Η Σόνια Θεοδωρίδου κοιτάζει το είδωλό της στον καθρέφτη και βρίζει. Βρίζει δυνατά. Ο γιος της ανοίγει έντρομος την πόρτα του δωματίου του. «Τι έπαθες, ρε μάνα, και μιλάς σαν νταλικέρης;» τη ρωτάει. «Αχ, παιδί μου, με συγχωρείς, κάνω πρόβα για έναν ρόλο στο σινεμά και παρασύρθηκα» του λέει. Την ταινία στην οποία θα συμμετάσχει η σημαντική μας σοπράνο σκηνοθετεί ο Γιάννης Οικονομίδης, εξού και η ροπή στις βωμολοχίες, όμως να μια ιστορία που δεν θα περίμενες να ακούσεις από μια διακεκριμένη λυρική τραγουδίστρια η οποία έχει κάνει καριέρα στο εξωτερικό. Η εκρηκτική Σόνια Θεοδωρίδου μοιάζει να έχει έρθει στον κόσμο για να ανατρέπει συνεχώς την εικόνα της, είτε μιλώντας για τη γιόγκα που κάνει, ξαφνιάζοντας τους πάντες με την ευλυγισία της, είτε περιγράφοντας πώς γνώρισε τον άνδρα της (μέσω Facebook), είτε εκφράζοντας την επιθυμία να κερδίσει κάποτε το Οσκαρ τραγουδιού.

Δίπλα της έχει μια στοίβα με χαρτάκια. Εχουν επάνω τους γραμμένους με μαρκαδόρο στίχους του Κωνσταντίνου Καβάφη, τα μοίρασε η ίδια την περασμένη Τρίτη στους θεατές της συναυλίας της στο Παλλάς. Δεκατέσσερα τραγούδια του (ιατρού πρωτίστως, αλλά και συνθέτη) Αθανασίου Σίμογλου, βασισμένα στην ποίηση του μεγάλου Αλεξανδρινού, παρουσιάστηκαν, συνοδεία της Ορχήστρας Mobile, υπό τη διεύθυνση του συζύγου της, Θεόδωρου Ορφανίδη. Δύο άλμπουμ κυκλοφορούν επίσης από αυτή τη δουλειά. «Shades of Love» λέγεται το πρώτο και «Return» το δεύτερο (αμφότερα από την εταιρεία Τhe human voice, www.thehumanvoicemusic.com). «Η σχέση μου με τον Καβάφη είναι ερωτική, αδελφική, πατέρα-κόρης, συναδελφική, φιλική, συμβουλευτική, ψυχολογική, ανάλογα με το ποιο ποίημά του έχω μπροστά μου. Με συγκινεί πολύ βαθιά και με πονάει, μου θυμίζει κάτι που είμαι και κάτι που χάνω, τη βαθιά αστική κουλτούρα που δεν υπάρχει πια, τη γενιά εκείνη των Ελλήνων που τα βιβλία δεν τα θεωρούσαν διακοσμητικά αντικείμενα, επειδή εμπεριείχαν ό,τι οι ίδιοι μελετούσαν» εξηγεί.

