«Στο σχολείο (στην Γκράβα) ήμουν σκράπας, δεν διάβαζα πολύ, ήμουν του παιχνιδιού και του “πεζοδρομίου”, το οποίο πιστεύω ότι είναι το λεγόμενο “πανεπιστήμιο της ζωής”. Και μου αρέσουν αυτοί οι άνθρωποι. Θα ήθελα πάρα πολύ να είμαι ένας ροκ σταρ, ένας Παύλος Σιδηρόπουλος, ας πούμε, ή ένας Νικόλας Ασιμος ή μια Κατερίνα Γώγου. Οταν γνώρισα τη Σωτηρία Λεονάρδου (σ.σ.: στην πρώτη σκηνοθετική του απόπειρα με το Τυχαία χώρα, τυχαίος ποιητής στο Φεστιβάλ Μεταναστών Καλλιτεχνών το 2009), κατάλαβα ότι αυτοί οι “καταραμένοι” άνθρωποι έχουν μια σχέση με την ύλη που εμείς δεν την έχουμε – η Λεονάρδου έχει ένα κρεβάτι και ένα κομοδίνο, γιατί αυτά χρειάζεται. Θα ήθελα να είμαι και εγώ ένας άνθρωπος με βιβλία, ένα τραπεζάκι και ένα κρεβάτι». Γνήσιος Βαλκάνιος, με χειμαρρώδη λόγο, συνοδευόμενο από αλλεπάλληλες, αυθόρμητες χειρονομίες, ο 31χρονος Ενκε Φεζολάρι είναι από τους ανθρώπους που ευχαριστιούνται να μιλούν. Γελάει εύκολα, αν και επιζητεί τη συγκίνηση, και, με έναν τρόπο, έλκεται από τη βρωμιά του υλικού και την καθαρότητα του άυλου.

Θεατρική σκούπα στο Μεταξουργείο

Γι’ αυτό και επέλεξε την αυλή της «Kunsthalle Athena» στο Μεταξουργείο για να ανεβάσει την εμβληματική «Αγγέλα» του Γιώργου Σεβαστίκογλου – θα κάνουμε «θεατρική σκούπα» έλεγε σε συντελεστές που ήταν επιφυλακτικοί με την επιλογή της περιοχής. Η «Αγγέλα» (που μιλάει για την ανέχεια και την εκδούλευση στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, το όνειρο των απόκληρων να ξεφύγουν από τη μοίρα τους, αλλά και την κινητήρια δύναμη του έρωτα, την αυταπάτη και τη διαφάνεια των αξιών) συμπυκνώνει τα ατομικά και κοινωνικά αδιέξοδα της περιόδου που διανύουμε (γι’ αυτό ενδέχεται να επιστρέψει τον Σεπτέμβριο στον ίδιο χώρο). Σκηνοθετώντας την «Αγγέλα», ο Φεζολάρι σκηνοθέτησε ό,τι μας συμβαίνει σήμερα: «Μας έχουν εγκαταλείψει οι θεοί, οι επίγειοι θεοί. Πρόκειται για αυτό που λέει και η Ηλέκτρα στον “Ορέστη” (θα ήθελα πολύ να είναι το επόμενό μου πρότζεκτ): “Θεοί, μη μας λυπάστε, δώστε μας κι άλλον πόνο, αντέχουμε”».

Ηθοποιός και σκηνοθέτης, απόφοιτος του ΚΘΒΕ, έχει στο βιογραφικό του διαδοχικές δουλειές από το 2005: «Το κατάφερα με κόπο και ιδρώτα. Είμαι δυναμικός χαρακτήρας, αλλά ήταν πραγματικά και θέμα τύχης και σωστής στιγμής. Με βοήθησαν πολύ οι άνθρωποι που συνάντησα, χρωστάω πολλά “ευχαριστώ”. Αλλά χρωστάω “ευχαριστώ” κυρίως στον εαυτό μου και στη μαμά μου, χωρίς εκείνη δεν θα μπορούσα να κάνω τέχνη». Παραδέχεται ότι «η μητέρα μου είναι η ηρωίδα και η μούσα μου», ακόμη και με τον ενδοιασμό μήπως φανεί μελό: «Την ευγνωμονώ γιατί με σπούδασε, με πολλές δυσκολίες, και με πίστεψε – παρ’ ότι συχνά επιστρέφει στο “μήπως, βρε παιδί μου, να γινόσουν σεφ που μαγειρεύεις και καλά;”. Η μητέρα μου ήθελε τόσο πολύ να σπουδάσουν τα παιδιά της, που έκανε φοβερό αγώνα, μέρα με την ημέρα αποκτούσε και μια ρυτίδα. Ως έφηβος, βλέποντας αυτές τις ρυτίδες στο πρόσωπό της, μεγάλωνε και η ανάγκη μου να ενταχθώ (στην ελληνική κοινωνία)».

