Τρίτη 5 Ιουνίου, γύρω στις 6 μ.μ. Ο Δημήτρης Πλατανιάς κάθεται στο καμαρίνι του στο Ηρώδειο, σχεδόν μπροστά στον ανεμιστήρα. Είναι λιγομίλητος. Ίσως επειδή η πρώτη τεχνική πρόβα αρχίζει σε λίγα λεπτά ή ίσως επειδή «την τελευταία εβδομάδα πριν από την παράσταση δεν πλησιάζεται», όπως λένε όσοι τον ξέρουν. Ίσως και τα δύο μαζί. Ο έλληνας βαρύτονος ερμηνεύει για πρώτη φορά τον ρόλο του Κόμη ντι Λούνα στον «Τροβατόρε», μία από τις δημοφιλέστερες όπερες του Τζουζέπε Βέρντι, η οποία έχει να παιχτεί στην Ελλάδα από το καλοκαίρι του 1982. Και τώρα παρουσιάζεται υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού Λουκά Καρυτινού και σε σκηνοθεσία του Ιταλού Στέφανο Πόντα. Από οικογένεια ερασιτεχνών χορωδών, ο Δημήτρης Πλατανιάς τραγουδούσε από μικρό παιδί αλλά αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με την όπερα στα 30 του. Κάλυψε όμως γρήγορα το κενό του χρόνου. Πρόσφατα έκανε το ντεμπούτο του στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου με τον «Ριγκολέτο» (επίσης) του Βέρντι. Τον ενδιαφέρει «η δημοσιότητα να γίνεται μέσω της σκηνής», δηλαδή ο κόσμος να καταλαβαίνει τι θέλει να του πει από σκηνής. Οι συνεντεύξεις τον φέρνουν σε αμηχανία.

Τι περιλαμβάνει η διαδρομή από την Καλαμάτα και το Δημοτικό Ωδείο της ως το Κόβεντ Γκάρντεν;

«Μπαίνεις στο πούλμαν, φτάνεις στην Αθήνα, παίρνεις το αεροπλάνο και πετάς για Λονδίνο. (Όλοι με ρωτάνε για αυτή τη “διαδρομή”.) Ουσιαστικά, περιλαμβάνει σπουδές, αρκετά χρόνια στο θέατρο της Λυρικής και σιγά σιγά κάποιες προσπάθειες στο εξωτερικό. Αυτή η πρόσφατη εμφάνιση στο Λονδίνο είναι ό,τι πιο σημαντικό έχω κάνει ως τώρα».

Πώς αισθάνεται ένας έλληνας τραγουδιστής της Όπερας που πρωταγωνιστεί για πρώτη φορά σε ένα από τα παγκοσμίως σημαντικότερα λυρικά θέατρα επιστρέφοντας στα πάτρια καλλιτεχνικά εδάφη;

«Αισθάνεται σίγουρα ψηλότερος κατά κάποιους πόντους. Ήταν σπουδαία η εμπειρία εκεί και δεν νομίζω ότι μπορείς να κάνεις συγκρίσεις. Εκείνο είναι ένα τεράστιο πράγμα ως οργάνωση, με πολλούς περισσότερους πόρους».

Προσωπικά, «ψηλώσατε» πολύ;

«Γενικά, ως χαρακτήρας, δεν ενθουσιάζομαι εύκολα. Καταλαβαίνω αν και πότε πηγαίνω καλά, και κατάλαβα ότι τα πράγματα πήγαν καλά εκεί (σ.σ.: στο Κόβεντ Γκάρντεν), αλλά προτιμώ να κρατάω μια πιο ψυχρή στάση. Και σίγουρα μπορώ να σας πω ότι τραγούδησα εκεί όπως τραγουδάω στη Λυρική Σκηνή, όπως θα τραγουδούσα και στην Καλαμάτα, όπως θα τραγουδούσα και στη Νέα Υόρκη. Από πλευράς μου δεν αλλάζει κάτι».

Οι τραγουδιστές της όπερας χρησιμοποιείτε πολύ συχνά τη λέξη «ντεμπουτάρω», δίνοντας την αντίστοιχη ψυχική έμφαση στο όποιο ξεκίνημα. Είναι η μαγεία της πρώτης φοράς;

«Βέβαια, είναι μεγάλη διεργασία. Όταν κάνεις έναν ρόλο για πρώτη φορά είναι ένα ολιστικό πράγμα. Έχει πολύ μεγάλη σημασία με ποιον μαέστρο πρωτοτραγουδάς κάτι, με ποιον σκηνοθέτη πρωτοστήνεις έναν ρόλο. Όσες φορές και αν παίξεις τον ίδιο ρόλο ξανά, η πρώτη φορά είναι αυτή που μένει πάντοτε πιο πολύ στο μυαλό. Εξάλλου, όλες οι πρώτες φορές είναι μαγικές, σε οτιδήποτε».

