Γεννημένος στην Ομάχα της Νεμπράσκα, αλλά με ελληνικές ρίζες, ο Αλεξάντερ Πέιν – το πραγματικό όνομα του οποίου είναι Αλέξανδρος Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος – δεν ακολούθησε την επιθυμία των γονιών του να γίνει γιατρός ή δικηγόρος. Σπούδασε Ιστορία και Ισπανική Φιλολογία και έπειτα σκηνοθεσία στο UCLA. Εχοντας σκηνοθετήσει συνολικά πέντε ταινίες μεγάλου μήκους, έγινε ιδιαίτερα γνωστός το 2004 με το «Πλαγίως», το οποίο, μεταξύ άλλων, απέσπασε το Οσκαρ καλύτερου σεναρίου και ήταν υποψήφιο για Οσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας, αναδεικνύοντας τον Πέιν σε έναν από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες του Χόλιγουντ.

Επτά χρόνια πέρασαν μέχρι την καινούργια ταινία του «Οι απόγονοι»· μια επταετία κατά την οποία ο 50χρονος σήμερα Πέιν σκηνοθέτησε μερικές ταινίες μικρού μήκους, έναν πιλότο για τηλεοπτική σειρά και ανέπτυξε μερικά πρότζεκτ που ακόμη δεν έχουν γυριστεί. Διασκευή του ομώνυμου βιβλίου της Κάουι Χαρτ Χέμινγκς, «Οι απόγονοι» διαδραματίζονται στη Χαβάη και αφηγούνται την ιστορία του Ματ Κινγκ (Τζορτζ Κλούνεϊ), πλούσιου δικηγόρου και πατέρα δύο κοριτσιών, ο οποίος αναγκάζεται να επανεξετάσει τη ζωή του όταν η γυναίκα του πέφτει σε κώμα, ύστερα από ένα θαλάσσιο ατύχημα. Οι ισορροπίες στη ζωή του ανατρέπονται πλήρως όταν επιπλέον μαθαίνει ότι εκείνη τον απατούσε. Ξεκινάει έναν αγώνα για να εντοπίσει και να αντιμετωπίσει τον εραστή της, ενώ παράλληλα καλείται να αποφασίσει αν πρέπει να πουλήσει τη γη που κληρονόμησε από τους προγόνους του. Η 20χρονη ηθοποιός Σεϊλίν Γούντλεϊ, που υποδύεται τη μεγάλη κόρη του στο φιλμ και είναι υποψήφια απόψε για Χρυσή Σφαίρα (όπως άλλωστε ο Κλούνεϊ, ο Πέιν και η ίδια η ταινία), εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τη συνεργασία της με τον ελληνοαμερικανό σκηνοθέτη, που τον χαρακτηρίζει έναν από τους «πέντε πιο αγαπημένους της ανθρώπους» στη Γη. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι ηθοποιοί που έχουν δουλέψει μαζί του, ανάμεσα στους οποίους και ο Κλούνεϊ, πλέκουν το εγκώμιο του Πέιν για τις άριστες συνθήκες που δημιουργεί στα γυρίσματα, αφήνοντας τους ηθοποιούς του ελεύθερους να εκφραστούν.

Συναντήσαμε τον Πέιν πριν από λίγο καιρό στο πλαίσιο του 55ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου, όπου συμμετείχαν οι «Απόγονοι» – για να «ανοίξουν» έπειτα το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Σοβαρός, συγκεντρωμένος, αλλά παράλληλα ευγενικός και με μια ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, μας μίλησε για τη συνεργασία του με τον Κλούνεϊ – που τα προγνωστικά υποδεικνύουν ότι θα διεκδικήσει το Οσκαρ ανδρικής ερμηνείας –, τη γνώμη του για το σύγχρονο αμερικανικό σινεμά και βεβαίως τη σχέση του με την Ελλάδα.

Μετά το «Πλαγίως» και την τεράστια επιτυχία που γνώρισε η ταινία, αισθανθήκατε κάποια πίεση ή άγχος σχετικά με το ποιο έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα σας; «Οχι, η δουλειά μου δεν μου προκαλεί πίεση. Πίεση μου προκάλεσε το γεγονός ότι πήρα διαζύγιο (σ.σ.: το 2006 πήρε διαζύγιο από τη σύζυγό του, ηθοποιό Σάντρα Οου, που έπαιζε έναν δεύτερο ρόλο στο “Πλαγίως”, ωστόσο έγινε ευρύτερα γνωστή μέσα από τα επεισόδια της τηλεοπτικής σειράς «Grey’s Anatomy»). Αλλά όλα αυτά τα χρόνια, ξέρετε, δεν ήμουν αδρανής. Απλώς, τόσο στη ζωή όσο και στο σινεμά, δεν αισθάνομαι ότι έχω ανάγκη να εκφραστώ, εκτός αν πράγματι έχω κάτι να πω».

