«Είναι πια αρκετά ξεκάθαρο ότι μια πιο πράσινη οικονομία αποτελεί παγκόσμια ανάγκη. Στην πραγματικότητα, δεν έχουμε άλλη επιλογή· σήμερα, 7 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε αυτόν τον πλανήτη και ως το 2050 θα είναι 9 δισ. Αν συνεχίσουμε να βαδίζουμε στο μονοπάτι που ακολουθήσαμε τον προηγούμενο αιώνα, θα χρειαστούμε δύο πλανήτες για να μας παρέχουν τους απαραίτητους πόρους!» μας είπε ο Σλοβένος Γιάνες Ποτότσνικ, ο ευρωπαίος επίτροπος για το περιβάλλον, λίγο μετά τη λήξη της Πράσινης Εβδομάδας στις Βρυξέλλες στις 25 Μαΐου.

Ποιες είναι οι «πράσινες» προκλήσεις για την Ευρώπη σήμερα; «Οι διατροφικές ανάγκες ενός ολοένα αυξανόμενου πληθυσμού με περιορισμένους πόρους, η ανάγκη να προσαρμόσουμε τις οικονομίες μας αναλόγως ώστε να ξοδεύουμε λιγότερο, η ανάγκη για καθαρό νερό και αέρα, η δραστική μείωση της βιοποικιλότητας, η κλιματική αλλαγή – θα μπορούσα να σας κάνω μία μακροσκελή λίστα, αλλά νομίζω ότι θα βοηθήσει περισσότερο να σκεφθούμε πώς μπορούμε να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις. Το πιο σημαντικό για όσους χαράσσουν πολιτική είναι να πάψουν να αντιλαμβάνονται το περιβάλλον ως κάτι ξεχωριστό από την υπόλοιπη ζωή τους. Για να προσεγγίσουμε επαρκώς τα διάφορα επιμέρους ζητήματα, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι το περιβάλλον λαμβάνεται υπόψη σε όλες τις πολιτικές μας, από τη μεταφορά και τη γεωργία ως τη βιομηχανία και την αλιεία, αλλά και στην εκάστοτε τοπική και δημοσιονομική πολιτική».

Οταν, όμως, η οικονομία παίρνει τη μερίδα του λέοντος στην ευρωπαϊκή ατζέντα, τι απομένει για το περιβάλλον; «Η οικονομική και η περιβαλλοντολογική κρίση είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: η οικονομία χρειάζεται οικοσυστήματα που λειτουργούν εύρυθμα και το περιβάλλον χρειάζεται βιώσιμη οικονομία. Πρασινίζοντας την οικονομία δημιουργούμε δυνατότητες απασχόλησης σε τομείς όπως η ανακύκλωση υψηλής τεχνολογίας, τα (σ.σ.: ενεργειακά) αποδοτικά κτίρια και οι υποδομές, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και οι πράσινες τεχνολογίες. Πρόκειται για χρήματα που πραγματικά αξίζει να δαπανήσουμε, ακόμη και εν μέσω βαθιάς οικονομικής κρίσης».

Υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία αναφορικά με τις ελληνικές περιβαλλοντολογικές προκλήσεις; «Εχω πλήρη επίγνωση ότι είναι πολύ δύσκολη περίοδος για την Ελλάδα και τον λαό της και θα ήταν κατανοητό αν το περιβάλλον δεν ήταν στην κορυφή της ατζέντας της προς το παρόν. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα η Ελλάδα πρέπει οπωσδήποτε να προσαρμόσει την οικονομία της στην πραγματικότητα των πεπερασμένων διατιθέμενων πόρων. Ενας τομέας στον οποίο η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να τα πάει καλύτερα είναι τα απορρίμματα, τα οποία οφείλουμε να δούμε ως δυνητικούς πόρους και όχι ως πρόβλημα. Στην Ελλάδα ακούω πολλά για την υγειονομική ταφή των απορριμμάτων και τα σχετικά επιμέρους προβλήματα – σε άλλα μέρη της Ευρώπης η υγειονομική ταφή αποτελεί, όμως, παρελθόν. Υπάρχουν χώρες όπου η επεξεργασία των απορριμμάτων (ανακύκλωση, επαναχρησιμοποίηση και παραγωγή ενέργειας) έχει δημιουργήσει πάρα πολλές θέσεις εργασίας. Είναι καλό η Ελλάδα να μάθει από τις καλύτερες πρακτικές που εφαρμόζονται αλλού στην Ευρώπη. Το νερό και η προστασία της φύσης είναι άλλοι τομείς στους οποίους είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να σημειωθεί βελτίωση. Εμείς στην ΕΕ έχουμε στηρίξει, και θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε, την Ελλάδα με χρηματοδότηση, συμβουλές, ανταλλαγή των βέλτιστων πρακτικών και κάθε άλλο μέσο που διαθέτουμε».

