Ως έφηβος, ο Ρενάτο Τζανέλα ήταν άνθρωπος των σπορ. «Πολύ ντροπαλός και μοναχικός», είχε ξεκινήσει με την κολύμβηση και άλλα ατομικά αθλήματα προτού τολμήσει το ομαδικό πνεύμα με το βόλεϊ και αργότερα με το μπάσκετ. Σε κάθε περίπτωση, έδινε πάντως τα ραντεβού του στα γήπεδα της Βερόνας. Και η σχέση του με τον χορό περιοριζόταν σε αυτοσχέδια ρεσιτάλ ντίσκο τα σαββατόβραδα και στην περιπαικτική στάση που κρατά κάθε μυώδης νεαρός μπασκετμπολίστας όταν βλέπει την μπαλαρίνα αδελφή του να ξεροσταλιάζει ποζάροντας μπροστά στον καθρέφτη.

«Ερωτεύτηκα τα πόδια τους»

Δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα βρεθεί να κουβαλάει ένα μεγάλο, πεθαμένο αγριογούρουνο σε μια σκηνή κυνηγιού στη «Ζιζέλ». Αυτό ήταν «μια τεράστια χάρη» που του ζητήθηκε από τη σχολή μπαλέτου που πήγαινε η αδελφή του, όταν κάποια στιγμή υπήρξε ανάγκη να καλυφθεί ένας βοηθητικός ρόλος. Και δεν φανταζόταν ότι από ερασιτέχνης κομιστής του νεκρού χοίρου θα βρεθεί επαγγελματίας χορογράφος στα μεγαλύτερα μπαλέτα του κόσμου. «Καθόμουν εκεί (σ.σ.: στις πρόβες), τους παρακολουθούσα να χορεύουν και θυμάμαι ότι έβλεπα ένα ζευγάρι χορευτών να πηδούν ψηλά, να κάνουν φιγούρες, ο άνδρας να σηκώνει τη γυναίκα και να χαζεύω τα πόδια τους. Ερωτεύτηκα. Και είπα: “Δεν ξέρω τι είναι αυτό, αλλά θέλω να το κάνω”».

Ξεκίνησε λοιπόν μαθήματα χορού στα 17 του στη Βερόνα και συνέχισε στη Γαλλία. Και αν ο Τζανέλα άργησε να κάνει αυτή την «επαναστατική επιλογή, διότι για εμένα ήταν μια “έκρηξη”, ένα πολιτισμικό σοκ που άλλαξε τη ζωή μου εξ ολοκλήρου», το σίγουρο είναι ότι ξεκίνησε με φόρα. Επειτα από μόλις τρία χρόνια επαγγελματικής πορείας, βρέθηκε να χορεύει και στη συνέχεια να χορογραφεί στο διάσημο μπαλέτο της Στουτγάρδης. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1995, ο τότε 34χρονος Τζανέλα ανέλαβε διευθυντής μπαλέτου στην Κρατική Οπερα της Βιέννης: «Ουσιαστικά εκεί έμαθα τη δουλειά μου, ως χορογράφος και ως σκηνοθέτης. Ηταν, όμως, ένα πολύ περίπλοκο σύστημα αυτό της Οπερας της Βιέννης. Υπήρχαν τόσο, μα τόσο πολλές παραστάσεις μπαλέτου και όπερας ετησίως, που έπειτα από χρόνια αισθάνθηκα ότι είχα χάσει τη δημιουργικότητά μου και αναρωτιόμουν “πού είναι ο καλλιτέχνης”. Μια μέρα, στα 45 μου, παραιτήθηκα. Ολοι έμειναν έκπληκτοι που διάλεξα να παραιτηθώ στην κορυφή της καριέρας μου· μάλιστα θυμάμαι ότι είπα στον διευθυντή μου: “Αυτή η επιστολή είναι για εσάς, πρέπει να σταματήσω. Ξέρετε, δεν νομίζω ότι είμαι πια σε θέση να οργανώνω έναν ολόκληρο κήπο, νομίζω ότι θέλω να έχω μόνο ένα όμορφο τριαντάφυλλο για να το φροντίζω”».

Ευτυχισμένος στην Ελλάδα

Τα επόμενα χρόνια, του ελεύθερου επαγγέλματος, ήταν δύσκολα και όμορφα. Και κάποια στιγμή ήρθε… η Σαντορίνη. Εκεί γιόρτασε ο Ρενάτο την πρώτη επέτειο με τη σύζυγό του, αλλά εκεί επίσης κατάλαβε ότι «ήθελα περισσότερη Ελλάδα στη ζωή μου. Η Ελλάδα έχει ό,τι χρειάζεται ο άνθρωπος, τη φυσική ομορφιά, τη δύναμη της παράδοσης και της Ιστορίας. Μπορεί να σε βοηθήσει να βρεις τον εαυτό σου. Η Ιταλία ήταν επίσης ένας τέτοιος τόπος, αλλά δεν είναι πια». Και αν σας ξαφνιάζουν τα λεγόμενά του, έχει κι άλλα να προσθέσει: «Δεν μου αρέσει που βλέπω ανθρώπους να υποφέρουν, αλλά μου αρέσει που είμαι εδώ αυτή την ιστορική περίοδο. Η Ελλάδα είναι η μόνη που πρέπει και μπορεί να βρει τη λύση στο πρόβλημα της κρίσης για όλους μας. Ξέρετε, υπάρχει ένας ηθικός δεσμός με αυτή τη χώρα, η Ευρώπη προέρχεται από την Ελλάδα, ακόμη και η λέξη “Europa” είναι ελληνική. Η Ευρώπη φοβάται ό,τι δεν μπορεί να ελέγξει, και τα “γουρούνια” (PIΙGS), μεταξύ των οποίων και η Ιταλία, δεν μπορεί κανείς να τα ελέγξει».

Ο Τζανέλα είναι ευφυής επαγγελματίας χωρίς στεγανά, εκτιμά την «ώριμη ομάδα μπαλέτου» που διευθύνει στη χώρα μας, τον ενδιαφέρει η «νεοκλασική προσέγγιση» του κλασικού και ο «εκμοντερνισμός» της όπερας. Ολα αυτά τα έδειξε στις παραστάσεις που χορογράφησε και σκηνοθέτησε εφέτος – και η «δική μας» Λυρική τού είναι μάλλον υπόχρεη. Λίγο προτού ολοκληρώσει την πρώτη του σεζόν στην Αθήνα παραδέχεται ότι «η πρόκληση είναι πάντοτε η συνέχεια. Πρέπει να δείχνουμε στους ανθρώπους ότι λειτουργούμε και μάλιστα καλά. Δεν μας επιτρέπεται να πούμε: “Ε, συγγνώμη, δεν έχουμε τώρα κάποια παραγωγή, δεν πληρωθήκαμε, δεν έχουμε πόρους κ.ο.κ.”. Αντιθέτως, το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι “σας ευχαριστούμε που έρχεστε να μας δείτε, μείνετε μαζί μας, μοιραστείτε πράγματα μαζί μας και συγκρίνετέ μας με άλλους”». l

* Στις 30/6 και 1/7, στις 9.00 μ.μ., η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει δύο βραδιές χορού στη Ρωμαϊκή Αγορά και δύο κονσέρτα για πιάνο των Μότσαρτ και Μπετόβεν, σε χορογραφία Ρενάτο Τζανέλα και μουσική διεύθυνση Ηλία Βουδούρη.