Η νέα ταινία σας έχει ήδη συμμετάσχει σε πολλά φεστιβάλ. Πώς αισθάνεστε για αυτό, υπό την έννοια ότι η ταινία βγαίνει σχετικά αργότερα στους κινηματογράφους; «Νομίζω ότι τα φεστιβάλ έχουν καταπληκτικούς θεατές, τους πιο επικριτικούς, αλλά και τους πιο γενναιόδωρους. Αγαπώ δε ιδιαίτερα το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, επειδή με έχει στηρίξει από όταν ήμουν νέος σκηνοθέτης. Και είναι πάντα μεγάλη χαρά για μένα να επισκέπτομαι την Ελλάδα, όπου έχω τις ρίζες μου».

Στις περισσότερες ταινίες σας, το μέρος όπου διαδραματίζεται η ιστορία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. «Οι απόγονοι» εκτυλίσσονται στη Χαβάη, που δεν αποτελεί συνηθισμένο κινηματογραφικό προορισμό. Ηταν πρόκληση αυτό για εσάς; «Εχοντας συνείδηση του περίπλοκου κοινωνικού ιστού εκεί, σκέφτηκα ότι η ταινία θα ήταν ένα “διαβατήριο” για να εισέλθω σε αυτή την πολύ μοναδική, ομολογουμένως, κοινωνία. Η βασική ιστορία, πώς δηλαδή ένας άνδρας ανακαλύπτει ότι η ετοιμοθάνατη γυναίκα του τον απατούσε και αποφασίζει να αντιμετωπίσει τον εραστή της, θα μπορούσε να διαδραματιστεί σε οποιοδήποτε μέρος ή εποχή. Αλλά βρίσκω πολύ ενδιαφέρον ότι λαμβάνει χώρα στη Χαβάη. Ακόμη και αν κάνω ταινίες μυθοπλασίας, έχω πάντα μια ντοκυμαντερίστικη διάθεση. Ο,τι υπάρχει στο φόντο – τα τοπία στη συγκεκριμένη περίπτωση –, επηρεάζεται απ’ ό,τι υπάρχει στο προσκήνιο και αντίστροφα. Ειδικά στη Χαβάη, είναι πολύ δύσκολο να αγνοήσεις το φόντο. Το συναίσθημα που έχεις εκεί είναι πόσο μεγαλειώδης είναι η φύση και πόσο μικρός είσαι εσύ. Είναι κάτι που σε κάνει να αισθάνεσαι ταπεινός».

Mε ποιον τρόπο, δηλαδή, η Χαβάη και οι συνθήκες ζωής εκεί επηρέασαν την ταινία, την ιστορία και τους χαρακτήρες; «Ορισμένοι κριτικοί έγραψαν για την ταινία ότι έχει ένα πολύ “χαλαρό” και “απαλό” ύφος. Δεν έχουν άδικο, με την έννοια ότι έτσι είναι η ατμόσφαιρα που επικρατεί στη Χαβάη: επαγγελματικές συμφωνίες κλείνονται σε μπαρ δίπλα στη θάλασσα, ενώ οι συμμετέχοντες πίνουν το ποτό τους φορώντας χαβανέζικα πουκάμισα. Τέτοια είναι η καθημερινότητα εκεί. Γι’ αυτό και βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την αντίθεση του πώς σε ένα φαινομενικά τόσο ειδυλλιακό και εξωτικό περιβάλλον εκτυλίσσεται μια τόσο δραματική ιστορία».

Εκτός από αυτή την αντίθεση, τι άλλο σάς γοήτευσε στην ιστορία; «Επί της ουσίας, πρόκειται για την ιστορία ενός 50χρονου άνδρα που αναγκάζεται να ωριμάσει. Το γεγονός ότι η γυναίκα του τον απατά είναι ο καταλύτης για αυτή την ωρίμανση. Ενας βασικός λόγος για τον οποίο ήθελα να κάνω αυτή την ταινία είναι επειδή ο Ματ αποφασίζει να γνωρίσει τον εραστή της γυναίκας του από κοντά και να του δώσει την ευκαιρία να την αποχαιρετίσει ενώ εκείνη βρίσκεται σε κώμα στο νοσοκομείο. Το ότι συνεχίζει να την αγαπά, ακόμη και αφού μάθει πως εκείνη τον απατούσε, είναι κάτι που με συγκινεί. Οι στιγμές που είναι δύσκολο να αγαπάς κάποιον, αυτές είναι που με ενδιαφέρουν: η αγάπη, όταν είναι δύσκολη».

