Κοίτα με στα μάτια!». Αυτό θέλεις να προτρέψεις επιτακτικά τον Μίλο Μανάρα όταν τον συναντάς από κοντά. «Κοίτα με στα μάτια, και μόνο στα μάτια», όπως προστάζει η ευγένεια αλλά και μια παλιά, καλή διαφήμιση. Γνωρίζεις, βέβαια, εκ των προτέρων ότι πρόκειται για τον μετρ του ερωτικού κόμικ, o oποίος καυχιέται στο website του ότι χάρη στις υπερσεξουαλικές γυναίκες που ζωγραφίζει, τα «pin-up» του, όπως τις χαρακτηρίζει, μπορεί να διασκεδάζει «τους στρατιώτες, τους φορτηγατζήδες, τους φυλακισμένους».

Παρ’ όλα αυτά, περιμένεις ότι σε μια τετ-α-τετ συνέντευξη ο δημιουργός, που θεωρείται από πολλούς έως και light πορνογράφος, θα κάνει, αν μη τι άλλο, μια φιλότιμη προσπάθεια να στρέψει το βλέμμα του εκεί όπου συντελείται η ουσιαστική επικοινωνία – στα μάτια. Ομως, όχι, ο 67χρονος Μίλο Μανάρα επιμένει ανερυθρίαστα, καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της συνάντησής μας, να κοιτάζει… αλλού. Πουθενά συγκεκριμένα, γενικώς και αορίστως, και κυρίως την αραιή κίνηση επί της οδού Διδότου, όπου και στεκόμαστε όρθιοι και μιλάμε για να μπορεί να καπνίζει, αργά και απολαυστικά, ένα από τα αγαπημένα του πουράκια. Εκείνος δεν κοιτάζει κάπου συγκεκριμένα, όσοι όμως έχουν βγει έξω από την Ελληνοαμερικανική Ενωση, όπου διεξάγεται το Φεστιβάλ κόμικ Comicdom Con Athens, για τσιγάρο ή για να πάρουν αέρα, κοιτούν επίμονα εκείνον. Με εμφανή περιέργεια και δέος. Εναν γοητευτικό τύπο με επιβλητική παρουσία, που τον ξεχωρίζεις από μακριά – βοηθάει, άλλωστε, και η ιταλική φινέτσα του σε αυτό, τα μαύρα καλοραμμένα ρούχα του και τα κατάλευκα μαλλιά του.

Για το πολυπληθές κοινό του Comicdom Con Athens είναι ένας ζωντανός θρύλος. Ο δημιουργός της πουριτανής Κλαούντια, της οποίας ο ερωτισμός ελέγχεται με ένα τηλεχειριστήριο στη θρυλική σειρά κόμικ «Το κουμπί της», αλλά και ο συνεργάτης του άλλου μεγάλου ιταλού κομίστα, Ούγκο Πρατ, καθώς και του Φελίνι, του Γιοντορόφσκι και του Αλμοδόβαρ, ο Ευρωπαίος στον οποίο απευθύνθηκε πρόσφατα η αμερικανική Marvel για να ανανεώσει τους «X-Men» της. Στην Ελλάδα το επίθετό του, η συμπτωματική, αλλά τόσο επιτυχημένη ομοηχία λέξεων με το σύνηθες, ελαφρώς σεξιστικό, θαυμαστικό επιφώνημα ενός θερμόαιμου άνδρα στη θέα μιας ζουμερής γυναίκας, του έχει προσδώσει «καλτ» διαστάσεις. Είναι ο Μανάρα με το όνομα και μάλιστα με σάρκα και οστά! Οι θαυμαστές του, λάτρεις των κόμικς και σίγουρα όχι φυλακισμένοι, ούτε στρατιώτες, συνωστίζονται για να τους υπογράψει ένα βιβλίο του. «Στα φεστιβάλ κόμικς όπου ταξιδεύω, συναντώ κατά κανόνα πολύ νέους ανθρώπους και μάλιστα συχνά περισσότερες κοπέλες από ό,τι άνδρες. Αυτό μου δίνει ιδιαίτερη ευχαρίστηση» λέει φυσώντας τον καπνό του. «Να βλέπω, δηλαδή, έπειτα από 40 χρόνια δουλειάς, νέους να αγαπούν τη δουλειά μου και να μου απευθύνουν τόσες εκδηλώσεις τρυφερότητας».

