροσύνη ο μοναδικός δρόμος να υπηρετήσει τον άνθρωπο; «Ναι. Κάποιοι θα το έλεγαν υπερβολικό. Ομως η αγάπη που μαθαίνουμε στην εκκλησία δεν έχει προσωπικές επιλογές, δεν έχει όριο, ενώ η κοσμική αγάπη έχει πολλές φορές συμφέρον, έχει προτιμήσεις». Η απάρνηση, όμως, της άλλης ζωής; «Εχει μια ομορφιά αυτό, ξέρετε. Απαρνείσαι, π.χ., το να κάνεις δική σου οικογένεια, μπαίνεις όμως σε μια ευρύτερη. Οταν αργότερα κάναμε περιοδείες στα χωριά και βλέπαμε παιδιά μέσα στην κακομοιριά, να καπνίζουν τ’ αποτσίγαρα που μάζευαν από την πλατεία και αποφασίζαμε να τους φτιάξουμε ένα σπίτι, να τους δώσουμε φαγητό, παιχνίδι, την ευκαιρία να σπουδάσουν, εμείς οι κληρικοί βλέπαμε στο πρόσωπο καθενός από τα παιδιά αυτά ένα γέννημα, έναν άνθρωπο καινούργιο. Ολα αυτά τα παιδιά σήμερα έχουν διαπρέψει. Οχι ότι η «άλλη ζωή» δεν έχει την αξία της… Είναι όμως σαν να αρνείσαι το καλό για το καλύτερο».
Ο «παππούς», η Μελίνα και οι ιερωνυμικές ντρίμπλες

Η χειροτονία του «μετά πάσης εκκλησιαστικής τάξεως και λαμπρότητος, εγένετο, εις Διάκονον μεν εις τας Θήβας την 3ην Δεκεμβρίου 1967, εις Πρεσβύτερον δε και Αρχιμανδρίτην εις τα 7 του ιδίου μηνός και έτους εις Λεβαδείαν». Το όνομα αυτού Ιερώνυμος Β΄ (του εδόθη προς τιμήν του τότε Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου Κοτσώνη). Σε μια δύσβατη διαδρομή περίπου 40 ετών, ο σημερινός προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας θα περάσει από όλες τις βαθμίδες στη διοίκηση της Ιεραρχίας: πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας, γραμματέας και αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου, Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας. Στην ερώτηση αν υπήρχε μέσα του φιλοδοξία ο ίδιος είναι κάθετος: «Οχι, ποτέ. Και όταν ο γέροντάς μου, ο μακαριστός Νικόδημος, μου είπε «Παιδί μου, έλα κοντά μου να γίνεις κληρικός», του είπα «Ερχομαι, με τον όρο να μείνω στη βιβλιοθήκη ενός μοναστηριού, να κάνω έρευνα, επιστήμη». Με πήρε ύστερα μαζί του στις περιοδείες στη Βοιωτία, με τράβηξε σε άλλη κατεύθυνση…».
Ο Μητροπολίτης Νικόδημος Γραικός, ο «παππούς» όπως τον έλεγαν, ήταν ένας ιεράρχης παλαιάς κοπής, που θα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει από συναξάρι, ήπιων τόνων, πρωτοπόρος στο έργο των κωφαλάλων (σε μια Ελλάδα που αντιμετώπιζε τους ανθρώπους με ειδικές ανάγκες σαν αποσυνάγωγους), χωρίς ευρεία παιδεία αλλά με σπάνιο ήθος. Ο «παππούς», έχει ένα χάρισμα, συχνά ακριβοθώρητο ακόμη και σε ποιμένες της Εκκλησίας: γνωρίζει τα όριά του. Ο μορφωμένος πρωτοσύγκελός του Ιερώνυμος με τα αδιαμφισβήτητα διοικητικά προσόντα γίνεται το δεξί του χέρι.
Η σχέση τους, λένε όσοι θα τη ζήσουν από κοντά, είναι αυτή πατέρα – υιού. Ακόμη και όταν ο νεαρός Ιερώνυμος γίνεται αρχιγραμματέας της Συνόδου (θέση-κλειδί, όπως αποφαίνονται οι γνωρίζοντες τα εκκλησιαστικά, για την προώθηση σε μητροπολιτικούς θρόνους) δεν παύει να πηγαινοέρχεται τα Σαββατοκύριακα στη Θήβα για να λύσει τις εκκρεμότητες όλης της εβδομάδας. Τότε συμβαίνει κάτι το ανεπάντεχο. «Την εποχή εκείνη ο τότε Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ ήθελε να προαγάγει σε μητροπολίτη τον αρχιγραμματέα του Ιερώνυμο» αφηγείται o νυν Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας Γεώργιος. «Οταν έμαθε ο Νικόδημος ότι υπήρχε περίπτωση να εκλεγεί σε άλλη Μητρόπολη ο αγαπημένος του συνεργάτης, πήγε χωρίς να του πει τίποτε και βρήκε τον Σεραφείμ. Προέβη σε μια κίνηση πρωτόγνωρη για την εποχή εκείνη στην Εκκλησία. Ζήτησε να παραιτηθεί ο ίδιος για να πάει ο Ιερώνυμος στη θέση του. «Ρε, είσαι καλά; Αφού είσαι νέος ακόμη!» του είπε με τον γνωστό, αφοπλιστικό του τρόπο ο τότε Αρχιεπίσκοπος».

Η παραίτηση έγινε δεκτή και η ισοβιότητα του Μητροπολίτη καταργήθηκε ίσως για πρώτη φορά οικειοθελώς (κάποιοι, βέβαια, θα πουν ότι εκπήγαζε από την επιθυμία του να διοικεί μαζί με το στήριγμά του). Το 1981, σε ηλικία 43 ετών, ο Ιερώνυμος εκλέγεται παμψηφεί Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο πατέρας του πεθαίνει από εγκεφαλικό, ο δεσπότης παίρνει κοντά του στη Λιβαδειά τη μητέρα του, μια εξόχως διακριτική και ταπεινή γυναίκα (ζήτημα αν καθόταν ποτέ δημοσίως πλάι του), στην οποία έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία.

Σε λίγο καιρό η Μητρόπολη Θηβών (με το ρεκόρ μοναστηριών!) θα είναι από τις πλέον οργανωμένες της επικράτειας.

Από τον μητροπολιτικό του θρόνο θα εξαπολύσει δριμύ πόλεμο στους Μάρτυρες του Ιεχωβά που έχουν ιδρύσει υπερσύγχρονο κέντρο στη Βοιωτία. Απομονώνοντάς τους (με τη διοργάνωση συλλαλητηρίων κ.τ.λ.) από την τοπική κοινωνία θα τους τρέψει σύντομα σε φυγή. Επιπλέον αποπειράται με πρωτοποριακές πρωτοβουλίες να αναπληρώσει τις χαοτικές ελλείψεις του κράτους πρόνοιας σε μια περίοδο που η Εκκλησία εξακολουθεί να είναι (με τις εθνοσωτήριες κορόνες της επταετίας ακόμη νωπές) βαθύτατα πληγωμένη. Θα συνδράμει πρωτίστως γέροντες, παιδιά, τοξικομανείς, ανθρώπους με ειδικές ανάγκες. Οπως καταθέτει σήμερα ο διάδοχός του στη Μητρόπολη κ. Γεώργιος: «Καλλιέργησε στην τοπική κοινωνία την ευαισθησία να στηρίζει, π.χ., τους ανθρώπους με πνευματικές αναπηρίες. Θυμάμαι με πολλή συγκίνηση το 1989, τότε που ο άγγλος δημοσιογράφος μάς είχε κάνει διεθνώς ρεζίλι αποκαλύπτοντας το κολαστήριο ψυχών της Λέρου, ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος πήρε από εκεί 187 ανθρώπους και έκανε το πρώτο κέντρο ψυχικής υγείας στη Λιβαδειά. Καλλιέργησε την αλληλεγγύη, όταν σε άλλα μέρη της Ελλάδας που πήγαν τους ανθρώπους αυτούς τούς φώναζαν «μιάσματα»».

