Μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες, σίγουρα μία από τις πιο άβολες αδιακρισίες κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης είναι η στιγμή που ρωτάς έναν άνθρωπο ηλικιωμένο τις σκέψεις του γύρω από τον θάνατο. Οχι, όμως, στην περίπτωση του 84χρονου Ελί Βιζέλ.

Το κεφάλαιο «θάνατος» μπορεί άνετα να αποτελέσει το εναρκτήριο λάκτισμα για μια συζήτηση με τον συγγραφέα και πολιτικό ακτιβιστή, ο οποίος βραβεύθηκε με το Νομπέλ Ειρήνης το 1986. Γιατί o ίδιος έχει νιώσει πολλές φορές το άγγιγμα του θανάτου. Για την ακρίβεια, έχει αισθανθεί το βίαιο ταρακούνημά του και προσφάτως και την παγωμένη ανάσα του. Την πρώτη φορά, ήταν μόλις 15 ετών όταν οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης μαζί με την οικογένειά του από τη γενέτειρά του, το Σιγκέτ της Τρανσυλβανίας (σημερινής Ρουμανίας). Η δεύτερη φορά, όταν χρειάστηκε πρόσφατα να υποβληθεί σε εγχείρηση ανοικτής καρδιάς. Βγήκε ζωντανός και στις δύο περιπτώσεις, και σήμερα, στα 84 του, ακούγεται ακμαιότατος, ένας φάρος αισιοδοξίας και ζωντάνιας. Τα χειρότερα είχαν εξάλλου περάσει πολύ παλαιότερα, όταν στις 11 Απριλίου 1945 οι αμερικανικές συμμαχικές δυνάμεις απελευθέρωναν το Μπούχενβαλντ, τον τελευταίο σταθμό στην αλυσίδα των στρατοπέδων όπου είχε οδηγηθεί ο εβραίος Ελί: είχαν προηγηθεί οι «διαφωτιστικές εμπειρίες» στο Αουσβιτς και στο υποστρατόπεδό του, Μπούνα – Μόνοβιτς. Κάπως έτσι έμαθε, με σκληρό, απάνθρωπο τρόπο, να αξιολογεί τις συμφορές που του επιφυλάσσει η ζωή.

Οπως τη μεγαλοαπάτη που ακούει στο όνομα «Μπέρναρντ Μέιντοφ» (σ.σ.: εβραϊκής καταγωγής μεγαλοχρηματιστής της Γουόλ Στριτ, σύμβουλος επενδύσεων και πρώην πρόεδρος του NASDAQ, ο οποίος έστησε τη μεγαλύτερη οικονομική απάτη στην ιστορία των ΗΠΑ, υπεξαιρώντας μέσω ενός συστήματος-πυραμίδα το ποσό των 65 δισ. δολ. από ιδιώτες, εταιρείες και ιδρύματα) και που του κόστισε τις οικονομίες μιας ζωής, αλλά και όλα σχεδόν τα περιουσιακά στοιχεία του Ιδρύματος Ελί Βιζέλ για την Ανθρωπότητα, το οποίο μάχεται την «αδιαφορία, την αδικία, τη μισαλλοδοξία». «Ο Μέιντοφ δεν μπορεί να συγκριθεί με τις μεγάλες τραγωδίες της ζωής μου» αρκείται να σχολιάσει και με παραπέμπει στο τελευταίο βιβλίο του, το οποίο κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό στις ΗΠΑ με τίτλο «Open Ηeart» (εκδ. Knopf) για περαιτέρω λεπτομέρειες αυτού του ατυχούς περιστατικού. Γιατί το σημαντικό για τον Ελί Βιζέλ είναι να μιλήσει για την «πλοκή» και τις προεκτάσεις του πρώτου από τα περίπου 50 βιβλία του, το ντοκουμέντο «Η νύχτα» (εκδ. Μεταίχμιο): «Αν σε όλη μου τη ζωή έπρεπε να γράψω μόνο ένα βιβλίο, αυτό θα ήταν “Η νύχτα”» σχολιάζει με τα χρωματισμένα με έναν ανεπαίσθητα σλαβικό τονισμό αγγλικά του.

