Νέα υόρκη, στο κομψό cafÉ Sabarsky του μουσείου Neue Galerie. Δίπλα μου κάθεται η τελειότητα που έγινε φωνή, η ντίβα με την απαράμιλλη τεχνική και τη μοναδική σκηνική παρουσία, η Ρενέ Φλέμινγκ. Λίγες εβδομάδες προτού ανεβεί στη σκηνή της Mητροπολιτικής Οπερας της Νέας Υόρκης (και την ίδια στιγμή, σε ζωντανή αναμετάδοση, σε εκατοντάδες ακόμη πολιτιστικούς χώρους και θέατρα ανά τον κόσμο, μέσω του βραβευμένου προγράμματος «The Met: Live in HD») για να ερμηνεύσει τη Δυσδαιμόνα στον αριστουργηματικό «Οθέλλο» του Τζιουζέπε Βέρντι, μια όπερα βασισμένη στην ομότιτλη τραγωδία του Σαίξπηρ, η φημισμένη 53χρονη αμερικανίδα σοπράνο, που κατέχει δεσπόζουσα θέση στο πάνθεο της κλασικής μουσικής, απολαμβάνει το απογευματινό τσάι της στο πιο «βιεννέζικης» αισθητικής café του Μανχάταν – ιδανικός χώρος για μια «οπερατική» συζήτηση. Με φόντο το μεγάλο πιάνο που δεσπόζει στην αίθουσα, η Ρενέ Φλέμινγκ μιλάει στο BHmagazino για την Ελλάδα και τους Ελληνες (λατρεύει, λέει, τη μουσική της Ελένης Καραΐνδρου), για τη Μαρία Κάλλας, για την όπερα και τους μύθους, για τη σχέση της με το κοινό και τον φόβο της σκηνής, καθώς και για την εξέλιξη και το μέλλον της μουσικής.

Ρενέ Φλέμινγκ, το ελληνικό κοινό ανυπομονεί να σας απολαύσει στον ρόλο της Δυσδαιμόνας στον «Οθέλλο». Εχετε πολλούς θαυμαστές στην Ελλάδα, ξέρετε… «Και εγώ αγαπώ πολύ την Ελλάδα και τους Ελληνες. Η Αθήνα είναι από τα αγαπημένα μου μέρη. Εχω τραγουδήσει στο Ηρώδειο και, πιο πρόσφατα, στο Μέγαρο Μουσικής. Είναι πολύ ωραία η αίσθηση να τραγουδάς μπροστά σε ένα καλλιεργημένο ακροατήριο όπως το αθηναϊκό. Κι έπειτα μου αρέσουν πολύ τα μουσεία σας…».

Πήγατε στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης; «Ναι, είναι υπέροχο! Τα εκθέματά του είναι καταπληκτικά, όπως και το γεγονός ότι μπορείς να δεις από τόσο κοντά τις ανασκαφές που συνεχίζονται στα θεμέλιά του. Καταπληκτικό, επίσης, είναι να βρίσκεσαι στον όροφο των Γλυπτών του Παρθενώνα και να βλέπεις έξω τον αρχαίο ναό… Την τελευταία φορά που ήρθα, πήγα ξανά στο παλαιό μουσείο, που επίσης αγαπούσα πολύ. Οι άνθρωποι εκεί ήταν θλιμμένοι: “Κανείς”, μου λένε, “δεν έρχεται πια σε μας…”. Ο λόφος της Ακρόπολης είναι κάτι το μοναδικό…».

Πώς αισθανθήκατε όταν τραγουδήσατε στο Ηρώδειο; Οταν το είδα, ένιωσα δέος με το πόσο «κατακόρυφο» είναι. Η κλίση του σε φοβίζει, καθώς σου δίνει την εντύπωση ότι το κοινό είναι πάρα πολύ κοντά σου. Είχα, μάλιστα, επιλέξει άριες από δημοφιλείς όπερες, οι οποίες συμπτωματικά ανήκαν στο ρεπερτόριο της Μαρίας Κάλλας. Στην αρχή νόμισα ότι το κοινό ήταν επιφυλακτικό. Γρήγορα, όμως, ένιωσα τη ζεστασιά και τη γενναιοδωρία του…».

Φοβάστε τη σύγκριση με τη Μαρία Κάλλας ή με άλλες ντίβες της όπερας; «Παλαιότερα ανησυχούσα, όχι γιατί το κοινό με σύγκρινε με κάποια από αυτές, αλλά γιατί εγώ η ίδια έκρινα αυστηρά τον εαυτό μου. Σήμερα, όμως, θεωρώ ότι χρησιμοποίησα το ταλέντο μου όσο καλύτερα μπορούσα και δεν μετανιώνω για τίποτε από όσα έχω κάνει. Αγάπησα ό,τι έχω τραγουδήσει. Κι έπειτα, δεν έχει νόημα να λες ότι θα μπορούσες να είχες κάνει κάτι καλύτερα ή έστω διαφορετικά. Ολοι άνθρωποι είμαστε. Κανείς δεν είναι τέλειος. Θα ήθελα, βέβαια, να είχα το υψηλό “σι” της Λεοντίν Πράις, αλλά ως εκεί. Κάθε τραγουδιστής είναι μοναδικός, όπως κάθε άνθρωπος στον κόσμο».