Μονωδός, εγωισμός και αυταρέσκεια πηγαίνουν χέρι χέρι;

«Όχι περισσότερο από ότι σε άλλους καλλιτέχνες. Το να ξέρεις ποιες είναι δυνάμεις σου και σύμφωνα με αυτές να πορεύεσαι και να εξελίσσεσαι, να φτιάχνεις καινούργιες δυνάμεις και να ανεβαίνεις, τα βαστάει πάντως όλα σε ισορροπία».

Οι πολλές μικρές «θυσίες» στην καθημερινότητά σας δεν τρέφουν ένα υπερεγώ;

«Το δικό μου με τίποτε. Το να προσέχει κανείς την υγεία του ή να είναι σε κατάσταση ηρεμίας και ψυχραιμίας, ειδικά όταν πλησιάζουν οι παραστάσεις, δεν νομίζω ότι είναι χαρακτηριστικό του τραγουδιστή. Προσωπικά, προσέχω – ιδίως όταν βρισκόμαστε στις τελικές πρόβες – αλλά ως εκεί. Ας πούμε, δεν μπαίνω στο μετρό την τελευταία εβδομάδα των προβών. Μπορείτε αν θέλετε να το πείτε υποχόνδριο, αλλά δεν νομίζω ότι είναι τόσο τραγικό».

Όταν παίρνετε για πρώτη φορά στα χέρια σας έναν ρόλο, ανατρέχετε σε ερμηνείες άλλων μονωδών;

«Μόνο των παλαιών τραγουδιστών της “χρυσής εποχής” της όπερας, δηλαδή από τις αρχές του 20ου αιώνα ως τα τέλη του 1970».

Τον Στέφανο Πόντα, σκηνοθέτη σας στον «Τροβατόρε», τον αποκαλούν «μάγο της όπερας». Έχετε δει στη σκηνοθεσία του ταχυδακτυλουργικά που δεν έχετε δει από άλλους;

«Φαντάζομαι ότι σε αυτό παίζουν ρόλο (και) οι φωτισμοί, οι οποίοι είναι για εκείνον το άλφα και το ωμέγα. Η σκηνοθεσία του είναι πολύ ακριβής και εύστοχη, ζητάει πολύ συγκεκριμένες εκφράσεις, αναφορές και αντιδράσεις από τον ερμηνευτή αφήνοντάς τον όμως παράλληλα ελεύθερο να τραγουδήσει όπως θέλει».

Βλέπετε τις παραστάσεις σας εκ των υστέρων;

«Όχι, σπανίως».

Δηλαδή, δεν θα δείτε ποτέ αν είναι όντως «μάγος» ο Πόντα.

«Αυτό θα το πείτε εσείς, το κοινό. Εμένα με απασχολεί πρώτα από όλα να τραγουδήσω καλά».

Ο Στέφανο Πόντα υπογράφει επίσης τα κοστούμια, τα σκηνικά και τους φωτισμούς. Συγκεντρωτικός ή τελειομανής;

«Δεν ξέρω. Ίσως τελειομανής, συγκεντρωτικός δεν νομίζω».

Στον «Τροβατόρε» η σοπράνο είναι το αντικείμενο του πόθου μεταξύ δύο ανδρών οι οποίοι δεν γνωρίζουν ότι είναι αδέλφια. Στον έρωτα λέτε ότι πηγαίνει κανείς για να συντριβεί ή για να χαρεί;

«Για να χαρείς πας, αλλά τις περισσότερες φορές συντρίβεσαι κιόλας. Η συντριβή μπορούμε να πούμε ότι είναι η παράπλευρη απώλεια η οποία αν σου προκύψει, την πάτησες».

Ο «Τροβατόρε» είναι, όπως λένε, όπερα που έχει αποκτήσει «αθανασία». Έχει επιπρόσθετες απαιτήσεις για τον ερμηνευτή ένα διαχρονικό έργο;

«Μοιραία γίνεσαι μέλος του κλαμπ αυτών που το έχουν τραγουδήσει. Και όταν είσαι μέσα στο κλαμπ, πρέπει να το κάνεις όσο το δυνατόν καλύτερα – καλό είναι να θυμούνται έστω κάποιοι ότι είσαι μέλος του κλαμπ».