Πρόκειται για ένα βιβλίο με μικρή λογοτεχνική αξία, αλλά μεγάλη σπουδαιότητα ως η γραπτή μαρτυρία της πρωτοφανούς γενοκτονίας που αποκαλείται Ολοκαύτωμα. «Εκεί που τελειώνει το βιβλίο της Αννας Φρανκ, ξεκινάει το δικό μου» έχει πει. Η «Νύχτα» ήταν ένα από τα βιβλία που εγκαινίασαν την αποκαλούμενη «λογοτεχνία του Ολοκαυτώματος» και η ζωή του συγγραφέα της έγινε «η ζωή ενός μάρτυρα που θεωρεί τον εαυτό του υποχρεωμένο, από ηθική και ανθρώπινη άποψη, να εμποδίσει τον εχθρό να κατακτήσει μια μετά θάνατον νίκη, την τελευταία του, σβήνοντας τα εγκλήματά του από τη μνήμη των ανθρώπων». Εγινε πασίγνωστο δε, ως ανάγνωσμα, το 1985, όταν ο Βιζέλ μίλησε εναντίον της επικείμενης επίσκεψης του Ρόναλντ Ρίγκαν στο κοιμητήριο Μπίτμπουργκ της Γερμανίας, εκεί όπου ήταν θαμμένα μέλη των Ες Ες. «Δεν είναι αυτή η θέση σας» είχε πει. «Η θέση σας είναι με τα θύματα των Ες Ες». Την επόμενη χρονιά κέρδισε το Νομπέλ Ειρήνης.

Η Ακροδεξιά και η αδιαφορία

Η άνοδος της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Ελί Βιζέλ άδραξε την ευκαιρία να απευθυνθεί στο ελληνικό κοινό. Είχε έρθει στην Ελλάδα πριν από λίγα χρόνια ως απεσταλμένος του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για να μιλήσει για τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό, αλλά μια απρόσμενη ασθένεια τον είχε κρατήσει στο νοσοκομείο. Του αρέσει να μιλάει στον κόσμο, και μολονότι οι προτροπές του έχουν αποφθεγματικό χαρακτήρα, όπως αυτό που λέει στο ΒΗmagazino σε μια κουβέντα για την άνοδο της Ακροδεξιάς – «το αντίθετο της αγάπης δεν είναι το μίσος, αλλά η αδιαφορία. Το αντίθετο της γνώσης δεν είναι η άγνοια, αλλά η αδιαφορία. Το αντίθετο της ζωής δεν είναι ο θάνατος, αλλά η αδιαφορία για τη ζωή και τον θάνατο» – αποκτούν τρομακτική βαρύτητα όταν γνωρίζεις ότι βγαίνουν από το στόμα ενός ανθρώπου που έχασε τη μικρή του αδελφή και τους γονείς του στους θαλάμους αερίων και που διακρίνεται αποσκελετωμένος σε μια φωτογραφία του Μπούχενβαλντ. Από φθόνο και μισαλλοδοξία. Από άγνοια και αδιαφορία. Από αναίτιο μίσος.

Ο Ελί Βιζέλ δεν θέλει να ξεχάσει τίποτε και θέλει να υπενθυμίζει στον κόσμο τις ακρότητες για τις οποίες είναι ικανός ο άνθρωπος που έχει εισπνεύσει γερές δόσεις από τις αναθυμιάσεις αυτού του εκρηκτικού κοκτέιλ συναισθημάτων. «Κάθε ημέρα που περνάει θέλω να θυμάμαι όλο και περισσότερα. Η ζωή μου έχει καθοριστεί από αυτή την αναζήτηση της μνήμης. Την αρχαία, αλλά και τη σύγχρονη μνήμη. Τη μνήμη των άλλων, αλλά και τη δική μου. Χωρίς τη μνήμη δεν υπάρχει κουλτούρα ούτε πολιτισμός, δεν υπάρχει φιλοσοφία ή λογοτεχνία. Χωρίς μνήμη δεν υπάρχει τίποτε. Θα ήθελα να θυμάμαι πιο πολλές στιγμές, συναντήσεις, πιο πολλές πηγές απόγνωσης ή χαράς. Ο κόσμος, όμως, δεν θέλει να θυμάται… Πριν από δύο χρόνια ήμουν προσκεκλημένος στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Στην ομιλία μου είχα δώσει έναν τίτλο ο οποίος ήταν στην ουσία ένα ερώτημα: “Θα μάθει επιτέλους ο κόσμος;”. Η απάντηση είναι “όχι”, γιατί δεν το έχει καταφέρει μέχρι σήμερα. Αν ο κόσμος είχε μάθει, δεν θα υπήρχε Ρουάντα και Καμπότζη και τα παιδιά δεν θα πέθαιναν από πείνα».