Η τοπική κοινωνία θα τον αγκαλιάσει. «Δεν ήταν ποτέ δογματικός» λέει o Γιάννης Ξηρογάννης, έμπορος και μετέχων στα κοινά της Λιβαδειάς. «Σεβόταν την άποψη ακόμη και κάποιων από εμάς που «αριστεροφέρναμε». Αυτό ήταν το προσόν του. Να συνδιαλέγεται με όλους, κυρίως με εκείνους που είχαν αντίθετη άποψη». «Δεν είμαι θρήσκος, αλλά αυτός ο άνθρωπος είχε ένα κύρος, ενέπνεε σεβασμό» συμπληρώνει ο κ. Μάκης Χόρτης, διευθυντής (1993-1998) της Δημοτικής Επιχείρησης Πολιτισμού και Ανάπτυξης της Λιβαδειάς. «Είχα για αυτόν την εικόνα του επισκόπου-πατέρα και του καλού «μάνατζερ». Δεν ζητούσε να επιβληθεί με τον θεσμικό του ρόλο, μπορούσε να «πείσει» τους ανθρώπους με τρόπο ήρεμο και αποτελεσματικό και να πετύχει στο έργο του. Η αντίληψή του έφτανε πολύ πιο πέρα από τα εκκλησιαστικά πράγματα, ποτέ όμως δεν παρέμβαινε διχαστικά στην τοπική κοινωνία. Δεν αναμείγνυε την Εκκλησία με την πολιτική, δεν μπέρδευε τα του Θεού με τα των ανθρώπων».
Θα το αποδείξει ακόμη και στη σοβαρότατη περιπέτεια της υγείας του το 1994 (μελάνωμα του δέρματος): «Αυτό που πάντοτε με εντυπωσιάζει είναι αυτή η σταθερότητα στις αρχές του. Οχι με την έννοια της «ακαμψίας». Ηταν ανοιχτός, χωρίς να παρεκκλίνει χιλιοστό από την εκκλησιαστική του ρότα» λέει ο π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών – Ψυχίατρος, γενικός διευθυντής σήμερα στο Ιδρυμα Ποιμαντικής Επιμορφώσεως. «Θυμάμαι όταν θα φεύγαμε για την επέμβαση στην Αμερική. Την παραμονή το βράδυ τον βρίσκω μπροστά στο τζάκι με μια ντάνα φακέλους, να τακτοποιεί χαρτιά. «Τι κάνετε;» του λέω. «Πρέπει να φτιάξουμε τις βαλίτσες μας, φεύγουμε το πρωί». Μου λέει: «Κοίταξε, δεν ξέρουμε καν αν θα γυρίσω και όλα αυτά είναι φάκελοι των αδελφών μας στη Μητρόπολη…». Δεν ήταν για να τακτοποιηθούν τα χαρτιά. Ηταν για να μη μείνουν εκκρεμότητες που θα μπορούσαν να αδικήσουν ανθρώπους… Ακόμη και στο νοσοκομείο, την παραμονή της επέμβασης, και ενώ είχε φυσικά μια ανησυχία ανθρώπινη, με φώναξε στο δωμάτιο να μου πει τι να κάνω αν κάτι δεν πήγαινε καλά στο χειρουργείο. Είναι σαν μη χάνει ποτέ την αναφορά του σε κάτι…».
Το μικρόβιο βέβαια του αρχαιολόγου δεν θα τον αφήσει ποτέ. Επιδίδεται μετά περισσού ζήλου στην αναστήλωση και ανάδειξη βυζαντινών μνημείων (το 1970 τού απονέμεται από την Ακαδημία Αθηνών το πρώτο βραβείο για το βιβλίο του «Μεσαιωνικά Μνημεία Ευβοίας»). Οι συνεργάτες του καταθέτουν ότι επί σειρά ετών τούς «ξεποδαριάζει» με τις ατελείωτες πορείες και αναβάσεις σε βουνά και λαγκάδια ανά την Ελλάδα, ιδιαίτερα όταν υπάρχει η παραμικρή υποψία ανασκαφικού ενδιαφέροντος. Κάπως έτσι θα προκύψει και η περίφημη διένεξη με την Αρχαιολογική Υπηρεσία για το μοναστήρι του Οσίου Λουκά, κοντά στους Δελφούς, του οποίου ο ίδιος έχει διατελέσει ηγούμενος. Οι αρχαιολόγοι κονταροχτυπιούνται με τους μοναχούς για το αν το λαμπρό αυτό μεταβυζαντινό μνημείο πρέπει να είναι αποκλειστικά μουσείο ή χώρος λατρείας, για το αν τέλος πάντων μπορείς να ανάβεις καντήλια μπροστά σε σταυροθόλια με ψηφιδωτά του 11ου αιώνα. Ηταν «τότε που είδαμε έναν Ιερώνυμο που δεν τον αναγνωρίζαμε» θυμούνται σήμερα οικείοι του. «Αστραφτε και βρόνταγε όταν θεωρούσε ότι η Εκκλησία αδικείτο». Μια φορά, τελειώνοντας την Ακολουθία, κλειδώθηκε μέσα στον ναό: «Βγάλτε με εσείς από το σπίτι μου, εγώ μόνος μου δεν βγαίνω…» έλεγε.
Ο σημερινός Μητροπολίτης Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως Αθηναγόρας (εκ των μακροβιότερων συνεργατών του) θυμάται την εντυπωσιακή, ιερωνυμική «ντρίμπλα» στη σύσκεψη (1987) με την υπουργό Πολιτισμού: «Η Μελίνα ήταν ένας απλός άνθρωπος. Αφού άκουσε τους αρχαιολόγους, γύρισε και τον ρώτησε: «Δέσποτα, μπορείς εσύ να μου εξηγήσεις ποια είναι ακριβώς η διαφορά σας;». Και είχε την έμπνευση να της πει το αμίμητο: «Κοιτάχτε, πείτε ότι αποκαθιστούν το Θέατρο της Επιδαύρου και σας απαγορεύουν να παίξετε τη ‘Μήδεια’, διότι αν πατήσετε μέσα στην Ορχήστρα θα προκαλέσετε φθορές… Το ίδιο κάνουν και σ’ εμάς. Δεν θέλουν να κάνουμε λειτουργία για να μην πάθει κάτι ο ναός». «Αυτό είναι όλο;» απάντησε η Μελίνα. «Φέρτε μου να υπογράψω»».
Μαχαιριές με φιλάδελφο πνεύμα

1996. Ιδιαίτερα βεβαρημένη η υγεία του τότε Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ (του προκαθήμενου με τη μακροβιότερη θητεία στην Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος –συμπλήρωσε 24 χρόνια στο τιμόνι της) και οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις για τη διαδοχή του έχουν ήδη ξεκινήσει. Τα «κοράκια», όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος, ζυγιάζονται ήδη πάνω από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, αρχιερατικές συμμαχίες και μηχανορραφίες εξυφαίνονται ταχύτατα, σκιές παραμονεύουν να ρίξουν πισώπλατες μαχαιριές «με φιλάδελφο πνεύμα». Διότι, όπως θα γράψει ο Ζαν Ανούιγ (στο έργο του «Μπέκετ ή Η τιμή του Θεού»), «όταν πρόκειται για τη μίτρα του πρωθιεράρχη, όλους τους πιάνει παραζάλη».
Εναν χρόνο νωρίτερα, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας χορήγησε 4 δισ. δραχμές για την εκτέλεση ορισμένων έργων βάσει ολοκληρωμένων μελετών. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος όρισε διαχειριστική επιτροπή, στην οποία δεν συμμετείχε ο τότε Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας Ιερώνυμος. Ορισμένοι, γνωστοί σήμερα, του απέδωσαν αφενός μεν την κατηγορία ότι αυτός έκανε την κατανομή των επιχορηγήσεων σε αρχιερείς που τον στήριζαν και, αφετέρου, ότι καταχράστηκε το τεράστιο ποσό. Τα ΜΜΕ κατευθυνόμενα οργίασαν και ο Ιερώνυμος έγινε βορά τους.
Μέσα σε ένα καταφανώς προεκλογικό κλίμα το οικονομικό σκάνδαλο και η ενδοεκκλησιαστική πόλωση θα πάρουν γιγάντιες διαστάσεις.