Εχετε δηλώσει πως «ενώ η Ευρώπη θεωρείται ότι έχει επαρκείς υδάτινους πόρους, πολλές περιοχές, ιδιαίτερα στον Νότο, υποφέρουν από χαμηλή διαθεσιμότητα νερού και λειψυδρία». Πώς μπορεί η Ευρώπη να εγγυηθεί την επάρκεια νερού για όλους; «Είναι πολλά αυτά που μπορούμε να κάνουμε. Ενδεικτικά, χρειάζεται να συμφωνήσουμε και να εισαγάγουμε πρακτικές προστασίας των υδάτινων αποθεμάτων με βάση δείκτες που μας κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, σε πολλά μέρη της Ευρώπης πρέπει να ενσωματώσουμε αποτελεσματικότερα τη διαχείριση της ξηρασίας στη συνολική διαχείριση των Περιοχών Λεκάνης Απορροής Ποταμού (ΠΛΑΠ). Και φυσικά, το κόστος της υδροληψίας, της μεταφοράς, του καθαρισμού και της περαιτέρω επεξεργασίας του νερού μπορεί να επηρεάσει κοινωνικά και οικονομικά τους περισσότερους τομείς και περιοχές.

Και πόσο κοντά είμαστε σε όλα αυτά; «Ενα μεγάλο μέρος της απαιτούμενης νομοθεσίας ήδη υπάρχει, απομένει η πλήρης εφαρμογή του. Η οδηγία-πλαίσιο της ΕΕ για τα ύδατα απαιτεί, για παράδειγμα, πολιτικές τιμολόγησης του νερού οι οποίες δημιουργούν κίνητρα για την αποτελεσματική χρήση του. Ομοίως, πρέπει να βεβαιωθούμε ότι οι άδειες υδροληψίας και η μέτρηση της στάθμης του νερού ενθαρρύνονται μέσω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και της Πολιτικής Συνοχής στην ΕΕ».

Με την αυξανόμενη ζήτηση βιοενέργειας και νέων προϊόντων ξυλείας, μπορεί η ΕΕ να εγγυηθεί τη χρήση των δασών της «με ρυθμό και με τρόπο που δεν διακινδυνεύει τη βιοποικιλότητα και άλλες περιβαλλοντολογικές λειτουργίες», όπως πρόσφατα επισημάνατε; «Κατ’ αρχάς, παρ’ όλο που οι καλλιέργειες και τα δάση είναι ανανεώσιμοι φυσικοί πόροι, έχουν περιορισμένη δυνατότητα παραγωγής προϊόντων. Αν τους ζητούμε υπερβολικά πολλά, το εύλογο αποτέλεσμα θα είναι η ποσοτική και ποιοτική υπερεκμετάλλευσή τους. Αν μόνο φυλάσσουμε τα ευρωπαϊκά δάση, αλλά επιτρέπουμε να αυξάνεται η ζήτηση, αναπόφευκτα θα αυξήσουμε και τον ήδη υπάρχοντα ευρωπαϊκό αντίκτυπο στα δάση του υπόλοιπου κόσμου. Πρέπει, επίσης, να διασφαλιστεί ότι τα διαθέσιμα αποθέματα ξύλου και γεωργικών προϊόντων χρησιμοποιούνται με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο – η αλλαγή των καταναλωτικών προτύπων και η προτεραιότητα σε χρήσεις με υψηλότερη προστιθέμενη αξία μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στο συνολικό όφελος».

Σε λίγες ημέρες ξεκινά η Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Τι μπορεί να περιμένει η Ευρώπη από το «Rio+20»; Υπάρχει δυνατότητα παγκόσμιας συνεργασίας; «Η γη, το νερό, οι ωκεανοί, η ενέργεια, τα απορρίμματα είναι οι “πυλώνες της ζωής”, όπως τους ονομάζω. Και πρέπει να τεθούν στόχοι για καθέναν από αυτούς τους πυλώνες, οι οποίοι θα βάλουν τον κόσμο μας σε τροχιά μετάβασης προς την παγκόσμια, πράσινη οικονομία. Στο Ρίο χρειαζόμαστε να δούμε κάτι περισσότερο από λόγια. Πρέπει οι χώρες τουλάχιστον να συμφωνήσουν στο πρόβλημα και στην ανάγκη για απτή δράση. Πρέπει να ξεκινήσει μια διαδικασία ως προς την οποία δεν θα υπαναχωρήσουμε, είναι προς το συμφέρον όλων μας».