Η σημασία τού να είσαι εβραίος

«Ολες οι φυλές μισούν τους εβραίους. Ο αντισημιτισμός είναι η αρχαιότερη ομαδική προκατάληψη στην Ιστορία, και είναι ακόμη παρών» ισχυρίζεται ο Βιζέλ. «Φυσικά, βρήκε την αποθέωσή του στο πρόσωπο του Χίτλερ, αλλά και του Στάλιν, ο οποίος ήταν επίσης αντισημίτης. Ο Στάλιν μισούσε τον Χίτλερ, ο Χίτλερ τον Στάλιν, και οι δύο μισούσαν τους εβραίους. Αλλά θα σας πω ότι δεν νομίζω πως θα υπάρξουν καινούργιοι Χίτλερ και Στάλιν. Δεν πιστεύω ότι η Ιστορία μπορεί να γυρίσει πίσω. Στην Ιστορία, υπήρξε μόνο ένας Ναπολέοντας. Εκτός και αν όλος ο κόσμος περάσει μαζική επιδημία αμνησίας και Αλτσχάιμερ…».

Για την ώρα, τα συμπτώματα «αμνησίας» και «Αλτσχάιμερ» δεν εμφανίζονται σε μαζική κλίμακα. Εμφανίζονται, όμως, και μάλιστα όχι σποραδικά. Γιατί υπάρχουν, για παράδειγμα, οι αρνητές του Ολοκαυτώματος, ένας από τους οποίους μάλιστα είχε επιτεθεί στον Βιζέλ το 2007 σε ένα ξενοδοχείο στο Σαν Φρανσίσκο, χωρίς όμως να καταφέρει να τον τραυματίσει. Ο Βιζέλ είναι ένας θρύλος και έχει σχεδόν αγιοποιηθεί στην Αμερική. Συναναστρέφεται την Οπρα και τον Ομπάμα και ταξιδεύει μαζί τους στους πρώην τόπους μαρτυρίου των εβραίων σε Γερμανία και Πολωνία. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ είχε ακούσει μια διάλεξή του όσο ήταν ακόμη φοιτητής και είχε εντυπωσιαστεί, πρόκειται μάλιστα να γράψουν και ένα βιβλίο μαζί.

Υπάρχουν, ωστόσο, και φωνές που κάνουν λόγο για μεροληψία του Βιζέλ υπέρ του Ισραήλ και των Ισραηλινών, οι οποίοι από τραγικά θύματα έχουν μετατραπεί σε στυγνούς θύτες όσον αφορά τις εδαφικές διεκδικήσεις τους στην Παλαιστίνη, με αποτέλεσμα να υπάρχουν και εκείνοι που μιλούν για την «αμνησία» του ίδιου του εβραϊκού λαού, ένα σύμπτωμα του αγωνιώδους «συνδρόμου καταδίωξης» που βλέπει παντού δυνητικούς εχθρούς. «Δεν το πιστεύω ότι υπάρχει “σύνδρομο καταδίωξης”» αντικρούει ο Βιζέλ. «Είναι δύσκολο για εμένα να μιλάω για ό,τι συμβαίνει στο Ισραήλ, γιατί δεν μένω εκεί, αλλά γνωρίζω ότι ο ισραηλινός λαός θέλει την ειρήνη».

Σε μια δημόσια επιστολή του προς τον Ομπάμα το 2010 μιλούσε, ωστόσο, για την Ιερουσαλήμ ως μια πόλη «υπεράνω πολιτικών σκοπιμοτήτων», μια πόλη που «… ανήκει στους εβραίους». Η παρέμβασή του είχε προκαλέσει την αντίδραση ισραηλινών ακτιβιστών φοιτητών, οι οποίοι μέσα από απαντητική επιστολή τους στο περιοδικό «Τhe New York Review of Books» διεκδικούσαν το δικαίωμά τους ως κάτοικοι της Ιερουσαλήμ «να μη θυσιάζονται στο όνομα των φαντασιώσεων εκείνων που αγαπούν την πόλη από απόσταση». Παλαιότερα, ο Νόαμ Τσόμσκι είχε αντιδράσει έντονα στην επιλεκτική φιλειρηνική στάση του Βιζέλ, η οποία θεωρούσε ότι καθοριζόταν από τα συμφέροντα του Ισραήλ.