Εσείς ποιο χαρακτηριστικό σας θεωρείτε μοναδικό; «Δύσκολη ερώτηση… Εγώ προφανώς δεν μπορώ να είμαι αντικειμενική, αλλά από ό,τι λένε και από ό,τι έχω καταλάβει έπειτα από τόσα χρόνια εμπειρίας, πρέπει να είναι το χρώμα της φωνής. Είναι σημαντικό η φωνή σου να είναι αναγνωρίσιμη. Να την ακούει κάποιος και να λέει: “Αυτή είναι η Καμπαγέ! ” ή “Αυτή είναι η Μπάρτολι!”. Από εκεί και πέρα, όμως, καθεμία έχει το δικό της ύφος, τη δική της μουσικότητα. Αυτό ίσως που με χαρακτηρίζει περισσότερο είναι το εύρος του ρεπερτορίου μου. Εχω τραγουδήσει 54 ρόλους όλων των ειδών και από όλες τις μουσικές περιόδους. Εχω τραγουδήσει, επίσης, σε πάρα πολλές γλώσσες. Ολα αυτά, όταν άρχισα, ήταν πράγματα ασυνήθιστα».

Η όπερα είναι ένα είδος τέχνης πλήρες και συνολικό. Πώς αντιμετωπίζετε τη θεατρική σε σχέση με τη μουσική ερμηνεία; «Οταν είμαι στη σκηνή, προσπαθώ να αποδώσω σωστά τον χαρακτήρα που υποδύομαι και όταν τα πράγματα πάνε πραγματικά καλά, ξεχνάω ότι τραγουδάω. Το ίδιο και οι θεατές, που δεν νιώθουν κανέναν διαχωρισμό ανάμεσα σε θέατρο και μουσική. Σε όλα τα έργα, βέβαια, υπάρχουν στιγμές που είναι καθαρά φωνητικές και άλλες όπου καλείσαι να απαγγείλεις ένα κείμενο. Αυτές τις στιγμές θέλω να τις βιώνει το κοινό ως θεατρικό λόγο. Στον ρόλο της Δυσδαιμόνας, που θα παίξω τώρα στον “Οθέλλο”, υπάρχουν σημεία αμιγούς λυρικής έκφρασης και άλλα όπου η πλοκή και το κείμενο είναι τόσο στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, που δεν μπορείς να τα διαχωρίσεις».

Σας έκανα την ερώτηση αυτή, γιατί αναφέρατε προηγουμένως τη Μαρία Κάλλας, η οποία έχασε μεν αρκετά γρήγορα τη σταθερότητα της φωνής της, αλλά η εκφραστικότητα και η δραματικότητά της την καθιστούσαν μοναδική ως σκηνική παρουσία. «Κοιτάξτε. Εγώ όταν έχω να μελετήσω έναν καινούργιο ρόλο και ξέρω ότι υπάρχει ηχογράφηση της Κάλλας, πάντα καταφεύγω σε αυτή. Για εμένα η μουσικότητά της είναι τέλεια, άψογη. Υπάρχει πάντα στο βάθος της μια ένταση δραματική. Πολλοί καλλιτέχνες δυστυχώς χάνουν τον έλεγχο, επειδή εστιάζουν ξεχωριστά στις διάφορες πτυχές του τραγουδιού. Η Κάλλας, όμως, αντιμετώπιζε τα πράγματα συνολικά και ήταν πραγματικά καταπληκτική, παρά τη σύντομη καριέρα της. Θα ήθελα να είχαμε περισσότερες μαγνητοσκοπημένες παραστάσεις της. Ζήτησα κάποια στιγμή από τον Μισέλ Γκλοτς, που ήταν φίλος της, να μου πει πώς συμπεριφερόταν επάνω στη σκηνή, τι έκανε. Μου είπε απλώς: “Δεν κινούνταν”. Ολη η δραματικότητά της, λοιπόν, εμπεριεχόταν στη στατικότητά της. Ηταν τόσο συγκεντρωμένη και τόσο απορροφημένη από αυτό που έκανε, ώστε έμενε ακίνητη και όλοι στροβιλίζονταν γύρω της. Το κοινό κοιτούσε μόνο εκείνη».

