Παρίσι. Iδρυμα «Γαλλία-Ελευθερίες». Η Ντανιέλ Μιτεράν καθισμένη στο γραφείο της συντάσσει ένα κείμενο για κάποια πρόσφατα γεγονότα στη Βολιβία. Με υποδέχεται χαμογελαστή, με φιλάει και μου προσφέρει γλυκά. Το κουτί είναι σχεδόν γεμάτο. «Αλλο ένα;» με ρωτάει αμέσως μετά, κοιτάζοντας συνωμοτικά τη συνεργάτιδά της. «Ενα ήταν αρκετό» απαντώ. «Για να είμαι ειλικρινής, μου τα έφεραν για να με ευχαριστήσουν, αλλά δεν μου αρέσουν καθόλου!» συμπληρώνει και ξεσπάει σε γέλια. Καθόμαστε στο στρογγυλό τραπέζι. Δίπλα μου ένα αντίτυπο του τελευταίου βιβλίου της με τίτλο «Το βιβλίο της μνήμης μου». Μπροστά μου εκείνη, μια επαναστάτρια 84 χρόνων, με μάτια που πετούν σπίθες και φωνή νεαρού κοριτσιού. Μιλάμε για την οικογένειά της, τον κομμουνισμό, την Ιστορία, το Internet, τις αποικίες και την αποικιοκρατία, τον Φρανσουά, τον Φιντέλ, το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το ΠαΣοΚ, τον Σαρκοζί, την Ελλάδα, το παρελθόν και, κυρίως, για το μέλλον…

Ντανιέλ Μιτεράν, προέρχεστε από μια οικογένεια αριστερών πολιτικών πεποιθήσεων. Πώς άρχισε η οικογενειακή αυτή παράδοση;
«Oι πρόγονοί μου ήταν από τη Βουργουνδία και έζησαν το δράμα της φυλλοξέρας που ήταν καταστροφικό για αυτούς, υλικά και συναισθηματικά. Ηταν σαν κάποιος να είχε βυθίσει ένα μαχαίρι στην καρδιά τους και, βλέποντας πολλούς επιτήδειους να κάνουν περιουσίες εκμεταλλευόμενοι τη φτώχεια και την αδυναμία τους, στράφηκαν ενστικτωδώς προς την Αριστερά και τον κομμουνισμό. Ηταν μια αντίδραση ενάντια στην αδικία και στον κυνισμό μιας κοινωνίας που δεν διστάζει να ποδοπατήσει τον ανθρώπινο πόνο για να πλουτίσει».

Εσείς πότε αποκτήσατε πολιτική συνείδηση;
«Νομίζω ότι η πολιτική συνείδηση δεν είναι κάτι που εμφανίζεται ξαφνικά στη ζωή σου. Δεν λες μια ωραία πρωία: “Τώρα θα στρατευτώ ενάντια στην αδικία, θα ακολουθήσω αυτόν τον δρόμο ή θα επιλέξω το τάδε κοινωνικό μοντέλο”. Η ζωή και οι καταστάσεις σε ωθούν να ταχθείς υπέρ των καταπιεσμένων ή υπέρ των καταπιεστών. Εγώ από πολύ μικρή ένιωθα να είμαι με το μέρος των αδυνάτων. Αρχή μου ήταν πάντα να μη δέχομαι τη βία και το άδικο. Τη χρήση της βίας μπορώ να την δικαιολογήσω μόνο στην περίπτωση που κάποιος προσπαθεί να προστατεύσει τον εαυτό του, αν και, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, δεν θεωρώ ότι είναι το καλύτερο μέσο άμυνας. Ας το δεχτούμε, όμως, σαν κάτι ενστικτώδες. Γενικά, διαπιστώνω ότι είμαι Αριστερή από τη στάση που κρατώ απέναντι στους ανθρώπους και στα πράγματα. Oταν μάλιστα μου λένε – και αυτό γίνεται συχνά – ότι είμαι μια πραγματική Αριστερή, δεν ξέρω αν το λένε ως φιλοφρόνηση ή ως κάτι κακό. Γενικά, πιστεύω ότι έπαιξα τον ρόλο που μου αναλογούσε στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο».

