Λίγο πριν από τα σκαλιά που οδηγούν στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, στην τρίτη κατά σειρά ξύλινη προθήκη, σε ένα από τα ασπρόμαυρα κολάζ από περασμένες παραστάσεις του θεάτρου, ξεχωρίζει μια παλιά φωτογραφία του Γιάννη Φέρτη: είναι μισοσκυμμένος, προφίλ, στην κάμερα την ώρα που η Μελίνα Μερκούρη κοιτάζει τον φακό. Το «Γλυκό πουλί της νιότης», σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, είναι η παράσταση που έκανε διάσημο τον Γιάννη Φέρτη σε ηλικία 22 ετών. Στα 50 χρόνια που μεσολάβησαν, πρώτα με το θέατρο και τον κινηματογράφο και μετά με την τηλεόραση και τις διαφημίσεις, ο Γιάννης Φέρτης έχει ζήσει μια λαμπρή καριέρα. Τα τελευταία δύο χρόνια έχει μάλιστα επιστρέψει και εδώ από όπου ξεκίνησε – στο Θέατρο Τέχνης – και αυτή τη σεζόν υποδύεται τον ομώνυμο ρόλο στον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ, σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ.

Πώς είναι η επιστροφή σας στο Θέατρο Τέχνης; «Πρώτη φορά είχα γυρίσει στο Θέατρο Τέχνης το 2002. Τότε είχα να παίξω εδώ από το ’61. Γύρισα και κάναμε πρόβες και άρχισα να θυμάμαι πάρα πολλά πράγματα – την κολόνα όπου ήμουν ακουμπισμένος και ήρθε η Μελίνα και μου έπιασε την κουβέντα για πρώτη φορά ή μια ιστορία με τον Κουν που παίζαμε τον “Ματωμένο γάμο” στη Θεσσαλονίκη και είχε έναν φοβερό αέρα. Οταν τέλειωσα τη σκηνή μου, βγήκα στα παρασκήνια και φυσούσε, και είδα τον Κουν και τρεις-τέσσερις άλλους να κρατάνε τα σκηνικά, οπότε πήγα και εγώ μαζί τους και κρατούσα τα σκηνικά και πήγε όλη η παράσταση έτσι».

Από το πνεύμα εκείνου του Θεάτρου Τέχνης έχει μείνει κάτι; «Εχει μείνει ένας τρόπος δουλειάς, ένας σεβασμός για αυτό που κάνεις και πολλές φορές το πάθος που είχαν οι ηθοποιοί εδώ, που εγώ το απέκτησα σιγά σιγά με τα χρόνια, μεγαλώνοντας. Οχι ότι δεν είχα και πιο παλιά. Απλώς, ως νεότερος, είχα και την άποψη ότι ήθελα να κάνω και τη ζωή μου».

Λέτε συχνά ότι δεν κάνετε σχέδια για το μέλλον. «Οχι, σκέφτομαι πάντα ότι δεν ξέρω τι θα ξανακάνω θεατρικά, είμαι και στη ζωή μου έτσι. Δεν κυνηγάω τίποτα. Μου κάνουν προτάσεις και διαλέγω. Μου ήρθαν και καλά όμως. Μόνο μέσα σε ενάμιση χρόνο στο Θέατρο Τέχνης έπαιξα σε τρία έργα πρωταγωνιστής – του Ιάκωβου Καμπανέλλη, μετά στην “Ευρυδίκη” του Ανούιγ και ύστερα στο “Γλυκό πουλί της νιότης”. Φεύγοντας από εδώ μού έγιναν προτάσεις αμέσως».

Στη δεκαετία του ’60 κάνατε και κάποιες πιο εμπορικές ταινίες, έτσι δεν είναι; «Ναι, έκανα και μερικές ταινίες χωρίς να έχω καν διαβάσει το σενάριο, γιατί αν διάβαζα το σενάριο δεν θα τις έκανα».

Και γιατί τις κάνατε; «Γιατί είχαμε ξεκινήσει στην Αθήνα μια σοβαρή δουλειά με την Ξένια Καλογεροπούλου, είχαμε προγραμματίσει τον “Γλάρο” του Τσέχωφ και μετά κάτι μονόπρακτα του Σάφερ. Είχαμε παντρευτεί κιόλας, και θεώρησα ότι έπρεπε να βγάλω χρήματα – μέσα σε έναν χρόνο έκανα τρεις ταινίες. Κάτι μελό του κερατά, που ευτυχώς δεν παίζονται».