Ο Θηβών αρνείται κάθε κατηγορία, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται περί λασπολογίας που αποσκοπεί στο να τον θέσει εκτός μάχης στην εκλογή για την ανάδειξη αρχιεπισκόπου. «Ταλαιπωρήθηκα και πικράθηκα» καταθέτει σήμερα ο κ. Ιερώνυμος. «Και απογοητεύτηκα πάρα πολύ. Οταν διαβάζεις σε όλες τις εφημερίδες, όταν βλέπεις σε όλες τις τηλεοράσεις ότι έκανες κατάχρηση 4 δισεκατομμυρίων χωρίς να είσαι καν μέλος της επιτροπής που διαχειρίστηκε τα κονδύλια, όταν εσύ στέλνεις τις απαντήσεις σου και δεν δημοσιεύονται αλλά κλειδώνονται, αισθάνεσαι να ασφυκτιάς, να πνίγεσαι…». Θα αντιδράσει προσφεύγοντας στη Δικαιοσύνη και ζητώντας από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να διατάξει δικαστική έρευνα σε βάθος. «Εκείνο που πονά περισσότερο είναι ο άδικος πόνος» υπογραμμίζει. «Και ιδίως η συκοφαντία. Και είναι συγκλονιστικό όταν γνωρίζεις ότι το γνωρίζει και αυτός που σε συκοφαντεί αλλά επιμένει. Δεν έχεις όπλα τότε, δεν σου επιτρέπεται να εκδικηθείς, το μόνο που μπορείς είναι να έχεις υπομονή. Αυτό είναι ένα πολύ δύσκολο κομμάτι στη ζωή μας. Συνηθισμένο όμως». Σημειωτέον ότι το ποσό των 4 δισ. δραχμών βρέθηκε από τον νυν Αρχιεπίσκοπο την επόμενη ημέρα της εκλογής του και σήμερα υπάρχει στο Ταμείο της Εκκλησίας προς συνέχιση των προγραμματισμένων έργων.

Θα περιμένει τρία χρόνια για την οριστική δικαίωσή του από την κοσμική Δικαιοσύνη με το απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών. Μόνο που θα είναι πλέον αργά. Το πρωινό της 28ης Απριλίου 1998, σχεδόν τρεις εβδομάδες μετά τον θάνατο του Σεραφείμ, οι καμπάνες του Καθεδρικού Ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Αθήνα διατρανώνουν χαρμόσυνα την εκλογή του Μητροπολίτη Δημητριάδος Χριστόδουλου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο (ο οποίος επικρατεί άνετα στην τρίτη ψηφοφορία με 49 ψήφους). Ηταν κάτι παραπάνω από σαφές ότι οι υποσχέσεις που είχε λάβει προεκλογικώς ο Μητροπολίτης Θηβών από φίλους «σεραφειμικούς» επισκόπους δεν κρατήθησαν. «Σκέφθηκα να φύγω από την αίθουσα…» θα εκμυστηρευθεί ο ίδιος σε συνομιλητές του. «Είναι πια πασίγνωστο ότι όσο πιο θερμή είναι η υπόσχεση για την ψήφιση ενός υποψηφίου, τόσο πιο εύκολη η αθέτησή της…» γράφει (με αφορμή εκκλησιαστικά μαγειρέματα άλλων δεκαετιών) ο παλαιός εκκλησιαστικός συντάκτης του «Βήματος» K. B. Σακελλαρίου. «…Κανείς, ούτε και αυτοί οι ίδιοι αρχιερείς είναι βέβαιοι πως αυτά που ειπώθηκαν, αυτά που συμφωνήθηκαν, αυτά τα ίδια και θα πραγματοποιηθούν. Η κάλπη θα δείξει αν οι υποσχέσεις μερικών «αγίων» αρχιερέων δεν μοιάζουν με κάλπικες λίρες».
Η επόμενη ημέρα βρίσκει τον Μητροπολίτη Θηβών ηττημένο, διασυρθέντα και λαβωμένο (από φίλια πρωτίστως πυρά). Οπως δηλώνει σήμερα ο νυν Μητροπολίτης Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως κ. Αθηναγόρας: «Στενοχωριόταν πρωτίστως για τους φίλους μητροπολίτες που δεν τον στήριξαν, όχι στην εκλογή, αλλά σε όλες αυτές τις κατηγορίες». Οι λίγοι αδελφοί επίσκοποι που επισκέπτονται, πολλές φορές λάθρα, τον χαμένο της εκλογής, γίνονται μάρτυρες αυτής της βαθιάς απογοήτευσης με τα «ανθρώπινα» στη διοίκηση της Εκκλησίας. Η πικρία του θα τον οδηγήσει σε μια συνειδητή απομόνωση από την κεντρική διοίκηση, θα απέχει για καιρό από επιτροπές και συλλείτουργα (θα αρνηθεί ακόμη και επίσκεψη στη Μητρόπολη του τότε Αρχιεπισκόπου). Δεν θα διστάσει να ενθαρρύνει τα πνευματικά του παιδιά να απομακρυνθούν από κοντά του, προκειμένου να μην ανακοπεί η δική τους πορεία μέσα στην Ιεραρχία. Τα περισσότερα, που θα μείνουν κοντά του μέχρι και σήμερα, αποφαίνονται ότι «κακώς σήκωσε τότε πάνω του ευθύνες άλλων», ενώ του καταλογίζουν «σκανδαλιστική συγχωρητικότητα και έλλειψη μνησικακίας». Η οδύνη του ’98, λένε όσοι γνωρίζουν, θα εκτονωθεί με μια έξαρση του κοινωνικού του έργου στη Βοιωτία. Στο τέλος, ακόμη και οι «αντίπαλοι» θα υπαναχωρήσουν. Σε συνέντευξή του στο «Βήμα» (στις 12.2.2006 στη Μαρία Αντωνιάδου) ο τότε Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Καλλίνικος Καρούσος (εκ των πυλώνων της «Χρυσοπηγής» και ο ιεράρχης που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάρρηση Χριστοδούλου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο) δηλώνει: «Εγώ πιστεύω ότι ο Μητροπολίτης Θηβών ήταν αθώος, το πίστευα και το πιστεύω».
Ξίφη και ποιμαντορικές ράβδοι