Πιστεύετε ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται ανεξάρτητα από τις προσπάθειες του ανθρώπου να αλλάξει τη ροή της;
«Πιστεύω ότι υπάρχουν κάποιες κατευθυντήριες ιδέες που ξεπερνούν τον άνθρωπο και προσαρμόζονται στα εκάστοτε δεδομένα. Η ουσία, όμως, της κάθε ιδέας παραμένει – “οι ιδέες ακολουθούν την πορεία τους” θα έλεγε ο Φρανσουά. Στο τελευταίο μου βιβλίο, μάλιστα, θέλησα να περιγράψω αυτές τις ιδέες, χωρίς να αναφερθώ στα πρόσωπα που τις υπερασπίστηκαν ή τις πολέμησαν. Το σύστημα μέσα στο οποίο ζούμε μας ωθεί να προσωποποιούμε τις καταστάσεις. Εγώ, όμως, δεν θέλησα να ακολουθήσω αυτήν την τακτική, διότι πιστεύω ότι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης ανθρώπων, ιδεών και καταστάσεων. O άνθρωπος και η ιδέα εύκολα μπορούν να συναντηθούν ανά πάσα χρονική στιγμή. Oι καταστάσεις ωστόσο δεν είναι ποτέ οι ίδιες, γι’ αυτό και η Ιστορία ούτε να προσωποποιηθεί μπορεί, ούτε να επαναληφθεί. Σήμερα, για παράδειγμα, υπάρχουν όλα τα στοιχεία που θα επέτρεπαν να ξαναγυρίσουμε σε έναν κόσμο φασιστικό: Η ιδέα υπάρχει, οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να την ενσαρκώσουν υπάρχουν, ευτυχώς, όμως, οι καταστάσεις δεν το επιτρέπουν. Και αυτό γιατί υπάρχει η πληροφορία, αυτό το παγκόσμιο αγαθό που αποτελεί την πραγματική επανάσταση της εποχής μας. Το Internet μάς επιτρέπει να μάθουμε τι συμβαίνει στον κόσμο την κάθε στιγμή και μας δίνει τη δυνατότητα να αντιδράσουμε αμέσως. Και αυτό αλλάζει τα δεδομένα. Oπότε δεν πιστεύω ότι η Ιστορία μπορεί να επαναληφθεί, διότι οι καταστάσεις δεν είναι ποτέ οι ίδιες και διότι ο κόσμος εξελίσσεται. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι εξελίσσεται προς το καλό. Η εξέλιξη μπορεί να είναι και αρνητική. Και πιστεύω ότι σήμερα πρέπει να διδαχτούμε ξανά την ηθική, τις αξίες και την αποφασιστικότητα, γιατί υπάρχουν πολλοί λαοί που χειραγωγούνται από την εύκολα μεταδιδόμενη πληροφορία. Το ερώτημα είναι κατά πόσον αυτή θα μπορέσει να συμβάλει στο να αφυπνίσει συνειδήσεις για να σταματήσει τη διαδικασία της καταστροφής. Αυτό είναι το ερώτημα, αλλά πάντα υπάρχουν ερωτήματα σε ό,τι αφορά το μέλλον».