«Δεν υπάρχει η ιδανική ερωτική γυναίκα»

Μια κοπέλα περιμένει ώρες ολόκληρες υπομονετικά για να του δείξει το πορτφόλιο με τις εικονογραφήσεις της. Οπως και άλλοι επίδοξοι κομίστες/κομίστριες με ανάλογα «χαρτοφυλάκια» οι οποίοι βρίσκονται στον χώρο, θέλει να ακούσει τη γνώμη του μεγάλου δημιουργού για τη δουλειά της. Kαθώς ξεφυλλίζει σχολαστικά τις καλοσχεδιασμένες σελίδες, προσέχοντας και την παραμικρή λεπτομέρεια επάνω τους, τα μάτια του αποκτούν πρωτόγνωρη ένταση και ζωντάνια. Σκέφτομαι πως όταν ο Μανάρα κάνει «έρευνα δρόμου», προκειμένου να αντλήσει έμπνευση για τις γυναίκες των κόμικς του, όπως δηλώνει, θα πρέπει να ακτινογραφεί ανελέητα τα αντικείμενα του ενδιαφέροντός του με έναν αντίστοιχο τρόπο.

Ενας άνδρας, όμως, που αγαπά τις γυναίκες δεν τις βάζει ποτέ κάτω από το μικροσκόπιο προς αυστηρή εξέταση. Πόσω μάλλον κάποιος που δηλώνει ότι τις λατρεύει και λαμβάνει υπόψη τις δικές τους φαντασιώσεις, γιατί τις βρίσκει πιο ενδιαφέρουσες. «Η ομορφιά είναι ένας τρόπος να αναπαραστήσεις τον ερωτισμό. Αλλά δεν υπάρχει η ιδανική ερωτική γυναίκα» λέει ένας δημιουργός ο οποίος σχεδιάζει (εκνευριστικά) αψεγάδιαστες γυναίκες. Και συμπληρώνει: «Αυτό που υπάρχει κάθε φορά είναι ένας τύπος γυναίκας που εξυπηρετεί την πλοκή της ιστορίας. Εγώ φιλτράρω την πραγματικότητα που βλέπω τριγύρω μου και δημιουργώ εξιδανικευμένες εικόνες. Είμαι της σχολής Φελίνι και όχι της σχολής του ρεαλισμού. Για εμένα είναι σημαντικό το ονειρικό και το φανταστικό στοιχείο».

Αυτό είναι λοιπόν; Οχι μόνο δεν δείχνει, αλλά ούτε είναι κιόλας ένας «σάτυρος»; Ενας γλοιώδης τύπος που βλέπει παντού μόνο στήθη, οπίσθια και σεξ, σεξ, σεξ; «Δεν πρέπει να μπερδεύουμε το βασίλειο των φαντασιώσεων με την πραγματικότητα» λέει. «Οπως μια γυναίκα, η οποία περπατά φορώντας μια πολύ κοντή φούστα, δεν στέλνει το μήνυμα “βιάστε με”, αλλά λέει απλώς: “Κοιτάξτε με, θαυμάστε με”, έτσι και το κόμικ είναι ένα παιχνίδι ανάμεσα σε φαντασίωση και πραγματικότητα» αποδομεί σοφά μια συνήθη παρεξήγηση ο Μανάρα. Και προσθέτει: «Βέβαια, αυτή η σύγχυση προκύπτει μόνο με το σεξ. Δεν μου έτυχε ποτέ να σχεδιάζω μια τράπεζα και να πιστεύει κανείς ότι έγινα εκατομμυριούχος».