Εσείς πώς προετοιμάζεστε όταν πρόκειται να βγείτε στη σκηνή; «Εξαρτάται από τον ρόλο. Η προετοιμασία για μένα είναι όλη η δουλειά που έχω κάνει μέχρι σήμερα. Και αν η μουσική και το κείμενο του ρόλου σου έχουν γίνει ένα με σένα, τότε είσαι πραγματικά ελεύθερος να δημιουργήσεις επί σκηνής. Πολλοί νέοι καλλιτέχνες μου λένε συχνά ότι τους ενοχλεί που χρειάζεται να δουλέψουν τόσο πολύ την τεχνική. Θέλουν να πάνε κατευθείαν στην ερμηνεία. Τους λέω, όμως, ότι η δουλειά είναι αυτή που σου παρέχει τις βάσεις για να περάσεις στο καλλιτεχνικό στάδιο και να ερμηνεύσεις σωστά τον ρόλο σου».

Στο ρεπερτόριό σας συναντούμε πολλούς ρόλους ηρωίδων της μυθολογίας. Εχετε τραγουδήσει τη Δάφνη, την Αριάδνη… Πώς βλέπετε τον συνδυασμό μύθου και όπερας; «Αυτό είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο. Δεν μπορώ καν να εκφράσω με λόγια το πόσο σημαντικός είναι ο μύθος για την όπερα. Από την μπαρόκ όπερα μέχρι σήμερα, οι μύθοι έχουν μελοποιηθεί επανειλημμένα από τους συνθέτες. Οι μύθοι είναι τα αρχέτυπα της ζωής, τα αρχέτυπα του ανθρώπου. Ολα τα ανθρώπινα δράματα, τα μεγάλα θέματα, εμπεριέχονται στις ιστορίες που διηγούνται».

Από τις ηρωίδες τις οποίες έχετε υποδυθεί, γενικά με ποια θα ταυτιζόσασταν; «Σίγουρα με την Τατιάνα στον “Ονιέγκιν” του Τσαϊκόφσκι. Της έμοιαζα πολύ. Διάβαζα βιβλία, έκανα όνειρα. Δεν ήμουν, όμως, τόσο θαρραλέα όσο αυτή. Δεν θα είχα το θάρρος, για παράδειγμα, να γράψω ένα ερωτικό γράμμα. Μου αρέσει πολύ να βλέπω τον χαρακτήρα αυτόν να εξελίσσεται κατά τη διάρκεια του έργου, να κρίνει τι είναι σωστό και τι λάθος, να εξελίσσεται κοινωνικά. Εμένα, που προέρχομαι από ένα απλό κοινωνικό περιβάλλον και μεγάλωσα με άλογα στην εξοχή, η ιστορία της με αγγίζει ιδιαίτερα. Το ότι ταξιδεύω σήμερα ανά την υφήλιο και τραγουδώ από σκηνή σε σκηνή είναι κάτι καταπληκτικό. Οπως και το ότι συνεχίζω να μπορώ να λέω “όχι” και να κάνω αυτό που θεωρώ σωστό. Πολλά κοινά σημεία νιώθω επίσης να έχω με τη Μαρσαλίν στον “Ιππότη με το ρόδο” του Στράους, έναν από τους πρώτους σύνθετους γυναικείους χαρακτήρες στην όπερα. Παλεύει για τη θέση της στην κοινωνία, για τον έρωτα, παλεύει με τον χρόνο και τη ζωή που περνά. Οπως όλοι μας. Είναι ένας χαρακτήρας πραγματικά συναρπαστικός. Μου κάνει τρομερή εντύπωση που ο Στράους και ο Χόφμανσταλ δημιούργησαν αυτόν τον χαρακτήρα».

Η συνεργασία τους αντανακλούσε το πνεύμα των κύκλων της Βιέννης εκείνης της εποχής, την επιρροή της ψυχανάλυσης, του Φρόιντ… «Ακριβώς. Αυτή η περίοδος με ενδιαφέρει ιδιαίτερα αυτόν τον καιρό. Τη μελετάω μέσα από τη μουσική δημιουργία και βλέπω τις εξαιρετικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ δημιουργών όπως ο Κλιμτ και ο Μάλερ, ο Στράους και ο Χόφμανσταλ…».