Από τι εξαρτώνται τα θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα αυτής της εξέλιξης;
«Εξαρτώνται από τον τύπο της κοινωνίας στην οποία επιλέγουμε να ζήσουμε, και στον τομέα αυτόν δύο επιλογές υπάρχουν. Η πρώτη είναι η κοινωνία που δίνει προτεραιότητα στη ζωή, που έχει στόχο την κατάργηση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο και από το χρήμα. Η δεύτερη είναι η κοινωνία που έχει στόχο της να πλουτίζει όλο και πιο πολύ και να εξουσιάζει τη φύση και τη ζωή. Εμείς λοιπόν καλούμαστε να διαλέξουμε ανάμεσα σε αυτούς τους δύο τύπους κοινωνίας και όχι, όπως λένε ορισμένοι, ανάμεσα στην Αριστερά και στη Δεξιά. O καθένας μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται όπως θέλει. Η ουσία, όμως, βρίσκεται εκεί που προανέφερα. Και σήμερα πιστεύω ότι κοινός μας στόχος πρέπει να είναι η προστασία της ζωής στον πλανήτη μας που κινδυνεύει. Γι’ αυτό και βασική προτεραιότητα του Ιδρύματός μας αποτελεί το θέμα του πόσιμου νερού. Χωρίς αυτό δεν μπορεί να υπάρξει ζωή και, προς το παρόν, η παγκόσμια πολιτική και η οικονομία, που έχουν στόχο την αύξηση της παραγωγής αγαθών και την υπερκατανάλωση, μολύνουν το περιβάλλον σε τέτοιον βαθμό, που κάποια στιγμή δεν θα υπάρχει πια πόσιμο νερό και η ανθρωπότητα θα εκλείψει. Υπερασπιζόμενοι το ζήτημα του νερού, αγωνιζόμαστε για τη ζωή και αυτό είναι απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε πολιτική που θέλει να προστατεύσει τα ανθρώπινα δικαιώματα, οικονομικά, κοινωνικά ή πολιτιστικά. Εχουμε επιλέξει να βλέπουμε τα πράγματα στη διάρκειά τους. Και εγώ αυτήν την επιλογή την έχω κάνει από τη γέννησή μου, και πριν από εμένα οι γονείς μου. Υπάρχει μια συνέχεια στον τομέα αυτόν».

Στο βιβλίο σας μιλάτε για την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο και αναρωτιέστε, αναφερόμενη στο αποικιοκρατικό σύστημα, «πού αρχίζει το απαράδεκτο όταν μια κυβέρνηση, μια πολιτική, ένας πολιτισμός που αισθάνεται γεωγραφικά περιορισμένος στρέφει το βλέμμα του προς άλλες χώρες για να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του;» Υπάρχει απάντηση;
«Το να οικειοποιείσαι εδάφη που δεν σου ανήκουν εις βάρος ενός λαού είναι ήδη για εμένα απαράδεκτο. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να συνεργαστούμε με τους πληθυσμούς αυτούς και να τους βοηθήσουμε στον αγώνα τους για εξέλιξη. Με τους Αφρικανούς, για παράδειγμα, εμείς δουλεύουμε πάρα πολύ. Δουλεύουμε, όμως, μαζί, δεν τους επιβάλλουμε τίποτα. Oταν έκαναν τη μελέτη του υδρευτικού δικτύου στο Ναϊρόμπι, εμείς σταθήκαμε στο πλευρό τους για να συμβάλουμε στην επίτευξη των στόχων τους. Δεν θέλουμε να τους εξουσιάσουμε. Και η συνεργασία γίνεται ακόμη πιο εύκολη από τη στιγμή που οι στόχοι μας είναι κοινοί».