Α, η ερωτική φαντασίωση! Αυτή η απαραίτητη χίμαιρα… Ο Μανάρα την προσφέρει απλόχερα, έστω και στην κλισαρισμένη πλέον εκδοχή της, έπειτα από τόσα χρόνια σχεδιασμού σχεδόν πανομοιότυπων γυναικών, πλαισιωμένων από την υποτυπώδη πλοκή των ιστοριών του. Κάποιοι, ωστόσο, βρήκαν ή βρίσκουν ακόμη και σήμερα στις σελίδες του το ιδανικό μέσο για να προσεγγίσουν τον επώδυνα αμήχανο κόσμο της πραγματικής, της ωμής σεξουαλικής πράξης.

«Τρόμαξα από τις ειδήσεις για την Αθήνα»

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μανάρα μιλάει για «κοινωνικό ρόλο» και για «την ικανότητά του κόμικ να διεισδύει στην κοινωνία μέσα από τη χαμηλή τιμή του». Προσδίδει ιδεολογικά κίνητρα στους λόγους για τους οποίους τον γοήτευσαν οι περιπετειώδεις ιστορίες με σκίτσα. Δεν τις γνώρισε, εξάλλου, ως παιδί στη μικρή πόλη Λουσόν της Βόρειας Ιταλίας όπου αναγκαζόταν να δουλεύει από την ηλικία των 12 για να είναι οικονομικά ανεξάρτητος, αλλά όταν μια γυναίκα τον εισήγαγε στον κόσμο στον οποίο έμελλε να μεγαλουργήσει. Συγκεκριμένα ήταν η γυναίκα του ισπανού γλύπτη Μιγκέλ Μπεροκάλ, του οποίου ήταν βοηθός όσο σπούδαζε στην Αρχιτεκτονική της Βενετίας. Οι σπουδές δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ.

Ο Μανάρα ακολούθησε την καρδιά του και έγινε μέλος της ιταλικής «σχολής» κόμικ. Μολονότι μαγεμένος από την «Μπαρμπαρέλα» του Ζαν-Κλοντ Φόρεστ, ενέδωσε και στις δύο προκλήσεις της εποχής: και λιμπιντική «Γιολάντα ντε Αλμαβίβα» το 1971 και «Μια δέσμη με βόμβες» το 1975. Η δεύτερη ήταν η κόμικ εξιστόρηση της «στρατηγικής της έντασης», της δημοφιλούς πρακτικής αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από τους φασίστες. Στη ζωή του, πάντως, ο Μανάρα κρατά άλλες ισορροπίες. Μιλάει με πάθος για την πολιτική, χαρακτηρίζοντας τον σημερινό τεχνοκράτη πρωθυπουργό της Ιταλίας, Μάριο Μόντι, «τον τραπεζίτη που όλοι εκθειάζουν στο εξωτερικό, χωρίς κανείς στο εσωτερικό της χώρας να καταλαβαίνει γιατί». Δηλώνει επίσης ότι υπέκυψε «στην τρομοκρατία των δελτίων ειδήσεων» και πως είχε τους δισταγμούς του για το ταξίδι στην Αθήνα, η οποία παρουσιάζεται στα διεθνή ΜΜΕ ως μια δεύτερη Βαγδάτη. Τελικά, νίκησε τους φόβους του και ήρθε, υπέγραψε, μίλησε, έκανε το πούρο του και απήλθε.

Τουλάχιστον, όταν βρεθεί πίσω στην Ιταλία θα μεταφέρει αυτό που είδε με τα μάτια του: μια ηλιόλουστη πολύβουη πόλη με ωραίες γυναίκες, σε μια χώρα «που δεν σου δίνει την εντύπωση ότι έχει γονατίσει». Εμείς, πάλι, μπορούμε να ξεχαστούμε για λίγο με αυτή τη γλυκιά φαντασίωση…