To κλίμα έχει προλειάνει το έδαφος για εύθραυστες, συχνά τεταμένες, σχέσεις με τον νέο προκαθήμενο. Παρότι οι δύο ιεράρχες γνωρίζονται ήδη από τα φοιτητικά τους χρόνια και παρότι οι δρόμοι τους θα διασταυρωθούν επανειλημμένως στον διοικητικό μηχανισμό της Εκκλησίας (π.χ., όταν το 1987 ο τότε Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ δίνει στους δυο τους και στον τότε Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρουπόλεως Ανθιμο τα ηνία του «αντάρτικου» εναντίον του τότε υπουργού Αντώνη Τρίτση και των νόμων του για την αιώνια «καυτή πατάτα», την εκκλησιαστική περιουσία) δεν υπάρχει σύμπλευση ούτε «χημεία». Ο μεθοδικός, χαμηλών τόνων Ιερώνυμος με τα μικρά, καλά ζυγισμένα βήματα δεν δείχνει σύμφωνος με την προσωποκεντρική διοίκηση, την πολυπραγμοσύνη, τον «λαϊκίστικο άμβωνα» (όπως θα τον χαρακτηρίσει το αμερικανικό «Time») και τις χαοτικές εν γένει δρασκελιές Χριστόδουλου. Ούτε βέβαια με τη ρητορική του (ουδείς, π.χ., μπορεί να φανταστεί τον σημερινό πρωθιεράρχη να προβαίνει σε δηλώσεις του τύπου: «Εσείς τι θέλετε να είσθε; Κρέας ή κιμάς;» ή «Την Εκκλησία όποιο χέρι την άγγιξε ξεράθηκε»).
Ο Τύπος δεν θα αργήσει να χρίσει τον Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας «αρχηγό της ενδοσυνοδικής αντιπολίτευσης». Ο ίδιος θα εκφράσει ανοιχτά τις διαφωνίες του για τις ταυτότητες και τις λαοσυνάξεις, τις «επικίνδυνες» παρεμβάσεις στα εθνικά θέματα, τις σχέσεις με το Φανάρι και τις λεγόμενες Νέες Χώρες, την πολιτικοποίηση και εκκοσμίκευση της Εκκλησίας. Ενίοτε θα γίνει ιδιαίτερα σκληρός (ίσως περισσότερο, λέγεται, από όσο έχει υπάρξει ποτέ με τα εν οίκω» της Ιεραρχίας). Θα μιλήσει, π.χ., για «εωσφορική αλλοίωση του μηνύματος της Εκκλησίας» και «έκπτωση του εκκλησιαστικού λόγου σε ιδεολόγημα και υποβάθμισή του σε κακοαντιγραμμένη πολιτική». Θα διαμηνύσει επίσης ότι «…στο προσκήνιο παρατάσσεται μια μηχανή που φαίνεται να συγκινείται από την εξουσία, τη δόξα και τον πλούτο, που πρώτη επιδίωξή της είναι η διαρκής παραμονή στα φώτα της δημοσιότητας και στις πρώτες σειρές της επικαιρότητας με οποιοδήποτε κόστος».
Γνώστες των σκοτεινών εκκλησιαστικών παρασκηνίων υπογραμμίζουν ότι «η αντιπαλότητα καλλιεργείτο πρωτίστως από το περιβάλλον του Χριστόδουλου και από κάποιους που δεν ήθελαν τη συνεργασία δύο ισχυρών και χαρισματικών ιεραρχών». Τον Ιούνιο του 2005, και ενώ έχουν αρχίσει να λιώνουν οι πάγοι, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος εμφανίζεται αιφνιδίως στη γιορτή του Μητροπολίτη Θηβών στη Λιβαδειά, μια «γενναία» επίσκεψη σε έναν «αγαπητό και δραστήριο αδελφό»). Η αμηχανία αμφοτέρων εμφανής, λένε μάρτυρες της συνάντησης. Εκτοτε η σχέση τους αρχίζει σταδιακά να αποκαθίσταται. Και καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος βλέπει το 96% της δημοφιλίας του να κατακρημνίζεται και το περιβάλλον του να βάλλεται πανταχόθεν ύστερα από μια σωρεία σκανδάλων διαπλοκής και διαφοράς (παραδικαστικό, σκάνδαλο Γιοσάκη, σκάνδαλο Βαβύλη κ.ο.κ.), με τον διάβολο να χορεύει και τις Μητροπόλεις να έχουν μετατραπεί σε «θερμοκήπια αθλιοτήτων», ο παλιός ενδοσυνοδικός «εχθρός» βρίσκεται συχνά απρόσμενα στο πλάι του.
Σήμερα, η σύγκριση μεταξύ των δύο εκκλησιαστικών ηγετών μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτη (κάποιοι φροντίζουν να την υποδαυλίζουν και μετά θάνατον με ειλικρινείς ή και ολότελα υποκριτικές εκδηλώσεις λατρείας προς τον μακαριστό, αν κρίνει κανείς από την ομάδα στο Facebook «Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος –O τελευταίος ηγέτης του Τόπου αυτού» αλλά και τη «δέσμευση» του υποψηφίου δημάρχου Αθηναίων της Χρυσής Αυγής Ηλία Κασιδιάρη για «την ανέγερση ενός λαμπρού και συνάμα ταπεινού αγάλματος του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου»). «Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έχει έναν απλό αλλά ουσιαστικό λόγο, επιτελεί σεμνά και αθόρυβα σοβαρό κοινωνικό έργο» λέει στο ΒΗmagazino ο πρώην υπουργός, πρόεδρος της Δημοκρατικής Αναγέννησης Στέλιος Παπαθεμελής. «Επιβάλλεται με τη σιωπή σε αντίθεση με τον προκάτοχό του που επιβαλλόταν με τον λόγο του και διέθετε μέγα επικοινωνιακό εκτόπισμα. Ο Χριστόδουλος ήταν ηγέτης, σε μια περίοδο ανυπαρξίας ηγετών, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται. Ηταν δημοφιλής, του άρεσε η δημοσιότητα, συχνά θυμάμαι του έλεγα «Μη χαραμίζεσθε σε καθημερινές δηλώσεις», ενώ χαιρόμουν τη συνειδησιακή διείσδυσή του σε ψυχές και χώρους εκ πρώτης όψεως αδιάφορους προς την Εκκλησία, π.χ. τα νέα παιδιά με τα σκουλαρίκια και τα τατουάζ».
Ο διευθυντής σήμερα του Γραφείου Τύπου της Αρχιεπισκοπής Χάρης Κονιδάρης, ο μοναδικός στενός συνεργάτης του μακαριστού Χριστόδουλου που θα παραμείνει στον στενό κύκλο των επιτελών του νυν Αρχιεπισκόπου, σπεύδει να τονίσει: «Είχαν άλλη επικοινωνιακή πολιτική. Ο μακαριστός Χριστόδουλος πιο συναισθηματικός. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος πιο στρατηγικός. Κοινό τους γνώρισμα, πέρα από την αγάπη τους για την Εκκλησία, ότι είναι αμφότεροι βαθιά πολιτικά όντα. Υπό την έννοια ότι και οι δύο, με τελείως βέβαια διαφορετική προσέγγιση και ιδιοσυγκρασία αλλά και σε τελείως διαφορετικές συνθήκες, ενδιαφέρθηκαν να καλλιεργήσουν τη σχέση της Εκκλησίας με την κοινωνία και τον πολίτη, ως απαραίτητο όρο για τη συνέχιση της Εκκλησίας μέσα στον χρόνο».
Ενας ιερομόναχος στην Αγίας Φιλοθέης
Το 2008 ο Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας θα μετάσχει για μία ακόμη φορά στο βυζαντινής τεχνοτροπίας παζάρι προς άγραν ψήφων που συνοδεύει παραδοσιακά τις εκλογές για την ανάδειξη αρχιεπισκόπου (διοργανώνονται μυστικά δείπνα, οι επιτελείς του προσεγγίζουν «πόρτα πόρτα» τις Μητροπόλεις και ο ίδιος φέρεται να πραγματοποιεί απροσδόκητα φιλικές επισκέψεις σε αδελφούς επισκόπους). Ασος στον αρχιερατικό σάκο του οι καλές σχέσεις με τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο (καθώς τον είχε στηρίξει στον παρ’ ολίγον «εμφύλιο» ανάμεσα στη μητέρα και στη θυγατέρα Εκκλησία για τις Νέες Χώρες). Στα μείον του, λένε εκκλησιαστικοί κύκλοι που ξέρουν, οι παλαιές, καλές σχέσεις του με το ΠαΣοΚ.
Κάποιοι θα πουν ότι η νίκη του, στις 7 Φεβρουαρίου 2008, επί του Μητροπολίτη Μονεμβασίας και Σπάρτης κ. Ευσταθίου, θα είναι η ρεβάνς για το 1998. Αλλοι πάλι ότι ο πόθος του για την αρχιεπισκοπική μίτρα δεν ήταν τόσο διακαής όσο και ευκαιριακός, ότι μία (ακόμη) ήττα δεν θα τον συνέτριβε, όπως άλλους ιεράρχες με υψηλές βλέψεις. Ηδη από τον ενθρονιστήριο λόγο του θα φανεί η αλλαγή σελίδας στη διοίκηση της Ιεραρχίας: μόλις 3.500 λέξεις η ομιλία του νέου Αρχιεπισκόπου (ήτοι, το ένα τέταρτο αυτής του προκατόχου του). «Επιτέλους, στον θρόνο ένας παπάς!» θα αναφωνήσει ένας μητροπολίτης την ημέρα της εκλογής του. Λέγεται ότι για αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν θα αποκτήσει ποτέ συμπαγή αντιπολίτευση: οι ιεράρχες εμφανίζουν πλέον σημάδια κόπωσης από όλο αυτό το πνιγηρό focus πάνω στην Εκκλησία που λίγο έλειψε να την αφήσουν «αποξηρανθείσα συκή». Από όλα αυτά τα φθοροποιά για το κύρος της «ανθρώπινα» στη διοίκηση που είχαν βγει στο φως τα προηγούμενα χρόνια.
Εχει μοναξιά ο αρχιεπισκοπικός θρόνος; «Εχει μοναξιά, όταν βέβαια σκέφτεσαι ανθρώπινα» λέει ο κ. Ιερώνυμος. «Διότι βλέπεις κάθε μέρα χιλιάδες ανθρώπους και το βράδυ που ανεβαίνεις στο δωμάτιό σου και είσαι μόνος σου έρχεται το ερώτημα: «Ολοι αυτοί που πέρασαν σήμερα, ποιοι είναι για μένα;» ή «Ποιος θα με σκεφτεί εμένα;». Εγώ που με αγαπούσαν τόσο στη Βοιωτία, έμεινα πολλές φορές, ως απλός κληρικός, όχι ως Μητροπολίτης, το Μεγάλο Σάββατο χωρίς ένα πιάτο φαΐ. Δεν πήγαινε κανενός το μυαλό ότι αυτός ο παπάς που γυρνάει και λειτουργεί σε όλα τα χωριά, όταν θα γυρίσει κατάκοπος τη νύχτα της Αναστάσεως δεν θα ‘χει να φάει… Αυτή είναι, όμως, η απάρνηση της άλλης ζωής που λέγαμε. Που έχει, όμως, απέραντη ομορφιά». Πιστεύει ότι έχει τη «φτιαξιά» του ηγέτη; «Ο κληρικός δεν είναι εξουσία» απαντά στο ΒHmagazino. «Είναι διακονία».
Στην προσωπική του ζωή είναι εκ φύσεως ιδιαίτερα ολιγαρκής, διάγει, με τις φροντίδες της οικονόμου του Μαρίας, έναν σχεδόν ασκητικό βίο (όχι στη μονοκατοικία του Παλαιού Ψυχικού) αλλά στον δεύτερο όροφο της Αρχιεπισκοπής (στέλνοντας και ένα σαφές μήνυμα μιας κοινωνικά συμπάσχουσας Εκκλησίας που δεν περισυλλέγει μίτρες και εγκόλπια). «Εχει πολλή φθορά η διοίκηση» τονίζει ο ίδιος. «Οι συνεργάτες μου από παλιά το γνωρίζουν.