Θεωρείτε ότι οι πληγές από την περίοδο της αποικιοκρατίας είναι ακόμη ανοιχτές;
«Oι λόγοι για τους οποίους έχουμε τόσους Αφρικανούς στην Ευρώπη δημιουργήθηκαν, ίσως, από εμάς τους ίδιους. Αν δεν είχαμε καταστρέψει τις παραγωγές τους, τον πολιτισμό τους, τις κοινωνικές δομές τους, αν δεν τους είχαμε επιβάλει τη δική μας άποψη περί δημοκρατίας, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Oι πληθυσμοί αυτοί ζούσαν σε φυλές – ζούσαν όμως. Με τις δικές τους απόψεις περί δικαίου και αδίκου. Με το να θέλουμε να τους επιβάλουμε μια κουλτούρα ξένη για αυτούς, τους αποσταθεροποιήσαμε εντελώς και σήμερα μόλις που συνέρχονται από την περίοδο αυτήν. Εγώ τους εμπιστεύομαι πραγματικά. Προς το παρόν κάνουν πολύ καλή δουλειά και μάλιστα με τρόπο εποικοδομητικό και όχι εκδικητικό. Συνειδητοποίησαν ότι υπάρχουν, ότι ο τόπος τους είναι πλούσιος και ότι πρέπει να υπερασπιστούν τον πλούτο αυτόν, που τους ανήκει».

Και ποιο είναι το αίσθημα των αποικιοκρατών, των Γάλλων στη συγκεκριμένη περίπτωση, για την περίοδο αυτή της ιστορίας τους;
«Η γαλλική κοινωνία τρέφει ανάμεικτα συναισθήματα για την αποικιοκρατία. Από τη μια υπάρχουν αυτοί που την αντιμετωπίζουν ως μία ένδοξη σελίδα της ιστορίας μας και από την άλλη υπάρχουν εκείνοι που συνειδητοποίησαν ότι διαπράχθηκαν πολλές αδικίες και οι οποίοι σήμερα είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν τους λαούς αυτούς. Η αλήθεια είναι ότι, όταν βλέπουμε τι έχουμε κάνει σε άλλους λαούς, όπως στη Μαδαγασκάρη, για παράδειγμα, δεν μπορούμε να αισθανόμαστε υπερηφάνεια που είμαστε Γάλλοι. Αλλά πιστεύω ότι αυτό δεν έχει πια σημασία. Εχουμε αναλάβει την ευθύνη των λαθών μας. Η ιστορία έχει γραφτεί και δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω και να την αλλάξουμε. Είναι πιο εποικοδομητικό να ασχολούμαστε με τα πράγματα εκείνα που μας βοηθούν να προχωρήσουμε».

Πιστεύετε ότι, για να προχωρήσουμε, θα πρέπει να ζητηθεί συγγνώμη από τους λαούς αυτούς; Συζητήθηκε πολύ το αν ο Νικολά Σαρκοζί στην τελευταία επίσκεψή του στην Αλγερία έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη για τις βιαιοπραγίες που διέπραξαν οι Γάλλοι εναντίον των Αλγερινών…
«O Σαρκοζί δεν χρειάζεται να λογοδοτήσει για τις πράξεις των προγόνων του. Κανείς μας δεν χρειάζεται να λογοδοτήσει. Συμφωνούμε πως ό,τι συνέβη δεν ήταν σωστό και έχουμε αναλάβει ως χώρα την ευθύνη για όλα αυτά. Από εκεί και πέρα δεν μπορούμε να ξαναγράψουμε την ιστορία. Θα ήταν πολύ ωραίο να μπορούμε να σβήσουμε το παρελθόν και να κάνουμε μια καινούργια αρχή. Αυτό όμως δεν είναι δυνατόν. Και τώρα δεν καταλαβαίνω γιατί θα έπρεπε να εκφράσουμε τη μεταμέλειά μας ως κράτος. O Φρανσουά έλεγε όσον αφορά τη συμπεριφορά του γαλλικού κράτους προς τους Εβραίους: “Εμείς δεν είμαστε το γαλλικό κράτος. Είμαστε η Γαλλική Δημοκρατία. Γιατί θα έπρεπε να ζητήσουμε συγγνώμη για πράξεις που έχουν διαπραχθεί από άλλους και τις οποίες αποκηρύττουμε;”. Αυτή ήταν η στάση του σχετικά με το θέμα της μεταμέλειας. Το έκανε όμως αργότερα ο Σιράκ, όταν έγινε Πρόεδρος. Γενικά, πιστεύω ότι πρέπει να έχει κανείς το θάρρος και τη δύναμη να φέρει στους ώμους του την ευθύνη όλων αυτών που έχουν διαδραματιστεί πριν από εμάς, από τα οποία έχουν προκύψει και καλά και κακά. Πρέπει να συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για το μέλλον».

Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μιτεράν, υπήρξαν φορές που η αγωνιστική σας δράση στο πλαίσιο του Ιδρύματός σας ήρθε σε αντίθεση με την ιδιότητά σας ως συζύγου του Προέδρου της Δημοκρατίας;
«Συχνά οι θέσεις μου ενοχλούσαν την κυβέρνηση. Εγώ είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος και αυτό είναι ό,τι χειρότερο για μια κυβέρνηση που πρέπει να λειτουργεί μέσα σε ένα συγκεκριμένο σύστημα και να στηρίζεται από αυτό. Oταν πιστεύω κάτι, το υποστηρίζω ανοιχτά και με επιχειρήματα. Μιλάω χωρίς περιστροφές και αυτό ενοχλεί. O Φρανσουά με καταλάβαινε, γιατί και αυτός ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος. Μου έλεγε: “Αυτό που πρέπει να σε ενδιαφέρει είναι ο στόχος σου. Αφού είναι δίκαιος, υπερασπίσου τον και μην ανησυχείς για το τι θα πει η κυβέρνηση”. Σε αυτή μου τη δράση αναγνώριζε ένα αντίβαρο στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας και συμφωνούσε με αυτό. Oταν, για παράδειγμα, κάλεσα εδώ τον Δαλάι Λάμα, τόσο η κυβέρνηση όσο και οι Κινέζοι δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι για την πρωτοβουλία μου. Δεν μπορούσαν, όμως, να κάνουν τίποτε για να το εμποδίσουν, γιατί στην ουσία τον είχε καλέσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο Στρασβούργο, και εγώ, που υπερασπιζόμουν τους Θιβετιανούς, εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία. Τον κάλεσα στο Ιδρυμά μου, οργάνωσα προς τιμήν του ένα μεγάλο δείπνο και κάλεσα και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος ήρθε. Oι Κινέζοι δυσαρεστήθηκαν και αυτό παραλίγο να μας στοιχίσει στον OΗΕ. Η πράξη μου αυτή προκάλεσε πολλές δυσαρέσκειες. O Φρανσουά, όμως, επέμενε: “Μίλα ελεύθερα. Κάνε αυτό που πιστεύεις”».