Στο πλαίσιο των μεταδιδόμενων παραστάσεων της Μητροπολιτικής Οπερας «The Met: Live in HD», σας βλέπουμε να παρουσιάζετε τα έργα, να μας ξεναγείτε στα παρασκήνια, να παίρνετε συνεντεύξεις από τους συντελεστές των παραστάσεων… Πώς αισθάνεστε ως οικοδέσποινα που παίζει ταυτόχρονα τον ρόλο του δημοσιογράφου; «Το διασκεδάζω πάρα πολύ! Αν διαθέτεις έμφυτη περιέργεια, με την έννοια του ενδιαφέροντος για τη ζωή, σου αρέσει να συζητάς επειδή θέλεις πραγματικά να μάθεις πράγματα για τον συνομιλητή σου. Από τότε που άρχισα να το κάνω, βλέπω τους ανθρώπους σε όλον τον κόσμο να αισθάνονται ότι με γνωρίζουν καλύτερα. Γιατί είναι αλήθεια πως όταν βλέπεις τον άλλον να συζητά, παίρνεις μια γεύση από την προσωπικότητά του, τα τείχη γκρεμίζονται και έρχεσαι πιο κοντά του. Και αυτό λειτουργεί θετικά στη σχέση μου με το κοινό, το οποίο, μέσα από αυτή τη διαδικασία, έχει αναπτύξει μαζί μου πιο στενούς δεσμούς».

Υπήρξε κάποια στιγμή που αναπτύξατε φοβία με τη σκηνή… «Ναι. Πριν από περίπου 14 χρόνια πέρασα μια περίοδο που η σκηνή με τρόμαζε. Παραλίγο να χάσω τα πάντα. Ανέπτυξα μια πολύ έντονη φοβία, η οποία απείλησε να γκρεμίσει ό,τι είχα χτίσει τόσο καιρό. Οταν, λοιπόν, έχεις ζήσει μια τόσο τρομακτική εμπειρία και την ξεπερνάς, τότε εκτιμάς περισσότερο αυτό το υπέροχο προνόμιο που σου δίνεται».

Θεωρείτε ότι το περιβάλλον από το οποίο προέρχεστε συνέβαλε στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζετε τα πράγματα, στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζετε εσείς το κοινό και το κοινό εσάς; «Περιέργως, τα πράγματα, όσον αφορά την επιτυχία, μοιάζουν να είναι ή άσπρα ή μαύρα. Ή κάποιος θα πιστέψει στην επιτυχία του και θα αλλάξει ή όχι. Δεν υπάρχει μέση οδός. Εγώ, όπως ξέρετε, είμαι πολύ αυστηρός κριτής του εαυτού μου και ποτέ δεν πίστεψα τίποτε. Οι εμπειρίες μού έμαθαν να διαχειρίζομαι διαφορετικά τα πράγματα και τις δυσβάστακτες απαιτήσεις που έχει η δουλειά μου, αλλά, εκτός από αυτό, δε νομίζω ότι έχω αλλάξει. Και η ιδιαίτερα στενή σχέση μου με το κοινό πιστεύω ότι οφείλεται εν μέρει στο γεγονός αυτό».

Κλείνοντας, θα ήθελα να μου πείτε πώς βλέπετε τη μουσική σκηνή σήμερα… «Παρατηρώ ότι τα όρια και οι διαχωριστικές γραμμές τείνουν να εκλείψουν, τουλάχιστον εδώ στις ΗΠΑ. Τα πράγματα αλλάζουν. Και πιστεύω ότι χρειαζόμαστε αυτή την αλλαγή. Γιατί αν μια τέχνη δεν εξελίσσεται, χάνει τη στενή σχέση που έχει με τη ζωή των ανθρώπων. Και αν συμβεί αυτό, διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει μουσειακό είδος ή να εξαφανιστεί. Στην όπερα ακούμε ένα ρεπερτόριο που δημιουργήθηκε πριν από εκατοντάδες χρόνια. Τα μεγάλα έργα πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν, αλλά ταυτόχρονα οι νέοι πρέπει να ψάξουν, πρέπει να πειραματιστούν, ώστε να δημιουργήσουν κάποια στιγμή αυτό που θέλουν να ακούσουν. Ισως δούμε να γεννιέται μια πιο σύγχρονη μορφή μουσικού θεάτρου, ίσως βγουν ποπ καλλιτέχνες που να έχουν κλασική μουσική παιδεία. Σίγουρα, πάντως, δεν θα πάμε μακριά, αν αρκεστούμε στο να αναπαράγουμε αυτά που ήδη υπάρχουν. Πρέπει να υπάρξουν νέες ιδέες, ιδέες με πάθος, φρεσκάδα, ενθουσιασμό και εφευρετικότητα. Ετσι μόνο θα πάμε προς το μέλλον…».

* Ο «Οθέλλος» του Βέρντι θα μεταδοθεί ζωντανά το Σάββατο 27 Οκτωβρίου από το ελληνικό δίκτυο αιθουσών του προγράμματος «The Met: Live in HD» (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και άλλοι εννέα χώροι πολιτισμού σε όλη την Ελλάδα). Τη Δευτέρα 29 Οκτωβρίου θα πραγματοποιηθεί και μαγνητοσκοπημένη προβολή της παράστασης στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (η βραδιά της live μετάδοσης στην Αθήνα είναι ήδη sold out). Περισσότερες πληροφορίες και προπώληση εισιτηρίων στο www.metingreece.com