Καβαφικοί έρωτες

Η κυρία Θεοδωρίδου θα μπορούσε να χαρακτηρίσει καρμική τη συνάντησή της με αυτά τα τραγούδια, αφού «από την πρώτη στιγμή που τα άκουσα, ήξερα ότι θα τα ερμήνευα εγώ. Ο κύριος Σίμογλου κατάφερε αριστοτεχνικά να κάνει την υψηλότατη ποίηση απλή μελωδία και να κλείσει μέσα της την Αλεξάνδρεια του Καβάφη, τις αγορές, τα δωμάτια, τα κρεβάτια της πόλης αυτής. Θεωρώ πως για πρώτη φορά σπάει αυτή η κατάρα ότι ο Καβάφης δεν μελοποιείται, μια χαρά μελοποιείται και μια χαρά ακούγεται» λέει και συνεχίζει κάνοντας συγκεκριμένες αναφορές: «Ας αρχίσουμε από το “Επέστρεφε”… Αν ένας άνδρας ερχόταν σήμερα και μου ψιθύριζε τους στίχους, εγώ θα έπεφτα χωρίς καμία άμυνα. Δεν είναι μόνο ότι επιδρούν στα αφτιά σου αυτές οι λέξεις, είναι σαν να σωματοποιείται η αντίδρασή σου σε αυτές. Οφείλω να ομολογήσω πως όταν ήρθε η ώρα να το τραγουδήσω, είχε κοπεί η αναπνοή μου ηδονικά, το σώμα μου μού υπέβαλλε τον τρόπο να το πω – έτσι είναι κι όταν κάνεις έρωτα, σου κόβεται η ανάσα. Στο “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον” ο Καβάφης μας προτρέπει να κρατήσουμε την αξιοπρέπεια και την περηφάνια μας μπροστά σε μια απώλεια. Στη ζωή, πολλές φορές χρειάστηκε να χάσω Αλεξάνδρειες, όμως η στάση μου ήταν πάντα του νικητή και όχι του ηττημένου».

Φαίνεται παράδοξο που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βέροια. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς μια μικρή επαρχιακή πόλη της Ελλάδας πριν από κάποιες δεκαετίες ως περιβάλλον φιλικό προς ένα κορίτσι με έντονες καλλιτεχνικές ανησυχίες. «Ημουν ανέκαθεν ένα παιδί δακτυλοδεικτούμενο, είτε όταν ο πατέρας μου γύρισε από την εξορία είτε όταν έγινε φανερή η διαφορετικότητά μου. Ελεγα στον εαυτό μου ότι “από εδώ πρέπει να φύγω και δεν έχει επιστροφή”. Πέρασα φριχτά παιδικά χρόνια, όμως νομίζω ότι μόνο καλό μού έκανε. Ο σπόρος της ανάγκης μου να με αγαπούν, να ξεχωρίσω και να προοδεύσω, δεν θα είχε βλαστήσει αν είχα βρεθεί σε ένα απολύτως ειδυλλιακό περιβάλλον».

Προτιμά να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο, ίσως γι’ αυτό κρατά μια αισιόδοξη στάση σχετικά με την κρίση στην Ελλάδα. «Γκρεμίστηκε όλη αυτή η νοοτροπία που έλεγε ότι αν έχεις συγκεκριμένη μάρκα αυτοκινήτου ρίχνεις γκόμενα – τι ξεπεσμός! Αρα είναι μια καταπληκτική στιγμή για να αναρωτηθούμε ποιοι είμαστε, να επιστρέψουμε σε αυτό που είναι αληθινό και ουσιώδες. Αφήστε που η απελπισία μπορεί να μας οδηγήσει και στη δημιουργικότητα. Ενας Χατζιδάκις υπήρχε που έβγαινε και μίλαγε. Οι μετά τον Μάνο πήραν τις μίζες τους, κάθονται στις φωλίτσες τους και περιμένουν να δουν τι θα γίνει». Η ίδια για τι αδημονεί από εδώ και στο εξής; «Δεν θα ήθελα να ξανατραγουδήσω “Τραβιάτα”, θέλω να πειραματιστώ και να δοκιμάσω τα όριά μου. Θα ήθελα να τραγουδήσω για τον κινηματογράφο. Ελπίζω μεγαλώνοντας να μπορώ να συγκινώ τον κόσμο με τον πόνο και τη χαρά που έχω συλλέξει τόσα χρόνια, και ας μην έχω την άριστη φωνή που είχα στα 20. Γεννήθηκα τραγουδίστρια και θα ήθελα να πεθάνω τραγουδίστρια».

*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗmagazino την Κυριακή 3 Μαρτίου 2013