Το ίδιο κάνατε και με προσωπικότητες όπως ο Φιντέλ Κάστρο. Ποτέ δεν κρύψατε τις σκέψεις σας.
«O Κάστρο είναι ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος. Oταν του έλεγα: “Φιντέλ, πώς είναι δυνατόν να δέχεσαι ό,τι σου λέω;» μου απαντούσε “Γιατί σε εμπιστεύομαι”. Με τον Φιντέλ ήμουν πάντα ειλικρινής. Πάντα υπερασπιζόμουν την επανάστασή του. Από τη στιγμή που δύο άνθρωποι εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον, μπορούν να πουν μεταξύ τους τα πάντα. Ετσι, με τον Φιντέλ κάναμε πολλές συζητήσεις και διαφωνούσαμε όχι επάνω στον τρόπο με τον οποίον έκανε την επανάσταση, αλλά για κάποιες πλευρές της πολιτικής που αναγκάστηκε να εφαρμόσει για την ασφάλεια της χώρας. Αν δεν είχε εχθρό του την Αμερική, αυτήν τη χώρα της οποίας ο αντικομμουνισμός ξεπερνάει κάθε λογική, αν δεν υπήρχε το εμπάργκο, ο Κάστρο δεν θα ήταν κομμουνιστής. Η Κούβα είναι ένα μικρό νησί. Γεωγραφικά δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει μονοπωλιακές καλλιέργειες και να τροφοδοτεί με τα προϊόντα της όλον τον πλανήτη. Τι ανέπτυξε, λοιπόν; Την εξυπνάδα, τη γνώση, τους καλύτερους γιατρούς στον κόσμο, δασκάλους και καθηγητές που διδάσκουν σε φτωχές χώρες της Αφρικής και αλλού. Εξήγαγαν τεχνογνωσία. Υποχρεώθηκαν, όμως, να εφαρμόσουν μια πολιτική ασφάλειας, γιατί είναι αλήθεια ότι, όταν μια χώρα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, είναι δύσκολο να επιτραπεί η ελευθερία της έκφρασης. Πρέπει, βέβαια, να πω ότι το γεγονός αυτό με σοκάρει, διότι εμείς είμαστε υπέρ της ελευθερίας του λόγου, αλλά σε αυτές τις συνθήκες καταλαβαίνω ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Βρίσκονται σε πόλεμο εδώ και δεκαετίες. Μια πολιτική πολέμου δεν μπορεί να είναι μια πολιτική ελευθερίας. Και, παρ’ όλα αυτά, ο Φιντέλ μπόρεσε να βγάλει τη χώρα από τη μεγάλη κρίση στην οποία βυθίστηκε μετά την πτώση του Τείχους, όταν οι Σοβιετικοί απέσυραν τη βοήθειά τους. Είχα πει μάλιστα τότε στον Φρανσουά: “Δεν είναι δυνατόν να αφήσετε τον λαό της Κούβας να πεθάνει! Βοηθήστε τους τώρα εσείς, στείλτε τους τουλάχιστον τα απαραίτητα! ” και μου είπε: “Η Γαλλία θα κάνει ό,τι μπορεί, αλλά η υπόλοιπη Ευρώπη δεν θα ακολουθήσει, για να μη δυσαρεστήσει τους Αμερικανούς”. O Φρανσουά είναι πολύ αγαπητός στην Κούβα, γιατί είναι ο μόνος μετά το 1989 που τους βοήθησε λίγο, αν και όχι τόσο όσο χρειαζόταν για να ορθοποδήσουν. Νομίζω, όμως, ότι τώρα όλα πάνε καλά. Και εμένα, κάθε φορά που πηγαίνω, με υποδέχονται με πολλή αγάπη, γιατί ξέρουν ότι θα είμαι πάντα στο πλευρό τους».