Οταν βλέπουν τα φώτα της βιβλιοθήκης αναμμένα αργά τη νύχτα, σημαίνει ότι περνώ δύσκολη ώρα με κάτι διοικητικό. Το βιβλίο δεν σε προδίδει, ενώ η ενασχόληση με τα ανθρώπινα έχει πολλές προδοσίες. Πρέπει να μπορείς να ανανεώνεσαι, αλλιώς θα βυθιστείς. Οπως έλεγα τις προάλλες σε έναν μητροπολίτη: «Στη ζωή μας έχουμε ένα κομμάτι που λέγεται Βυζάντιο και ένα κομμάτι που λέγεται έρημος. Πρέπει να γευόμαστε το Βυζάντιο, τον κόσμο, αλλά πρέπει να αποσυρόμαστε και στην έρημο, στον εαυτό μας»». Ο ίδιος όταν θέλει να δραπετεύσει, εκτός από το διάβασμα, ακούει μουσική (Στράους, Τσαϊκόφσκι) ή πηγαίνει με το Audi Α6 που οδηγεί ο πιστός βοιωτός οδηγός του Βλάσης να επισκεφθεί την οικογένειά του (τα ανίψια του Τάσο, Δήμητρα και Σοφία και τα παιδιά τους, μεταξύ τους ένας μικρός Ιερώνυμος και μια μικρή Ιερωνύμη). Το αγαπημένο του, όμως, ησυχαστήριο είναι η Μονή Αγίων Θεοδώρων Ζάλτσας στη Βοιωτία.

«Ως άνθρωπος είναι στο βάθος του λίγο απρόσιτος και μοναχικός, είναι στιγμές που «αναχωρεί»» λέει ο πρωτοσύγκελος της Αρχιεπισκοπής π. Μάξιμος Παπαγιάννης. «Από την άλλη πλευρά χαίρεται να είναι με τους ανθρώπους. Καμιά φορά στους ναούς τού λέμε: «Μα είστε κουρασμένος…» και εκείνος επιμένει: «Οχι, θέλω να καθήσω να δώσω στον κόσμο αντίδωρο». Πιάνει κουβέντα με όλους». O π. Συμεών Βολιώτης, Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος (ο «Βενιαμίν» των κατά μέσο όρο πολύ νέων συνεργατών του Αρχιεπισκόπου) υπογραμμίζει ότι ακόμη και οι απλοί κληρικοί δεν νιώθουν κοντά του αυτό το χάσμα εξουσίας που συναντάς στα υψηλά αξιώματα: «Δεν νιώθουν υφιστάμενοι, υπάλληλοι. Ειρηνεύεις κοντά του, «βγάζεις» τον εαυτό σου».
Διανθίζοντας το «ανθρώπινο» προφίλ του, οι συνεργάτες του καταθέτουν ότι έχει συχνά διακεκομμένο ύπνο (σηκώνεται μες στην άγρια νύχτα να διαβάσει ή να γράψει), ότι την εκτίμησή του και την αποδοχή του προς αυτούς δεν θα την εκφράσει ευθέως αλλά έμμεσα, π.χ. μιλώντας εγκωμιαστικά σε κάποιον τρίτο («για να μην παίρνουν τα μυαλά μας αέρα»), ότι πρέπει να έχεις μείνει πολλά χρόνια κοντά του για να τον ακούσεις να υψώνει μια φορά τη φωνή, ότι κατέχει την τέχνη του «πειράγματος», ότι ποσώς τον ενδιαφέρει η δημοφιλία του. Οπως λέει ο π. Χρυσόστομος Παπαθανασίου, στον οποίο καταλήγουν καθημερινώς εκατοντάδες γράμματα και e-mail: «Ολους τούς δέχεται. Τον φτωχό, τον άνεργο, τον βιοπαλαιστή, τον επιστήμονα. Τον έχοντα κοσμική εξουσία. Τον διανοούμενο άνθρωπο της τέχνης. Διαλέγεται χωρίς αποκλεισμούς».
Στην ερώτηση αν έχει ποτέ νιώσει την αλαζονεία που συνοδεύει κατά κανόνα τα υψηλά αξιώματα (ακόμη και όταν υπηρετείς τον «αιώνιο αρχιερέα»), ο κ. Ιερώνυμος απαντά χαμογελώντας: «Οχι, γιατί κάνω πολλές κηδείες! Εμείς, ξέρετε, εκ των πραγμάτων θα κηδέψουμε ανθρώπους άσημους και φτωχούς, θα κηδέψουμε και μεγάλα ονόματα, ανθρώπους που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των άλλων… Και εκείνη την ώρα ακούμε έναν πολύ ωραίο ψαλμό.