Πείτε μου για τις τρεις μελό ταινίες του κερατά… «Εκανα μια ταινία από την οποία θα σου πω μόνο την ιστορία. Η πρωταγωνίστρια τα έχει με τον αδελφό μου. Ο αδελφός μου είναι μεγάλος και κακός, ενώ εγώ είμαι το καλό παιδί, σπουδάζω και δουλεύω και σε οικοδομή, κουβαλάω και οικοδομικά υλικά σε δύο-τρία πλάνα. Αυτή έχει ένα παιδί παράλυτο και αποφασίζει να πάει στα Ιεροσόλυμα για το θαύμα. Η πλοκή έλεγε ότι το παιδί θα γιατρευτεί εκεί. Εχει φύγει, λοιπόν, το συνεργείο και ο σκηνοθέτης και έχουν πάει στα Ιεροσόλυμα από την Κυριακή των Βαΐων. Είμαστε έτοιμοι να πάμε στα Ιεροσόλυμα να τους βρούμε και γίνεται το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και κλείνουν τα αεροδρόμια. Εμείς κάναμε τα πλάνα σε ένα εκκλησάκι τελικά. Το κλου είναι ότι όταν το παιδί επιτέλους γιατρεύεται και γίνεται καλά, εγώ πρέπει να κάνω τον σταυρό μου. Υπήρχαν, βέβαια, και ηθοποιοί που τα πίστευαν πολύ αυτά. Εγώ ως επαγγελματίας το έκανα. Εχω κάνει και τέτοια. Δεν τα αρνούμαι και ούτε θέλω. Αφού τα ’κανα».

Πείτε μου τουλάχιστον πώς λεγόταν η ταινία. «“Από τα Ιεροσόλυμα με αγάπη”. Τον ίδιο χρόνο έκανα τρεις τέτοιες ταινίες, και το βράδυ έπαιζα και στον “Γλάρο”, παρακαλώ. Εκανα και μία με μια κοπέλα που εξαφανίστηκε μετά. Σκηνοθέτης ήταν ο άνδρας της: ωραία κοπέλα, αλλά είχε το ένα μάτι κάπως μισόκλειστο».

Και δεν έβγαινε αυτό στην οθόνη; «Την τραβούσε από άλλη πλευρά. Τα λεφτά τα πήρα πάντως».

Και μετά σας τα έφαγε ο Τσέχωφ τα λεφτά, ε; «Το τι χρήμα έχω ρίξει στο θέατρο, δεν μπορείς να φανταστείς. Χρωστάγαμε πολλά λεφτά μια εποχή. Ευτυχώς τα κατάφερα και έβγαλα κάποια λεφτά από τη διαφήμιση και την τηλεόραση».

Να ζει κανείς ή να μη ζει; Διάβασα κάπου που λέγατε ότι το μεγάλο σας απωθημένο ήταν ο Αμλετ… «Κοίτα να δεις, εγώ το ’χα από παιδί αυτό: είχα δει τον Μινωτή στον “Αμλετ”, είχα διαβάσει κάποια βιβλία, ανέβαινα στον Λυκαβηττό 3.00-4.00 η ώρα το μεσημέρι, που δεν είχε κόσμο, και έλεγα δυνατά τους μονολόγους μόνος μου μέσα στα πεύκα. Ημουν νούμερο. Με τις παρέες 17-18 χρόνων σε πάρτι χορεύαμε και σταματούσαν και έλεγαν: “Και τώρα ο Γιάννης θα μας απαγγείλει το ‘να ζει κανείς ή να μη ζει” και καθόμουν εγώ λοιπόν στην καρέκλα και άρχιζα έτσι χαμηλά, τρίβοντας τα πόδια μου, να απαγγέλλω και γινόταν χαμός από κάτω. Δεν ήμουν νούμερο, μωρέ, απλώς γούσταρα. Δεν το ’κανα και σε ξένους, στην παρέα μου το έκανα».

Ο «Πατέρας», που θα παίξετε τώρα, είναι ένας πολύ σημαντικός ρόλος που μιλάει για τη θέση της γυναίκας. Ο άνδρας είναι το θύμα. «Βασικά, το έργο είναι η μάχη μεταξύ αρσενικού και θηλυκού. Ποιος θα πάρει την εξουσία μέσα στο σπίτι και την εξουσία πάνω στο παιδί τους. Αυτός θέλει να πάει στην πρωτεύουσα, να φύγει από αυτό το σπίτι, γιατί είναι μαζεμένες όλες οι γυναίκες εκεί και τον καταπιέζουν – η πεθερά του, η γυναίκα του, η παραμάνα που είχε μικρός, η γκουβερνάντα της κόρης του. Βλέπεις τον εγωισμό του άνδρα εκείνης της εποχής. Εκείνη, πάλι, είναι πανέξυπνη και αποφασισμένη μέχρι να τον εξουθενώσει».

Βγαίνει αυτή ραδιούργα και αυτός ένας καημενούλης. «Ο Στρίντμπεργκ έτσι τα ’βλεπε, για τον εαυτό του νόμιζε ότι έγραφε. Γι’ αυτό και τον λένε μισογύνη – τρεις φορές παντρεύτηκε και χώρισε και πάντα τα έριχνε στις γυναίκες. Ε, δεν γίνεται. Νομίζω ότι η δική μας παράσταση είναι πολύ καλή. Κάθε φορά λέω “θα μπορώ να παίξω αυτόν τον ρόλο;”».