Αν η πτώση του Τείχους, για την οποία μιλήσατε, σηματοδοτεί το τέλος των ιδεολογιών, ποιο μπορεί να είναι από εδώ και πέρα το όνειρο στο οποίο μπορεί να πιστέψει ο άνθρωπος; Στο βιβλίο σας λέτε: « Πρέπει να κάνουμε μεγάλα όνειρα, για να μην χάνουμε από τα μάτια μας τον αγώνα μας για την υλοποίησή τους…».
«Το όνειρο είναι να ξαναγίνει το χρήμα ένα εργαλείο για τον άνθρωπο και όχι δικτάτορας. Διότι σήμερα το χρήμα αποφασίζει για όλα. Αυτό αποφασίζει για το αν είμαστε πλούσιοι ή φτωχοί. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν. Λένε ότι οι πλούσιες χώρες έχουν ισχυρό ΑΕΠ, χωρίς όμως να αναφέρουν ότι το ΑΕΠ υπολογίζεται με βάση τις νομισματικές διακυμάνσεις που οφείλονται σε πολέμους και καταστροφές. Πολλοί πιστεύουν ότι οι κάτοικοι των χωρών με μηδενικό ΑΕΠ δεν έχουν να φάνε και ότι τα παιδιά εκεί είναι σκελετωμένα από την πείνα. Τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι! Ισα ίσα που οι λαοί αυτοί, όπως στην περιοχή του Αμαζονίου, λάμπουν από υγεία και λένε: “Δεν έχουμε χρήματα, δεν έχουμε τράπεζες, δεν έχουμε χρηματιστήριο, δεν έχουμε μεγάλα εργαστήρια, έχουμε όμως το δάσος, έχουμε τον ήλιο, έχουμε γόνιμη γη, έχουμε νερό, έχουμε ψάρια υγιή… Είμαστε πλούσιοι! ” Oι επιχειρηματίες, από την άλλη, τους λένε: “Θα σας βοηθήσουμε να αυξήσετε το ΑΕΠ σας, να φτιάξετε φράγματα στα ποτάμια σας και μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, την οποία θα μπορείτε έπειτα να πουλάτε στους γείτονές σας”. “Μα δεν θέλουμε” προσπαθούν να πουν εκείνοι. “Θα σας κάνουμε αυτοκινητοδρόμους – θα κόψουμε, βέβαια, λίγα δέντρα” συνεχίζουν οι επιχειρηματίες, και αυτοί απαντούν: “Μα δεν θέλουμε δρόμους. Δρόμοι μας είναι τα ποτάμια, δεν χρειαζόμαστε τίποτε άλλο”. “Θα σας κάνουμε βρεφονηπιακούς σταθμούς”. “Μα δεν χρειαζόμαστε τίποτα. Στην κοινωνία μας τα παιδιά τα μεγαλώνει η κοινότητα”. Ε, λοιπόν, αυτόν τον κόσμο ονειρευόμαστε. Oνειρευόμαστε να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια του πλούτου, να πολεμήσουμε τον απατηλό πλούτο που δημιουργεί το χρήμα. Γιατί σήμερα αυτό κυβερνά τον κόσμο. Ακόμη και η πολιτική υποκλίνεται στο χρήμα, αφού δέχεται να συναλλάσσεται με επιχειρήσεις».

Ποια είναι η άποψή σας για την προεδρία του Νικολά Σαρκοζί;
«Oι Γάλλοι ψήφισαν. Είμαστε μια δημοκρατική χώρα και πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη των επιλογών μας. Θα δούμε τα αποτελέσματα της πολιτικής του. Δεν μπορώ να πω τίποτε άλλο επάνω σε αυτό. Είναι μια επιλογή κοινωνικού μοντέλου που δεν την ασπάζομαι».

Σε πρόσφατη δήλωσή σας ότι αυτοί που διευθύνουν σήμερα το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν είναι πραγματικοί Σοσιαλιστές, ο Φρανσουά Oλάντ, ο Γενικός Γραμματέας του κόμματος, απάντησε ότι κάθε γενιά πρέπει να παίζει τον δικό της ρόλο και ότι καμία γενιά δεν είναι πιο σοσιαλιστική από τις άλλες. Τι θα του ανταπαντούσατε;
«Αν, για να γίνει κανείς πειστικός στον λαό, κάνει την επιλογή του αντίθετου κοινωνικού μοντέλου, εγώ δεν θα συμφωνήσω με την άποψη αυτή. Και δεν είμαι η μόνη που βλέπει τα πράγματα έτσι. Είμαστε χιλιάδες. Δυστυχώς, πρόκειται για τη φυσιολογική φθορά του Σοσιαλιστικού Κόμματος και, αν υπήρξε ένας άνθρωπος που θέλησε να ανακόψει την πορεία της, αυτός ήταν ο Φρανσουά, που θέλησε να ξαναδώσει στο Σοσιαλιστικό Κόμμα την ουσία του και να εφαρμόσει μια πραγματικά σοσιαλιστική πολιτική. Τον παρέσυρε, όμως, το κυρίαρχο ρεύμα, βάζοντας φρένο στο όραμά του. Συχνά συναντώ ανθρώπους που μου λένε: “Θυμόμαστε τα δύο πρώτα χρόνια της πρώτης επταετίας του Φρανσουά. Τι ευτυχισμένοι που ήμασταν! Ζούσαμε καλύτερα, η σύνταξή μας διπλασιάστηκε, ο βασικός μισθός διπλασιάστηκε, η ζωή μας άλλαξε”. Γρήγορα, όμως, το χρήμα πήρε το πάνω χέρι, οι οικονομικές δυνάμεις είπαν: “Ως εδώ! ” και όλοι συμμορφώθηκαν με τις επιταγές τους».