Επιβιώνοντας στο Γκόθαμ Σίτι

Ο Ενκε γεννήθηκε στο Πόγραδετς, στην αλβανική πλευρά της λίμνης Οχρίδας. Φθάνοντας στην Ελλάδα, σε ηλικία 12 ετών, το 1993 («σήμερα έχουμε ξαναγυρίσει στα χρόνια εκείνα που το ψυγείο ήταν ψιλοάδειο»), η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στα Πατήσια, όπου ο Ενκε μένει ως και σήμερα. Ο ίδιος δεν μιλούσε ελληνικά, αλλά έμαθε πολύ γρήγορα. Τόσο γρήγορα, που τα αλβανικά του έμειναν σχετικά φτωχά. Και μόνο το 2010, όταν έπαιξε το δραματοποιημένο «Παράθυρο» του Γιάννη Ρίτσου στα αλβανικά, κατάφερε να ξορκίσει «το κόμπλεξ ότι δεν πρέπει να μιλάω την αλβανική γλώσσα». «Οι Αλβανοί είναι ένας λαός που “επιβιώνει σαν τις κατσαρίδες” λένε. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Αλβανοί αλλάζουν εύκολα ονόματα, γενικά προσαρμόζονται και γίνονται ένα με την (εκάστοτε) κοινωνία – ίσως επειδή είναι ένας λαός ο οποίος επί 50 χρόνια ήταν εγκλωβισμένος».

Η δική του περίπτωση πάντως είναι διαφορετική. Στον λόγο του οι αναφορές στο ελληνικό θέατρο, στην Ιστορία, στην ποίηση κ.ο.κ. διαδέχονται η μία την άλλη. Και δεν ήταν μόνο οι καθηγητές του στο λύκειο που τον ώθησαν προς τις τέχνες και τα γράμματα, δεν ήταν μόνο η απόφαση να ασχοληθεί με το θέατρο, αλλά κυρίως ήταν ότι ο ίδιος είχε τάξει από νωρίς τον εαυτό του στην ελληνική παιδεία: «Οταν στα 15 μου δούλεψα σε μια ταβέρνα, κατάλαβα ότι ήθελα να φύγει από πάνω μου η ρετσινιά του ξένου (“στα υπόγεια μέναμε και ξαφνικά οι Αλβανοί κατάφεραν να φύγουν από τα υπόγεια και πήγαν στα ρετιρέ. Και τώρα στα υπόγεια μένουν οι Πακιστανοί, και η ιστορία επαναλαμβάνεται”). Για εμένα ο υπερβάλλων ζήλος της ένταξης έχει να κάνει με την επιβίωση. Ηθελα να ξεφύγω από τη μοίρα της πρώτης γενιάς μεταναστών – στο λεωφορείο ξεχωρίζουν τη μάνα μου ότι είναι “ξένη” και ήθελα να ξεφύγω από αυτό».

Στην Αθήνα μένει περίπου 20 χρόνια και ανά δύο έτη ανανεώνει την άδεια παραμονής του στο Τμήμα Αλλοδαπών, «θα ήταν μια δική μου ικανοποίηση να πάρω την ελληνική υπηκοότητα, αλλά, από την άλλη, κάνω θέατρο και αυτό με ικανοποιεί περισσότερο». Αγαπά και συχνά επιλέγει το νεοελληνικό θεατρικό ρεπερτόριο, το οποίο θεωρεί διαχρονικό, και διαβάζει ποίηση – πολύ. «Οταν διαβάζω Μανόλη Αναγνωστάκη ή Μάτση Χατζηλαζάρου ή Μαρία Πολυδούρη, δηλαδή από έναν πολιτικό ποιητή ως μια ποιήτρια του έρωτα και της καρδιάς, με αγγίζουν. Εκεί εγώ αισθάνομαι Ελλην» λέει το γνήσιο παιδί του κέντρου της Αθήνας που δικαιούται να διαπιστώνει ότι «Γκόθαμ Σίτι έχουμε καταντήσει και μόνο ένας Μπάτμαν θα μας σώσει».