Πώς ήταν να δουλεύετε με νεαρούς ηθοποιούς; Η Σεϊλίν Γούντλεϊ δεν είχε προηγούμενη εμπειρία στο σινεμά, ενώ η Αμάρα Μίλερ, που υποδύεται τη μικρή κόρη, δεν ήταν καν ηθοποιός. «Ο χαρακτήρας της μικρής κόρης ήταν πολύ μεγαλύτερος στο βιβλίο, αλλά θεωρούσα ότι πολύ πιο σημαντική ήταν η σχέση του Ματ με τη μεγάλη κόρη του. Γι’ αυτό και έδωσα τεράστιο βάρος στο κάστινγκ για τον ρόλο. Ηθελα μια ηθοποιό με μεγάλη εσωτερική δύναμη και πάθος, αλλά και ευάλωτη. Οταν η Σεϊλίν ήρθε για την οντισιόν, ήξερα μέσα στα δύο πρώτα λεπτά ότι αυτή θα επέλεγα στο τέλος».

Στο Χόλιγουντ είναι όλο και πιο δύσκολο ταινίες που διαπραγματεύονται «δυσάρεστα» θέματα να βρίσκουν χρηματοδότηση. Εσείς συναντήσατε τέτοιες δυσκολίες με τους «Απογόνους»; «Η αλήθεια είναι ότι οι “Απόγονοι” αποτελούν κατά κάποιον τρόπο εξαίρεση στο πεδίο του Χόλιγουντ. Αφού διασκεύασα το βιβλίο, έδειξα το σενάριο στο στούντιο και έκλεισα τον Τζορτζ Κλούνεϊ, με τον οποίο θέλαμε εδώ και πολύ καιρό να συνεργαστούμε, για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Είναι καταπληκτικός. Αν πιστεύει σε έναν σκηνοθέτη ή ένα σενάριο, θα αναλάβει τον ρόλο, ακόμη και αν η αμοιβή του είναι χαμηλότερη απ’ ό,τι συνήθως, όπως έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Συχνά με ρωτούν αν με ανησυχεί το να επιλέξω κάποιον πολύ διάσημο ηθοποιό για έναν ρόλο, επειδή το κοινό τον έχει συνδέσει με κάτι συγκεκριμένο και άρα το παίξιμό του μπορεί να μην είναι νατουραλιστικό. Αλλά δεν νομίζω ότι ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και η Ζαν Μορό είναι λιγότερο νατουραλιστικοί στη “Νύχτα” του Αντονιόνι επειδή ήταν μεγάλοι σταρ της εποχής».

Τι ήταν αυτό που έκανε για εσάς τον Τζορτζ Κλούνεϊ κατάλληλο για τον χαρακτήρα του Ματ Κινγκ; «Το γεγονός ότι, παρ’ όλο που είναι σταρ, βλέπω σε αυτόν κάτι ανθρώπινο, έναν άνθρωπο σαν όλους τους άλλους. Σε άλλους διάσημους αμερικανούς ηθοποιούς βλέπω απλώς μια υπέρμετρη φιλοδοξία για επιτυχία. Αλλά ο Τζορτζ δεν διστάζει να τσαλακώσει την εικόνα του, να αυτοσαρκαστεί και να υποδυθεί ρόλους που την προκαλούν. Εχει, νομίζω, χαρακτηριστικά και ιδιότητες που είχε και ο Μαστρογιάνι. Είναι και οι δύο ακαταμάχητα γοητευτικοί, αστείοι και έξυπνοι. Αυτό νομίζω είναι το βασικό χαρακτηριστικό των μεγάλων σταρ: το ότι είναι, δείχνουν και παραμένουν ανθρώπινοι».

Ποια είναι η γνώμη σας για το σύγχρονο mainstream αμερικανικό σινεμά; «Θα μπορούσα να πω πολλά αρνητικά πράγματα, αλλά νομίζω θα ήταν αχαριστία και υποκρισία εκ μέρους μου, διότι είμαι κάποιος που μπορεί να κάνει τις ταινίες του. Αν δεν είχα αυτή τη δυνατότητα, τότε ναι, θα ήμουν απογοητευμένος και θυμωμένος. Οι αμερικανοί σκηνοθέτες έχουν μεγάλη επίδραση στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη. Οι περισσότεροι, όμως, δεν κάνουν ταινίες καθαρά αμερικανικές, αλλά “καρτουνίστικες”, που μπορούν εύκολα να πουληθούν και να καταναλωθούν παντού. Αλλά εμένα με ενδιαφέρει το εθνικό σινεμά. Οι ελληνικές ταινίες, για παράδειγμα, πρέπει να αφορούν τους Ελληνες, να μιλούν για ελληνικά θέματα και να δείχνουν ελληνικές. Ενας από τους λόγους για τους οποίους αγαπάμε το σινεμά, ξέρετε, είναι επειδή θέλουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας να καθρεφτίζεται σε αυτό. Οσο πιο συγκεκριμένη είναι μια ταινία τόσο περισσότερο παγκόσμια είναι τελικά».