Κάποιος κάνει περίπατο σε ένα νεκροταφείο και βλέπει κόκαλα. Και λέει «Αραγε, τι ήταν αυτός;». «Αρα, τις εστί, βασιλεύς ή στρατιώτης, ή πλούσιος ή πένης, ή δίκαιος ή αμαρτωλός»». Η υστεροφημία; «Κοιτάξτε, αυτό είναι μεγάλος πειρασμός. Και εγώ το σκέπτομαι πολλές φορές. Ναι. Το βλέπω ότι είναι εγωιστικό αλλά δεν θα ‘θελα να χαθώ. Θα ‘θελα ίσως να πει κάποιος που θα διαβάσει κάτι για μένα να σκεφτεί ότι ακόμη και ένα άσημο παιδί από ένα χωριό, αν παλέψει και αγωνιστεί, μπορεί να κάνει πράγματα που βοηθάνε τον άνθρωπο. Σε όλη μου την πορεία με έχει βοηθήσει πολύ αυτή η σκέψη της Ελεν Κέλερ: «Μην κοιτάς την κλειστή πόρτα. Ο Θεός σού ανοίγει μια άλλη πλάι»». Ο ίδιος καταθέτει πως ακόμη και η πνευματική εξάρτυση του ιερωμένου δεν φτάνει για να συμφιλιωθείς με το αναπόφευκτο, τον θάνατο: «Δεν είμαι πάντοτε συμφιλιωμένος. Ημουν κοντά στον γέροντά μου, τον μακαριστό Νικόδημο, όταν πέθανε. Εκείνος ήταν συμφιλιωμένος με τον θάνατο. Το ήξερε, το περίμενε. Με φώναξε, μου είπε «Παιδί μου, θα φύγω», και μου υπέδειξε πώς θα γίνει η κηδεία. Δεν ήθελε φιλαρμονική, δεν ήθελε τίποτα. Του λέω: «Γέροντά μου, πώς αισθάνεσθε;». «Κοίταξε», μου λέει, «είμαι τόσων χρόνων, έρχεται αυτό που επιθυμούσα σε όλη μου τη ζωή. Αλλά πρέπει να σου πω και να το ξέρεις. Το πέρασμα από ‘δώ προς τα ‘κεί είναι δύσκολο». Πέθανε την άλλη ημέρα».