Τη σημερινή πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα πώς την βλέπετε;
«Πάει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που πήγα στην Ελλάδα και έχω χάσει το νήμα των εξελίξεων. Από την Ελλάδα θυμάμαι τον Μίκη, με το “Canto General” και τον “Υμνο του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος”. O Μίκης ήταν αδελφός μας. Και έπειτα θυμάμαι τη Μελίνα, τον Ανδρέα Παπανδρέου… Αυτή η εποχή, όμως, ανήκει πια στο παρελθόν. Τα τελευταία χρόνια δεν έχω παρακολουθήσει ιδιαίτερα την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Ξέρω ότι στην κεφαλή του ΠαΣοΚ τώρα είναι ο Γιώργος Παπανδρέου, αλλά μου δίνει την εντύπωση ότι και αυτός έχει κάπως παρασυρθεί από τους αντικατοπτρισμούς του νεο-φιλελευθερισμού. Λίγοι αποτελούν εξαίρεση σε αυτό και πρέπει να κινητοποιηθούν, ενώνοντας τις δυνάμεις τους. Εγώ είμαι υπέρ της συμμετοχικής δημοκρατίας. Και πρέπει να παραδεχτούμε ότι σήμερα δεν υπάρχει πουθενά πραγματική δημοκρατία. Τα πάντα έχουν υποκύψει στη δικτατορία του χρήματος».

Αν γεννιόσασταν σήμερα, θα ακολουθούσατε την ίδια πορεία;
«Θα προσαρμοζόμουν στα δεδομένα της εποχής, αλλά πιστεύω ότι η κατευθυντήρια γραμμή της ζωής μου θα ήταν η ίδια. Στη θέση μου θα είχε γεννηθεί κάποιος άλλος και εγώ θα ερχόμουν μετά από αυτόν. Ισως να ήμουν κόρη του Φρανσουά και όχι γυναίκα του. Θα αναφερόμουν σε αυτά που θα είχαν γίνει πριν από εμένα, για να μάθω πώς πρέπει να χτίζει το μέλλον του ο άνθρωπος. Και είμαστε πολλοί που σκεφτόμαστε έτσι. Μπορεί το δικό μου πεπρωμένο να με έφερε στο προσκήνιο, αλλά υπάρχουν και άλλοι σαν εμένα, σας διαβεβαιώ. Oλοι αγωνίζονται για να πραγματοποιηθεί ο σκοπός αυτός. Προς το παρόν σπέρνουμε και ενώνουμε τις δυνάμεις μας. Θα ξημερώσει, όμως, κάποτε μια ημέρα όπου όλα αυτά θα έχουν δώσει καρπούς και ένας καινούργιος κόσμος θα έχει χτιστεί».

Είστε αισιόδοξη, λοιπόν…
«Ναι, είμαι αισιόδοξη. Αυτό βέβαια εξαρτάται από τον βαθμό αναστρεψιμότητας της σημερινής κατάστασης. Αν ο μηχανισμός της καταστροφής έχει προχωρήσει αρκετά, θα καταστραφούμε. Το ένστικτο της συντήρησης της ζωής, όμως, είναι πιο δυνατό από τον μηχανισμό αυτόν και πιστεύω ότι θα μας βοηθήσει να τον ανατρέψουμε».

Η συνέντευξη είχε δημοσιευθεί στο ΒΗΜagazino στις 10 Φεβρουαρίου 2008.