Ως θεατής, τι είναι αυτό που σας αρέσει στον κινηματογράφο; «Οι ταινίες για εμένα είναι σαν ένα μαγικό χαλί που με ταξιδεύει σε μέρη και σε συναισθηματικούς κόσμους που διαφορετικά δεν θα είχα γνωρίσει ποτέ. Ενας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους μας αρέσει το σινεμά είναι επειδή μεταφέρει εμπειρίες και διότι μέσα από αυτό μπορούμε να μεταφερθούμε σε άλλα μέρη, άλλες εποχές και να “ζήσουμε” ή να δούμε διαφορετικούς τρόπους ζωής».

Ως σκηνοθέτης, δίνετε μεγαλύτερο βάρος στους διαλόγους και στο σενάριο ή στην εικόνα; «Ασυζητητί στην εικόνα! Προτού αποφασίσω αν θέλω να πω μια ιστορία ή να διασκευάσω ένα βιβλίο, αυτό που αναρωτιέμαι πρώτα είναι αν η συγκεκριμένη ιστορία μπορεί να ειπωθεί με εικόνες, αν είναι κινηματογραφική».

Στους «Απογόνους», είναι πολύ έντονη η παρουσία της μουσικής. Πόσο βάρος δίνετε στη μουσική επένδυση των ταινιών σας; «Είμαι πολύ περήφανος για τη μουσική στην ταινία. Είναι η πρώτη φορά που δεν συνεργάστηκα με κάποιον συνθέτη, αλλά θεώρησα απαραίτητο να χρησιμοποιήσω μόνο χαβανέζικη μουσική. Μαζί με τους συνεργάτες μου, ακούσαμε ατελείωτες ώρες μουσική από τη Χαβάη. Απομονώσαμε τα τραγούδια που μας άρεσαν και εξετάσαμε αν ταίριαζαν με την ταινία, καθώς και κατά πόσο μπορούσαν να υποστηρίξουν τόσο την κωμωδία όσο και το δράμα στην ιστορία, το “πάθος” με την αρχαιοελληνική έννοια της λέξης».

Ενα από τα θέματα της ταινίας είναι και η σχέση των ανθρώπων με τη γη και την κληρονομιά τους. Υπάρχει μια συγκεκριμένη σκηνή που ο Ματ εκφράζει τις απόψεις του, γι’ αυτό και μιλά για την πορεία των προγόνων του. Συμφωνείτε με όσα λέει; «Η σκηνή αυτή με ανησυχούσε. Φοβόμουν ότι θα φαινόταν πολύ “χολιγουντιανή”. Αλλά ελπίζω ότι είναι πιστή στον χαρακτήρα του και στο συναισθηματικό ταξίδι που περνάει και ότι οι θεατές δεν θα το εισπράξουν τελικά ως κήρυγμα. Σε μια ταινία, το τελευταίο πράγμα που θέλω να κάνω είναι να περάσω ένα συγκεκριμένο μήνυμα».

Ποια είναι η δική σας σχέση με την καταγωγή σας; Οι πρόγονοί σας, οι ελληνικές ρίζες σας έχουν παίξει ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα σας; «Κοιτάξτε, η πόλη που με έχει καθορίσει είναι η Ομάχα, όπου γεννήθηκα. Φυσικά, όμως, είμαι επηρεασμένος και από τις ελληνικές ρίζες μου. Είμαι Αμερικανός και οι γονείς μου γεννήθηκαν στην Αμερική, αλλά οι παππούδες μου προέρχονταν από την Ελλάδα. Και όπως θα ξέρετε και εσείς, οι Ελληνες της Αμερικής διατηρούν την ελληνικότητά τους πολύ περισσότερο από ό,τι άλλοι λαοί. Το ότι μεγάλωσα ως Ελληνας δεύτερης γενιάς έχει σίγουρα επηρεάσει το πώς είμαι. Πολλές φορές με ρωτούν στο σπίτι: “Μα είσαι τελικά Αμερικανός ή Ελληνας;”. Είμαι Αμερικανός, αλλά οι ελληνικές ρίζες μου, η ελληνική κουλτούρα υπάρχουν μέσα μου. Νομίζω είναι πολύ καλό για έναν καλλιτέχνη, ειδικά για έναν σκηνοθέτη, να έχει πολλαπλές ρίζες. Του επιτρέπει να είναι συμμετοχικός παρατηρητής των αντιθέσεων γύρω του και να μπορεί να βλέπει τα πράγματα από διαφορετικές οπτικές. Να ζει τις καταστάσεις, αλλά παράλληλα να διατηρεί και μια απόσταση από αυτές – κάτι που, τώρα που το σκέφτομαι, είναι απαραίτητο όχι μόνο στην τέχνη, αλλά και στη ζωή».

* H συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 15 Ιανουαρίου 2012