Η καυτή αρχιεπισκοπική ατζέντα

Στα έξι χρόνια της αρχιεπισκοπείας του οι εκκλησιαστικοί συντάκτες οιμώζουν γιατί «δεν υπάρχουν πια ειδήσεις». Η διακονία του, λένε οι γνώστες των διοικητικών, είναι ένα κράμα του «ανταρτόπαπα του ΕΔΕΣ» Σεραφείμ (ψυχραιμία, ρεαλισμός) και του πνευματικού του πατέρα Νικόδημου (πραότητα, συναίσθηση των ορίων). Οταν τον Φεβρουάριο του 2008 ο Κωστής Δήμτσας (γενικός διευθυντής σήμερα της «Αποστολής», της ΜΚΟ της Αρχιεπισκοπής) τον ρώτησε πού θέλει να κριθεί η θητεία του, «η απάντηση που πήρα ήταν «στο προνοιακό έργο». Από την πρώτη στιγμή είπε ότι θα στηρίξει ανθρώπους ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας και φυλής. Υψηλή διορατικότητα, δεδομένου ότι δεν είχε καν ξεκινήσει η οικονομική κρίση». Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος πρεσβεύει ότι ο άμβωνας δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για πολιτικολογία (η όποια εμπλοκή της Εκκλησίας με το πολιτικό γίγνεσθαι είναι πολύ χαμηλής πτήσεως ή υπόγεια). Δεν επιδιώκει να συνεγείρει τα πλήθη, δεν αναμοχλεύει πάθη και δεν συμφωνεί με μητροπολίτες που αρέσκονται στα συλλαλητήρια ή στις τηλεοπτικές κάμερες, ενώ δεν έχει διστάσει να αποκαλέσει «δοκησίσοφους» και «ανυποψίαστους» αρχιερείς που μιλούν με ιεροεξεταστική γλώσσα για ακανθώδη κοινωνικά θέματα. Ρομφαιοφόρος, όμως, μάχεται να κλείσει τη μαύρη τρύπα στα ταμεία της Εκκλησίας και να αξιοποιήσει την περιουσία της (η οποία, όπως αποφαίνεται συχνά ο ίδιος, δεν είναι διόλου «μυθική» ούτε διαθέτει τόσο πολλά ζουμερά «φιλέτα») «προς όφελος του λαού».
Σε δύο πυλώνες συνοψίζεται ο αγώνας του Αρχιεπισκόπου, εξηγεί ο 38χρονος Επίσκοπος Διαυλείας και αρχιγραμματέας της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου Γαβριήλ Παπανικολάου («τα μάτια, τ’ αφτιά και το στόμα» του κ. Ιερώνυμου στο Συνοδικό Μέγαρο της Μονής Πετράκη): «Ο πρώτος είναι να περάσει το μήνυμα στην κοινωνία ότι η Εκκλησία είναι ένας κατεξοχήν φιλανθρωπικός παράγοντας, ο οποίος δεν στέκεται μόνο τώρα στην κρίση δίπλα της αλλά καλλιεργεί στον ελληνικό λαό την παιδεία που χρειάζεται για να βρει τη σχέση και με την ιστορία του και με το μέλλον του, ώστε να μπορέσει να αποκτήσει ξανά ανάπτυξη, πνευματική και οικονομική. Και ο δεύτερος να βοηθήσει την ίδια την Εκκλησία να αντιληφθεί ότι πρέπει, μέσω της διαφανούς πλέον αξιοποίησης της περιουσίας της, και να ενισχύσει αυτό το φιλανθρωπικό έργο αλλά και να σταθεί στα πόδια της, να μην έχει ανάγκη το οποιοδήποτε κράτος-δεκανίκι. Οτιδήποτε γίνεται πλέον θα βγαίνει προς τα έξω, τίποτε δεν θα μείνει κρυφό (ήδη έχουν γίνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση με την Εταιρεία Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Ακίνητης Περιουσίας ΑΕ που κάναμε). Βασική αρχή είναι η αυτάρκεια. Αλλά πάντα με διαφάνεια».
Από τις βασικές προτεραιότητες στην αρχιεπισκοπική ατζέντα η μόρφωση και η ποιότητα των κληρικών (ήδη από τα χρόνια στη Βοιωτία κυνηγά ρασοφόρους να κάνουν διδακτορικά). Για να μην υπάρχουν παπάδες ακαλλιέργητοι και επαγγελματίες της Εκκλησίας με μεσαιωνικές αντιλήψεις. Εξού και το Ιδρυμα Ποιμαντικής Επιμορφώσεως. «Εδώ έχουμε έναν αγώνα τεράστιο» υπογραμμίζει σήμερα ο ίδιος στο BΗmagazino. «Τους ιερείς κανονικά οφείλει να τους σπουδάζει η Εκκλησία και όχι το κράτος. Εχουν ήδη γίνει αρκετά βήματα συνεργασίας Εκκλησίας και κράτους. Η Εκκλησία οφείλει να διαπαιδαγωγεί τα στελέχη της, να μην έχουν νοοτροπία δημοσίου υπαλλήλου. Σήμερα, μάλιστα, που υπάρχει τεράστια ανεργία, σου λέει ο άλλος «Γιατί να μη γίνω ιερέας; Θα πάρω έναν μισθό, υπάρχουν και κάτι ‘τυχερούλια'»… Ετσι δημιουργείται μια «καριερίστικη» νοοτροπία και μειώνεται αρκετά ο ρόλος της αυτοθυσίας. Η επιμόρφωση είναι απαραίτητη και για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προβλημάτων. Ενα παράδειγμα, ένα παιδί στην επαρχία έχει κάποιο πρόβλημα. Ο παπάς (που είναι, σας διαβεβαιώ, ακόμη και σήμερα ο πρώτος που μαθαίνει ένα οικογενειακό πρόβλημα) πρέπει να είναι σωστά καθοδηγημένος, να είναι κοντά στην πραγματικότητα, να μπορεί να διακρίνει ότι το παιδί χρειάζεται επιστημονική στήριξη, και όχι να αρκεστεί στα «φέρτε το να το διαβάσουμε» και τις μεταφυσικές τιμωρίες».
Στην ερώτηση του BHmagazino πώς ο ίδιος, ένας τόσο προοδευτικός ιεράρχης (ο ίδιος μάλιστα έχει δηλώσει παλαιότερα «όπου πρέπει, γίνομαι και κομμουνιστής») δεν ήρθε σε ρήξη με το «βαθύ εκκλησιαστικό κράτος» και δεν έφερε τις κοινωνικές τομές που πολύς κόσμος προσδοκούσε, απαντά: «Εκ των πραγμάτων, ο χώρος ο εκκλησιαστικός είναι συντηρητικός. Αυτό οφείλουμε να το πούμε. Δεν είναι συνεπώς εύκολη η ρήξη. Διότι θα συναντήσει κανείς διλήμματα. Πολλοί μου λένε γιατί δεν σηκώνεις το λάβαρο, να βγεις στους δρόμους και να καλέσεις όλους αυτούς τους ταλαίπωρους ανθρώπους σε επανάσταση. Τους απαντώ: «Ωραία, το κάνω. Και η επόμενη ημέρα ποια θα είναι;». Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που το κράτος «κρέμεται» από μία κλωστή. Αυτή τη στιγμή προέχει η ενότητα και του τόπου και της Εκκλησίας, θα ήταν ό,τι χειρότερο να είχαμε μια εμφύλια σύρραξη, μια σύγκρουση κοινωνική…». Τι γίνεται, όμως, με τις ακραίες φωνές, με εκείνες που κηρύσσουν, π.χ., από άμβωνος τη μισαλλοδοξία και τον ρατσισμό; «Κοιτάξτε, σύμφωνα με τον κανονισμό της διοικήσεώς μας, ο αρχιεπίσκοπος είναι primus inter pares (πρώτος μεταξύ ίσων). Κάθε μητροπολίτης στην επαρχία του είναι κυρίαρχος. Δεν μπορούμε να κλείνουμε «στόματα». Αν βέβαια κάποιος στρέφεται από άμβωνος κατά του Ευαγγελίου, υπάρχει το συνοδικό δικαστήριο… Αλλά ο ακραίος, ούτως ή άλλως, θα περιθωριοποιηθεί τελικά από μόνος του…».
Στις αρχές του 2014 ο Αρχιεπίσκοπος, από το βήμα της Μονής Πεντέλης, απευθυνόμενος προς ορισμένους θεολόγους εκπαιδευτικούς, επιδόθηκε σε αυστηρή αυτοκριτική λέγοντας: «Δεν μας θέλουν και πρέπει να αναζητήσουμε τις ευθύνες μας και να μάθουμε να εργαζόμαστε με νέες μεθόδους». «Τα λάθη των ποιμένων και όσα δημοσιεύματα κυκλοφορούν κατά καιρούς σε βάρος τους συντελούν στην απομάκρυνση ενός μεγάλου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας από την Εκκλησία» διαπιστώνει σήμερα. «Ασφαλώς δεν είναι ευχάριστα όλα αυτά και έχουν τις επιπτώσεις τους. Προξενούν λύπη. Πρέπει, όμως, να πούμε ότι πολλά μεγαλοποιούνται και με τέτοια δημοσιεύματα πολλές φορές ασκούνται πιέσεις στην Εκκλησία για διάφορες ιδιοτελείς σκοπιμότητες. Ωστόσο, χρειαζόμαστε περισσότερη ποιμαντική εργασία, κατηρτισμένο κλήρο, σύγχρονη διαπαιδαγώγηση. Η αλήθεια του Ευαγγελίου είναι μία, οι τρόποι της διδασκαλίας πολλοί. Είναι αλήθεια ότι η Εκκλησία προσέφερε πολλά στο γένος μας. Δεν χρειάζεται, όμως, να στρεφόμαστε όλο στο παρελθόν. Πρέπει να ενδιαφερθούμε και για το μέλλον. Η τριβή, η επικοινωνία με τη σύγχρονη πραγματικότητα και ακόμη πολλές ιδέες που έρχονται απέξω δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως καταστροφή. Δεν πρέπει να βλέπουμε παντού εχθρούς που θέλουν να πνίξουν την Ελλάδα και την Ορθοδοξία. Και η Ελλάδα και η Ορθοδοξία έχουν δείξει ότι όταν σέβονται τις αξίες τους, ξεπερνούν τις δυσκολίες. Πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας».
Προσεγγίζοντας ευσεβείς και «αλιβάνιστους»