«Πιστεύω ότι το ισραηλινό και το παλαιστινιακό κράτος μπορούν να συνυπάρχουν δίπλα δίπλα» ακούγεται μετριοπαθής ο Βιζέλ επάνω σε ένα θέμα ούτως ή άλλως εξαιρετικά περίπλοκο, το οποίο μόνο ο Φίλιπ Ροθ στην «Επιχείρηση Σάυλωκ» κατάφερε να αναπτύξει με μεγάλη εμβρίθεια. «Παρ’ όλα αυτά, η Χαμάς, που είναι η πιο βίαιη από τις μουσουλμανικές οργανώσεις, δεν αναγνωρίζει το Ισραήλ και μέσα στην ιδρυτική διακήρυξή της περιλαμβάνεται η διάλυσή του. Πώς μπορείς να συνεχίσεις έτσι;».

Ποια, λοιπόν, η δύναμη της συγχώρεσης; «Πιστεύω στη συγχώρεση και στην εξιλέωση, αλλά δεν είναι κάτι απλό» λέει ο Βιζέλ. «Αν εκεί που περπατώ στη Νέα Υόρκη έρθει κάποιος και μου πει: “Καθηγητά Βιζέλ, θυμάσαι εκείνη την ημέρα που σε χτύπησαν άσχημα; Ε, λοιπόν, εγώ ήμουν ο βασανιστής σου”. Αυτόν τον άνθρωπο μπορώ να τον συγχωρήσω. Νομίζω, όμως, ότι δεν μπορώ να συγχωρήσω έναν ολόκληρο λαό, εις το όνομα ενός άλλου ολόκληρου λαού, δεν έχω το δικαίωμα να ασκήσω μια τέτοια εξουσία. Ταυτόχρονα, όμως, συνέβη κάτι που με ικανοποίησε πολύ. Με είχαν καλέσει στο γερμανικό κοινοβούλιο το 2000 για να δώσω μια ομιλία. Στο τέλος είπα: “Μετά τον πόλεμο η Γερμανία αποκατέστησε τη δημοκρατία, έκανε πολλά για τον εβραϊκό λαό. Αυτό που δεν κάνατε ποτέ είναι να ζητήσετε συγχώρεση”. Επεσε σιωπή. Επειτα από μία εβδομάδα, ο πρόεδρος Γιοχάνες Ράου ζήτησε συγγνώμη για την τραγωδία του Ολοκαυτώματος στο κοινοβούλιο του Ισραήλ».

To ολίσθημα του «Οccupy Wall Street»

Στον Ελί Βιζέλ ηχεί σαν αστείο το «Occupy Wall Street». Οχι τα αιτήματα της ομάδας που κατέλαβε το πάρκο Ζουκότι της Νέας Υόρκης, αλλά η επιλογή των λέξεων στις οποίες κατέφυγαν για να ονομάσουν το κίνημα. «Θα ήταν καλό να χρησιμοποιούμε τις λέξεις σωστά. Τι γνωρίζει αυτός ο κόσμος από “occupation”;» διερωτάται. «Χώρες όπως η Πολωνία ή η Ελλάδα βρέθηκαν υπό κατοχή κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στο δικό μου λεξιλόγιο αυτή η λέξη εκπροσωπεί κάτι κακό, κάτι σατανικό» λέει με μια υποψία συγκαταβατικότητας στη φωνή. Και όσον αφορά τη «γερμανική κατοχή» νέας κοπής, που πολλοί διατείνονται ότι ζούμε στην Ελλάδα, ο Βιζέλ συνιστά προσοχή: «Δεν λέγεται κατοχή αυτό που ασκείται από την πλευρά της Γερμανίας. Λέγεται επιρροή. Αυτή είναι η σωστή χρήση των λέξεων. Εχω μάθει να απαιτώ σεβασμό απέναντι στις λέξεις. Κρατήστε τη γλώσσα αγνή, μην αλλοιώνετε το περιεχόμενό της. Είμαι σίγουρος ότι θα το κάνετε».