Είναι τελικά η όπερα λαϊκό θέαμα; Προσφέρεται δηλαδή για τους πολλούς;

«Ε, βέβαια. Γιατί να μην είναι; Προσφέρεται όπως και το θέατρο ή ο κινηματογράφος».

Κάποτε ίσως υπήρχε για τους λίγους, και μάλλον πλούσιους, που θα έβαζαν τα καλά τους το σαββατόβραδο και θα πήγαιναν να δουν όπερα.

«Αυτό μπορεί να ίσχυε κάποτε, αλλά χωρίς να είναι το ζητούμενο. Ίσως ίσχυε λόγω πολιτικών και άλλων καταστάσεων όταν γεννήθηκε η όπερα, επειδή οι πρώτοι μέντορές της ήταν οι πλούσιοι, εκείνοι οι οποίοι είχαν χρήματα για να πληρώσουν ανθρώπους προκειμένου να συνθέσουν και να τραγουδήσουν όπερες».

Ασχολείσαι με την πολιτική και την επικαιρότητα;

«Ασχολούμαι εκ των πραγμάτων. Και να θέλεις να μην ασχοληθείς, δεν γίνεται έτσι όπως είναι τα πράγματα. Αλλά τι να πω; Αν είναι ωραία ή όχι; Δεν είναι. Αν θα έπρεπε να συμβαίνουν ή όχι; Δεν θα έπρεπε. Ποιος φταίει; Όλοι και κανένας. Και οι πολιτικοί και οι συνταξιούχοι άνθρωποι είναι. Μακάρι να υπήρχε η χρυσή τομή για όλα αυτά».

Σε προηγούμενη συνέντευξή σας έχετε πει «προσωπικά δεν είμαι από αυτούς που βγαίνουν και διαδηλώνουν, ούτε “Αγανακτισμένος” είμαι».

Και πρέπει να το επαναλάβω τώρα;

Θα ήθελα απλώς να μου πείτε αν δεν είστε αγανακτισμένος τότε τι είστε;

«Αγανακτισμένος δεν είμαι υπό την έννοια ότι δεν θα πάω να διαδηλώσω. Είμαι αγανακτισμένος, αλλά δεν είμαι ο “Αγανακτισμένος” της διαδήλωσης.

Τι σας έχει αγανακτήσει περισσότερο από όλα;

«Η μετριότητα σε όλο της το μεγαλείο, στην πολιτική και σε όλα. Και ότι μας λείπουν πεφωτισμένοι άνθρωποι. Όντως, δεν υπάρχουν μεγάλες προσωπικότητες».

Με ποιον τρόπο εκφράζεστε και αντιδράτε;

«Σίγουρα δεν αντιδρώ επιθετικά, προσπαθώ απλώς να κάνω τα πράγματα γύρω μου λίγο καλύτερα για τους ανθρώπους που με περιβάλλουν ελπίζοντας ότι αυτό θα γίνει αλυσίδα και θα πάει και σε άλλους, και σε άλλους κ.ο.κ. Προσπαθώ με αυτό που κάνω τώρα, με τη δουλειά μου, να κάνω τα πράγματα πιο όμορφα. Δεν είμαι ούτε παθητικός, ούτε απαθής. Αλλά η οργή γεννά οργή και δεν νομίζω ότι αυτός είναι ο σωστός τρόπος αντιμετώπισης».

Θα τραγουδούσατε στο Σύνταγμα σε μια οπερετική πλην πολιτική διαμαρτυρία;

«Δύσκολα. Είμαι διστακτικός, δεν ξέρω αν θα το έκανα. Εξαρτάται από το από ποιους θα καλούμουν, με ποιους άλλους θα το έκανα και για ποιον λόγο. Διότι σε αυτά τα πράγματα υπάρχει εκμετάλλευση και όχι πάντοτε για καλούς σκοπούς. Θα προτιμούσα να μου πουν να πάω να τραγουδήσω δωρεάν για παιδιά που δεν έχουν να φάνε ή για παιδιά άρρωστα. Για αυτό θα πήγαινα αύριο το πρωί. Με ενδιαφέρει πολύ το πλαίσιο, το ποιος είναι αυτός που μου ζητάει κάτι».

* Η όπερα «Τροβατόρε» παρουσιάζεται στις 10, 12, 13 και 14 Ιουνίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού από την Εθνική Λυρική Σκηνή, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών (στις 13/6 τον Κόμη ντι Λούνα ερμηνεύει ο Βιτόριο Βιτέλι).