Ο Μακαριότατος θα δηλώσει επανειλημμένως ότι η Εκκλησία δεν είναι «ηθικοπλαστικό σχολείο», την ίδια στιγμή όμως βγαίνουν σκληρές ανακοινώσεις της Ιεράς Συνόδου (όπως εκείνο το «πορνεία» για το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης). Σε έναν κόσμο που τα κοινωνικά μοντέλα ανατρέπονται (που υπάρχουν, π.χ., μονογονεϊκές οικογένειες και ομόφυλα ζευγάρια που υιοθετούν παιδιά) η Εκκλησία δεν οφείλει να συμπορευτεί; «Αυτό δεν είναι συμπόρευσις, είναι γκρέμισμα. Στόχος της Εκκλησίας είναι το ενδιαφέρον και η αγάπη για τον άνθρωπο. Οι επιλογές του καθενός είναι και ευθύνες του. Την οποιαδήποτε πράξη εκτροπής την καταδικάζουμε, τον άνθρωπο τον αγαπούμε. Τέτοιου είδους συμπεριφορές δεν μπορεί να γίνουν πρότυπο για τη ζωή, δεν μπορεί με νόμο, χωρίς εξουσιοδότηση του λαού, να επικυρώνει η Βουλή. Είναι πάρα πολύ λεπτά θέματα αυτά. Κρύβουν πολύ πόνο. Η εκκλησιαστική ζωή δεν είναι μόνο διδασκαλία. Είναι βίωμα. Την πράξη μπορεί να την καταδικάζω, αλλά στο πρόσωπο δεν μπορώ να πω δεν σ’ αφήνω να μπεις στην Εκκλησία. Τότε εγώ είμαι παράνομος».
Οι επικριτές του τον κατηγορούν ότι είναι «κρυφός και απρόβλεπτος παίκτης» («Με τον Χριστόδουλο ήξερες τι να περιμένεις» λέει βαθύς γνώστης των εκκλησιαστικών πραγμάτων), ότι δεν έχει περάσματα στον κόσμο, ότι έχει υπάρξει υπέρ το δέον γενναιόδωρος προς τους συνεργάτες του, ότι θέλει να τα ‘χει καλά με όλους (βλ. συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά» το 2013) και ότι καταστρώνει με περισσή μαεστρία τις παρασκηνιακές ζυμώσεις για ό,τι και να βάλει στο μυαλό του («αίλουρο και επικίνδυνο άνθρωπο» τον είχε αποκαλέσει στο παρελθόν αδελφός επίσκοπος). Ακόμη του προσάπτουν ότι δεν «αξιοποίησε» επαρκώς τη στροφή του κόσμου προς την Εκκλησία που αναπόφευκτα έφερε η κρίση, ότι είναι μεν επαρκής και καταρτισμένος αλλά δεν έχει την ακτινοβολία, τα αντανακλαστικά και το όραμα του ηγέτη, μοιάζει σχεδόν με άνακτα που έφτασε κουρασμένος στον θρόνο του. «Για να παίξεις έναν ηγετικό ρόλο πρέπει συνήθως να θέλεις να αποδείξεις κάτι, έστω και μόνο στον εαυτό σου» λέει ο πολιτικός επιστήμονας (και παλαιός μαθητής του) Γιώργος Σεφερτζής. «Με την αυτάρκεια και την πληρότητα που δείχνει ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ίσως να μην αισθάνεται την ανάγκη να αποδείξει τίποτε σε κανέναν. Μπορεί να του αρκεί να διακονεί την Εκκλησία με τρόπο που ίσως δεν εμπνέει αλλά ούτε απογοητεύει την κοινωνία».
Θα του καταλογίσουν επιπλέον εξωτικές φιλίες (για παράδειγμα, με τον επιχειρηματία Λαυρέντη Λαυρεντιάδη και τον Αλέξη Τσίπρα). «Στις επικοινωνίες είμαι ανοικτός προς όλους, από τα απλά πρόσωπα έως τους αξιωματούχους, τους αρχηγούς κομμάτων, τους πρεσβευτές ξένων χωρών, τους πολιτικούς» τονίζει ο Αρχιεπίσκοπος στο BΗmagazino. «Μου κάνατε λόγο για τον κ. Αλέξη Τσίπρα» συνεχίζει. «Και μ’ αυτόν, όπως και με όλους τους άλλους συζητητές μου, τα θέματά μας δεν είναι κομματικά. Υπάρχουν τόσα άλλα για τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Θα σας ομολογήσω κάτι. Αισθάνομαι άνεση στις συζητήσεις αυτές, γιατί κομματικά είμαι απεγκλωβισμένος. Πιστεύω ότι όλες οι αριστερές αποχρώσεις είναι αίρεση του χριστιανισμού, ενώ ο καπιταλισμός εκμεταλλεύτηκε και εκμεταλλεύεται την Εκκλησία. Αυτό που απομένει για μένα είναι ο αγώνας για τον σεβασμό και την ελευθερία του προσώπου. Σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν αποστρέφομαι τον άνθρωπο που έχει διαφορετικά πιστεύω από μένα».
Εκείνο, όμως, που πρωτίστως τού προσάπτουν είναι η «απουσία» σε μείζονα πνευματικά θέματα, η αίσθηση ότι το στίγμα της ηγεσίας του εξαντλείται στη διαδικασία της κοινωνικής αρωγής και δεν απαντά στα ερωτήματα που αφορούν τον εκκλησιαστικό λόγο εν όψει μιας κοινωνίας που αποσυντίθεται και αποδομεί τα αξιακά της συστήματα. «Η έμπρακτη συμπαράσταση σε εκείνους που δυσκολεύονται ακόμη και να επιβιώσουν είναι επιτακτική» λέει στο BHmagazino η κυρία Δήμητρα Κούκουρα, καθηγήτρια στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ. «Παράλληλα, όμως, χρειάζεται επανευαγγελισμός, για να προβληθούν η λιτότητα, η συνέπεια, η εντιμότητα, η εργατικότητα, η δικαιοσύνη. Η υπέρβαση της ηθικής κρίσης είναι ευθύνη όλων μας, όμως όσοι κατέχουν περίοπτες θέσεις λειτουργούν ως πρότυπα και έχουν ευθύνη περισσή. Και ακόμη περισσότερη, όσοι έχουν δώσει υπόσχεση να βαδίζουν επί τα ίχνη του Χριστού».
Αντί επιλόγου

Ο 20ός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος δίνει πρωτίστως την εντύπωση του ανθρώπου και του θρησκευτικού ηγέτη που εν πλήρει συνειδήσει, χωρίς ποτέ να συμβιβαστεί αλλά και χωρίς να αφήσει ποτέ τίποτε στην τύχη, ακολούθησε μέχρι τέλους εκείνο για το οποίο προοριζόταν. To ανθρωποκεντρικό όραμά του απέχει από το πρότυπο του «εθνικού χριστιανισμού» που υπηρέτησε με πάθος ο προκάτοχός του. Δεν είναι μόνο θέμα εποχής, είναι θέμα φιλοσοφίας. Επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου η Εκκλησία δεν είναι ιδεολογία, δεν έχει μεσσιανικό χαρακτήρα για τη σωτηρία του έθνους ούτε παρεμβατικό ρόλο στα εγκόσμια, όπως το νοούσε ο Χριστόδουλος. Είναι πρωτίστως βίωμα και όριο των διακριτών ρόλων Εκκλησίας – Πολιτείας θέτει τον άνθρωπο.
«Η Εκκλησία πρέπει να είναι αυτάρκης, να έχει την ελευθερία της» κλείνει ο κ. Ιερώνυμος τη συνομιλία του με το BΗmagazino. «Να μη στέκεται στη γωνία της φοβισμένη, να τρέμει τι θα πει η εσωτερική ή η εξωτερική τρόικα». Ολα, πάντως, δείχνουν ότι εν έτει 2014, σε έναν κόσμο που ανατρέπει κοινωνικά μοντέλα, σε μια ορθόδοξη πίστη που απομακρύνεται από τη λαϊκή ευσέβεια του Παπαδιαμάντη, σε μια εποχή που οι έλληνες αρχιερείς διαθέτουν προσωπικά blogs και που ακόμη και ο «πλέον ανθρώπινος» Πάπας Φραγκίσκος επικοινωνεί με το ποίμνιό του με selfies, η Ελλαδική Εκκλησία επιβάλλεται να διεκδικήσει για τον εαυτό της μια άλλη πορεία και μια άλλη ποιμαντική. Ο πρώτος μεταξύ των επισκόπων (και πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου) καλείται να διοικήσει «εις Τύπον και τόπον Χριστού» έναν θωρακισμένα κλειστό, «απελπιστικά δυσκίνητο οργανισμό» (όπως τον περιέγραφε ο προκάτοχός του, μακαριστός Χριστόδουλος). Με μια ιερά παράδοση αιώνων. Με αισίως 82 Μητροπόλεις και πάνω από 10.000 κληρικούς όλων των βαθμίδων. Και αυτό το «κλειστό σύστημα» καλείται την ίδια ώρα να το «ανοίξει» και να το οδηγήσει σχοινοβατώντας κοντά σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία που πάσχει.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 13 Απριλίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