Εχετε ακόμη τρακ; «Πάρα πολύ. Οταν δώσαμε εξετάσεις στον πρώτο χρόνο της σχολής – μια συμμαθήτριά μου έπαιζε έναν ρόλο και με είχε βάλει ο Κουν τρεις ημέρες πριν να τη συνοδεύσω τελευταία στιγμή. Ετρεμα τόσο πολύ, που με έβαλε να κάθομαι ακίνητος. Φορούσαμε φαρδιά παντελόνια και είχα τόσο άγχος, που κουνιόνταν τα μπατζάκια μου από μόνα τους».

Μου είπατε ότι όταν ήσασταν νέος θέλατε να ζήσετε και τη ζωή σας… «Για καλό το είπα, δεν το είπα για κακό. Δηλαδή εγώ και τις πόκες μου έχω παίξει, και έχω ξενυχτήσει ως τις 9.00-10.00 το πρωί και στις 11.00 να έχω πρόβα. Είχα αντοχές βέβαια. Γούσταρα να τα κάνω αυτά, γούσταρα να πηγαίνω στο γήπεδο».

Παναθηναϊκός είστε, ε; «Ναι, μωρέ, έχω γεννηθεί δίπλα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, το έχω δει να φτιάχνεται, έχω σκαρφαλώσει στις εξέδρες πιτσιρικάς 13-14 ετών, στις ξύλινες σκαλωσιές. Πηγαίναμε πιτσιρικάδες σε κυρίους και λέγαμε “Κύριε, θα με πάρετε;”, γιατί αν ήσουν παιδί κάποιου δεν πλήρωνες. Είχα και διαρκείας, και μέχρι πριν από έξι χρόνια, έναν χειμώνα που δεν δούλεψα, πήγαινα συνέχεια. Το τι κρύο έφαγα – μας έβαλαν στη σειρά εκεί που τελειώνει το σκέπαστρο. Εχω κλάψει εγώ στην εξέδρα…».

Ακουσα που λέγατε κάπου ότι ακόμη και τα προσωπικά σας τα βλέπατε θεατρικά. «Θα σου πω τι εννοούσα. Δεν έχω πάει ποτέ στη ζωή μου σε οίκο ανοχής. Πάντα κάτι με ενοχλούσε. Οταν ήμουν 16 χρόνων και ήμουν τρελαμένος με το θέατρο και τα διάφορα θεατρικά, άρχισα να φτιάχνω ιστορίες. Ελεγα: “Θα πάω σε έναν οίκο ανοχής και θα ’ναι εκεί μια κοπέλα όμορφη, και θα ’ναι από χωριό – από ’κεί ήταν και οι γονείς μου και είχα δέσιμο με τα χωριά και τους ανθρώπους – που την παρέσυραν και βρέθηκε εκεί, και θα ’ναι όμορφη, και θα ’ναι ή σαν την Ιουλιέτα ή σαν την Οφηλία, και θα την πάρω από ’κει, και θα ζήσουμε μαζί για πάντα”. Τέτοιες βλακείες σκεφτόμουν μικρός».

Μεγαλώνοντας; «Οχι, δεν ξέρω γιατί το λες αυτό. Στη ζωή μου δεν μπέρδευα ποτέ το θέατρο με την προσωπική μου ζωή».

Εχετε κάνει τρεις γάμους, γι’ αυτό ρωτάω… «Και τι σχέση έχει αυτό; Τη μία φορά ερωτεύτηκα πάρα πολύ και δεν ήθελα να χωρίσω, αγαπούσα τον άνθρωπο με τον οποίο ήμουν μαζί, αλλά έφτασα σε σημείο που είπα “πρέπει να χωρίσω”. Αλλά δεν έκανα ποτέ μου καμία εξιδανίκευση. Ισα ίσα, το αντίθετο έκανα στη ζωή μου… και σε σχέση με τη δουλειά μου το λέω. Πάντα κρατούσα χαμηλούς τόνους. Πρέπει να πατάει κανείς στα πόδια του, γιατί αλλιώς μπορεί να τρελαθεί».

Σας σταματούν ακόμη στον δρόμο; «Οχι όσο παλιά – φροντίζω να περνάω απαρατήρητος. Αισθάνομαι αδέξια όταν με σταματούν για να μου μιλήσουν. Την πρώτη φορά που με σταμάτησαν πέντε-έξι κορίτσια στην Πανεπιστημίου και μου έβγαλαν χαρτιά και μου ζητούσαν να υπογράψω, όλη μου η αγωνία ήταν να τελειώσω και να φύγω. Θυμάμαι τόσο έντονα την ντροπή μου».

Θα συνεχίσετε να παίζετε για πάντα στο θέατρο; «Ναι, αν και κάθε φορά που παίζω λέω ότι μπορεί να ’ναι η τελευταία μου φορά. Εχω ακόμη ανασφάλεια – και κάθε χρόνο έχω όλο και μεγαλύτερη».