Πόσο αθώο μπορεί να είναι ένα ψέμα; Στον «Δικαστή», την κλασική βικτωριανή φαρσοκωμωδία του σερ Αρθουρ Γούινγκ Πινέρο, οι περιπέτειες του ευσεβούς δικαστή κυρίου Πόσκετ ξεκινούν από ένα αθώο ψέμα της νέας συζύγου του, αλλά στην πορεία αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχουν αθώα ψέματα. «Ο δικαστής», από τη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου του Λονδίνου όπου παίζεται, θα ταξιδέψει, μέσω του προγράμματος National Theatre Live, σε ολόκληρο τον πλανήτη – στην Ελλάδα θα προβληθεί στις 7 Φεβρουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Με την αφορμή αυτή, μιλήσαμε με τον ανερχόμενο σκηνοθέτη της παράστασης, Τίμοθι Σίντερ, ο οποίος την τελευταία τριετία έχει αποσπάσει ισάριθμα βραβεία Λόρενς Ολίβιε – τα «Οσκαρ» του βρετανικού θεάτρου – για την καλύτερη σκηνοθεσία μιούζικαλ.

Η δική σας εκδοχή του «Δικαστή», χωρίς να είναι μιούζικαλ, περιλαμβάνει αρκετά τέτοια στοιχεία. Ο ίδιος έχετε διαγράψει μια πολύ σημαντική πορεία στο είδος αυτό. Τι γνώμη έχετε για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται το μιούζικαλ από την πλειονότητα των θεάτρων στο Λονδίνο; «Είμαι φανατικός οπαδός του μιούζικαλ. Νομίζω ότι αγγίζει το ευρύ κοινό περισσότερο από κάθε άλλο είδος τέχνης. H αρνητική κριτική εστιάζεται στο πώς συνδέονται η πρόζα και το τραγούδι, για εμένα όμως εκεί ακριβώς είναι το συναρπαστικό σημείο το οποίο θα δουλέψεις. Δυστυχώς, το είδος αυτό σπάνια εξερευνάται, όπως εξερευνήθηκε στις ΗΠΑ στα μέσα του 20ού αιώνα. Αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω του υψηλού κόστους που απαιτείται για τη δημιουργία ενός νέου έργου. Σήμερα ζητάνε μιούζικαλ σε στυλ τζουκμπόξ».

Στο έργο, ο δικαστής κύριος Πόσκετ, παρά τις κωμικοτραγικές καταστάσεις που βιώνει, επιδεικνύει απίστευτη ανοχή. Πού βρίσκονται τα όρια μεταξύ ανεκτικότητας και εκμετάλλευσης; «Τα όρια αυτά τίθενται μόνο από τον σεβασμό της αυτοκυριαρχίας και της προσωπικής ακεραιότητας».

Εσείς καταφεύγετε σε αθώα ψέματα; «Ελεγα ψέματα για την ηλικία μου για 15 χρόνια, ώσπου έφτασα τα 40 και άλλαξα τακτική. Τώρα την έχω αποδεχθεί. Η Αγκαθα ψεύδεται, όχι όμως από ματαιοδοξία, αλλά από τη βαθιά ανάγκη της να βρει έναν σύζυγο και ένα ασφαλές καταφύγιο στη βικτωριανή εποχή. Ψεύδεται για να επιβιώσει».

Οι ηθοποιοί της παράστασης χαρακτηρίζουν τη φάρσα είδος δύσκολο και ερεθιστικό, όπου οι ηθοποιοί μοιράζονται σόκιν αστεία και κάνουν πρόβα όλη την ημέρα, χωρίς όμως ποτέ να βελτιώνονται… «Για μένα είναι ένα είδος κωμωδίας που έχει στόχο να διασκεδάσει το κοινό μέσα από απίθανες και απροσδόκητες καταστάσεις. Συχνά περιλαμβάνει μεταμφιέσεις και έχει γρήγορη πλοκή. Απαιτείται σκληρή δουλειά, η οποία δυστυχώς ανταμείβεται μόνο από το γέλιο του κοινού. Στις πρόβες συχνά αισθανόμουν άσχημα για τους ηθοποιούς, αφού δεν ακουγόταν το παραμικρό γέλιο από εμένα. Πιθανότατα περίμεναν απελπισμένα να παίξουν την παράσταση ενώπιον πιο γενναιόδωρου κοινού. Eίναι, πάντως, μεγάλη η ανταμοιβή όταν η δουλειά της πρόβας αποδίδει και βλέπεις τη συνενοχή μεταξύ ηθοποιών και κοινού να αιωρείται στην ατμόσφαιρα».

Η παράσταση της 17ης Ιανουαρίου μαγνητοσκοπήθηκε και κάνει τον γύρο του κόσμου θα την παρακολουθήσουν εκατομμύρια θεατές. Πώς το αντιμετωπίζετε αυτό ως θίασος; Σκοπεύετε να δώσετε κάποιες συγκεκριμένες οδηγίες; «Είμαστε όλοι πολύ ενθουσιασμένοι για την ευκαιρία μας να συμμετάσχουμε στο National Live και να μοιραστούμε τη δουλειά μας με κοινό από ολόκληρο τον κόσμο. Εγιναν ειδικές πρόβες για μια ελάχιστη προσαρμογή του έργου στις ανάγκες της συγκεκριμένης παράστασης, ενώ με τον τηλεσκηνοθέτη επιλέξαμε τα πιο κατάλληλα πλάνα, ώστε να αποδοθεί η ιστορία όσο το δυνατόν καλύτερα μέσω της οθόνης».

Εδώ στην Ελλάδα γίνεται μεγάλη συζήτηση για τις κρατικές επιχορηγήσεις στον πολιτισμό και για το αν αυτές αποτελούν ένα περιττό προνόμιο σε μια χώρα με τόσα οικονομικά προβλήματα. «Ολοι μπορούμε να διαφωνήσουμε ως προς το τι θα μπορούσε να θεωρηθεί πολυτέλεια σε τέτοιες δύσκολες εποχές. Πιστεύω, πάντως, ότι οι νόμοι και οι συνθήκες εργασίας μπορούν και πρέπει να επαναπροσδιοριστούν ώστε να ανταποκρίνονται στον τρόπο με τον οποίο ζούμε, δημιουργούμε και εργαζόμαστε σήμερα. Θα υποστηρίζω πάντα, όμως, τον θεσμό των κρατικών επιχορηγήσεων στις τέχνες. Γιατί, αν μη τι άλλο, δείχνει τη δέσμευση της κυβέρνησης ως προς την ανάπτυξη και τη στήριξη της δημιουργικής και πνευματικής ζωής μας, που είναι στοιχεία ζωτικότατα για μια υγιή χώρα. Στην Αγγλία είμαστε εξαιρετικά τυχεροί που σε μια τόσο δύσκολη εποχή, ο Νίκολας Χάιτνερ, ως διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, έρχεται σε άμεση επαφή με την κυβέρνηση για τα θέματα αυτά. Το πάθος και η αποφασιστικότητά του τον οδηγούν στην καρδιά του συγκεκριμένου ζητήματος, στο πώς θα σωθούν οι τέχνες τώρα και για πάντα. Ipso facto. l

* Το θεατρικό έργο «Ο δικαστής» θα προβληθεί σε μαγνητοσκόπηση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 7 Φεβρουαρίου, στις 9.00 μ.μ., στο πλαίσιο του προγράμματος «National Theatre Live».